Αρχική » Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ευρωπαϊκός Εμφύλιος

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Ευρωπαϊκός Εμφύλιος

από Άρδην - Ρήξη

Του Νικόλαου Μπινιάρη από το Άρδην τ. 114

Η Ευρώπη του 1914 ήταν μια μικρή ήπειρος που στην πραγματικότητα ήλεγχε, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, ολόκληρο τον πλανήτη. Στην ουσία ο τρόπος ήταν ένας: η ισχύς. Η ισχύς η οποία προερχόταν από την επιστημονική και βιομηχανική επανάσταση που ξεκίνησε στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα και συνεχίστηκε αδιάλειπτα έως και σήμερα. Μαζί με αυτές υπήρξε η μετάβαση σε μια πολιτική οργάνωση μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων σε εθνικά κράτη, μια μορφή κοινωνικής ενσωμάτωσης με κοινό χαρακτηριστικό την εθνότητα. Η Ευρώπη άρχισε να αποκτά μια διοίκηση με βάση τον νόμο και αργά, αλλά σταθερά, μια λειτουργική, βεμπεριανή γραφειοκρατία, το διαχωρισμό των εξουσιών και μια οικονομία που βασιζόταν στην καινοτομία, η οποία εξελίσσετο με ρυθμούς σχεδόν φρενήρεις, σε σχέση με το παρελθόν. Όλες αυτές οι τεχνολογικές και θεσμικές καινοτομίες κατηύθυναν την ισχύ της Ευρώπης σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Οι επαναστάσεις αυτές έφεραν άλλες, στην οικονομία, στις κοινωνικές σχέσεις, στα ήθη, στην τέχνη, στη σχέση του Ευρωπαίου με το επέκεινα, με τον εαυτό του. Έφερναν τον Ευρωπαίο επαναστάτη αντιμέτωπο με την ιστορία που ο ίδιος είχε δημιουργήσει ως την πλήρη ανατροπή του παρελθόντος. Αυτό βέβαια δεν είναι ολόκληρη η αλήθεια, γιατί το παρελθόν, όσο και αν οι συνεχείς επαναστάσεις το απομάκρυναν, παρέμενε στο παρόν, διαταράσσοντας την υποτιθέμενη αναπόφευκτη και γραμμική πρόοδο, μια έννοια με ασαφές περιεχόμενο.

Το παρελθόν συγκρότησε, από την εποχή του Συμφώνου της Βεστφαλίας, μια σειρά κρατών τα οποία, μέσω πολέμων, με συσπειρώσεις είτε θρησκευτικές είτε γλωσσικές, κατέληξαν να παίζουν τον ρόλο της μεγάλης δύναμης, δηλαδή του ρυθμιστή των πολιτικών πραγμάτων στην Ευρώπη. Οι μεγάλες αυτές δυνάμεις στην ουσία ξεπήδησαν από την ταχύτατη επέκταση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας σε περιοχές που δεν είχε ποτέ πατήσει πόδι Ευρωπαίου. Η κατάκτηση και ο εποικισμός της Αμερικής, ο περίπλους της Αραβίας και της Ινδίας, έφεραν αμύθητα πλούτη σε μια ήπειρο που δεν είχε το προνόμιο να είναι πλούσια. Η Ευρώπη ανακάλυπτε την αποικιοκρατία ως μέσον πλουτισμού και επέκταση των αγορών της. Η Ισπανία, η Αγγλία και Γαλλία δημιούργησαν πραγματικές υπερπόντιες αυτοκρατορίες, οι οποίες τις κατέστησαν και ρυθμιστές των ευρωπαϊκών υποθέσεων. Στην τριάδα αυτή προστέθηκαν και δύο άλλες, η γερμανική και η ρωσική αυτοκρατορία. Η πρώτη εξελίχθηκε σε έναν τεχνολογικό και βιομηχανικό γίγαντα. Η δεύτερη ήταν ένας εδαφικός και πληθυσμιακός κολοσσός. Το σαθρό πολιτικά και διοικητικά τσαρικό καθεστώς, παρ’ όλα αυτά, καθυστερούσε, αλλά δεν σταματούσε τη βιομηχανική της ανάπτυξη, η οποία ήταν ήδη σε φάση απογείωσης. Ο Σολζενίτσιν, στο μεγάλο του πόνημα-μυθιστόρημα «Αύγουστος 14», περιγράφει την κατάσταση στη Ρωσία από οικονομικής πλευράς που υποδηλώνει πως η απογείωση της οικονομίας είχε ήδη αρχίσει. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Γερμανία στην ουσία, κατά τον Σολζενίτσιν, από φόβο για τον γίγαντα που θα βρισκόταν δίπλα της, θέλησε θα προλάβει με έναν πόλεμο την ανισορροπία που θα επερχόταν μεταξύ τους. Ένας τέτοιος κολοσσός με σύγχρονη τεχνολογία σίγουρα θα ήταν ο διαιτητής και η πραγματικά μεγάλη δύναμη της ηπείρου. Αυτό έγινε πρόσκαιρα μετά το Β’ΠΠ αλλά με αντίρροπη δύναμη τις ΗΠΑ, η Ευρώπη, κατεστραμμένη από τον πόλεμο, βρέθηκε να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο πραγματικούς γίγαντες.

