Αρχική » Πτώση και Ανάσταση στην Αποκάλυψη του Ιωάννου

Πτώση και Ανάσταση στην Αποκάλυψη του Ιωάννου

από Άρδην - Ρήξη

από το Άρδην τ. 35, Απρίλιος 2002

Μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη

ΕΠΕΣΕ Η ΒΑΒΥΛΩΝ

“Υστερα είδα νά κατεβαίνει από τον ουρανό ένας άλλος άγγελος μ’ εξουσία μεγάλη που ή δόξα του κατάλαμψε τή γης.

Καϊ έβγαλε δυνατή φωνή λέγοντας: «πάει, πάει επεσε ή Βαβυλών ή μεγάλη, τόπος δαιμόνων έ’γινε καϊ μονιά σκοτεινών πνευμάτων καϊ φωλεά βρωμερών όρ-νεων ήπιανε άπό τό κρασί τό αψύ της πορνείας της όλα τά έθνη· κι οί βασιλιάδες όλοι ασωτέψανε μαζί της· κι άπό τήν ξετσιπωσιά της τή μεγάλη πλουτίσανε οί έμποροι της γης.» [ ]

Κάί θα δεις νά ‘ρχονται νά τήν κλαίνε καϊ νά τή μοιρολογάνε οί βασιλιάδες της γης αυτοί που μοιράστηκαν τό στρώμα της καϊ μαγαρίσανε μαζί της – μόνο νά δοϋνε τον καπνό της φωτιάς της φάουσας ν’ ανεβαίνει- κι άπό τό φόβο τους γιά τά βασανιστήρια μήτε πού θά ζυγώνουν παρά θά φωνάζουν άπό μακριά κάί θά στηθοδέρνονται: «άλϊ σε σένα πολιτεία μεγάλη άλι σε σένα Βαβυλώνα τρανή! “Οτι μέσα σέ μια ώρα θά κριθείς γιά πάντα!»

Θρηνολογοϋνε οί έμποροι τής γης κάί πιά κανένας δεν άγοράζει τήν πραμάτεια τους [ ] κάί δώσ’ του ολοένα οί έμποροι όλοι πού πλουτίσατε άπό δαύτη θά κλαίνε καϊ θά μοιρολογούνε άπό μακριά φωνάζοντας:

«Άλι άλϊ καϊ τρισαλί σου πολιτεία μεγάλη! Σύ ή ντυμένη στά λινά καϊ στά κόκκινα καϊ στήν πορφύρα’ ή παστωμένη στά χρυσάφια στά πετράδια καϊ στά μαργαριτάρια- ότι πρϊν μια ώρα περάσει τέτοια καϊ τόσα πλούτια θά πάνε κατά χαμού.» [ ]

«Ευφρανθείτε λοιπόν ουρανοί κι εσείς οί άγιοι και άπόστολοι καϊ προφήτες- ότι εκρινε ό Θεός τό δίκιο σας καϊ τιμωρός ήρθε.»

Κι άμέσως ένας άγγελος δυνατός έκατέβη καϊ σήκωσε μιά μεγάλη πέτρα, Γδια μυλόπετρα, καϊ τήν έριξε στή θάλασσα λέγοντας: «παρόμοια νά ριχτεί κι ή Βα-

βυλώνα ή μεγάλη καϊ νά μην ξαναφανεΐ ποτέ της πιο:,

[ ] Ξεπλάνεψες με τά μάγια σου τά έθνη όλα και χώρεσες τό αίμα τών προφητών καϊ τών άγιων καϊ όλων τών άδικοσφαμένων τής γης.»

ΥΣΤΕΡΑ ΜΟΥ ΦΑΝΗΚΕ άκουσα ψηλά στούς ουρανούς μιά βοή άπό πλήθος πού ‘ψελνε κι έλεγε: «άλ-ληλούια- ή σωτηρία καϊ ή δόξα καϊ ή δύναμη στον Θεο μας πού ή κρίση του είναι δίκαιη καϊ άληθινή. Αυτός έκρινε τήν πόρνη τή μεγάλη πού ‘χε ξεμυαλίσει τή γής ολάκερη με τά καμώματά της- νά τώρα πού τό αιμα τών δούλων τού έλαβε πάνω της γδικιωμό.» [ ]

Καϊ μιά βοή άπό πλήθος μεγάλο θά ‘λεγες άπό πολλά νερά τρεχούμενα καϊ βροντές φοβερές άκουγότα νε: «άλληλούια- έφτασε στή βασιλεία του ό Κύριος ό θεός μας ό παντοκράτορας.

