Του Καρλ Πολάνυι από τον νέο Ερμή τον Λόγιο τ. 16
Απόσπασμα από το βιβλίο του Καρλ Πολάνυι Η εφεύρεση του εμπορίου: Αγορά, χρήμα και Δημοκρατία στην αρχαία Ελλάδα, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις σε μετάφραση του Γιώργου Ρακκά. Λέξεις που σημαίνονται με αστερίσκο(*) είναι ελληνικές στο πρωτότυπο.
Η αγορά της Αθήνας δεν υπήρξε το λίκνο ενός συστήματος αγοράς. Άλλο πράγμα ήταν η τοπική αγορά και άλλο το εξωτερικό εμπόριο. Είχαν ξεχωριστή και διαφορετική προέλευση. Τα σιτηρά διανέμονταν ή, άλλοτε, πωλούνταν σε καθορισμένη τιμή, στους ανοιχτούς χώρους των δημόσιων συναθροίσεων, ή μάλλον στον άμεσο περίγυρό τους· το εάν τα τρόφιμα προσφέρονταν ή όχι προς πώληση στην εμπορική αγορά εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες, οι οποίοι είχαν όλοι ένα εσωτερικό πολιτικό ενδιαφέρον. Μεταξύ αυτών των παραγόντων ήταν: η συχνότητα με την οποία προέκυπτε η έλλειψη προμηθειών εξαιτίας της αυξημένης συμμετοχής στις θρησκευτικές εορτές, της εισροής προσφύγων ή της μετακίνησης του αγροτικού πληθυσμού· ο εκάστοτε τρόπος οργάνωσης των δημοσίων έργων στα τείχη της πόλης ή στους ναούς της· ο χαρακτήρας της εργασίας που απορροφούνταν σε αυτά, και το είδος της αρχής που ήταν αρμόδια για την εκτέλεση του έργου· η επάρκεια νομισμάτων μικρής αξίας για τις συναλλαγές. Αυτοί, μεταξύ άλλων, ήταν οι λόγοι για τους οποίους αναπτύχθηκε η τοπική αγορά τροφίμων. […]
Ο Κάπηλος* και ο Έμπορος*
Η διαφορά μεταξύ του ντόπιου και του υπερπόντιου εμπορίου ήταν σαφέστατη σε σχέση με το υποκείμενο των συναλλαγών. Η επονομασία τους ήταν διαφορετική, όπως και η ταυτότητά τους, πιθανόν δε και το κύρος που έφεραν οι ιδιότητές τους. Ο ντόπιος έμπορος ήταν ο κάπηλος*, ενώ ο υπερπόντιος πραματευτής ήταν ο έμπορος*. Ο Πλάτωνας όρισε ως καπήλους* «εκείνους που εγκαθίστανται στην αγορά, που μας υπηρετούν πωλώντας και αγοράζοντας», ενώ ως εμπόρους*«εκείνους που περιφέρονται από πολιτεία σε πολιτεία»[1]. Ο όρος έμπορος*αρχικά σήμαινε ταξιδευτής[2], μια ετυμολογική ρίζα που δεν πρέπει να μας παραξενεύει καθώς το ταξίδι είχε να κάνει με τις προμήθειες. Για παράδειγμα, από τις τέσσερις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να υποδηλώσουν το εμπόριο ή τον έμπορο, στη λεπτομερή περιγραφή του σημαντικού εμπορικού σταθμού, της Τύρου, στον Ιεζεκιήλ (27), οι δύο έχουν ως ετυμολογία το «περιπλανώμαι» και άλλες δύο το «συσχετίζομαι, διασυνδέομαι». Οι δύο κατηγορίες νοημάτων χρησιμοποιούνται διαφορετικά. Στην μια περίπτωση, γίνεται αναφορά στην απόσταση και τη μεταφορά, στην άλλη, στη συμφωνία και στη διαπραγμάτευση – δυο λειτουργίες που αργότερα συγχωνεύτηκαν στον όρο εμπόριο. Οι έρευνες των Knorringa[3], Hasebroek[4] και Finkelstein[5] έχουν επιβεβαιώσει το γεγονός ότι η διαφορά μεταξύ του καπήλου και του εμπόρου αναφέρονταν κυρίως στην εντοπιότητα – και όχι στο λιανικό έναντι του χονδρικού εμπορίου, όπως είχε υποτεθεί. Ο Πλάτωνας αποδίδει τον τοπικό έμπορο στην αγορά*. Ο Ξενοφών, επίσης, στα Απομνημονεύματά του, κάνει τη διάκριση μεταξύ των εμπόρων και των συναλλασσομένων[6] στην αγορά[7].
