Αρχική » Ο ρομαντισμός του νεοελληνικού διαφωτισμού

Ο ρομαντισμός του νεοελληνικού διαφωτισμού

από Άρδην - Ρήξη

του Μ. Μερακλή, από το Άρδην τ. 27, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2000

Μια ελληνική “Αναγέννηση”

Σ’ ένα προγενέστερο κείμενό μου, γραμμένο για ένα συνέδριο με θέμα πλαίσιο τον νεοελληνικό Διαφωτισμό (Μάιος 1997, στη Νεάπολη), έδινα έμφαση στο γεγονός, ότι ο ελληνικός χώρος προσέλαβε κατά την περίοδο εκείνη φαινόμενα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, για τα οποία ήταν ήδη προετοιμασμένος, για τα οποία είχε ήδη διαμορφωθεί εδώ το ανάλογο κλίμα. Και εννοούσα το φαινόμενα “της καλλιέργειας στο εξωτερικό της μνήμης της ελληνικής αρχαιότητας αφενός, της επίσης στο εξωτερικό εκδηλωνόμενης στροφής προς τον ‘εκασταχού’ εντόπιο, εθνικό λαϊκό πολιτισμό”. Και χάρηκα ιδιαίτερα, όταν σε πρόσφατο κείμενο ενός συστηματικού ερευνητή του νεοελληνικού Διαφωτισμού είδα να χαρακτηρίζεται “ως τελείως εσφαλμένη η αντίληψη, ότι όλα όσα συναντάμε στο πνευματικό εκείνο κίνημα που προηγήθηκε της Επανάστασης τα πήραμε από την Ευρώπη, αποτελούν αντιγραφές ευρωπαϊκών προτύπων, ειδικότερα κειμένων του γαλλικού Διαφωτισμού, εξ ου και η παράφραση του ονόματος και η απόδοση του με το δάνειο όνομα Νεοελληνικός Διαφωτισμός”. Ο συγγραφέας τονίζει την προσπάθεια για τη “μορφοποίηση ενός εθνικού ιδεώδους στη βάση του αρχαίου και βυζαντινού μεγαλείου”, κάτι που δεν το χρειαζόταν ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός, ο οποίος έδωσε έμφαση σ’ “ένα πνευματικό κυρίως περιεχόμενο” (ίδρυση σχολών και πανεπιστημίων, μουσείων, ακαδημιών κ.λπ.) και σ’ “ένα περιεχόμενο κοινωνικό το οποίο η γαλλική Επανάσταση το ενίσχυσε ακόμη και με τη δύναμη των όπλων”. Το πράγμα διευκρινίζεται περισσότερο: “Οι πνευματικοί άνθρωποι της περιόδου αυτής ενστερνίζονται..) τις νέες ιδέες, τις νέες επιστημονικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις, τα νέα ρεύματα που κυκλοφορούν στην Ευρώπη συνδυάζοντας τα πάντα με το αίτημα της χειραφέτησης της εθνικής απελευθέρωσης, στοιχείο το οποίοι…) δεν είχε, δεν μπορούσε να έχει, το κίνημα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και το οποίο αποτέλεσε στοιχείο μόνον του πνευματικού εκείνου κινήματος που αναπτύχθηκε στον ελληνικό χώρο μετά από σωρευτικές αλλαγές των προηγούμενων αιώνων, και το διαφοροποίησε από την Ευρώπη” (σ. 5-6).

Για τους λόγους αυτούς και ανεβάζει την έναρξη αυτής της νεοελληνικής αναγέννησης αποφασιστικά, έως τα μέσα του 17ου αιώνα, σε συσχετισμό με την παρουσία και πνευματική δράση του Θεόφιλου Κορυδαλέα.2 Ο Κορυδαλέας “εισήγαγε στον νεοδημιουργημένο ελληνικό πνευματικό χώρο ένα νέο φιλοσοφικό πνεύμα, άνοιξε τον δρόμο προς ένα νέο, διαλεκτικό τρόπο σκέψης, ένα νέο τρόπο θεώρησης του κόσμου, πιο κοντά στον φιλοσοφικό υλισμό παρά στον φιλοσοφικό ιδεαλισμό, ενός κόσμου που βρίσκεται σε νομοτελειακή κίνηση και αλλαγή■ το δρόμο προς μια φιλοσοφική αντίληψη των πραγμάτων” (σ.6-7).