Η Ισπανία στα τέλη του 19ου αιώνα δεν ήταν πια μια μεγάλη δύναμη. Παρέμεναν όμως ενεργές δύο άλλες αυτοκρατορίες: η Αυστροουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πρώτη ήταν το συμπίλημα εθνοτήτων της κεντρικής Ευρώπης με τεράστιες εθνοτικές κοινωνικές και πολιτιστικές διαφορές, όπως οι Τσέχοι με τους Σέρβους. Ήταν ένα ιστορικό απολίθωμα μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το οποίο επιζητούσε ερείσματα για την επιβίωσή του, κυρίως στη Γερμανία, η οποία ήταν και ένα «αδελφό έθνος». Ο Βίσμαρκ είχε θεμελιώσει τη Γερμανική Αυτοκρατορία μετά τη νίκη του επί της Αυστροουγγαρίας το 1866 συνενώνοντας τη Βαυαρία στο Ράιχ. Η οθωμανική πραγματικότητα από την άλλη πλευρά ήταν ευρωπαϊκή για λόγους γεωγραφικούς, μια και η κυριαρχία της επεκτεινόταν και στις δύο πλευρές των Στενών. Οι ευρωπαϊκές κτήσεις της είχαν χαθεί μετά τους βαλκανικούς πολέμους που είχαν αφήσει τους νικητές να ερίζουν για τα λάφυρα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία με μουσουλμανικό πληθυσμό κυρίως, πολυπολιτισμική και τεράστια σε έκταση, ήταν ο Μεγάλος Ασθενής, ο οποίος δεν μπορούσε να συμπλεύσει με τις ριζικές αλλαγές που συνέβαιναν στην Ευρώπη. Η Επανάσταση των Νεότουρκων, το 1908, ήταν η πρώτη απάντηση στις προκλήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Πάντως, από το 1908 οι διενέξεις των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν περιοριστεί, πρώτον στις υπερπόντιες κτήσεις τους, όπου η Γερμανία αισθανόταν πως βρισκόταν πίσω από Αγγλία και Γαλλία ( κρίση του Αγαδίρ) και δεύτερον στον ιστορικό αλυτρωτισμό της Γαλλίας για την Αλσατία και Λοραίνη, επαρχίες τις οποίες είχε χάσει στο γαλλο-γερμανικό πόλεμο του 1870.