Χαρά καϊ άγαλλίαση σ’ όλους εμάς- δόξα νά ‘χει ό Θεός πού ή ώρα έσήμανε νά γίνουν οί γάμοι τοϋ ‘Αρνιού· να’ τηνε ή γυναίκα του κοιτάξτε την: έτοιμη περιμένει καϊ στολισμένη με λινό καθάριο κι άστραφτερό ντύθηκε, μ’ αυτό πού ‘vol τό ‘ίδιο τό δίκαιο τών άγιων!» [ ]

Όπόταν ειδα τούς ουρανούς άνοιχτούς. Καϊ νά σου ένα κάτασπρο άλογο· καϊ καβαλάρης του ό Πιστός κι ό ‘Αληθινός μέ τ’ όνομα. Ό πού κρίνει καϊ πολεμά με δικαιοσύνη.

Φλόγα φωτιάς τά μάτια του κι όλο στολίδια ή κεφαλή του. Κι ένα όνομα γραμμένο πάνω του πού κανεϊς δεν τό ξέρει παρεχτός αύτός ό ‘ίδιος- ντυμένος είναι μέ ρούχο βαμμένο στο αιμα- καϊ τ’ όνομά του: ό Λόγος τού Θεού.

Καϊ στρατεύματα τ’ ουρανού τον άκολουθούσανε πάνω σ’ άλογα κάτασπρα κι εκείνα- πού τό ρούχο τους ήταν επίσης καθάριο κάτασπρο λινό.

Καϊ άπό τό στόμα του βγαίνει ρομφαία μυτερή πού μ’ αυτή μέλλει νά χτυπήσει καϊ νά υποτάξει τά έθνη. Αύτός μέλλει νά τά οδηγήσει μέ ραβδί σιδερένιο. Καϊ αύτός θά πατήσει στο πατητήρι τό γιομάτο μέ τό θυμωμένο κρασϊ τής όργητας τοϋ Θεοϋ τοϋ παντοκράτορα.

Γραμμένο έχει έπάνιο στο ρούχο του καϊ στο μερί του επάνω: ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΣ ΚΥΡΙΩΝ.

Καϊ θωρώ τότε ψηλά πάνω άπ’ τον ήλιο νά στέκει ένας άγγελος καϊ νά κράζει μέ δυνατή φωνή στά όρνεα πού πετούσανε μεσούρανα: «έμπρός, συναχθείτε γιά τό μεγάλο δείπνο τού Θεοϋ- φάτε σάρκες βασιλέων καϊ χιλίαρχων, φάτε σάρκες τυράννων καϊ σάρκες άλογων καϊ καβαλαραίων, σάρκες άπό δούλους κι έλεύθερους, μικρούς καϊ μεγάλους!»

Τότε είδα τό θηρίο μαζί μέ τούς βασιλιάδες τής γής κι όλα τους τά στρατεύματα νά έτοιμάζονται γιά πόλεμο μ’ εκείνον πού καθόταν πάνω στο άλογο καϊ μ’ όσους άλλους τον άκολουθούσαν’ όπού τό πιάσανε στά ύστερα τό θηρίο καϊ μαζί του κεΐνον τον ψευτοπροφήτη πού γύρευε νά πλανέψει τούς άνθρώπους νά σημαδευτούνε λέει μέ τή χαραγματιά

τοϋ θηρίου και νά προσκυνήσουνε την εικόνα του. Ζωντανούς τους έπέταξε και τους δυο στη λίμνη της φωτιάς όπου καίει μέσα στο θειάφι.

Κάί τους άλλους δλους τους ξέκανε με τή ρομφαία πού ‘βγάνε άπό το στόμα του ό καβαλάρης. Κα\ τά όρνεα χορτάσανε άπό τη σάρκα τους.

ΒΛΕΠΩ ΚΑΤΟΠΙΝ

έναν άλλον άγγελο νά κατεβαίνει άπο τον ουρανό. Αυτός κρατούσε στο χέρι του τό κλειδί της άβύσσου καθώς κα\ μια μεγάλη άλυσίδα πού μ’ αύτήν έπιασε το δράκοντα, τον όφη τον άρχαίο πού είναι ό Διάβολος και ό Σατανάς, τον έδεσε γιά χίλια χρονιά κι άπε τον έριξε στην άβυσσο- έκλεισε καλά πίσω του κάί σφράγισε πού νά μην τοϋ δίνεται πιά νά ξελογιάζει τά έ’θνη όσο κρατανε τά χίλια χρόνια. “Ομως άμα περάσουν τά χίλια χρόνια θά χρειαστεί νά λυθεί πάλι γιά λίγο.

