Αρχική » …Οι οπισθοχωρούντες Σουλιώτες

…Οι οπισθοχωρούντες Σουλιώτες

από Άρδην - Ρήξη

του Λ. Βάσση, από το Άρδην τ. 88, Δεκέμβριος 2011-Φεβρουάριος 2012

από την βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Καραμπελιά Συνωστισμένες στο Ζάλογγο στο βιβλιοπωλείο Ιανός στις 23/1/2012

Ο Γιώργος Καραμπελιάς, με οριακή καμπή το 1922, Δοκίμιο για τη νεοελληνική ιδεολογία, με σταθμό όμως το 1204, συνεισφέρει καθοριστικά στη σωστή θεώρηση του νεώτερου ελληνισμού και συνακόλουθα στη διαμόρφωση, που είναι και το μείζον, μιας συνολικής αντίληψης για τον ελληνισμό, σε τούτο το δύσκολο γύρισμα των καιρών, γύρισμα αιώνα και χιλιετίας μαζί. Ένα πολύ δυσανάγνωστο για το μέλλον της ελληνικής μας συλλογικότητας γύρισμα.

Σ’ αυτή την άκρως ενδιαφέρουσα γραμμή πλεύσης, μετά τις ιδιαίτερες μελέτες του: Κοινωνικές συγκρούσεις και διαφωτισμός στην προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820). Κοραής και Γρηγόριος Ε΄ (2009) – Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα Βελεστινλή (2011), μας προσφέρει και την παρουσιαζόμενη απόψε υπό τον ευρηματικό τίτλο: Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, με την συνειρμικά προαγγελτική για τους υποψιασμένους σηματοδότηση του ιστορικού και πνευματικού της στίγματος, καθώς ο «συνωστισμός» της Ρεπούση ζευγαρώνει μακάβρια με την «απώθηση» της Ψιμούλη.

Κι αξίζει, νομίζω, η υπόμνηση και των δύο αποσπασμάτων, που προφανώς και είναι καρποί της ίδιας ιδεολογικής μήτρας, στην οποία και θα αναφερθώ παρακάτω εκτενέστερα.

Γράφει η Ρεπούση στο βιβλίο της, Ιστορία Στ΄ Δημοτικού, σελ. 100: Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία.

Γράφει η Ψιμούλη στο δικό της βιβλίο, Σούλι και Σουλιώτες, σελ. 439-440: Ένα στράτευμα του Αλή επιτίθεται αιφνιδιαστικά στους Σουλιώτες που έχουν καταφύγει στο Ζάλογγο… Στη διάρκεια της διεξαγόμενης σε στενωπούς και μονοπάτια του όρους μάχης, μέρος των γυναικοπαίδων κατακρημνίστηκε είτε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές είτε με απόφαση των γυναικών να προτιμήσουν γι’ αυτές και τα παιδιά τους τον εκούσιο θάνατο παρά μια οδυνηρή αιματοχυσία και αιχμαλωσία.

Πρόκειται για ανατριχιαστικές διατυπώσεις: «Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι της Σμύρνης….» – «Μέρος των γυναικοπαίδων κατακρημνίστηκε είτε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές είτε…». Ειλικρινά, έπαθα την πλάκα μου, καταπώς λένε οι νέοι μας, όταν πρωτοδιάβασα εκείνο το «συνωστίζονται». Δεν πίστευα στα μάτια μου. Κι ακόμα πιο πολύ όταν διάβασα την ερμηνευτική πιθανότητα της Ψιμούλη, πως μπορεί δηλαδή να έσπρωξαν τα γυναικόπαιδα στον γκρεμό του Ζαλόγγου οι… ίδιοι οι οπισθοχωρούντες Σουλιώτες!

Επειδή όμως προέχει της… συναισθηματικής αντίδρασης, μαζί με την τεκμηριωμένη αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, η ερμηνεία του πώς φτάσαμε σε λογικές «συνωστισμού» και «απώθησης», θα μιλήσω, όσο πιο νηφάλια μπορώ, χωρίζοντας τα όσα θα πω σε τρία μέρη. Στο πρώτο θα αναφερθώ εν συντομία στην ιστορική διάσταση της μελέτης του Γ.Κ., στο δεύτερο θα προσεγγίσω το φαινόμενο της αποδόμησης της ιστορίας μας και στο τρίτο θα προσπαθήσω να αναδείξω τη στρατηγική ανάγκη διεμβόλισης του παγιδευτικού μεταπολιτευτικού δίπολου: εθνικισμός – αποεθνοποίηση.

