του Ρόντερικ Σκάκελμπεργκ, από το Άρδην τ. 79, Μάρτιος-Απρίλιος 2010
Φράνσις Ρ. Νικόζια, Σιωνισμός και αντισημιτισμός στη ναζιστική Γερμανία
Σ το πιο πρόσφατο βιβλίο του, ο Φράνσις Ρ. Νικόζια ερευνά με περισσότερες λεπτομέρειες ένα από τα μείζονα θέματα του σημαντικού προηγούμενου βιβλίου του, Το Τρίτο Ράιχ και το Παλαιστινιακό Ζήτημα (1985): τη σύνθετη και μερικές φορές συμβιωτική σχέση μεταξύ Γερμανών σιωνιστών και εθνικοσοσιαλιστών πριν από το Ολοκαύτωμα. Αντίθετα με τις περισσότερες προηγούμενες μελέτες των σχέσεων μεταξύ Γερμανών και Εβραίων στη σύγχρονη εποχή, που έχουν εστιάσει στο ασυμβίβαστο του γερμανικού εθνικισμού και τον κυρίαρχο φιλελευθερισμό των περισσότερων Γερμανών, η μελέτη του Νικόζια επιχειρεί μια διαφορετική αντιμετώπιση: τη σχέση του λαϊκού γερμανικού εθνικισμού και αντισημιτισμού με τον σιωνισμό. Ο Σιωνισμός περιγράφεται στην εισαγωγή ως «μια λαϊκή εβραϊκή εθνικιστική ιδεολογία και κίνημα που ξεκίνησε από μερικές από τις ίδιες φιλοσοφικές βάσεις με τον γερμανικό εθνικισμό, με αναφορά στην εθνικότητα, την εθνική ζωή και τον βασικό ορισμό και την οργάνωση των λαών και των κρατών στον σύγχρονο κόσμο» (σελ. 2). Αν και ο Νικόζια υπογραμμίζει τις λαϊκές επιρροές στη σιωνιστική σκέψη στον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα και αποκαλύπτει ορισμένες κοινές αξιώσεις σε ναζιστές και σιωνιστές σχετικά με την καλύτερη λύση του «εβραϊκού ζητήματος» της Γερμανίας πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, απορρίπτει σταθερά οποιαδήποτε πρόταση ηθικής ή πολιτικής ισοδυναμίας μεταξύ του γερμανικού και του εβραϊκού εθνικισμού. Ενώ οι Εβραίοι εθνικιστές επιθυμούσαν να ιδρύσουν ένα εβραϊκό κράτος στην Παλαιστίνη για να δραπετεύσουν από τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό, οι Γερμανοί εθνικιστές ενθάρρυναν την εβραϊκή αποδημία στην Παλαιστίνη για να απελευθερώσουν τη χώρα τους από τους Εβραίους. Σιωνιστές και αντισημίτες απέρριψαν το φιλελεύθερο ιδανικό του Διαφωτισμού περί πλήρους εβραϊκής αφομοίωσης στις κοινωνίες-οικοδεσπότες τους ως ελεύθερων και ίσων πολιτών, αλλά το έκαναν για πολύ διαφορετικούς λόγους. Εντούτοις, τα διαφορετικά κίνητρα και η αμοιβαία εχθρότητά τους δεν απέτρεψαν τους ναζί και τους σιωνιστές από το να συνεργαστούν προσωρινά ώστε να επιτευχθούν οι αντίστοιχοι στόχοι τους.