ΚαΊ είδα θρόνους όπου κάθισαν κάί τούς δόθηκε ή εξουσία νά κρίνουν. Τις ψυχές είδα όλων εκείνων πού πετσοκόφτηκαν γιά τη μαρτυρία τοϋ Ίησοϋ κανι το λόγο τοϋ θεοϋ. Ειδα όσους δεν έστερξαν ποτέ νά προσκυνήσουνε το θηρίο κα\ την εικόνα του μήτε δέχτηκαν νά σημαδευτούνε στο μέτωπο ή στο χέρι με τά σημάδια του. Αύτόί ξανάζησαν κα\ βασίλεψαν στο πλάι τοϋ Χριστοϋ χίλια χρόνια.

Ένώ οί άλλοι άπο τούς νεκρούς, αύτο\ δεν ξανάζησαν όσο κρατήσανε τά χίλια χρόνια. Τέτοια είναι ή ‘Ανάσταση ή προίτη.

“Αγιος κα\ μακάριος ό πού τοϋ δόθηκε νά ναι στην ‘Ανάσταση την πρώτη. Δεύτερος θάνατος γι’ αυτούς δεν υπάρχει· παρά θά μείνουν ιερείς τού Οεοϋ κάί τοϋ Χριστοϋ κα\ θά βασιλεύουν μαζί τους χίλια χρόνια.

“Ομως όταν περάσουν τά χίλια χρόνια θά λυθεί πάλι ό Σατανας άπο τά δεσμά του κάί θά βγει νά ξελογιάσει τά έθνη πού ναι σκορπισμένα στις τέσσερις γωνιές της γης, τον Γώγ κάί τον Μαγώγ- όλους θά τούς συνάξει γιά πόλεμο, αυτούς πού σάν την άμμο της θαλάσσης μετρημό δεν έχουν.

Άπ’ όλα τά σημεία της γης άνέβηκαν κα\ ζώσανε τον τόπο των αγίων κάί την πολιτεία την άγαπημένη. ‘Αλλά φωτιά χύθηκε άπό τον ουρανό κάί τούς κατάπιε.

Και τον Διάβολο πού τούς είχε πάρει τά μυαλά τόνε ρίξανε στη λίμνη της φωτιάς μέ τό θειάφι· την ι’δια όπου ‘χανε ρίξει τό θηρίο κάί τον ψευδοπροφήτη· εκεί θά βασανίζονται νύχτα-μέρα στούς αιώνες τών αιώνων. [ ]

Η ΝΕΑ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Και νά πού είδα γύρω μου καινούριο ουρανό καινούρια γή· επειδή ό πρώτος ούρανός κάί ή προκη γης έχά-θηκαν κα”ι ή θάλασσα κα\ αύτή δέν ύπάρχει.

Κάί τήν άγια πολιτεία τήν Ιερουσαλήμ τήν είδα νέα κι εκείνη νά σιγοκατεβαίνει άπό τούς ουρανούς έτοιμη κάί στολισμένη σάν τή νύφη πού περιμένει τό γαμπρό.

Και άκουσα μια δυνατή φωνή νά ‘ρχεται άπό το μέρος τοϋ θρόνου κάί νά λεει: «αυτός είναι ό τόπος τοϋ Θεοϋ καί τών δικών του άνθρώπων. ‘Εδώ θά κατοική-σουνε μαζι κα\ θ’ άνήκουνε οί λαοί στον Θεό κάί ό Θεός στούς λαούς του.

Ό Θεός πού θά σφουγγίζει τό κάθε δάκρυ άπό τά μάτια τους· κάί θάνατος δέ θά υπάρχει πιά· μήτε πένθος, μήτε πόνος, μήτε κραυγή δέ θά υπάρχουνε πιά. Τί πανε τά παλιά περάσανε.»

Και ειπε αύτός πού καθότανε στο θρόνο: «ιδού απαρχής καινούρια ξαναπλάθω τά πάντα [ ].

Κι όποιος έβγει νικητής τέτοια θά κληρονομήσει. Θεό του θά μ’ έχει κάί θά τον έ’χω γιό μου.