Το πιο επικίνδυνο σημείο ανάφλεξης θεωρείτο το βαλκανικό ζήτημα. Ο λόγος που τα Βαλκάνια θεωρούντο η «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης ήταν η διένεξη Ρωσίας, ως υποστηρικτής των σλαβικών εθνοτήτων, με την Αυστροουγγαρία, η οποία φοβόταν ακριβώς τον σλαβικό επεκτατισμό ως σημείο αναφοράς για απόσχιση των δικών της σλαβικών κτήσεων. Η πολυεθνική Αυστροουγγαρία κοιτούσε πάντα με καχυποψία την κάθε κίνηση στα Βαλκάνια, ως δάκτυλο της Ρωσίας. Η πιο αδύνατη από τις δυνάμεις ήταν ταυτόχρονα και η πλέον επιρρεπής σε επιθετικές κινήσεις για να υποδηλώσει την αποφασιστικότητά της, δίχως να υπολογίζει τις ευρύτερες συνέπειες.

Το καλοκαίρι του 1914 είχαν δημιουργηθεί στην Ευρώπη δύο συμμαχίες: Η συμμαχία των κεντρικών δυνάμεων Γερμανίας-Αυστροουγγαρίας-Ιταλίας (η τελευταία θα άλλαζε προσανατολισμό) και η συμμαχία Γαλλίας-Ρωσίας, με την υπό όρους συμμετοχή της Αγγλίας. Η Αγγλία είχε αρχίσει κοινά στρατιωτικά γυμνάσια με τη Γαλλία μετά την πρόκληση της Γερμανίας να αυξήσει το Ναυτικό της. Αυτό ήταν ένα λάθος το οποίο η Γερμανία πλήρωσε με την ήττα της το 1918.

Γερμανικό πυροβολικό στις αρχές του Πολέμου το 1914, Πηγή

Μπορούσε να αποφευχθεί ο πόλεμος;

Η απάντηση είναι καταφατική και ταυτόχρονα αρνητική. Η γνωστή δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου, στις 23 Ιουνίου 1914, ήταν μια σειρά από απερίγραπτές αποτυχίες των υπηρεσιών ασφαλείας, με την ταυτόχρονη ατυχία ο οδηγός του να στρίψει σε ένα αδιέξοδο και ο δολοφόνος να εκτελέσει τον διάδοχο του θρόνου ανεμπόδιστος.

Η δεύτερη πιθανή κίνηση για την αποφυγή του πολέμου, θανάσιμο ιστορικό λάθος της Αυστροουγγαρίας, ήταν να μην επιτεθεί αμέσως η ίδια στη Σερβία, ως αντίποινα για τη δολοφονία. Η κίνηση θα γινόταν αποδεκτή από τις άλλες δυνάμεις, έστω και με κάποιες διπλωματικές αντιδράσεις, δίχως να θεωρηθεί αυτό ως αιτία ευρύτερης σύρραξης. Η Αυστροουγγαρία ήταν άλλωστε απόλυτα δικαιολογημένη λόγω της δολοφονίας. Η Αυστροουγγαρία όμως κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία στις 23 Ιουλίου, περιμένοντας τις διαβεβαιώσεις της Γερμανίας και παρακολουθώντας τις αντιδράσεις της Ρωσίας. Έδρασε σαν να προκαλούσε τη γενικότερη σύγκρουση, λες και αυτό θα την εξασφάλιζε έναντι των κινδύνων μιας επέμβασης της Ρωσίας.

Η τρίτη κίνηση για να αποφευχθεί ο πόλεμος θα ήταν να μην υπήρχε μια γενική υποστήριξη της Γερμανίας στις πράξεις της Αυστροουγγαρίας. Στην πραγματικότητα, η συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων ήταν αμυντική. Κανείς δεν είχε επιτεθεί στην Αυστροουγγαρία, ούτε στην ίδια τη Γερμανία. Το γερμανικό επιτελείο θεώρησε όμως τη μερική ρωσική επιστράτευση ως κήρυξη πολέμου γιατί έτσι προτιμούσε να το βλέπει από στρατιωτικής πλευράς. Για τα επιτελεία, αυτός που θα καθυστερούσε να κηρύξει επιστράτευση θα ήταν ο χαμένος, μια και το ζητούμενο ήταν η γρήγορη προέλαση του επιτιθέμενου. 

