του Μιχάλη Μερακλή, από το Άρδην τ. 28, Δεκέμβριος 2000-Ιανουάριος 2001
Το ζήτημα των σχέσεων του νεότερου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού με το αρχαίο δράμα μπορεί να εξετάζεται από διάφορα σημεία (τα οποία εύλογο είναι βέβαια και να αλληλοσυ-σχετίζονται, περισσότερο ή λιγότερο κατά περίπτωση).
Υπάρχει η δυνατότητα εξέτασης των δομικών-οργανικών σχέσεων του δράματος με τα νεοελληνικά ευετηριακά δρώμενα, που έχει ήδη απασχολήσει ικανόν αριθμό επιστημόνων. Υπάρχει η δυνατότητα της αναζήτησης και εξέτασης κοινών δεδομένων συμπεριφοράς, όπως λ.χ. τα σχετικά με την ταφή των νεκρών (σοφόκλειος Αίαντας και νεκρικά και ταφικά έθιμα και δοξασίες στη βυζαντινή και νεοελληνική ζωή). Ή της αναζήτησης και συνεξέτασης αφηγηματικών θεμάτων και μοτίβων (Οιδίπους τύρρανος και συμφυρμός Οιδίποδα και Ιούδα στη νεότερη λαϊκή παράδοση).’ Η, ακόμα, της αναζήτησης στοιχείων που άπτονται γενικότερων στάσεων και νοοτροπιών, όπως είναι η στάση απέναντι στην τύχη και τη μοίρα.
Θα δώσω ένα παράδειγμα από την τελευταία περίπτωση και ειδικότερα θα αναφερθώ στην ιδέα της μοίρας, όπως την πραγματεύεται ο Αισχύλος και όπως την βρίσκουμε στους νεότερους χρόνους. Με την παραδοχή, εκ μέρους μου, της άποψης, ότι οι αρχαίοι τραγικοί -η αρχαία ποίηση στο σύνολο της- προλαμβάνοντας αιώνες πριν (για λόγους, αν θέλετε, αντικειμενικά ιστορικούς), εφάρμοσαν το αίτημα του Σολωμού, “ο θεμελιώδης ρυθμός (να) στυλωθεί εις το κέντρο της Εθνικότητος και (να) υψώνεται κάθετα, ενώ το νόημα, από το οποίο πηγάζει η Ποίηση, και το οποίο αυτή υπηρετεί, απλώνει βαθμηδόντους κύκλους του”. Ύπαρξη του αρχαίου δράματος (της τραγωδίας και της κωμωδίας) χωρίς τη προϋπόθεση των λαϊκών μύθων και του λαϊκού πολιτισμού εν γένει είναι αδιανόητη.
Έχει λεχθεί, ότι στη βάση της αρχαίας τραγωδίας υπάρχει η μοιρολατρία (amor fati). Ο Αισχύλος δεν απορρίπτει την παρουσία και την ενέργεια της μοίρας. Αλλά δεν διδάσκει τη μοιρολατρία. Δι-δάσκει τελικά την αναμέτρηση μαζί της. Επιθυμεί να προσπαθεί ο άνθρωπος να ρυθμίζει ο ίδιος τα του βίου του. Και άλλοτε προσπαθεί να βάλει το θεό -ο Αισχύλος πιστεύει στο θεό- πάνω από τη μοίρα. Στις Ικέτιδες π.χ. ο χορός των Δαναΐδων εξαρτά την επιτυχία του εγχειρήματος τους, για τη λύτρωσή τους από τους γιούς του Αιγύπτου που τις κυνηγούν, από τον Δία, ο οποίος μ’ ένα πανάρχαιο (άρα γερά εδραιωμένο) νόμο (πολιώ νόμω) κατευθύνει ορθά τη μοίρα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το θέμα της μοίρας στον Προμηθέα. Ο Προμηθέας, καρφωμένος ήδη στο βράχο του μαρτυρίου του, εξιστορεί στο χορό των