του Δ. Λιβιεράτου, από το Άρδην τ. 45, Ιανουάριος 2004
Στα αξιόλογα περί Κοινοτισμού τα οποία δημοσιεύσατε στο προηγούμενο τεύχος θα ήθελα να προσθέσω ορισμένες παρατηρήσεις μου.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ, στην ενδοχώρα και κυρίως τις ορεινές περιοχές, ενός χωριού ή και περισσοτέρων μαζί, αρχίζουν να λειτουργούν σαν σοβαρές οικονομικές μονάδες, όχι αποκλειστικά γεωργο-κτηνοτροφικές, από την εποχή της Φραγκοκρατίας. Ενώ ακόμα υφίσταται το Βυζάντιο. Από τον 13ο -θα λέγαμε. Σας αναφέρω ένα μόνον απόσπασμα από το έργο του William Miller “Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα” σελ. 41: “Το ιταλικό στοιχείο ασκούσε αποκλειστικά το εμπόριο πολύ πριν οι Φράγκοι γίνουν κυρίαρχοι των εδαφών της Ελλάδος, με πι λατινική κατάκτηση. Έναν αιώνα νωρίτερα ο Αλέξιος I είχε παραχωρήσει άπειρα, και όπως αποδείχτηκε ολέθρια, προνόμια στους Βενετσιάνους σε ανταπόδοση της βοήθειάς τους εναντίον των Νορμανδών επιδρομέων κι ο Μανουήλ I, με σκοπό να περιορίσει την βενετσιάνικη επίδραση, που δημιουργούσε ζητήματα, ενίσχυσε τις εμπορικές επικοινωνίες της Πίζας, της Γένουας και του Αμάλφι”. Και παρακάτω, σελ. 42. “Η Ελλάς την εποχή της κατάκτησης, υπέφερε από τρεις φοβερές πληγές: τους εισπράκτορες, τους πειρατές και τους τοπικούς τυράννους. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση δεν έκανε τίποτε για τις επαρχίες’ αντί να δαπανήσει το χρήμα για την άμυνα της Ελλάδος, το σπαταλούσε για χάρη μιας ανόητης επίδειξης στην πρωτεύουσα”, σελ. 45. “Όπως συχνά άλλοτε η πειρατεία ήταν τότε η κατάρα των νησιών και των απόκρημνων ακτών της Ελλάδος. Μαθαίνουμε απ’ το αγγλικό χρονικό -αποδίδεται στον Μπένεντικτ του Πετέρμπορω (36) που δίνει γραφική περιγραφή της Ελλάδος του 1191 – πως πολλά από τα νησιά ήταν ακατοίκητα, από τον φόβο των πειρατών και πως άλλα ήταν (των πειρατών) αγαπημένα τους καταφύγια»…..”Κοντά στην Αθήνα τα νησιά Αίγινα, Σαλαμίνα, κι η Μακρόνησος, απέναντι στο Λαύριο, ήταν κρησφύγετα των κουρσάρων, πολύ πριν το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της Αίγινας διαφύγει (για να σωθεί)… Η Αττική ήταν γεμάτη ακρωτηριασμένους από κείνους τους επιδρομείς, που δεν φοβόνταν ούτε θεό ούτε άνθρωπο.”
Όταν τελικά επεκράτησαν οι Φράγκοι και αργότερα οι Οθωμανοί, η κατάσταση έγινε ακόμη χειρότερη, ιδιαίτερα στις παραλιακές επαρχίες. Η οικονομία υποχώρησε και οι πληθυσμοί επτώχυναν. Τότε πολλοί από τους παραλιακούς κατοίκους κατέφυγαν στα βουνά, στους ορεινούς οικισμούς, οπου δεν πλησίαζαν εύκολα οι κατακτητές και εκεί ανέπτυξαν μιαν εκπληκτική οικονομία για τους επόμενους αιώνες. Όχι μόνον αγροτική, κτηνοτροφική, αλλά και βιοτεχνική-βιομηχανική, της εποχής εκείνης, μεγάλης κλίμακας. Ανέπτυξαν τις σχέσεις μεταξύ των περιοχών, βελτιώθηκαν οι ορεινές επικοινωνίες, γ μεταφορά και ανταλλαγή προϊόντων. Σε όλο τον ορεινό όγκο της Ελλάδος από τα νότια της Πελοποννήσου μέχρι πι Μακεδονία και πιο βόρεια ακόμα. Περιοχές που είχαν και άμεση επικοινωνία με π]ν Βαλκανική και την Κεντρική Ευρώπη. Γνωστά πράγματα βέβαια. Όμως συγχρόνως ανέπτυξαν και το εκπαιδευτικό τους επίπεδο σε σημείο πρωτόγνωρο για την εποχή. Η γνωστότερη από τις δραστηριότητες, εκείνη του Κοσμά του Αιτωλού, του Πατροκοσμά, που έγινε ο απόστολος της σχολικής υποδομής στην ορεινή Ελλάδα.
θα ήθελα να προσθέσω ότι το πρόβλημα του Κοινοτισμού σαν οικονομική οντότητα κατ’ αρχήν, δεν είναι μόνον ελληνική ιδιαιτερότητα. Σε δύσκολες εποχές για μιαν περιοχή, για μια χώρα, και ακόμα ευρύτερες περιφέρειες, η οικονομία οπισθοχωρεί σε πρωθύστερες μορφές για να επιζήσει. Η Κοινωνία βρίσκει τις λύσεις της. Από την μεγάλη κρατική οντότητα, επιστρέφει στην μικρότερη οικονομική Κοινότητα, για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του πληθυσμού, κάθε φορά. Έτσι σε περιοχές οι οποίες υπέστησαν άγριες επιδρομές μεταφέρονται πληθυσμοί και δραστηριότητες στο εσωτερικό. Στην αρχή για να επιζήσουν και εν συνεχεία να αναπτύξουν τον δικό τους τρόπο οικονομίας. Βέβαια, όχι πάντα με την επιτυχία που ανεπτύχθη στον Ελλαδικό χώρο.