Και αυτό μας φέρνει στο τέταρτο σημείο της ανάλυσης: την αποτυχία της διπλωματίας, με μοναδικό δράστη στη σκηνή τους στρατιωτικούς σχεδιασμούς των επιτελείων.

Αυτή η εξέλιξη στον τομέα των διεθνών σχέσεων γίνεται προφανής όταν παρατηρήσει την κήρυξη πολέμου της Γερμανίας στο Βέλγιο, κίνηση η οποία θα έφερνε επισήμως την Αγγλία στο πλευρό της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ο λόγος της κήρυξης πολέμου εναντίον ενός ουδετέρου κράτους, το οποίο έχαιρε των εγγυήσεων της Αγγλίας και Γαλλίας, ήταν το περίφημο Σχέδιο Σλίφεν, σχέδιο του Αρχηγού των Γενικών Επιτελείων της Γερμανίας, ο οποίος το επεξεργάστηκε επί δύο δεκαετίας και ήταν αυτό που έγινε το δόγμα για έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα: Γαλλίας και Ρωσίας. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε πως οι γερμανικές δυνάμεις θα περνούσαν από το Βέλγιο για μια κυκλωτική κίνηση στο βόρειο μέτωπο της Γαλλίας και την κατάληψη του Παρισιού. Έτσι οι στρατιωτικοί σχεδιασμοί επιβλήθηκαν επί των διπλωματικών, φέρνοντας την Αγγλία στον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων, μία κίνηση που στη διάρκεια του χρόνου έφερε την ουσιαστική καταστροφή της Γερμανίας λόγω του ναυτικού αποκλεισμού της από τον αγγλικό στόλο.

Μια πρόσθετη παρατήρηση πάνω σε αυτό το θέμα είναι η επίσης ιστορική αποτυχία της αγγλικής διπλωματίας, η οποία δρούσε επί έναν αιώνα ως ο διαιτητής και εξισορροπιστής των ευρωπαϊκών υποθέσεων μη επιτρέποντας σε καμία ηπειρωτική δύναμη να γίνει κυρίαρχος της ηπείρου. Αυτό τον ρόλο έπαιζε από τους ναπολεόντειους πολέμους μέχρι τις απαρχές του 20ου αιώνα.

Δυστυχώς η αγγλική διπλωματία με υπουργό τον λόρδο Γκρέι απεδείχθη πολύ κατώτερη των περιστάσεων, αγνοώντας το βάρος της Αγγλίας και μη ξεκαθαρίζοντας τη θέση της έγκαιρα. Προσπαθώντας με ερασιτεχνικούς τρόπους να λύσει το πρόβλημα το έκανε χειρότερο δίνοντας την εντύπωση στη Γερμανία πως η Αγγλία δεν θα συμμετείχε ως εμπόλεμο μέρος στη σύρραξη. Δεν μπορούμε όμως να κατηγορήσουμε τον Γκρέι για άγνοια της σημασίας των εξελίξεων. Έχει καταγραφεί πως, κοιτάζοντας από το παράθυρό του, είπε: «Τα φώτα της Ευρώπης σβήνουν και δεν θα ξανανάψουν στη γενιά μας». Δεν προέβλεψε πως τα φώτα στην Ευρώπη δεν άναψαν πραγματικά παρά το 1989.