α. Η ιστορική διάσταση

Στο βιβλίο που παρουσιάζουμε, ο μη ιστορικός, ο διανοούμενος Γιώργος Καραμπελιάς, που κυρίως ενδιαφέρεται για την ιστορία των ιδεών και των κινημάτων, όπως ο ίδιος σημειώνει, με υποδειγματική νηφαλιότητα, αυτός ο συνήθως ανειρήνευτα μαχητικός διανοούμενος, συλλαμβάνει, ας μου επιτραπεί η έκφραση, την ιστορικό Ψιμούλη… κλέπτουσαν οπώρας. Τουτέστιν, κακοποιούσαν βαναύσως την ιστορική αλήθεια, καθώς αποπειράται, με «αναλήθειες, παρασιωπήσεις και διαστρεβλώσεις», να αποδομήσει τον εσώτατο πυρήνα της ιστορίας του Σουλίου και των Σουλιωτών στο πολυσέλιδο σύγγραμμά της: Σούλι και Σουλιώτες, Εκδ. Εστίας, που δεν είναι άλλος απ’ τους πολυτραγουδισμένους απ’ τη δημοτική μούσα ηρωικούς θρύλους, όπως, για παράδειγμα, το Ζάλογγο, το Κούγκι και η Δέσπω, αλλά και την ίδια την καρδιά αυτού του πυρήνα, την εθνική δηλαδή συνείδηση των Σουλιωτών.

Για του λόγου το αληθές και πολύ ενδεικτικά, γιατί δεν μπορώ, λόγω χρόνου, να αναδείξω εκτενώς την εξαιρετική αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας από τον Γ.Κ., με πραγματικά ακλόνητη τεκμηρίωση:

Γράφει η Ψιμούλη για το Κούγκι: Ο Περραιβός ως εκ τούτου είναι ο δημιουργός του μυθικού προσώπου του Σαμουήλ και της αυτοπυρπόλησής του. Απ’ αυτόν θα αντλήσουν οι μεταγενέστεροι ιστοριογράφοι και λογοτέχνες, αναπαράγοντας πιστά στο έργο τους την ηρωική αυτοθυσία του ιερομόναχου.

Ο Γ.Κ. παραθέτει όχι μία, αλλά τέσσερις αναφορές στο ιστορικό συμβάν, που προηγούνται εκείνης του Περραιβού: Η πρώτη από τον Πουκεβίλ το 1805, η δεύτερη απ’ τον Μπαρτόλντυ επίσης το 1805, η τρίτη απ’ τον Τζον Χομπχάουζ το 1813 και η τέταρτη απ’ τον Χένρυ Χόλλαντ το 1814. Η ιστορία του Περραιβού κυκλοφόρησε το 1815. Τα σχόλια περιττεύουν.

 Με την ίδια ακριβώς αποδομητική μεθοδολογία αποπειράται να πλήξει τον ιστορικό πυρήνα του ηρωϊκού θρύλου για τον χορό του Ζαλόγγου, αποδίδοντάς τον κι αυτόν στον Περραιβό.

Για να εισπράξει –όπως κι ο Αλέξης Πολίτης, που, επικεντρωνόμενος με παράξενα αμφισβητητική…εμμονή στο «χορό», επίσης επιδίδεται στη δική του επιστημονικοφανή αποδόμηση του ιστορικού γεγονότος– την τεκμηριωμένη αντίκρουση απ’ τον Γ.Κ., που στηρίζεται σε ιστορικές αναφορές, για παράδειγμα, του Μπαρτόλντυ (1805) και του Χόλλαντ (1813), πάλι πριν απ’ τον Περραιβό (1815), αλλά και στις ιστορικές μαρτυρίες του Ζερλέντη (1889) και του Λαμπρίδη (1890) κυρίως από κατοίκους της Καμαρίνας, του χωριού κάτω απ’ το Ζάλογγο.

Γράφει, τέλος, η Ψιμούλη για τον θρύλο της Δέσπως: «Στη Ρινιάσα είχε εγκατασταθεί το γένος Γιώργου Μπότση… Εκεί συνέβη και το παραδιδόμενο, επίσης απ’ τον Περραιβό, ολοκαύτωμα στον Πύργο του Δημουλά». Όχι και απ’ τον Περραιβό, αλλά απ’ τον Περραιβό μόνο.