Είναι γνωστό ότι ο κ. Καράς ερευνά ειδικότερα την παρουσία των επιστημών (των φυσικών πρώτιστα) της περιόδου εκείνης, εύλογα λοιπόν εντοπίζει παραδείγματα ανάλογα με τα οποία τεκμηριώνει τις απόψεις του.

Εθνικό και λαϊκό στοιχείο

Οπωσδήποτε εγώ, αναφερόμενος, ακόμα στο εν λόγω κείμενό του, παρατηρώ ότι, χωρίς να προτίθεμαι να αμφισβητήσω διόλου τη σημασία και την αξία της συμβολής του Γιάννη Κορδάτου, που έδειξε πρώτος την κοινωνική σημασία της Ελληνικής επανάστασης , -το κοινωνικό στοιχείο άλλωστε είναι εξ ορισμού παρόν σε κάθε επανάσταση συχνά μάλιστα κατά κυρίαρχο τρόπο, ώστε να απορεί κανείς, πως δεν είχε δοθεί ως τότε η δέουσα προσοχή στο θέμα τούτο- θα ήθελα εντούτοις να επισημάνω την έμφαση, που δίνει ο συγγραφέας του άρθρου στη διάκριση του εθνικού έναντι του κοινωνικού και στην έντονη παρουσία του πρώτου κατά την προεπαναστατική περίοδο. Κάτι που θεωρώ απόλυτα ορθό. Και θα παρατηρούσα ακόμα, ότι η διάσταση του εθνικού υπάρχει και μετά την “απαρχή του νεοελληνικού στοχασμού”, νοείται μάλιστα πιο σύνθετα: το εθνικό είναι κάτι που διαχέεται και προς τα κάτω από πάνω, προς τα μαζικότερα λαϊκά στρώματα, ενώ και από κάτω, από τα στρώματα αυτά, διαγράφεται και μια αντίστροφη κίνηση προς τα πάνω, ώστε τελικά να κυκλοφορεί αυτό σ’ όλο το σώμα του λαϊκού οργανισμού. Αυτό παραπέμπει στον εμφανιζόμενο ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα ευρωπαϊκό ρομαντισμό, ο οποίος ανακαλύπτει τη “λαϊκή ψυχή”, το “μέσα πλάτος” (όπως θα έλεγε ο Σολωμός) των περιφρονημένων κατά κανόνα ως τότε λαών.

Θίγω εδώ ένα θέμα δύσκολο, τουλάχιστον από την πλευρά που το θίγω, συσχετίζοντας δηλαδή την παρουσία του ρομαντισμού στο νεοελληνικό Διαφωτισμό με την έμφαση στο λαϊκό πολιτισμό (τον οποίο τόσο ψηλά τοποθέτησε ο γερμανικός ρομαντισμός). Αλλά τον λαϊκό πολιτισμό τον αγνόησαν, όπως υποστηρίζεται κατά κανόνα, οι Ελληνες διανοούμενοι του Διαφωτισμού, θεωρώντας τον υπόδουλο ελληνικό λαό περίπου μια tabula rasa η οποία έπρεπε να πληρωθεί με τα “φώτα” της Δύσης και, βέβαια, με μια παιδεία βασισμένη στην αρχαία ελληνική κληρονομιά. Υπήρχε λαϊκός πολιτισμός, αλλά τον αξιολογούσαν ως μηδενικόν περίπου, υπήρχε λαός, -η λέξη αυτή, και προπάντων η λέξη γένος και έθνος είχαν ευρεία χρήση,- αλλά ένας λαός αφανισμένος, ας πούμε, από την μακραίωνη δουλεία, που θα αναγεννιόταν και θα αναβαπτιζόταν στα νάματα της εθνικής παλιγγενεσίας.

Δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο λαϊκός πολιτισμός, παρά την κρατούσα άποψη, λειτουργούσε εθνικά με τον τρόπο που πιο πάνω περιέγραψα. Πάντως δεν θα ασχοληθώ εδώ με το θέμα αυτό, όπως και με την παρουσία ή την ενέργεια της αρχαίας μνήμης στον λαϊκό πολιτισμό, γιατί απαιτούν, ιδίως το πρώτο, ιδιαίτερη πραγμάτευση (μια πρώτη αναφορά έχω κάνει στη μνημονευόμενη ανακοίνωσή μου).

Η “επιστροφή” στην παράδοση

Εδώ επιθυμώ κάποια άλλα σημεία δηλωτικά του ρομαντικού κλίματος να αναφέρω. Εν πρώτοις το πάθος των Ελλήνων διανοουμένων και τη σχεδόν ενοραματική πίστη τους στην ανάσταση του Έθνους, (καθώς δεν βασίζονται σε ρεαλιστικές αναλύσεις, αλλά στο “θαύμα” της δια των Αρχαίων ή δια της παιδείας ανάστασης των νεωτέρων Ελλήνων): “Έμελλε ναλάβη και τέλος εκείνη η σφοδρά και βίαιος λαίλαψ, ήτις, ως μήποτ’ ωφελεί. Επήλθε και ανέτρεψε της Ελλάδος άνω και κάτω τα πράγματα, και επέ-φερεν όλως την χαλεπήν εκείνη ν και ζοφώδη περιφοράν- και επομένως μέλλει να επανακάμψωοιναι τερπναί Μούοαι εις το αρχαίον και πολυπόθητον αυτών έδαφος, ναεπαναλάμ-ψη εις την Ελλάδα το γλυκύτατον φως των Μαθήσεων, και όλως να επιδαψι-λευθώσινεις τα φίλτατα αυτής τέκνα Αμβροσίας και Νέκταρος απορρώγες’. Σχεδόν όλες οι σελίδες του Λογίου Ερμή, από τον οποίον είναι το παράθεμα4, είναι γραμμένες σ’ ένα αυτόχρημα ρομαντικής υφής διεγερτικό πυρετό (κι ας πρόκειται για το κατεξοχήν βήμα και όργανο της ψύχραιμης, επηρεασμένης από τον ορθό λόγο και το επιστημονικό πνεύμα της δυτικής σκέψης “διαφώτισης” του λαού).

Ο ρομαντισμός έχει δύο διαμετρικά αντίθετες εκφάνσεις (με κοινό γνώρισμά τους την υπερβολή): την περιπαθή φυγή από τον κόσμο ή την όμοια ένταξη στον κόσμο. 0α έλεγα λοιπόν, ότι η ελληνική παραλλαγή του πρώιμου εκείνου ρομαντισμού συνίσταται στο γεγονός, ότι συνδυάζει και συνδέει τα δύο αντίθετες εκφάνσεις, φυγή στο παρελθόν και εμμονή στο παρόν. Αυτό εκφράζεται και με ένα