Υπόγραφη της συνθήκης ειρήνης στις Βερσαλλίες

Τα χαρακτηριστικά του πολέμου

Τα επιτελεία των εμπλεκομένων μερών είχαν σχεδιάσει τις επιχειρήσεις τους με βάση την ταχύτητα των κινήσεών τους. Ο σιδηρόδρομος, ένα μέσον που είχε επεκταθεί με μεγάλη ταχύτητα σε ολόκληρη την Ευρώπη και κυρίως στη Γερμανία, ήταν το μέσον για τη μετακίνηση μεγάλου αριθμού στρατιωτών σε σύντομο διάστημα. Οι στρατοί αριθμούσαν εκατομμύρια (εξήντα εκατομμύρια στρατεύτηκαν), διότι αποτελούνταν από κληρωτούς. Η μαζική στράτευση είχε επικρατήσει σε ολόκληρη την Ευρώπη, αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης και του ναπολεόντειου παραδείγματος. Μόνον η Αγγλία είχε έναν μικρό τακτικό στρατό από μισθοφόρους. Η Γαλλία, για παράδειγμα, είχε εκατόν είκοσι μεραρχίες και η Αγγλία αποβίβασε στη Γαλλία έξι, όσες και το ουδέτερο Βέλγιο. Όλοι περίμεναν έναν σύντομο πόλεμο, βασισμένοι στα σχέδια των επιτελείων, ξεχνώντας πως όταν ο πόλεμος ξεκινήσει, τα απρόοπτα, ο ψυχολογικός παράγοντας και τα λάθη καθιστούν τα σχέδια άχρηστα.

Δυστυχώς, ο σύντομος πόλεμος δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Το Σχέδιο Σλίφεν δεν πέτυχε και οι εκατέρωθεν δυνάμεις άρχισαν να σκάβουν ορύγματα και έτσι ένας επιθετικός πόλεμος μετατράπηκε σε αμυντικό. Δύο παράγοντες υποβοήθησαν αυτήν την αλλαγή. Το πολυβόλο και τα επαναληπτικά πυροβόλα, που καθήλωσαν τις μεραρχίες εκατέρωθεν σε ορύγματα, που με τον καιρό έγιναν τεράστιες τσιμεντένιες κατασκευές, με δωμάτια σε βάθος δέκα μέτρων.

Τα επιτελεία, παρ’ όλο που έβλεπαν την ανατροπή των σχεδιασμών τους, συνέχιζαν να συμπεριφέρονται ωσάν να ήσαν κοντά για την τελειωτική κίνηση που θα έφερνε τη νίκη. Το αποτέλεσμα ήταν εκατόμβες νεκρών ( 100.000-200.000) σε επιθέσεις που κατέληγαν σε κατάληψη λίγων δεκάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, που στην αντεπίθεση των αντιπάλων, άλλαζαν κάτοχο. Οι νεκροί στρατιώτες έφτασαν τα οκτώ εκατομμύρια, οι μόνιμα ανίκανοι τα επτά και οι σοβαρά τραυματισμένοι τα δεκαπέντε.

Ο πόλεμος θεωρήθηκε παγκόσμιος γιατί όντως σε αυτόν συμμετείχαν δυνάμεις από την Αυστραλία, Καναδά, Ινδίες, Σενεγάλη, Τουρκία, Σερβία, Ιταλία, Ρουμανία, Ιαπωνία, Ελλάδα, Ν. Ζηλανδία, Kίνα, Μαρόκο, Αλγερία όλες οι γαλλικές, αγγλικές, γερμανικές αποικίες και κτήσεις και οι ΗΠΑ. Η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία είχε φέρει όλο τον πλανήτη σε εμπόλεμη κατάσταση.