Το μεγαλύτερο μέρος της λεπτομερούς έρευνας στο βιβλίο του Νικόζια αφιερώνεται στην εξέταση του πώς οι Γερμανοί σιωνιστές προσπάθησαν να κερδίσουν τη ναζιστική συνεργασία στο σιωνιστικό πρόγραμμα και πώς οι ναζί προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το σιωνιστικό κίνημα για να επιτύχουν τον αρχικό στόχο τους, τη δημιουργία ενός «ελεύθερου από Εβραίους» γερμανικού Ράιχ, στα χρόνια πριν από το Ολοκαύτωμα. Στο πρώτο από τα οκτώ κεφάλαιά του, «Η Ηλικία της Χειραφέτησης», ο Νικόζια επισημαίνει στη σύγκλιση των συμφερόντων, που εξελίχθηκε σιγά σιγά, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μεταξύ των απαιτήσεων του εβραϊκού εθνικισμού στην Παλαιστίνη και των ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών των ευρωπαϊκών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Κατά ειρωνεία της τύχης, λαμβάνοντας υπόψη την επικράτηση του αντισημιτισμού στη γερμανική αυτοκρατορία, ήταν στη Γερμανία του κάιζερ Γουλιέλμου ΙΙ που πρώτα οι σιωνιστές, όπως ο Τέοντορ Χερζλ, αναζήτησαν υποστήριξη, θεωρώντας «ότι οι αντισημίτες και οι κυβερνήσεις τους, ίσως, περισσότερο από ό,τι οι υπόλοιποι, θα αποδεικνύονταν ότι είναι φίλοι του σιωνισμού» (σελ. 14), για λόγους γεωπολιτικούς και αντισημιτισμού. Οι σιωνιστές περίμεναν από τους αντισημίτες να υποστηρίξουν το έργο τους λόγω της κοινής τους άποψης για τους Εβραίους, ότι ήταν ξεχωριστοί άνθρωποι, που πρέπει να ομολογήσουν και να αγκαλιάσουν τη διαφορετική υπηκοότητά τους. Αν και ο κάιζερ Γουλιέλμος ΙΙ αρνήθηκε να δώσει στους σιωνιστές τη διπλωματική υποστήριξη που επιδίωκαν, από φόβο μήπως προκαλέσει την αποξένωση των Οθωμανών συμμάχων του, ευνόησε την εβραϊκή αποδημία και εγκατάσταση στην Παλαιστίνη, αφενός για να δώσει στη Γερμανία μια βάση στη Μέση Ανατολή και αφετέρου για να επαναπροσανατολίσει την ανατολικο-ευρωπαϊκή εβραϊκή μετανάστευση μακριά από τη Γερμανία και τη Δύση. Ακόμη και οι πασίγνωστοι φυλετικοί αντισημίτες και πρώιμοι ναζί όπως ο Paul de Lagarde, ο Constantin Frantz, ο Theodor Fritzsch, ο Houston Stuart Chamberlain, ο Heinrich Class, ή ο Hermann Ahlwardt αναγνώρισαν τη χρησιμότητα του σιωνισμού ως μέσου απελευθέρωσης της Γερμανίας από τους Εβραίους. [ ]
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Σιωνιστών δήλωσε την ουδετερότητά του στον πόλεμο, μετακινώντας την έδρα του από το Βερολίνο στην ουδέτερη Κοπεγχάγη, και τελικά εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο μετά τον πόλεμο. Ο γερμανικός κλάδος, ωστόσο, το Zionistische Vereinigung fur Deutschland (ZVfD), όπως κι άλλες γερμανοεβραϊκές οργανώσεις, δήλωσε την πλήρη υποστήριξή του στη γερμανική πολεμική προσπάθεια, χαρακτηρίζοντας τον πόλεμο ως αγώνα ενάντια στην τσαρική Ρωσία, όπου οι Εβραίοι διώκονταν ανοιχτά. Οι ηγέτες του ZVfD αμφισβήτησαν ακόμη και την ειλικρίνεια της βρετανικής Διακήρυξης Μπάλφουρ, του Νοεμβρίου του 