Δεδομένου ότι κατά την αρχαιότητα η έκταση του χερσαίου εμπορίου ήταν ασήμαντη[8], η λέξη «περιπλανώμαι»,αναφερότανσε αυτούς που εμπλέκονταν στο εμπόριο μέσω της θάλασσας ή των ποταμών. Το μεγαλύτερο μέρος του –ούτως ή άλλως λιγοστού– χερσαίου εμπορίου, αν εξαιρέσουμε τις εξερευνήσεις και τα καραβάνια, πρέπει να αφορούσε σε αγρότες που πήγαιναν στην τοπική αγορά να διαθέσουν την πλεονάζουσα σοδειά τους για να αγοράσουν κάποια αγαθά που χρειάζονταν.
Ωστόσο, η διάκριση δεν ήταν μόνο πρακτική. Σύμφωνα με έναν αθηναϊκό νόμο, που είχε εισαγάγει ο Σόλων και επανέφερε ο Αριστοφών, δεν επιτρεπόταν στους ξένους να πωλούν αγαθά στην αγορά[9]. Ο νόμος τροποποιήθηκε κατά την περίοδο από την οποία προκύπτουν και τα στοιχεία μας, στα μέσα του 4ου αιώνα, απαγορεύοντας στους ξένους να πωλούν προϊόντα στην αγορά αν δεν κατέβαλλαν κάποιο φόρο[10]. Αυτό αντιστοιχούσε, πρακτικά, στην παροχή ειδικής αδείας· έτσι, σε μια υπόθεση, o κατηγορούμενος αποκρούει τις κατηγορίες ότι η μητέρα του, έμπορος κορδέλας, είναι ξένη, λέγοντας ότι «αν ήταν ξένη, να μαρτυρούσαν, αφού εξέταζαν τους καταλόγους των φόρων της αγοράς (για να δουν) αν πλήρωνε φορολογία ξένου, και να αποδείκνυαν από πού καταγόταν»[11]. Το να διαθέτει κανείς πάγκο στην αγορά αποτελούσε προνόμιο των πολιτών μοιάζει προφανές· και η απόδοση αυτού του δικαιώματος στους ξένους έναντι κάποιου τιμήματος αποτελούσε τροποποίηση αυτού του δικαιώματος. Το ότι μέτοικοι εμπορεύονταν πράγματι στην αγορά, στις αρχές του τέταρτου αιώνα, συνάγεται από έναν λόγο του Λυσία ενάντια στους σιτεμπόρους, όπου αυτοί παραδέχονται ότι όντως είναι μέτοικοι, αλλά ελέγχονται αυστηρά. Επίσης, δε, το σιτεμπόριο τελούνταν μάλλον υπό ειδικές προϋποθέσεις.