Η τεχνολογία του πολέμου με την προσθήκη του πολυβόλου και των πυροβόλων άλλαξε. Μαζί με αυτές τις καινοτομίες εμφανίστηκε το αεροπλάνο, το οποίο δεν άλλαξε μεν την ισορροπία δυνάμεων αλλά εισήγαγε αυτόν τον παράγοντα ως καθοριστικό μέσον διεξαγωγής του πολέμου για τον επόμενο πόλεμο, με αποτέλεσμα εκατομμύρια νεκρούς πολίτες και κατεστραμμένες πόλεις. Η αποτελεσματική τεχνολογική όμως καινοτομία το 1914 ήταν το τανκς, το οποίο εισήχθη από τους Άγγλους και έπαιξε καθοριστικό ρόλο, κυρίως ψυχολογικό, για να πεισθεί το γερμανικό επιτελείο πως ο πόλεμος είχε χαθεί. Είναι χαρακτηριστικό πως ο στρατάρχης Λούντεντορφ θεώρησε την επίθεση με τανκς, τον Αύγουστο του 18 στο Γκαμπρέ, ως την αποφράδα ημέρα του γερμανικού στρατού.

Οι πολιτικές προεκτάσεις του πολέμου

Κατά περίεργη ιστορική συγκυρία, στις 6 Απριλίου του 1917 οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις. Την ίδια περίπου μέρα η γερμανική κυβέρνηση, μετά την παραίτηση του Τσάρου Νικόλαου ΙΙ και τη συνέχιση του πολέμου από τη δημοκρατική κυβέρνηση, έβαλε τον Βλαδίμηρο Λένιν σε ένα κλειστό τρένο στην Ελβετία με προορισμό τη Σουηδία και από εκεί την Αγία Πετρούπολη. Η συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο ήταν ένα γεγονός που άλλαξε την παγκόσμιο ιστορία. Οι ΗΠΑ, η μεγαλύτερη εν το γίγνεσθαι βιομηχανική και οικονομική δύναμη του πλανήτη, είχε παραμείνει εκτός της ευρωπαϊκής σύρραξης, προσπαθώντας να παίξει τον ρόλο ενός ουδέτερου, που θα μπορούσε να φέρει τα δύο εμπόλεμα μέρη σε ένα συμβιβασμό. Ήταν αρκετά μεγάλη για να γείρει την πλάστιγγα υπέρ της όποιας συμμαχίας θα ευνοούσε. Τα εμπορικά συμφέροντα και οι πολιτιστικές της καταβολές έκλειναν προς Εγκάρδια Συμμαχία. Ο πρόεδρος Ουίλσον είχε προσπαθήσει να παρέμβει το 1916 ζητώντας από κάθε μέρος τους συγκεκριμένους όρους που έθεταν για ένα τέλος στον πόλεμο. Η προσπάθεια έπεσε στο κενό, κυρίως λόγω Γερμανίας, η οποία θεώρησε πως η κίνηση αυτή ήταν το προοίμιο για τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο. Ένας βασικός λόγος που η Γερμανία θεώρησε πως η συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο δεν θα είχε κανένα θετικό αποτέλεσμα για τους αγγλογάλλους ήταν η πίστη τους στον πόλεμο των υποβρυχίων. Είχαν πιστέψει πως θα σταματούσαν τη μεταφορά στρατού από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη βυθίζοντας τα μεταφορικά πλοία. Ούτε ένα δεν χάθηκε.

Η συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο και στη συνέχεια στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, με τα 15 σημεία του Ουίλσον περί ανεξαρτησίας των εθνοτήτων, καθόρισε την εμφάνιση στην παγκόσμιο σκηνή της παρουσίας των ΗΠΑ, η οποία γίνεται πλέον καθοριστική για το μέλλον της ανθρωπότητας μετά τον Β’ ΠΠ.