1917, και προέτρεψαν επιτυχώς τη γερμανική κυβέρνηση να κάνει μια παρόμοια χειρονομία υπέρ μιας εβραϊκής εθνικής πατρίδας στην Παλαιστίνη, τον Ιανουάριο του 1918. Σε όλη τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η γερμανική κυβέρνηση συνέχισε να υποστηρίζει τον σιωνισμό ως μέσο προώθησης των γερμανικών οικονομικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα «με τον εθνοκεντρικό ορισμό περί έθνους» (σελ. 54), το ZVfD έμεινε έξω από τη γερμανική πολιτική και απαγόρευσε στα ανώτερα στελέχη του την επιδίωξη πολιτικού αξιώματος στη Γερμανία. Απέκλεισε επίσης κάθε συνεργασία με τo Centralverein deutscher Staatsburger Glaubens (CV), που ιδρύθηκε για να καταπολεμήσει τον αντισημιτισμό, το 1893, από φόβο μήπως ενισχύσει τις αφομοιωτικές τάσεις του CV. Ο Kurt Blumenfeld, πρόεδρος του ZVfD από το 1924 ως το 1931, όρισε την απήχηση του μαρξισμού, του «απόλυτου αφομοιωτικού μηχανισμού» (σελ. 60), ως τον μέγιστο κίνδυνο για τους Εβραίους και προπαγάνδισε τον εβραϊκό διαχωρισμό ως το πρώτο στάδιο για τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη και ως τη μόνη εφαρμόσιμη μορφή εβραϊκής αυτοάμυνας ενάντια στην εχθρότητα που αντιμετώπιζαν στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, ο σιωνισμός είχε μικρή απήχηση στους Γερμανοεβραίους. Το 1933, τα μέλη του Centralverein ήταν πάνω από 10 φορές περισσότερα από τα μέλη του ZVfD. [ ]
Αποφασισμένοι να επανακαθορίσουν μια θετική εβραϊκή ταυτότητα και πεισμένοι για τη ματαιότητα της αφομοίωσης, οι Γερμανοί σιωνιστές ηγέτες έτειναν να υποτιμούν την απειλή των ναζί, που έρχονταν στην εξουσία, και να υπερεκτιμούν τις ευκαιρίες που μια ναζιστική κυβέρνηση θα δημιουργούσε για το σιωνιστικό κίνημα.
Στο κεφάλαιο 3, «Ναζιστική σύγχυση, σιωνιστική αυταπάτη», ο Νικόζια επισημαίνει την πραγματιστική συνεργασία μεταξύ σιωνιστών και ναζιστικής κυβέρνησης, που οδηγεί στη Συμφωνία Μεταφοράς Χααβάρα, τον Σεπτέμβριο του 1933, η οποία κατέστησε δυνατό στους Γερμανούς Εβραίους να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη χωρίς να αφήσουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία πίσω, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη γερμανική οικονομία μέσω της προώθησης των εξαγωγών στην Παλαιστίνη. Περίπου πενήντα τρεις χιλιάδες Γερμανοί Εβραίοι κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν το σύστημα Χααβάρα για να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη πριν από τη λήξη αυτού του προγράμματος, τον Δεκέμβριο του 1939. Παρ’ όλα αυτά, μεταξύ 1933 και 1937 οι Γερμανοί Εβραίοι ήταν μόλις το 20% των Εβραίων μεταναστών στην Παλαιστίνη και αποτελούσαν αναλογικά ακόμα μικρότερο ποσοστό του συνολικού εβραϊκού πληθυσμού της Παλαιστίνης. Αν και ακραίοι αντισημίτες, όπως ο Άλφρεντ Ρόζεμπεργκ, ήταν έτοιμοι να εκμεταλλευτούν τη σιωνιστική μετακίνηση ώστε να εξαναγκάσουν τους Εβραίους