Οι ρυθμίσεις της αγοράς* ενδέχεται επίσης να προέβλεπαν διαφοροποιήσεις ανάλογα με το φύλο. Οι περιπλανώμενοι έμποροι είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, άνδρες. Από την άλλη, οι λιανοπωλητές στην αγορά δεν είναι αναγκαστικά άνδρες· μάλιστα, σε ορισμένες περιοχές του Σουδάν είναι αποκλειστικά γυναίκες. Η διάκριση μεταξύ των θεσμών του εμπορίου και της αγοράς, εκεί, ταυτίζεται με τη διάκριση των φύλων: οι έμποροι είναι άνδρες, οι λιανοπωλητές είναι γυναίκες. Στη Βαβυλώνα του Χαμουραμπί, οι πανδοχείς ήταν γυναίκες. Στις Σάρδεις, και ίσως στην Αλικαρνασσό, απ’ όπου μάλλον εξαπλώθηκε και ο θεσμός της αγοράς στην Ελλάδα, μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα, ο κάπηλος* ήταν σχεδόν πάντοτε γυναίκα. Ο Ηρόδοτος απέδωσε μεγάλη σημασία, όπως είδαμε, σ’ ένα ιστορικό ανέκδοτο που χρονολογείται την ίδια εποχή, και αναφερόταν στις ευνουχιστικές ιδιότητες του να εξασκεί κανείς την καπηλική*. Τα τεκμήρια δείχνουν ότι η καπηλική* αποτελούσε γυναικείο επάγγελμα. Για τον Ηρόδοτο, το μικρεμπόριο στην αγορά ήταν ένα αρχαίο έθιμο αρχέγονης λυδικής προελεύσεως· η χρυσή σκόνη, υποστήριζε, μεταφερόταν κατευθείαν από το όρος Τμώλος στην αγορά* των Σάρδεων. Ωστόσο, πολύ αργότερα, μετά την ήττα τους από τους Πέρσες, οι Λυδοί άνδρες φέρεται να εξαναγκάστηκαν από τον Κύρο να γίνουν μικροπωλητές, ώστε να γίνουν πιο θηλυπρεπείς. Όσο για την Αθήνα, κατά καιρούς, επιτρεπόταν και στα δύο φύλα να διατηρούν πάγκους στην αγορά, και οι πρακτικές μπορεί να ποίκιλλαν, ανάλογα με το είδος των προς πώληση προϊόντων. Η προγαμιαία πορνεία στους Λυδούς αποτελούσε μάλλον παρεπόμενο των ηθών της αγοράς. Ο Αριστοφάνης ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία να περιπαίξει τον Ευριπίδη για το γεγονός ότι η μητέρα του πουλούσε λαχανικά στην αγορά. O λίβελος του Δημοσθένη εναντίον του Ευβουλίδη θα ήταν άνευ αντικειμένου εάν μια γυναίκα δεν μπορούσε να διατηρεί πάγκο στην αγορά*. Στην κλασική Αθήνα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο έμπορος* ήταν άνδρας, ενώ ο κάπηλος* μπορούσε να είναι άνδρας ή γυναίκα, ανάλογα με τα εμπορευόμενα αγαθά ή άλλες περιστάσεις.
Παρ όλο που ο κάπηλος*ήταν, στις περισσότερες περιστάσεις, ένας εμπορευόμενος πολίτης, στην Αττική, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δεν είχε την ιδιότητα του εμπορευόμενου. Αντί να δρα από καθήκον ή για την τιμή, αποσκοπούσε περισσότερο στο να βγάλει τα προς το ζην από κέρδη που δημιουργήθηκαν «από τους άλλους» (ἀπ’ ἀλλήλων*). Συνεπώς, η θέση στην οποία βρισκόταν δεν θα μπορούσε να είναι ταπεινότερη. Ο έμπορος των μεγάλων αποστάσεων, από την άλλη, σπάνια ήταν πολίτης κατά την κλασική εποχή – και πολύ σπανιότερα πολίτης υψηλής κοινωνικής θέσης, όπως ασφαλώς ήταν στις αρχαϊκές ημέρες του εμπορίου των αρχηγών. Τώρα ήταν, κατά κανόνα, ξένος, δηλαδή πολίτης άλλου κράτους, ή μέτοικος. Συνήθως, ο έμπορος*ήταν Έλληνας από τα νησιά, τη Μεγάλη Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, ή από κάποια πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας, π.χ. από την Κόρινθο. Συγχρόνως, σπανίως βρισκόταν σε χαμηλότερη κοινωνική θέση από έναν επαγγελματία έμπορο της πόλης της οποίας ήταν πολίτης[12].