Το δεύτερο γεγονός, η έλευση του Λένιν στη Ρωσία, σηματοδότησε μια άλλη επανάσταση, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Γερμανία κατάφερε το στόχο της. Ο Λένιν με την Οκτωβριανή Επανάσταση ανέτρεψε τη δημοκρατική κυβέρνηση Κερένσκη και τον Φεβρουάριο του ΄18 υπέγραψε τη συνθήκη ειρήνης του Βρεστ-Λιτόβσκ με τη Γερμανία θέτοντας τη Ρωσία εκτός πολέμου και παραχωρώντας μια έκταση 750.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Αυτό επέτρεψε στη Γερμανία να μεταφέρει στρατεύματα από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο με στόχο τη μεγάλη επίθεση η οποία έμελλε να μην καρποφορήσει. Ο Λένιν θεωρούσε πως η θυσία αυτή ήταν δικαιολογημένη, γιατί η επανάσταση των μπολσεβίκων θα κατέλυε τα καθεστώτα της εμπόλεμης Ευρώπης υπέρ μιας παγκόσμιας αδελφότητας του εργατικού κινήματος. Το όραμα απέτυχε, αλλά η Ρωσία έγινε ο φάρος κάθε επαναστατικής πρακτικής, μεταδίδοντας τις ιδέες της επανάστασης στην Ασία και κυρίως στην Κίνα. Η Ρωσία πάντως, τσαρική ή σοβιετική, παρέμεινε το φόβητρο της Γερμανίας και ο στόχος του Γ’ Ράιχ, στον Β’ΠΠ.

Το δίχως άλλο δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο εθνικισμός, απότοκος της Γαλλικής Επανάστασης, υπερκέρασε κάθε άλλη ιδεολογία. Μήπως η Γερμανοί σοσιαλιστές δεν ψήφισαν τον προϋπολογισμό πολέμου που πρότεινε ο Κάιζερ; Εργατική τάξη και ο αστικός κόσμος σε κάθε χώρα συνενώθηκαν για το μεγαλείο του έθνους τους.

Τελευταία, αλλά όχι ασήμαντη επίπτωση του Μεγάλου Πολέμου ήταν η Διακήρυξη Μπάλφουρ. Ο λόρδος Μπάλφουρ, σε επιστολή του προς τον βαρόνο Ρότσιλντ υποσχέθηκε «μία εθνική στέγη στην Παλαιστίνη για τον εβραϊκό λαό». Ως είχε πια γίνει σύνδρομο στην αγγλική διπλωματία η ασαφής διατύπωση προτάσεων και θέσεων, και η διακήρυξη αυτή ήταν πλήρως αντίθετη με τις συμφωνίες Αγγλίας-Γαλλίας και με το Σερίφη της Μέκκας. Η Διακήρυξη αυτή εγκρίθηκε από την Κοινωνία των Εθνών τον Ιούλιο του 1922. Τελικά, πάνω σε αυτή τη Διακήρυξη και το εβραϊκό Ολοκαύτωμα βασίστηκε, μετά τον Β’ΠΠ, η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. 

Οι επιπτώσεις του Α΄ ΠΠ για την Ελλάδα

Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα ήσαν καταστροφικές. Κατ’ αρχάς, οι Εγκάρδια Συμμαχία καταπάτησε την κυριαρχία της χώρας επεμβαίνοντας στρατιωτικά στην Ελλάδα. Εγκατέστησε το συμμαχικό στρατόπεδο στη Θεσσαλονίκη για το περίφημο νότιο μέτωπο κατά της Αυστροουγγαρίας, Η Ελλάδα χωρίστηκε σε βενιζελικούς και βασιλικούς, οδηγώντας τη χώρα σε έναν εμφύλιο ο οποίος έμελλε να διαστρέψει τη συνοχή του έθνους. Εκ δευτέρου η Ελλάδα με την εκστρατεία στη Μικρά Ασία και την καταστροφή του εκείθεν ελληνισμού, υπέστη μία ιστορική ήττα από την οποία ως έθνος δεν επανέκαμψε ποτέ. Στην πραγματικότητα, η επιφανειακές καλές προθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες μας έστειλαν στη Μικρά Ασία με εντολή να επιτηρούμε την ειρήνη και την τάξη στην περιοχή, δηλαδή να επιβάλουμε τα συμφωνηθέντα στη Συνθήκη των Σεβρών. Η εντολή αυτή δεν συνοδεύτηκε με ανάλογές πράξεις στήριξης των ελληνικών στρατευμάτων,όταν άρχισε ο πραγματικός ελληνοτουρκικός πόλεμος. Και οι δύο αυτοκρατορίες, Αγγλία και Γαλλία, είχαν τεράστιους μουσουλμανικούς πληθυσμούς οι οποίοι θεωρούσαν το Οθωμανικό Χαλιφάτο υπαρκτή συνέχεια των ιστορικών αραβικών. Οι αγγλογάλλοι στην ουσία εγκατέλειψαν την προσπάθεια να υποστηρίξουν μια πραγματική αλλαγή στη Μικρά Ασία και ο ελληνικός και χριστιανικός χώρος συρρικνώθηκε αποφασιστικά υπέρ του τουρκικού εθνικισμού και του Ισλάμ. Στην όλη τραγική εικόνα για τον ελληνισμό δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στην ενεργό υποστήριξη (με όπλα και χρήματα) του κεμαλικού κινήματος από την τότε Σοβιετική Ένωση.    