Κι ο Γ.Κ. εύγλωττα αναφέρει τη μαρτυρία του Μπαρτόλντυ για το γεγονός (1805), αλλά και έναν άλλον αδιάψευστο μάρτυρα, το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι για τη Δέσπω, απ’ τα διαμάντια της δημοτικής μούσας, που δημοσιεύτηκε απ’ τον Φωριέλ το 1824. Η δημοτική μάλιστα μούσα, ας μου επιτραπεί η ιδιαίτερη αναφορά, ασύγκριτα πλούσια στην εξύμνηση των Σουλιωτών, δεν αποσιωπά τα «στίγματά» τους: «Ανάθεμά σε Μπότσαρη κι εσένα Κουτσονίκα – Τι γύρευες, Φώτο μ’, στα Γιάννενα, στην πόρτα του Βεζύρη». Κάτι που συνηγορεί υπέρ της αυξημένης εγκυρότητας των μαρτυριών της, που συχνά μοιάζουν με πολεμικές ανταποκρίσεις. Σε κάθε όμως περίπτωση, είναι…ανιστόρητο, για να μη πω ύβρις, το να αποφαίνεσαι για το τι ήταν το Σούλι και οι Σουλιώτες χωρίς πρωτίστως να στηρίζεσαι στην ανεκτίμητη υμνητική κατάθεση του ίδιου του λαού της ευρύτερης περιοχής μέσα απ’ τα δημοτικά τραγούδια του.

Πριν περάσω στο δεύτερο μέρος, θα ήθελα, προς αποφυγήν…παρεξηγήσεων, να τονίσω, συμφωνώντας και με ανάλογες επισημάνσεις του συγγραφέα, πως όχι μόνο δεν διαφωνώ, αν είναι δυνατόν, αλλά και θεωρώ επιστημονικώς επιβεβλημένη την απαλλαγή της ιστορίας μας από παγιδευτικά στερεότυπα, από μυθοπλασίες χωρίς ιστορικό αντίκρισμα, από σκόπιμα λάθη και στρεβλώσεις. Ακόμα και την απαλλαγή θρύλων με βεβαιωμένο ιστορικό αντίκρισμα από ακραίες υπερβολές και αναληθείς «επιδοτήσεις».

Μπροστά στην ιερότητα της ιστορικής αλήθειας δεν υπάρχουν οιωνδήποτε σκοπιμοτήτων «άβατα». Η τόσο πλούσια ιστορία μας, εξάλλου, δεν έχει ανάγκη από τέτοιες υπερβολές. Είναι όμως ανίερο, είναι βέβηλο, το να αποπειράσαι, με πρόσχημα την ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας, να αποδομήσεις την ίδια την ιστορική αλήθεια, όπως με περίτεχνα αληθοφανή τρόπο πράττει η Ψιμούλη στην ιστορία της για το Σούλι και τους Σουλιώτες. Ποιος θα είχε αντίρρηση αν, με δεδομένο τον ιστορικό πυρήνα των θρύλων της ιστορίας των Σουλιωτών, όπου αυτός είναι μαρτυρημένος, προχωρούσε σε απαλλαγή τους ακόμα και από συγγνωστές σε τέτοιες περιπτώσεις εξιδανικευτικές «επιδοτήσεις» απ’ τους μεταγενέστερους; Προφανώς κανείς. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού, ούτε καν περί λάθους ή περί λαθών. Κι είναι ως προς αυτά αρκούντως αποκαλυπτικός και ευρύτερα διαφωτιστικός ο Γιώργος Καραμπελιάς.

β. Η αποδόμηση της ιστορίας μας

Ως προς το φαινόμενο της αποδόμησης της ιστορίας μας αλλά και παντός του ελληνικού, για το οποίο γράφει πολλά ο Γ.Κ., και με εξαιρετική θεμελίωση, ανιχνεύοντας διεισδυτικά την αφετηρία του και ανατέμνοντας με στοχαστική εμβρίθεια τον διαβρωτικό του ρόλο, θα προσθέσω πως είναι το κατεξοχήν «τοξικό» φαινόμενο της Μεταπολίτευσης, που απείλησε και απειλεί το ίδιο το πολιτιστικό κύτταρο της ελληνικής μας συλλογικότητας.

Ένα τοξικό φαινόμενο που συνδέεται με την ιδεολογική ηγεμονία, κορυφωμένη στη σημιτική περίοδο, του αποεθνοποιητικού πόλου της μεταπολιτευτικής πολιτικής και πολιτιστικής ευρύτερα και βαθύτερα ζωής, του «εθνοαποδομητικού ρεύματος» κατά Γ.Κ., πάντοτε υπό μανδύα αντιεθνικιστικό, εκσυγχρονιστικό, ευρωπαϊστικό και προοδευτικό, αλλά και υπό τη σκέπη μιας, ας μου επιτραπεί, λάϊτ Αριστεράς, ιδιοποιούμενης όλα τα παραπάνω πρόσημα.