σχήμα, θα έλεγα, σκέψης και ιδεολογίας, που θα το ονόμαζα σχήμα επιστροφής. Αυτό υπάρχει ήδη στην “επανάκαμψιν” των Μουσών και των Μαθήσεων του παραπάνω παραθέματος. Οι διανοούμενοι ταξιδεύουν στην αρχαία Ελλάδα και επιστρέφουν γεμάτοι από τα δώρα της. Το σχήμα διατρέχει όλους τους τόμους του Λόγιου Ερμή. Με την παρατήρηση πως, με τη σταδιακή όξυνση της συζήτησης για το γλωσσικό ζήτημα, το ταξίδι στους Αρχαίους και την επιστροφή επιχειρούν πολλοί -οι οπαδοί του Κοραή και οι ακραίοι της λαϊκής γλώσσας- μέσω της νεοελληνικής γλώσσας. Οπωσδήποτε κάνει εντύπωση έτσι κι αλλιώς η σταθερή αναφορά στην επάνοδο των Μουσών: “ανάπτει (ενν. ο Κοραής) την λαμπάδα της σοφίας, και προπορευόμενος, δια των σοφών του παραινέσεων, ευθείας ποιεί τας ακανθώδεις τρίβους, δι’ ων γενήσεται η κάθοδος των Μουσών εις την προτέραν αυτών κληρονομικήν κατοι-κίαν”(1,17)* ο μητροπολίτης Ιγνάτιος, με την μορφωτική και παιδευτική κίνηση που καλλιεργεί στη Βλαχία, “αποφασίζει να την αποκαταστήσει μέσον, δι’ ου να περάσωσιν αι Μούσαι και να μεταβώσιν εις την παλαιάν των καθέδραν σελ 1,46)· “Αι Μούσαι δεν λησμόνησαν την παλαιάν των κατοικίαν, τον Όλυμπον και τον Παρναοσόν. Εκεί θέλουν πάλιν επιστρέψει ύστερον από ένα τόσον μεγάλον γύρον, όπνπερ έκαμαν εις την Ευρώπην”(1,47). Ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος εγκωμιάζει τον Ιγνάτιο, που έβαλε σκοπό του να διώξει, ως καλός ποιμένας, το σκοτάδι της αμάθειας από το ποίμνιο του, να αναδείξει “φωτός υιούς της Δακίας τους νέους και δια τούτων, συνεχίζει, να ανακαλέσης τας Μούσας εις την πρώτην των κατοικίαν, εις τον Παρνασσόν και τον Ελικώνα” (1,339) κ.ά. (ας σημειωθεί ότι ο σπουδαίος αυτός δάσκαλος του γένους ήταν θετικός επιστήμονας).

Ποίηση και Φιλοσοφία

Σχεδόν δικαιολογείται κανείς να πει, ότι το περίπου λογοκρατούμενο εκείνο κίνημα ήταν, συγχρόνως, και μουσόληπτο (να ένα άλλο αντιθετικό ζευγάρι, που το χωνεύει μέσα του ο νεοελληνικός Διαφωτισμός). Έτσι εξηγείται και η υψηλή θέση που επιφυλάσσεται, στα εκπονούμενα προγράμματα εκπαίδευσης της νεολαίας, στην ποίηση (βέβαια μαζί με την αδιαλείπτως εξυμνούμενη από τον Κοραή και τον κύκλο του “φιλοσοφία”, που εμπεριέχει και τα στοιχεία του δυτικού θετικισμού).

Σ’ ένα άρθρο ανώνυμο, της διεύθυνσης λοιπόν του περιοδικού (που την έχει στη φάση αυτή ο αρχιμανδρίτης Ανθιμος Γαζής), με τον τίτλο “Τέχνη και Επιστήμαι. Ιδέα της Φιλολογίας”, διαβάζουμε: “Το πρώτον μέρος της πρακτικής σπουδής της Φιλολογίας είναι οι γνώσις των Τεχνών και Επιστημών της αρχαιότητος, αίτινες οδηγούσιν αμέσως εις την γενικήν και ελευθέραν του ανθρώπου παιδείαν ήτις εστίν η Ποίησις και η Φιλοσοφία. Αύται εισί τα πρώτα και τελευταία στοιχεία της ανθρωπινής παιδείας * διότι χωρίς τούτων αι λοιπαί γνώσεις εισίνεκραί, τυφλαί και μηχανικα. Η Ποιητική είναι η αληθής αρμόνιος και ελευθέρα ζωή, και η φιλοσοφία το πνεύμα όλων των γνώσεων, το οποίον διαπερών όλα τα στοιχεία αυτώ ι φέρει αυτός εις αρμόνιον ενότητο δια του φωτός των ιδεών” 351).

Η άκρως εντυπωσιακή αυτή. στο κέντρο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του Διαφωτισμού, έξαρση τ: σημασίας της ποίησης, που διαπερνά το σύνολο των γνώσεων και ολόκληρη τη ζωή, είναι κίνηση κατεξοχήν ρομαντική.