“Ομως γιά τους δειλούς κάί τούς άπιστους, τούς σιχαμερούς, τούς φονιάδες, τούς πόρνους, τούς μάγους, τούς είδωλολάτρες κι όλους τούς κάλπηδες, τό μερίδιο τους βρίσκεται στή λίμνη μέ τή φωτιά κάί τό θειάφι. Νά ποιος είναι ό δεύτερος θάνατος.»

‘ Ηρθε τότες ένας άπό τούς έ φτά άγγέλους πού κρατούσανε τις έφτά κούπες τις γιομάτες άπό τις πληγές τϊς ύστερες νά μοϋ μιλήσει: «έλα», μοϋ είπε, «νά σοϋ δείξω τή νύφη πού μέλλεται νά γίνει τοϋ Άρνιοϋ ή γυναίκα.»

Και με συνεπήρε τό πνεϋμα κα\ βρέθηκα ψηλά σ’ ένα μεγάλο βουνό καί μοϋ έδειξε τήν άγια πολιτεία τήν Ιερουσαλήμ νά κατεβαίνει άπό τούς ουρανούς μέσα σ’ όλη τή δόξα τοϋ Θεού· όπού έλαμπε ‘ίδιο πετράδι άτίμητο άπό Γασπη πού στρα-φτοκοπάει, σωστό κρύσταλλο· μεγάλα κι άψηλά τά τείχη της μέ πύλες δώδεκα- κα\ πάνω στις πύλες άγγελοι δώδεκα- κι επιγραφές μέ τά ονόματα άπό τις δώδεκα φυλές τών υιών τοϋ Ισραήλ. [ ]

Κάί τό τείχος, πάνου ώς κά-του, άπό ϊασπη κα\ ή πολιτεία ολάκερη άπό χρυσάφι άμάλαγο σάν τό πιο καθαρό γυαλί.

Κάί στά θεμέλια τοϋ τείχους κάθε λογής πολύτιμη πέτρα: πρώτος στή σειρά ό ϊασπης μετά ό σάπφειρος μετά τό χαλκηδόνιο και μετά τό σμαράγδι κάί συνέχεια ό σαρδόνυχας, τό σάρδιο, ό χρυσόλιθος, ό βήρυλλος, τό τοπάλι, ό χρυσόπρασος, ό υάκινθος, ό άμέθυ-στος.

Καί, οί δώδεκα πύλες δώδεκα μαργαριτάρια- κάθε πύλη κι άπό ‘να μαργαριτάρι. Κι άπό καθάριο μάλαμα ή πλατεία τής πολιτείας θά ‘λεγες πεντακάθαρο γυαλί.

Ναός μονάχα δέν είδα νά ύπάρχει· επειδή ό Κύριος

ό Θεός ό παντοκράτορας καϊ το Άρνϊ – αυτοί είναι ό ναός της.

Καϊ ή πολιτεία είναι τέτοια που δεν έχει άνάγκη από ήλιο μήτε άπο φεγγάρι για νά φωτίζουνε. Ή δόξα τοϋ Θεοϋ είναι τό φως της καϊ τό ‘Αρνί ό λΰχνός της.

Κι είναι μες στο φως αυτό της πολιτείας που θά βαδίζουνε τα έθνη· καϊ οί βασιλιάδες της γης θά της φέρνουν το δικό τους μεγαλείο· κι ολημερίς δε θά σφάλουν οί πύλες· έπειδής έκεΐ ποτέ δέ θά νυχτώνει-

παρά θά ‘ρχονται άπο παντοϋ νά της φέρνουν τά πλούτη και τά μεγαλεία των έθνών καϊ μόλεμα κανένα δέ θά περάσει ποτέ μέσα τηςώ μήτε θά περάσουνε οί σιχαμεροί καϊ οί ψεϋτες. Μόνο οί γραμμένοι στο βιβλίο της ζωής που κρατάει το ‘Αρνί – αύτοϊ μονάχα θά περάσουν.

ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΕ ύστερα το ποτάμι μέ το νερό της ζωής, λαμπερό, κρύσταλλο, ν’ άναβρύζει άπο το θρόνο τοϋ Θεοϋ και τοϋ Άρνιοϋ.

Στή μέση της πλατείας, δώθε καϊ κεϊθε άπο τον ποταμό, ήταν τά δέντρα τής ζωής, αύτά που δίνουν καρπό δώδεκα φορές τό χρόνο, δηλαδή μια φορά κάθε μήνα· κάί τά φύλλα τών δέντρων είναι τέτοια που νά κάνουν καλό στά έθνη. [ ]

Νύχτα δέ θά υπάρχει μήτε τό φώς τοϋ ήλιου ή τοϋ λύχνου θά χρειάζονται πιά· επειδή ό Κύριος ό Θεός θά τους φωτίζει κάί θά βασιλεύουν στους αιώνες τών αιώνων.