Για παράδειγμα: όταν η Αφρική υπέστη την βάρβαρη, αγρία επιδρομή, των τότε ευρωπαϊκών δυνάμεων του 14ου-15ου αιώνα, είχε σε πολλές εκτεταμένες περιοχές, μεγάλες κρατικές οντότητες. Η οικονομία ήταν στην περίοδο περάσματος, όπως εμείς σχηματικά θα λέγαμε, με τα δικά μας κριτήρια, από την φεουδαρχία στην πρωτοκαπιταλιστική οικονομία. Μετά την επίθεση των δουλεμπόρων, με τα ισχυρότερα πυροβόλα όπλα, διέλυσαν τα μεγάλα κράτη. Οι πληθυσμοί γύρισαν στο εσωτερικό, στις φυλετικές μορφές για να επιζήσουν. Διατήρησαν τις παραδόσεις και τα έθιμά τους, όπως μπορούσαν. Όταν τους “ανακάλυψαν” οι αποκαλούμενοι εξερευνητές των Δυτικών χωρών, βρισκόντουσαν σ’ αυτή την φυλετική κατάσταση οικονομίας στην ενδοχώρα, τα δάση, τα ποτάμια, κλπ. Καχύποπτοι, επειδή οι παραδόσεις τους διατηρούσαν τους φόβους για τους λευκούς κυρίους, αντιστάθηκαν και έδωσαν, πολλές, ανήμπορες όμως, μάχες για να αντιμετωπίσουν τους κατακτητές και να σωθούν από τον “πολιτισμό” που τους έφερναν με φοβερά όπλα. Παρόμοια έγιναν όταν οι Ισπανοί Κονκισταδόρες διέλυαν τα μεγάλα Κράτη των Ίνκας, Ατζέκων και άλλων λαών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Μέχρι σήμερα οι Ίντιος δεν έχουν συνέλθει από τις αγριότητες των τότε κατακτητών. Το χάσμα μεταξύ Ίντιος (ακόμα καταπιεζομένων) και Ισπανόφωνης καταγωγής λευκών, εξακολουθεί να υπάρχει με διάφορες μορφές. Λίγη ακόμα συμμετοχή έχουν στα πολιτικά κοινά οι Ίντιος, παρά τα αναφερόμενα σε Συντάγματα, Νόμους και αλλά χαρτιά τέτοιου είδους. Περιορίζομαι σ’ αυτές τις δύο αναφορές και επανέρχομαι στα δικά μας.
Η περίοδος της ακμής των Κοινοτήτων, τελειώνει με την Βαυαροκρατία. φθίνουν στο συγκεντρωτικό κράτος, που, κατά τα τότε ευρωπαϊκά πρότυπα, θέλουν να δημιουργήσουν οι μετεπαναστατικές κυβερνήσεις- Βαυαροί και Έλληνες εν συνεχεία.
Σιγά-σιγά χάνουν την οικονομική τους ευρωστία. Οι πληθυσμοί δεν έχουν πλέον αρκετά εισοδήματα, φτωχαίνουν, με όλες τις συνέπειες που αυτό είχε και στις υπόλοιπες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής.
Έτσι γίνονται θύματα του κύματος μετανάστευσης στο τέλος του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα. Κατά χιλιάδες οι χωρικοί αναχωρούν, με άθλιες συνθήκες, για τις ΗΠΑ.
Κλείνοντας θα ήθελα να σημειώσω ότι μια καινούρια άνθηση των ορεινών περιοχών θα μπορούσε να γίνει και σήμερα. Αν υπήρχε βέβαια, η κατάλληλη οικονομική πολιτική. Πολλές χώρες ορεινές έχουν προχωρημένη οικονομία, με μεγάλο παράδειγμα την Ελβετία, την Βαυαρία και άλλες. Δυστυχώς, η σημερινή οικονομική πολιτική, περιορίζεται στην ανοχή υποστήριξης της εξαθλιωμένης προλεταριοποίησης των συγχρόνων μεγαπόλεων. Κανένα εμπόδιο δεν θα υπήρχε για μια βιοτεχνική και βιομηχανική ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. Και βέβαια γεωργικών και κτηνοτροφικών μονάδων νέου τύπου. Να σημειώσουμε ότι μερικές τέτοιου είδους υπάρχουν ήδη από “αναχωρητές” των πόλεων. Οι οποίοι δημιουργούν μεγάλες αγροτικο-κτηνοτροφικές μονάδες νέου τύπου, που δεν έχουν σχέση με τις μικρές παλαιές εκμεταλλεύσεις. Υπάρχει άφθονη φθηνή γης, εκτεταμένο οδικό δίκτυο, σύγχρονες πληροφοριακές μέθοδοι, εξαθλιωμένοι άνεργοι που θα ήταν διατεθειμένοι να δοκιμάσουν καινούργιες δουλειές, αν είχαν μιαν υποστήριξη εγκατάστασης και εργασία. Το κάπως μεγαλύτερο κόστος μεταφορών αντισταθμίζεται από τα υπόλοιπα που αναφέραμε και βέβαια τον υγιεινότερο τρόπο ζωής. Όσο για την ψυχαγωγία και τις πολιτιστικές δραστηριότητες, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες απο την ενεργοποίηση των νέων εργαζομένων με τις δικές τους συγκροτήσεις.