να φύγουν από τη Γερμανία, η τακτική της υποστήριξής τους στον σιωνισμό, ως μέσο ώστε να δημιουργηθεί ένα εθνικά καθαρό Κράτος, σε καμία περίπτωση δεν μείωσε τη δυσπιστία τους απέναντι στους Εβραίους, ως υποτιθέμενους πράκτορες της επανάστασης και της ανατροπής, ούτε μείωσε τη βεβαιότητά τους ότι οι Εβραίοι ήθελαν να εξουσιάσουν τον κόσμο. Ο Νικόζια καταφέρνει με επιτυχία να ξεκαθαρίσει τις περιπλοκές και τις αντιφάσεις στη «διπλή φύση των ναζιστικών πολιτικών έναντι του σιωνισμού», στη δεκαετία του ’30 (σελ. 73). Αφενός, το ναζιστικό καθεστώς εκμεταλλεύτηκε τον σιωνισμό για να προωθήσει την εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη (αν και όχι για να δημιουργήσει ένα εβραϊκό κράτος), αφετέρου, το καθεστώς αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις σιωνιστικές απαιτήσεις για εβραϊκά αστικά δικαιώματα ως μια επίσημα αναγνωρισμένη εθνική μειονότητα στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου πριν τον Β΄ Π.Π. Ενήμερος ότι οι γερμανικοί οικονομικοί περιορισμοί στους Εβραίους εμπόδιζαν την εβραϊκή μετανάστευση, ο Αδόλφος Χίτλερ επιδίωξε να μεταθέσει στη Μεγάλη Βρετανία την ευθύνη για την περιορισμένη εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη και την επιβολή φόρων εισόδου στο έδαφος της Παλαιστίνης, στους Εβραίους μετανάστες. «Θα ήταν πολύ καλύτερο», είπε στο ακροατήριό του στο Βερολίνο, τον Οκτώβριο του 1933, «εάν αντ’ αυτού [οι Βρετανοί] έλεγαν ότι ο καθένας μπορεί να μπει» (σελ. 78). Από τη μεριά τους, οι Γερμανοί σιωνιστές λειτούργησαν με την αυταπάτη ότι, με το να υποστηρίξουν τη γερμανική εθνική αναγέννηση υπό την αιγίδα του εθνικοσοσιαλισμού, τις αρχές του περί εθνικής ή φυλετικής καταγωγής και της συνείδησής του περί εθνικής μοναδικότητας, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη γερμανική συνεργασία στην καθιέρωση ενός εβραϊκού έθνους-κράτους. Σε επίσημη δήλωση που απευθύνεται στο ναζιστικό καθεστώς, τον Ιούνιο του 1933, το ZVfD «αμφισβήτησε την έννοια της Γαλλικής Επανάστασης περί ατόμου και έθνους των ατόμων, που απορρίπτει την ιδέα ότι οι άνθρωποι ενώνονται με δεσμούς αίματος, ιστορίας και μιας πνευματικής μοναδικότητας» (σελ. 92). Οι Δεξιοί Αναθεωρητές Σιωνιστές, που αντιπροσωπεύονταν στη Γερμανία από την τότε σχηματισμένη οργάνωση Staatszionistische, εξέδωσε μια διακήρυξη το 1935 αναγνωρίζοντας «το δικαίωμα των Γερμανών να διαμορφώσουν την εθνική ζωή τους που θα αποκλείει κάθε ανεπιθύμητη μείξη ανθρώπων» και απαιτώντας τη διάλυση «οποιασδήποτε εβραϊκής οργάνωσης στη Γερμανία που αντιτάσσεται σε τέτοια [αυτονομιστικά] μέτρα» (σελ. 95). Οι Γερμανοί Αναθεωρητές σιωνιστές, επιπλέον, αποδείχθηκαν χρήσιμοι στους ναζί με το να αντιταχθούν στο διεθνές μποϊκοτάρισμα των γερμανικών προϊόντων, ακόμη και αμφισβητώντας τον Βλαντιμίρ Γιαμποτίνσκι, ιδρυτή του Ρεβιζιονιστικού Κινήματος, σε αυτό το ιδιαίτερο ζήτημα.