Ωκεανίδων, που τον επισκέπτονται, τα θαυμαστά πράγματα που δίδαξε στους ανθρώπους. Γι’ αυτόν άλλωστε τον “φιλάνθρωπον τρόπον”, όπως λεει, τον τιμωρεί ο μισάνθρωπος (κατ’ αυτόν) Δίας. Στην παρατήρηση των παρθένων, ότι ελπίζουν να λυτρωθεί στο τέλος, απαντά πως αυτό θα γίνει, όταν θα το αποφασίσει η “τελεσφόρος Μοίρα”, γιατί πολύ πιο δυνατή από την “τέχνην” (από τα έργα του και κατ’ επέκταση τα έργα των ανθρώπων) είναι η “ανάγκη” και την ανάγκη κυβερνούν οι τρι-μορφες Μοίρες (σχεδόν ταυτιζόμενες εδώ με τις Ερινύες). Κα στην ερώτηση πάλι των Ωκεανίδων μήπως είναι, λοιπόν, και ο Δίας πιο αδύνατος από τη μοίρα, ο Προμηθέας απαντάει καταφατικά: ο Δίας δεν θα μπορούσε να ξεφύγει την “πεπρωμένην”. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Προμηθέας είναι ή θα γίνει μοιρολάτρης. Μόνο οι παρθένες του χορού θα πτοηθούν από αυτά που τους είπε ο αλυσοδεμένος ήρωας. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο ν’ αναρωτηθούν έντρομες, μήπως αυτός αμαρτάνει (“ήμαρτος”!) ακολουθώντας χωρίς διόλου να φοβάται τη δική του απόφαση και όχι της μοίρας, ξεχασμένος κιόλας στο μαρτύριο του από τους ανθρώπους, για τους οποίους βασανίζεται και τους οποίους τιμά και δοξάζει σχεδόν υβριστικά προς την κρατούσα κοσμική τάξη (“σέβη θνατούς άγαν, Προμηθεύ”, δηλαδή: τιμάς τους θνητούς παρά πολύ, σαν θεούς, Προμηθέα!). Σαφώς λοιπόν εδώ ο Αισχύλος προβάλλει την αγωνιστικότητα ενάντια στη μοίρα.
Ας αναφέρω μιαν ακόμα περίπτωση, αυτή της εμπλοκής της Κλυταιμνήστρας με τη μοίρα, όπως την παρακολουθούμε στον Αγαμέμνονα της Ορέστειας. Όταν η Κλυταιμνήστρα θα σκοτώσει τον άντρα της, μαζί με την αυθόρμητη χαρά που θα εκδηλώσει για την εκδίκηση που παίρνει για την θανάτωση της κόρης της Ιφιγένειας από εκείνον, αφού είχε συναινέσει στη θυσία της (αλλά και για τη μετέπειτα συζυγική απιστία του, είχε φέρει μαζί του, αναγκασμένη ερωμένη του, την Κασσάνδρα), βλέπει στο φόνον αυτό και τις αναπότρεπτες βουλές της μοίρας. Η τραγική αυτή ηρωίδα θα συμφωνήσει με το χορό των γερόντων που λεει, ότι ένας κακός δαίμονας (“τριπάχυντος” μάλιστα, τετράπαχος λέμε εμείς, από τα θύματά του) έχει ριχτεί καταπάνω στο παλάτι. Ο χορός βέβαια θα απαντήσει με σαρκασμό, ότι ο δαίμονας αυτός της μοίρας χρησιμοποίησε την ίδια ως όργανο του και θα της αρνηθεί έτσι το δικαίωμα να επικαλείται, και αυτή, τη μοίρα. Εμείς ίσως μπορούμε κατ αντιστροφή να πούμε, ότι η Κλυταιμνήστρα σχεδόν χρησιμοποιεί τη μοίρα ως δικό της όργανο: δεν είμαι, λεει, η γυναίκα του γιού του Ατρέα (του Αγαμέμνονα δηλαδή), είμαι ο τιμωρός του Ατρέα, δαίμονας για το έγκλημα που