Το γεγονός ότι, κατά την κλασική εποχή, η μεγάλη πλειοψηφία των εμπόρων* ήταν Έλληνες οδηγούσε σε μεγάλη σύγχυση, και, σε μεγάλο βαθμό, στην παρανόηση της δομής του ελληνικού εμπορίου. Εδώ, επικεντρώνουμε την προσοχή μας κυρίως στην Αθήνα, που λειτουργούσε ως το μεγάλο εμπορικό κέντρο του ελληνικού κόσμου κατά τον 5ο και 4ο αιώνα. Ωστόσο, παρά το γεγονός αυτό –και παρόλο που ο Πειραιάς ήταν το μεγάλο εμπορικό λιμάνι του ελληνικού κόσμου– πολύ σπάνια συναντούμε κάποιον πολίτη ενεργά εμπλεκόμενο στο εμπόριο, με εξαίρεση τη χορήγηση ναυτικών δανείων. Και μάλιστα, αν εξετάσουμε τους ιδιωτικού δικαίου ρητορικούς λόγους του Δημοσθένη, βλέπουμε ότι η πλειονότητα αυτών των δανείων χορηγούνταν από μέτοικους ή ξένους. Το γεγονός ότι στην Αττική οι έμποροι ήταν ξένοι και, από την άλλη πλευρά, ότι οι πολίτες ήταν κατά κανόνα μη-έμποροι, αποδεικνύεται από την εξέταση ορισμένων αρκετά σημαντικών πηγών. Η πιο αξιοσημείωτη από αυτές είναι το Πόροι και περί Προσόδων, ένα έργο των μέσων του 4ου αιώνα που αποδίδεται, δικαίως μάλλον, στον Ξενοφώντα, και στο οποίο θα βασιστούμε αμέσως παρακάτω.
Μέτοικοι και Ξένοι
Οι δύο βασικοί τύποι εμπόρων ήταν ο ξένος και ο μέτοικος. Ο μέτοικος –εγκατεστημένος ξένος– ήταν ένα από τα αποτελέσματα των σχεδόν αδιάκοπων εχθροπραξιών μεταξύ των ελληνικών πόλεων και εντός αυτών. Πουθενά στη γνωστή ιστορία, αυτές οι δύο μορφές ανταγωνισμού δεν ήταν τόσο άρρηκτα δεμένες για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα όσο ήταν μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών. Οι διαπαραταξιακές διαμάχες εντός πολλών ελληνικών πόλεων, καθώς και οι μόνιμοι πόλεμοι μεταξύ των μικρών κρατών, παρήγαγαν ένα πλήθος ανθρώπων δίχως κράτος, έναν μετακινούμενο πληθυσμό στα διάφορα λιμάνια, που δεν είχαν καμία εναλλακτική λύση για τα προς το ζην πέραν του εμπορίου. Έχουμε ήδη δει πώς οι αντιπαραθέσεις, κατά την εποχή του Σόλωνα, προκάλεσαν κύματα εξόριστων, ανθρώπων που «δεν μιλούν πια την αττική γλώσσα, αφού περιπλανήθηκαν σε πολλούς τόπους»[13]. Ο αυστηρός τοπικισμός της Δημοκρατίας του Περικλή –και ο αποκλεισμός από το καθεστώς του πολίτη, από τον ίδιο τον Περικλή, όλων όσοι δεν ήταν γηγενείς κάτοικοι δεύτερης γενιάς, δεν αποτελούσε εξαίρεση– σήμαινε ότι, κανονικά, δεν υπήρχε για τον εξόριστο υψηλότερη κοινωνική θέση από αυτήν του μετοίκου. Το γεγονός ότι ο ενδοκρατικός και ο διακρατικός πόλεμος συνέχιζε να λειτουργεί ως μια αστείρευτη πηγή μετοίκων γίνεται προφανές από το ατράνταχτο επιχείρημα του Ξενοφώντα, ότι, αν οι προτάσεις του για αναβάθμιση της ιδιότητας των μετοίκων εγκριθούν, προκειμένου να τους προσελκύσουν στην πόλη, «όλοι οι στερούμενοι πατρίδος θα επιθυμήσουν να κατοικούν ως μέτοικοι εις τας Αθήνας»[14]. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ξένοι που εμπορεύονταν στην Αθήνα ήταν εν πολλοίς μέτοικοι προερχόμενοι από άλλες πόλεις τις Ελλάδας, οι δε υπόλοιποι ήταν πολίτες αυτών των πόλεων με πλήρη δικαιώματα, ή προέρχονταν από μια ελληνική εμπορική κοινότητα όπως η Ρόδος.