Στα ξεχωριστά κεφάλαια «Ο Σιωνισμός στη ναζιστική εβραϊκή πολιτική», «Γερμανικός Σιωνισμός: Αντιμέτωπος με την πραγματικότητα», «Ρεβιζιονιστικός Σιωνισμός στη Γερμανία» και «Σιωνιστική επαγγελματική επανεκπαίδευση και ναζιστική εβραϊκή πολιτική», ο Νικόζια περιγράφει λεπτομερώς τη συνεργασία, ακόμη και μετά το πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων, μεταξύ των Γερμανών σιωνιστών, προετοιμαζόμενων για την εβραϊκή ανανέωση στην Παλαιστίνη, και των ναζί, πρόθυμων να αποβάλουν τους Εβραίους στην προετοιμασία τους για τον επερχόμενο πόλεμο. Οι Αναθεωρητές Σιωνιστές, οι οποίοι υποστήριζαν τη ναζιστική απαγόρευση της επιμειξίας, αποδείχθηκαν επίσης χρήσιμοι στους ναζί στην αντιμετώπιση της ξένης κριτικής των νόμων της Νυρεμβέργης. Οι ανώτεροι υπάλληλοι του υπουργείου Εσωτερικών, το υπουργείο Οικονομικών, το υπουργείο Εξωτερικών, καθώς επίσης και των SD (Sicherheitsdienst – Υπηρεσίες Ασφαλείας) και της Γκεστάπο, είχαν διαταγή να παρέχουν προνομιακή μεταχείριση στις σιωνιστικές οργανώσεις σε σχέση με τις άλλες εβραϊκές οργανώσεις (που, εντούτοις, δεν απάλλαξε ατομικά τους σιωνιστές από τη μεταχείριση την οποία επιφύλασσαν οι ναζί στους υπόλοιπους Εβραίους). Μόνο το σιωνιστικό κίνημα επιτράπηκε να λειτουργήσει στην Αυστρία μετά την προσάρτησή της, τον Μάρτιο του 1938, ακόμα κι αν, όπως ο Νικόζια υπογραμμίζει επανειλημμένα, για τους ναζί, «οι σιωνιστές δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τα κατάλληλα εργαλεία για την απομάκρυνση των Εβραίων από τη Γερμανία» (σελ. 206). Στους αντιπροσώπους της Εβραϊκής Υπηρεσίας για την Παλαιστίνη επιτράπηκε η κατ’ επανάληψη είσοδος στη Γερμανία ώστε να εργάζονται για την εβραϊκή μετανάστευση [ ]. Το καθεστώς υποστήριξε επίσης την επαγγελματική επανεκπαίδευση και διδασκαλία στα εβραϊκά για τους Εβραίους αν δέχονταν να μεταναστεύσουν.
Οι γερμανικές αρχές προτίμησαν την Παλαιστίνη ως προορισμό για την εβραϊκή μετανάστευση, από φόβο μήπως ενισχύσουν τα αντιγερμανικά αισθήματα των γειτονικών ευρωπαϊκών χωρών. Το ναζιστικό καθεστώς δεν έδειξε καμία συμπάθεια για τον αραβικό εθνικισμό πριν από την έναρξη του πολέμου. Πράγματι, φοβούμενοι ότι η αυξανόμενη αραβική αντίθεση στην εβραϊκή μετανάστευση θα παρακώλυε τις γερμανικές προσπάθειες για τον εκτοπισμό των Εβραίων, τα SD παρουσίασαν μια έκθεση, στις αρχές του 1937, αναγγέλλοντας ότι «οποιαδήποτε προσπάθεια να ενθαρρυνθούν τα αντιεβραϊκά αισθήματα μεταξύ των Αράβων στην Παλαιστίνη απαγορεύεται αυστηρά» (σελ. 135). Εντούτοις, η υποστήριξη της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη δεν σήμαινε και την υποστήριξη ενός εβραϊκού κράτους. Πράγματι, ο Ερνστ φον Βάιφακερ, κορυφαίο στέλεχος στο υπουργείο Εξωτερικών, επικεντρώθηκε στο να δυσχεραίνει τους Εβραίους που συγκεντρώνονταν στην Παλαιστίνη να δημιουργήσουν ένα εβραϊκό κράτος. Αντ’ αυτού, υποστήριξε τον διασκορπισμό των Εβραίων σε μικρές μειονότητες σε όλο τον κόσμο. Τόσο οι ναζί όσο και οι Αναθεωρητές σιωνιστές αντιτάχθηκαν στο σχέδιο διαχωρισμού της Επιτροπής Πιλ της Παλαιστίνης, τον Ιούλιο του 1937 – οι Ναζί λόγω της αντίθεσής τους στη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους, οι Αναθεωρητές λόγω της αντίθεσής τους σε ένα αραβικό κράτος. Εντούτοις, δεδομένου ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν επέδειξε κανένα ενδιαφέρον για την εφαρμογή του σχεδίου της Επιτροπής Πιλ, «τα εμπόδια στην αυξανόμενη εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη αντιμετωπίστηκαν με μεγαλύτερη ανησυχία στο Βερολίνο παρά η σκιά ενός εβραϊκού κράτους» (σελ. 132). Ο σκοπός της μυστικής επίσκεψης του Άντολφ Άιχμαν στην Παλαιστίνη, τον Οκτώβριο του 1937, ήταν να διερευνηθεί η συνεργασία με τους αντι-Βρετανούς, αντι-Άραβες και αντικομμουνιστές ανώτερους ιθύνοντες της Χαγκάνα (της εβραϊκής πολιτοφυλακής, που ιδρύθηκε το 1920) στις προσπάθειες να αυξηθεί και η νόμιμη και η παράνομη εβραϊκή μετανάστευση από τη Γερμανία. Οι Βρετανοί, επιθυμώντας τον περιορισμό της εβραϊκής μετανάστευσης, απαγόρευσαν στον Άιχμαν να επανέλθει στην Παλαιστίνη.