Ανάμεσα στην Ποιητική και τη Φιλοσοφία τοποθετούνται η Ρητορική και η Ιστορία, συγκροτώντας ένα παιχνίδι αοριστίας και οριστικότητας: Η Ποιητική παρίστησι την αόριστον ζωήν εις την εντελή μορφήν της η Ρητορική την ορισμένην και λήγουσα, κατά το φαινόμενον εις την ελεύθερον μορφήν της η Ιστορία την αόριστον εις την δεδομένην μορφήν της και η Φιλοσοφία την αόριστον κατα την εσωτερικήν μορφή της (ό.π.,ο.351-2). Επιμένω, πως μια τέτοια προσπάθεια, μια τέτοια αγωνία για την παιδεία και την εκπαίδευα1, χτίζεται πάνω σε ένα έδαφος ρομαντικό.

Οι ιδέες για την ποίηση αναπτύσσονται πολύ εκτενέστερα και βαθύτερα σε δύο ακόμα κείμενα του ίδιο j τόμου: “Υψηλοτέρα Φιλολογία. Ελεύθεροι Τέχναι και Επιστήμαι της Αρ-χαιότητος”(σ.369-83) και “Ποιητική των Ελλήνων” (σ.383-7. 400-3, εν_ συνεχίζεται και στον επόμενο τόμο σ.177 κ.ε.). Ιδίως τα κείμενα αυτά, όπου η ποίηση πάντα συνάπτεται οργανικά, και σε ανώτερο επίπεδο πλέον, με την φιλοσοφία, ενώ εμφανίζεται και ως στοιχείο μια τριαδικής τελικά σχέσης και η θρησκεία, συγκροτούν μιαν ανθρωπολογία της ποίησης καθώς αναζητούνται και οι ιστορικές -ακόμα και οι προϊστορικές- πηγές και καταβολές αυτής της σχέσης: “Η Ποιητική και Φιλοσοφία παντός έθνους αναπτύσσεται δια των θρησκευτικών αυτού αρχών και ιδεών, ας έχει περί της γενέσεως, μορφής και τέλους των ουρανίων, φυσικών και ανθρωπίνων πραγμάτων. Κατ’ αρχάς άρα ήσαν συνηνωμέναι η τε Ποιητική και Φιλοσοφία εν τη Θρησκεία, και ταύτα τα τρία απετέλουν ν στοιχείον διοικούν την ανθρωπότητα. Η πρόοδος όμως (…) αναγκαίως έπεπε να διαχωρίσει τα κατ’ αρχάς ταύτα ενω-θέντα στοιχεία και να προέλθη εκ της θρησκείας η μεν Ποίησις ως Τέχνη, η δε Φιλοσοφία ως Επιστήμη και η αμέριστος και αρχική ζωή να μερισθή εις Αληθή, ήτοι τω όντι υπάρχουσαν, και εις ιδανικήν, ήτοι κατά τηνιδέαν μόνον” (α. 369-70). Το πνεύμα ενός γνωστού τότε εξελικτικισμού, συγκερασμένου με την ποιητική φιλοσοφία ενός Vico και ενός Herder είναι φανερό, αλλά δεν αγνοείται και δεν περιφρονείται -ως ξεπερασμένο- το παρελθόν καθ’ εαυτό, αφού άλλωστε εκεί, στο παρελθόν, υπάρχει και ο αρχαίος ελληνικός κόσμος. Ας μου επιτραπεί ένα ακόμα παράθεμα: “Παν στοιχείον της αρχαίας θρησκείας καθ’ εαυτό θεωρούμενον είναι Ενάτης της Ποιητικής και της Φιλοσοφίας άρα τοιαύτη και η ελληνική θρησκεία. Ταύτης η πνευματώδης αρχή είναι η Φιλοσοφία του Παντός, η Φύσις και η Ανθρωπότης άρα αύτη εστίν έρευνα της αρχής και γενέσεως της μορφής και του σκοπού των φυσικών και ανθρωπίνων πραγμάτων Ο τύπος και η παράστασις ταύτης της αρχαίας φιλοσοφίας είναι ζωντανή εικών, εντελή και ελεύθερον έχουσα την μορφήν. Εστίν άρα η Ποιητική” (ο. 371). Είναι πράγματι συναρπαστικό το δραματικό ενδιαφέρον αυτής της σύγκρουσης (εγώ θα την έλεγα και σύνθεση) εκλογίκευσης και ενόρασης, επιστήμης (στη θεωρία) και ποίησης (στην πράξη), ρομαντισμού και ορθολογισμού, που λαμβάνει χώρα στους κόλπους του κινήματος του Διαφωτισμού, ιδίως στα τελευταία πριν από την Επανάσταση χρόνια.