Η ίδια η Αθήνα διατηρούσε έναν σημαντικό πληθυσμό μετοίκων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εγκατεστημένοι στον Πειραιά. Πολλοί από αυτούς ήταν έμποροι*, κυρίως εισαγωγείς σιτηρών· αρκετοί ασχολούνταν με τα ναυτικά δάνεια, που ήταν απαραίτητα προκειμένου να λειτουργήσει το εξωτερικό εμπόριο.
Περισσότερα διαβάστε στο βιβλίο του Καρλ Πολάνυι, Η εφεύρεση του εμπορίου από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
[1] Πλάτωνας, Πολιτεία, 371D (Πλάτων, Πολιτεία, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Πόλις, Αθήνα 2014, σ. 139).
[2] H. Knorringa, Emporos, σ. 114.
[3] Ibid., passim.
[4] Hasebroek, Trade and Politics in Ancient Greece, trans. L. M. Fraser and D.C. Macregor (London, Q G. Bell and Sons, 1933), σσ. 1-8.
[5] Μ. Ι. Finkelstein, “Empοros, Naukleros, and Kapelos”, Classical Philology, 30 (1935) 320-336. O Finkelstein σχετικοποιεί αυτήν την κρίση προσθέτοντας: «Το πόσο προσεκτικά διατηρούνταν αυτή η διάκριση είναι ένα άλλο ζήτημα» (σ. 336).
[6] Ο Ξενοφών χρησιμοποιεί τον όρο «μεταβαλλόμενος» από το συναλλάσσομαι αλλά και περιπλανιέμαι (σ.τ.μ.).
[7] Ξενοφών, Απομνημονεύματα, ΙΙΙ, 7, 6.
[8] Μ. Ι. Finkelstein, “Emporos ”, σ. 328, σημ. 37 για την Ελλάδα. Για τον αρχαίο κόσμο συνολικά, βλ. Max Weber, General Economic History, μτφρ. Frank H. Knight (Glencoe, III: The Free Press, 1950), κεφ. 15, 16.
[9] Δημοσθένης, Έφεσις προς Ευβουλίδη, σσ. 29-31.
[10] Δημοσθένης, Έφεσις προς Ευβουλίδη, 33-34 [Δημοσθένης, Άπαντα, τ. 14, Κάκτος, μτφρ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, σ. 229 (σ.τ.μ.).]
[11] Δημοσθένης, Έφεσις…, ό.π., σ. 229.
[12] Εξαιρουμένων ίσως των Ροδίων, που εμφανίζονται ως «άνθρωποι του εμπορίου».
[13] Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 12, 4 (Αριστοτέλης, Άπαντα, ό.π., σ. 71).
[14] Ξενοφών, Πόροι ή Περί Προσόδων, II, 7 (μτφ. Ε. Μώρος, ό.π., σ. 12)