Το 1938, χαρακτηρίστηκε από μια κρίσιμη στροφή στις αντιεβραϊκές πολιτικές των Ναζί, όχι μόνο επειδή το Άνσλους της Αυστρίας (και, ένα έτος αργότερα, η προσάρτηση της Βοημίας και της Μοραβίας) πρόσθεσε την επείγουσα ανάγκη στις ναζιστικές προσπάθειες να διώξουν τους Εβραίους από το ευρύτερο Ράιχ, αλλά και επειδή η βία και η καταστροφικότητα του πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων είχαν την παράδοξη επίδραση της μετατόπισης της εξουσίας σε εκείνες τις ναζιστικές φράξιες που θεώρησαν τον αντισημιτισμό του δρόμου αντιπαραγωγικό, εξαιτίας της ζημιάς που έκανε στη γερμανική οικονομία αλλά και των δυσμενών αποτελεσμάτων της στη γερμανική εικόνα στο εξωτερικό. Σε αυτή τη γραφειοκρατική διαμάχη για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να λυθεί το «εβραϊκό ζήτημα» στη Γερμανία, τα Ες Ες προτιμούσαν μια περισσότερο «ριζική» και «συστηματική» προσέγγιση από τη βία στους δρόμους, αλλά και περισσότερα σωφρονιστικά μέτρα ώστε να αναγκάσουν τους Εβραίους να φύγουν, απ’ ό,τι οι άνθρωποι του υπουργείου Εσωτερικών. Ως προϊστάμενος του τετραετούς σχεδίου, ο Χέρμαν Γκέρινγκ ανέθεσε στον Ράινχαρντ Χάιντριχ να συγκεντρώσει και να επισπεύσει βίαια τη διαδικασία της εβραϊκής μετανάστευσης, στο πρότυπο του Zentralstelle fur judische Auswanderung, το οποίο διευθυνόταν από τον Άντολφ Άιχμαν στη Βιέννη και τελικά στο Βερολίνο. Όλες οι ανεξάρτητες εβραϊκές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένου του ZVfD και της Ρεβιζιονιστικής Σιωνιστικής Οργάνωσης, διαλύθηκαν και τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Γκεστάπο ως Reichsvereinigung der Juden της Γερμανίας, το 1939. Η αναγκαστική μετανάστευση των Γερμανών Εβραίων παρέμεινε η επίσημη γερμανική πολιτική μέχρι τη διάλυση της Εβραϊκής Υπηρεσίας για την Παλαιστίνη στο Βερολίνο, τον Μάιο του 1941, όπως περιγράφεται στο τελευταίο κεφάλαιο του Νικόζια, «Από τη Διάλυση στην Τελική Λύση». Τα SD συνεργάστηκαν με πράκτορες της Mossad le’Aliyah Bet (Επιτροπή για την Παράνομη Μετανάστευση) για να επιτύχουν την παράνομη προώθηση των Εβραίων από την Κεντρική Ευρώπη, κάτω από τη μύτη των βρετανικών αρχών στην Παλαιστίνη, το 1938 και το 1939, μετά την επιβολή σφιχτότερων περιορισμών μετανάστευσης στην, υπό βρετανική εντολή, Παλαιστίνη. Η έναρξη του πολέμου δημιούργησε περαιτέρω εμπόδια στην εβραϊκή μετανάστευση, αλλά, ακόμα και το 1940, «τα Ες Ες ήταν ακόμα επικεντρωμένα στη μετανάστευση ως λύση στο Εβραϊκό Ζήτημα εντός των συνόρων του Μεγάλου Γερμανικού Ράιχ» (σελ. 264). Τον Νοέμβριο του 1939, ο Χάιντριχ έγραψε στο υπουργείο Εξωτερικών ότι «η άποψη