Ασφαλώς απώτατος στόχος, που μαρτυρεί άλλωστε και τον σταθερό προσανατολισμό προς την οικοδόμηση του παρόντος και πάνω στην ύλη της ιστορίας, είναι ο τρόπος όπου όλα αυτά, τα αόριστα και τα οριστικά, θα συλλαμβάνονται και θα εκφράζονται, ο Λόγος και η Γλώσσα, ως συμπερίληψη της όλης ατομικής και συλλογικής ζωής. Γι’ αυτό άλλωστε όλοι οι αγώνες και όλες οι αγωνίες εδώ, σ’ αυτήν κατατείνουν και καταλήγουν (μια τελευταία παραπομπή): “Όλαι αι τέχναι και επιστήμαι, όλα τα φαινόμενα, καθώς έτι και όλαι αι αισθήσεις και αι έποιαι, τελειοποιούνται μόνον δια των εξωτερικών αληθινών παραστάσεων και η φανέρωσις του πνεύματος είναι ο Λόγος, το πρώτον και άμεσον γέννημα αυτού η έκφραοις μετά ταύτα και η παράστα-σις των νοημάτων είναι η Διάλε-κτος” (δηλαδή η γλώσσα) (σ.353).

Σημειώσεις

1.            Γιάννη Καρά, “Νεοελληνικός Διαφωτισμός ή Νεοελληνική Αναγέννηση;” Τα νέα του Κ.Ε.ΝΕ.Φ (Πανεπιστημιον Ιωαννίνων -Τομέας Φιλοσοφίας. Κέντρο Ερευνών Νεοελληνικής Φιλοσοφίας), τεύχος 5 (Ιωάννινα, Ανοιξη 2000), σ.2. Όπως γίνεται φανερό από το παραπάνω παράθεμα, ο συγγραφέας υποστηρίζει, ότι πληρέστερα το φαινόμενο αυτό θα αποδιδόταν με τον όρο Νεοελληνική Αναγέννηση, ο οποίος περιορίζει στο ιστορικά ακριβές όριο των στοιχείων που εισήλθαν από έξω. Τον υψηλό βαθμό ιθαγένειας των φαινομένων του νεοελληνικού Διαφωτισμού έχει υποστηρίξει, επανειλημμένα, και ο Κ. 0. Δημαράς.

2.            ό.π., σ. 6. Σχετικά με το ζήτημα ο Καράς παραπέμπει και στην όντως “διαφωτιστική εισαγωγή” του Νίκου Ψημμένου στο δίτομο έργο του, Η ελληνική φιλοσοφία από το 1453 ως το 1821. Τόμος Α, Η κυριαρχία του αριστοτελισμού. Προκορυδαλική και κορυδαλική περίοδος τόμος Β’, Η επικράτηση της νεωτερικής φιλοσοφίας. Μετακορυδαλική περίοδος, Αθήνα 198-1989

3.            Γιάννη Κορδάτου, Κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, Αθήνα 1924. Για την εντύπωση που δημιούργησε το βιβλίο αυτό βλ. Δήμος Ν. Μέξης, Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος και το έργο του, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1975 (ιδίως σ.79 κ.ε.) Δημ. Τσάκωνα, Ιδεαλισμός και μαρξισμός στην Ελλάδα, Κάκτος, Αθήνα 1988, σ. 468-78

4.            Ερμής ο Λόγιος, τ. Α’, 1811, σ.24.

* 0 Μιχάλης Μερακλής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Οι υπότιτλοι του άρθρου είναι της Σύνταξης του “Αρδην’.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