έκανε, σφάζοντας τα αθώα παιδιά (του αδελφού του Θυέστη). Το πιο σωστό θα ήταν να πούμε, ότι η Κλυταιμνήστρα είναι ένα πρόσωπο διχασμένο, προσπαθεί και αυτή, με το δικό της τρόπο και το δικό της ήθος, να ξεπεράσει τη μοίρα, κάνοντάς την όργανο στα δικά της πάθη. Θα θάψω τον Αγαμέμνονα, λεει στο χορό που αναρωτιέται ποιος θα τον μοιρολογήσει, χωρίς θρήνους. Μόνο η Ιφιγένεια, το παιδί του, θα συναντήσει τον πατέρα της εκεί κάτω στο βασίλειο των δακρύων και του πόνου, θα τον αγκαλιάσει και θα τον φιλήσει. Ο χορός δεν μπορεί να καταλάβει τέτοια λόγια. Το μόνο που κάνει είναι να την πει ξεδιάντροπη και αναίσχυντη. Όμως η αλλόκοτη -και απόκοτη- αυτή ηρωίδα, που τη μια φορά γίνεται όργανο της μοίρας και την άλλη προσπαθεί να την κάνει η ίδια, όπως είπα, όργανο της, συνεχίζοντας την παραπάνω σκέψη της και παραβλέποντας την αντίδραση του χορού, θα ευχηθεί από τα βάθη της ψυχής της να σταματήσουν τα εγκλήματα στο σφραγισμένο από την μοίρα παλάτι: ένα ελάχιστο μέρος από τα πλούτη μου θα κρατούσα, λεει, αν μπορούσα να διώξω από εδώ μέσα την παραφροσύνη των αλληλοσκοτωμών.
Έρχομαι στη νεοελληνική πραγματικότητα (διευκρινίζω, ότι οι έννοιες τύχη και μοίρα είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημες, απόδειξη ότι στα παρακάτω παραδείγματα εναλλάσσονται στις διάφορες παραλλαγές). Ο νεοέλληνας δέχεται την παρουσία και την ενέργεια της μοίρας/τύχης. Το ζήτημα είναι, αν είναι και μοιρολάτρης. Δεν είναι: την παλεύει όσο μπορεί. Ας πάμε στις λαϊκές παροιμίες, τις πιο αυθεντικές εν προκειμένω μαρτυρίες.
Η παρουσία της τύχης είναι, όπως είπα, παραδεκτή. Αλλά και με κάποια, νομίζω, χιουμοριστική-περιοριστική της σημασίας διάθεση, καθώς τα παραδείγματα, όπου εκφράζεται αυτή η αποδοχή, φέρνουν κάποιο χαμόγελο: “Για δες της κόρης της στραβής την τύχη της την ίσια”. Λέγεται “για όσες έχουν καλή τύχη χωρίς να το αξίζουν”, εξηγεί η Καλλιόπη Μουσαίου-Μπουγιούκου στις Παροιμίες του Λιβισιού και της Μάκρης (χρησιμοποιώ την απόδοση των παροιμιών στη νεοελληνική κοινή, στο βιβλίο δίνεται και η διαλεκτική μορφή τους). Ακόμα: “Εγώ την τύχη μου την είδα από το παράθυρο”. Η παροιμία λέγεται, γράφει η Μπουγιούκου, “όταν κανείς στάθηκε στη ζωή του πολύ άτυχος”, αφού η τύχη δεν μπήκε μέσα στο σπίτι του να καθίσει, αλλά πέρασε απ’ έξω. Οπωσδήποτε και στις δύο περιπτώσεις εννοείται η καλή τύχη. Και είναι αυτό ενδεικτικό μιας απώτερης αισιοδοξίας, που μεταβάλλει την τύχη και σ’ ένα προσδόκιμο αγαθό. Σχετική είναι και η παροιμία: “Κορίτσι μου, εσύ κάθεσαι, κι η μοίρα σου δουλεύει, και το καλό σου ριζικό θα κουβαλά να φέρνει”.