είναι ομόφωνη ότι, τώρα όπως και πριν, η μετανάστευση των Εβραίων πρέπει να συνεχιστεί ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, με όλα τα μέσα που διαθέτουμε» (σελ. 264). Τόσο μεγάλη ήταν η ναζιστική έμφαση στην καθαρή από Εβραίους Γερμανία, που η γερμανική κυβέρνηση απαγόρευσε τη μετανάστευση των Πολωνοεβραίων και αρνήθηκε να χορηγήσει βίζες διέλευσης στους Λιθουανούς Εβραίους, το 1940, ώστε να μη μειώνουν αυτοί οι Εβραίοι των αριθμό των αδειών εισόδου που ήταν διαθέσιμες για τους Εβραίους από το Altreich. [ ]
Βασισμένος στην επισταμένη έρευνα σε περισσότερα από δύο δωδεκάδες γερμανικά, ισραηλινά, βρετανικά, και βορειοαμερικανικά αρχεία, ο Νικόζια επιβεβαιώνει την τρέχουσα ιστορική απόφανση ότι οι Ναζί δεν είχαν κανένα σχέδιο για τη συστηματική γενοκτονία των Εβραίων πριν από το 1941, αν και η δυνατότητα για τη γενοκτονία ήταν πάντα παρούσα στη ναζιστική ιδεολογία και στις αντιεβραϊκές πολιτικές του κόμματος. [ ] Τα ευρήματά του επιβεβαιώνουν φυσικά την κρίσιμη σημασία του αντισημιτισμού στην ιδέα του Ολοκαυτώματος, αλλά καταδεικνύουν επίσης τον πόλεμο ως κλειδί για τη ριζοσπαστικοποίηση των αντισημιτικών μέτρων, σε μια πολιτική φυσικής εκμηδένισης (όπως αποκαλείται από τον Χίτλερ, στην περιβόητη ομιλία στο Ράιχσταγκ, τον Ιανουάριο του 1939). Ο Νικόζια είναι επικριτικός με «την παρούσα τάση να κριθεί το παρελθόν από το παρόν», σημειώνοντας ότι, κρίνοντας τα πράγματα μετά το Ολοκαύτωμα, «είναι εύκολο σήμερα να απορριφθούν οι πρόωρες σιωνιστικές ελπίδες κάποιας μορφής συνύπαρξης με τον αντισημιτισμό ως αστείες, αφελείς και φανταστικές» (σελ. 291). Ο Σιωνισμός και ο αντισημιτισμός στη ναζιστική Γερμανία είναι ιστορικό θέμα και όχι πολιτικό, και ο Νικόζια δεν κάνει καμία αναφορά στο παρόν, εκτός από το να επισημάνει την ειρωνεία ότι, ενώ ο αντι-σιωνισμός ή η κριτική του κράτους του Ισραήλ, στην Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, σήμερα, εξισώνεται συχνά με τον αντισημιτισμό (ή θεωρείται ότι παρακινείται από τον αντισημιτισμό), πριν από το 1933, οι αντισημίτες είναι πιθανότερο να υποστήριζαν τους σιωνιστικούς στόχους από το να αντιτάσσονται σε αυτούς. Μέχρι η ναζιστική πολιτική για εθνική καθαρότητα να αφήσει τους Εβραίους χωρίς άλλη εναλλακτική λύση από τη μετανάστευση, οι πιο εξέχοντες επικριτές του σιωνισμού ήταν εκείνοι οι Εβραίοι που απέρριπταν τη σιωνιστική αξίωση ότι οι Εβραίοι είχαν μια ευδιάκριτη εθνική ή φυλετική (σε αντιδιαστολή με την πολιτιστική ή τη θρησκευτική) ταυτότητα, που τους καθιστούσε αλλοδαπούς στις χώρες στις οποίες ζούσαν.
Μετάφραση: Βίκυ Αγγελίδου, Κώστας Μαυρίδης