Είπε υστέρα: «τά λόγια αύτά σωστά είναι καϊ ά-ληθινά· ό Κύριος τών πνευμάτων καϊ τών προφητών έστειλε δικό του άγγελο νά δείξει στους δούλους του αύτά που είναι άνάγκη νά γίνουν τό ταχύτερο.

Ταχιά φτάνω. Μακάριος ό πού φυλάει τά λόγια τής προφητείας τοϋ βιβλίου τούτου.»

Κι εγώ ό ‘Ιωάννης τ άκουγα όλ’ αύτά καϊ τά έβλεπα. Καϊ άφοϋ τ’ άκουσα καϊ τά είδα πρόσπεσα στά πόδια τοϋ άγγέλου πού μοϋ τά ‘δείχνε· άλλ’ αυτός μοϋ λέει: «όχι, μή μέ προσκυνάς έμενα. Δοϋλος είμαι κι εγώ όπως κι έσϋ καϊ τ’ άδέρφια σου οί προφήτες καϊ όλοι έκεΐνοι που φυλάγουν τά λόγια τής προφητείας τοϋ βιβλίου τούτου. Τον Θεό νά προσκυνάς μονάχα.»

Κάί στή συνέχεια λέει: «τά λόγια τής προφητείας τοϋ βιβλίου τούτου νά τά φανερώσεις – μήν τά κρατάς

κρυφά. Τί όπου νά ‘ναι ή ώρα έσήμανε.

Ό άδικος ας αδικήσει άκόμη κι ό βρομιάρης ά; βρωμίσει περισσότερο κι ό δίκαιος πιο δίκαιος άς είναι κι ό άγιος άς άγιάσει άκόμη πιο πολύ.

Ταχιά φτάνω. Κάί τήν έχω έτοιμη τήν πλερωμή. Πλί-ριόνο) τον καθένα καταπώς τοϋ άξίζει.

Έγώ είμαι το Α καϊ τό Ω, ό πρώτος καϊ ό έσχατος, ή άρχή καϊ τό τέλος.

Μακάριοι όσοι κρατιούνται καθαροί ώστε νά μπορέσουν νά κερδίσουν τό ξύλο τοϋ δέντρου τής ζωής μια μέρα κάί νά περάσουν τις πύλες τής πολιτείας.

Όξω οί σκύλοι κι οί μάγοι κι οί πόρνες κι οί φονιάδες κι οί ειδωλολάτρες κι ό πάσα ένας πού δουλεύει γιά τήν ψευτιά.

‘Εγώ ό Ίησοϋς έστειλα τον άγγελο μου νά τά μηνύσει αύτά στις εκκλησίες. Ή ρίζα τοϋ Δαβίδ είμαι, ό πρωινός πάλλαμπρος άστέρας.»

Καϊ τό Πνεϋμα όπως καϊ ή Νύφη λένε συνέχεια:

«Έρχου». Κι ό πού τ άκούει άς λέει κι έκεΐνος «έρ-χου». Καλώς νά ‘ρθει ό διψασμένος χάρισμά του νά πιει άπο τό ΰδωρ τής ζωής.

Μάρτυρας έρχομαι σέ όλους όσους άκοϋνε τά λόγια τής προφητείας τοϋ βιβλίου τούτου. Κι αν κανένας δοκιμάσει νά προσθέσει τίποτα παραπάνω νά ξέρει- ό Θεός θά τοϋ προσθέσει τϊς πληγές που καταγράφτηκαν στο βιβλίο τοϋτο-

αν πάλι δοκιμάσει ν’ άφαιρέσει τίποτα άπο τά λόγια τής προφητείας, νά ξέρει· θά τοϋ άφαιρέσει ό Θεός τό μερίδιο του άπο τό δέντρο τής ζωής κι άπο τήν άγια πολιτεία όπως βρίσκονται καταγραμμένα στο βιβλίο τοϋτο.

Καϊ λέει αυτός που τά μαρτυράει όλα τοϋτα: «ιδού έρχομαι γρήγορα. Έρχου, Κύριε Ίησοϋ· άμήν.»

Ή χάρις τοϋ Κυρίου Ίησοϋ μετά πάντιον. ‘Αμήν.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