Πρόκειται για τον πόλο μιας εθνικοφροσύνης απ’ την ανάποδη, μιας αντεστραμμένης εθνικοφροσύνης, που, με πρόσχημα τα ακραία στερεότυπα της έτσι και αλλιώς προβληματικής «εθνικής ιδεολογίας», τα μετεμφυλιακά τραύματα απ’ το «κράτος της Δεξιάς» και προπαντός τα πιο πρόσφατα απ’ τη «χούντα της Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών», διαμορφώθηκε τελικά ως πόλος αποδόμησης της ιστορίας μας, αλλά και με προοδευτικοφανή, ενίοτε και αριστεροφανή, αντίδραση προς παν τι το ελληνικό, με τον νεοταξικό κοσμοπολιτισμό και τον παρωχημένο (τριτοδιεθνικό) διεθνισμό να συναντιώνται στην ίδια αποδομητική κοίτη.

Για την οργανωμένη δράση αυτού του ρεύματος, για να μείνουμε στα μείζονα, η αυτονόητη αντίθεση στον εθνικισμό κατέληξε σε αντίθεση στο έθνος, η αντίθεση στον εθνοκεντρισμό και στον ελληνοκεντρισμό σε αποεθνοποιητική και αποελληνοποιητική αντίληψη και στάση ζωής, όπως και η αντίθεση στην απλοϊκή, γραμμική εκδοχή της ιστορικής μας συνέχειας, στην άρνηση καθεαυτής της ιστορικής και πολιτιστικής μας συνέχειας, καθώς, σύμφωνα με τις αναμηρυκαστικά εισαχθείσες εθνογενετικές θεωρίες της νεωτερικότητας, το νέο ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα του νέου ελληνικού κράτους.

Μια κατηγορία ιστορικών, πληθωριστικά και επί σκοπόν αυξημένη (δεκάδες μεταπτυχιακά και διδακτορικά στη λογική τους), οι της λεγόμενης δηλαδή «νέας ιστορίας», είναι αυτοί που πρωταγωνίστησαν και πρωταγωνιστούν στο έργο της «αποδόμησης» με προνομιακές προσβάσεις στα πανεπιστήμια και στα μεγάλα Μ.Μ.Ε. Όλοι αυτοί, αρνούμενοι, τάχατες, την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, επιδίδονται στην πλέον ιδεολογηματική κατάχρησή της, με τις «νεωτερικής» και προπαντός «νεοταξικής» κοπής προδεσμεύσεις στις οποίες και υποτάσσουν αυτά που γράφουν. Όπως επίσης επιδίδονται και σε ιδεολογική τρομοκρατία, ενοχοποιώντας ως κρυπτοεθνικιστικές ή και εθνικιστικές τις όποιες αντίθετες προς τις δικές τους απόψεις. Ακόμα και λέξεις κατέστησαν υπόπτως ένοχες, όπως, για παράδειγμα, η πατρίδα και ο πατριωτισμός.

Δεν θα επεκταθώ, πιστεύοντας πως έχουμε επ’ αυτού συνεννοηθεί αρκούντως, θα ήθελα απλώς να τονίσω, ως γέφυρα και προς το τρίτο μέρος της παρέμβασής μου, πως ο ιδεολογικά κυρίαρχος αυτός πόλος είναι η μία όψη του κάλπικου νομίσματος της Μεταπολίτευσης. Γιατί υπάρχει και η άλλη όψη του, με τον πολύ γνώριμο σ’ εμάς εθνικιστικό πόλο, τον επικίνδυνο ρόλο του οποίου καθόλου δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε και να υποτιμάμε. Τουναντίον, θα έλεγα. Απαιτείται και προς αυτή την κατεύθυνση ποιοτική ενίσχυση του θεωρητικού μας λόγου, καθώς η επιδεινούμενη, εδώ και παγκοσμίως, κρίση, είναι το καλύτερο εκκολαπτήριο για τα…ωά του.