Βέβαια υπάρχει και η πολύ “ντετερμινιστική” παροιμία: “Αν έχεις μοίρα γυρίζε και ριζικό περπάτα, και σα δεν έχεις και τα δυο, μην πιάνεις καν τη στράτα”. Και σε παραλλαγή: “Αν έχεις μοίρα πήγαινε, κι αν όχι που πηγαίνεις;”. Πόσο όμως ελάχιστα πειθήνιος υπήρξε ο Έλληνας σ’ αυτή τη μοιρολατρική προτροπή ή αποτροπή, το δείχνει η ανά τους αιώνες κινητικότητα και μετανάστευσή του, για να βρει καλύτερη τύχη ή για να βρει την τύχη του, σύμφωνα με άλλη παροιμιακή ρήση. Θα έλεγα, ότι η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης και εξόδου γενικά με την έκταση και την έντασή τους ακυρώνει στην πράξη τη μοιρολατρία (χαρακτηριστικά γνώρισμα των παροιμιών, εξεταζόμενων στο σύνολο τους, είναι η συχνή αντιφατικότητά τους): οι άνθρωποι αυτού του τόπου έπρατταν εντελώς το αντίθετο από αυτό που συμβουλεύει η παροιμία: βρίσκονταν πάντα στο δρόμο, σε μιαν “οδοιπορίαν προς την τύχην”, κάθε φορά που η τύχη και η μοίρα τους δεν είχε σταθεί ευνοϊκή. Στο γοητευτικό βιβλίο του Μενέλαου Παλλάντιου, Τριάντα χρόνια από το βήμα της Ακαδημίας Αθηνών, που διάβασα πρόσφατα, διάβασα και την ακόλουθη φράση, σε μια ομιλία του με αφορμή τα εικοσιπέντε χρόνια (1985) από το θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου: “Ας πούμε πως είχε πάει κι αυτός στην Αμερική, σαν ένας από τους πολλούς Έλληνες μετανάστες, για ‘να κάνει την τύχη του’, σύμφωνα με την τόσο χαρακτηριστική λαϊκή μας έκφραση”.
Είναι μια έκφραση, όπως τη νιώθω, συναρπαστική, γιατί αναποδογυρίζει κυριολεκτικά την ντετερμινιστική θέση περί της τύχης ή της μοίρας: δεν είναι αυτη που κάνει τον άνθρωπο, αντίθετα ο άνθρωπος κάνει την τύχη του, τη δημιουργεί εξυπαρχής, όταν δενιου έχει δοθεί ή δεν του είναι ευνοϊκή. “Ο άνθρωπος μοναχός την κάνει την τύχη του”, λεει μια παροιμία, και διευκρινίζει: “δηλαδή οι πράξεις του ανθρώπου ρυθμίζουν το μέλλον του” η Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου στο βιβλίο της Παροιμίες από την Απείρανθο της Νάξου. Η ίδια δίνει και μιαν εμφαντικότερη παραλλαγή, στην οποία ο άνθρωπος τίθεται ενώπιον των ευθυνών του: “ο άνθρωπος μοναχός την κάνει την τύχη του και μοναχός πάλι τη διώχνει” (δίνω και εδώ τη νεοελληνική κοινή απόδοση).
Νομίζω πως υπάρχει λοιπόν μια απαράβλεπτη συνέχεια αγωνιστικού, στο βάθος αισιόδοξου ήθους, που κρατάει από τον πείσμονα εκείνο εσταυρωμένο του Καυκάσου και την απόκοτη γυναίκα της Μυκήνας έως τους ακαταπόνητα περιπατητικούς νεότερους Έλληνες, αν είναι να βρουν μια καλύτερη τύχη από αυτή που τους δόθηκε (υπάρχει λοιπόν εδώ μια προσωπική επιλογή έναντι της παθητικής αποδοχής) ή , ακόμα περισσότερο, αν είναι να την κάνουν οι ίδιοι, με τον προσωπικό τους αγώνα και την αγωνία τους.
*Ο Μιχάλης Μερακλής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αθήνας.