γ. Η διεμβόλιση του διπόλου εθνικισμού – αποεθνοποίησης

Θεωρώντας εξαιρετική την αντίκρουση της αποδομητικής απόπειρας της Ψιμούλη απ’ τον Γ.Κ., με πειστική, όπως ήδη είπα, νηφαλιότητα, κι ακόμα πιο εξαιρετική τη θεωρητική βάση και πλαισίωσή της, όπου προέχει η απογύμνωση της «αποδομητικής σχολής», ή, καλύτερα, του αποεθνοποιητικού πόλου γενικότερα, αλλά και η αποτελεσματική συνακόλουθα αποθεμελίωση της ιδεολογικής του κυριαρχίας, θα ήθελα, ευκαιρίας δοθείσης, να τονίσω:

Πρώτον, την ανάγκη της περαιτέρω εμβάθυνσης και ενίσχυσης της προειρημένης θεωρητικής βάσης, σε μία όμως κατεύθυνση διαλεκτικής διεμβόλισης του νοσηρού και παγιδευτικού μεταπολιτευτικού διπόλου: εθνικισμός–αποεθνοποίηση (ή εθνομηδενισμός), με όλες τις συνδηλώσεις και τα «συμπαρομαρτούντα» τους. Όχι «εμείς» κι εκείνοι, αλλά εμείς απέναντι σε «εκείνους» και στους «άλλους», απέναντι δηλαδή και στους δύο πόλους, όπου ο ένας είναι το ιδεολογικό άλλοθι και η ιδεολογική δικαίωση του άλλου.

Δεύτερον, την ανάγκη ενός ουσιαστικά επικαιροποιημένου επανορισμού των πολιτιστικών μας συντεταγμένων, προφανώς όχι με όρους ελλαδικούς αλλά με όρους ελληνισμού, που είναι και θεμελιώδης προϋπόθεση για τη διασφάλιση της ίδιας της ελλαδικής υπόστασης. Κι αυτό γιατί η χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης καθιστά, μεταξύ πολλών άλλων, προφανή πια την πολιτιστική μας σύγχυση και μαζί της τη στρατηγική αμηχανία της Ελλάδος και του ελληνισμού, συνδηλώνοντας τα αδιέξοδα και του εθνικιστικού και του αποεθνοποιητικού πόλου σε όλες τους τις εκδοχές. Άρα αναδεικνύει ως μείζονα προτεραιότητα τη χάραξη εμπνευσμένης και μακράς πνοής πολιτιστικής στρατηγικής, που θα αποτελέσει και τη στέρεη βάση για τη χάραξη μιας επίσης εμπνευσμένης και μακράς πνοής εθνικής στρατηγικής σε τούτο το πολύ κρίσιμο, ύπουλο και ύποπτο για τον τόπο μας σταυροδρόμι των καιρών. Εννοώ μια αναθεμελιωτική, ανορθωτική και αναγεννητική στρατηγική που θα μας βοηθήσει να βγούμε σε μετατροϊκανό ξέφωτο και να ανοίξουμε στέρεο βηματισμό στην ανηφοριά του 21ου αιώνα. Είναι, νομίζω, εδώ που φτάσαμε, ο εκ των ων ουκ άνευ όρος για να ανακτήσουμε τη χαμένη εθνική μας αξιοπρέπεια και να έχουμε πρόσωπο να εορτάσουμε μετά από μια περίπου δεκαετία τα διακόσια χρόνια απ’ την Επανάσταση του 1821.

Ελπίζοντας πως οι αναγωγικές σκέψεις του δεύτερου και τρίτου μέρους δεν παραβίασαν τους κανόνες παρουσίασης βιβλίου, αλλά ανοίγουν, με βάση το βιβλίο, αν όχι και με τη γενικότερη θεωρητική συνεισφορά του Γ.Κ., έναν μεγάλο διάλογο που πρέπει ήδη να είχαμε αρχίσει κάποια χρόνια πριν, έναν μεγάλο διάλογο για όλα αυτά που μας οδήγησαν στη σημερινή στρατηγική αμηχανία και προπαντός για τους στρατηγικούς όρους, πρωτίστως τους πολιτιστικούς, για να βγούμε απ’ αυτή την αμηχανία ως Ελλάδα και ελληνισμός, θέλω να αποδώσω τα εύσημα στον διανοούμενο Γ.Κ., γιατί αυτός κάνει με το παραπάνω το χρέος του και στο πεδίο της μαχητικής αντίκρουσης των αποδομιστών, όπως με τη μελέτη που παρουσιάζουμε, αλλά και στο πεδίο της διαμόρφωσης μιας σύγχρονης και με προοπτική θεώρησης και θεωρίας ελληνισμού στους καιρούς μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