 Τελικές παρατηρήσεις.

Ο Μεγάλος Πόλεμος, έκφραση που χρησιμοποίησε ένα καναδικό περιοδικό, ήταν ένας αυτοκτονικός ευρωπαϊκός εμφύλιος. Αν για πολλούς, εκ των υστέρων, ήταν αναπόφευκτος, για άλλους ήταν αδύνατον να συμβεί λόγω των οικονομικών διασυνδέσεων των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών. Οι πρώτοι βγήκαν σωστοί, οι δεύτεροι έκαναν λάθος. Ο μακροχρόνιος αυτός πόλεμος διαμόρφωσε τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές από τις δεκαετίες του ΄20 και του ΄30, έφερε στην εξουσία τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ, τη Μεγάλη Ύφεση και την κατάρρευση της αγγλικής λίρας ως παγκόσμιου νομίσματος. Υπήρξε η γενεσιουργός αιτία του Β’ΠΠ. Εξόντωσε εκατομμύρια πολίτες και δημιούργησε τα κρεματόρια στα οποία έσβησαν εκατομμύρια εβραίοι και άλλες μειονότητες. Από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης ο Στάλιν παντοδύναμος συνέχιζε να τροφοδοτεί τα γκούλακ με τους πολιτικούς του αντιπάλους ρίχνοντας το ευρωπαϊκό όραμα για μια Ευρώπη δημοκρατική στα τάρταρα του ολοκληρωτισμού, της μισαλλοδοξίας και του εγκλήματος. Η Ευρώπη δεν θα έφθανε κοντά στον καντιανό στόχο της παρά μετά το 1991. Σήμερα, εκατό χρόνια μετά τη σφαγή στα ορύγματα της Σομ και του Βερντέν, η Ευρώπη οπισθοδρομεί σε άγνωστους προορισμούς, με τις ΗΠΑ να έχουν στην ουσία κηρύξει ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο κατά της Ρωσίας, ο οποίος δεν δείχνει να μειώνεται σε ένταση, αλλά αντίθετα να αυξάνεται.

Ο παραδοσιακός σύμμαχος και προστάτης της Ευρώπης, οι ΗΠΑ, δεν είναι πια ο αδιαμφισβήτητος υποστηρικτής της, με αποτέλεσμα η Ευρώπη των ανοικτών συνόρων και της ειρήνης να βρίσκεται στην ανάγκη να πάρει δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον της. Σήμερα όμως, ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία αποτελούν υπερδυνάμεις τις οποίες η Ευρώπη δεν μπορεί να ελέγξει. Η νέα σύγκρουση με τη Ρωσία με φόντο την Ουκρανία είναι μια νέα εκδοχή του ευρωπαϊκού εμφύλιου του 1914. Ο εθνικισμός του Πούτιν και η γερμανική βουλιμία για νέες αγορές χώρισαν και πάλι την Ευρώπη, με υποστηρικτή τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν ξεκινήσει μια αδιάλειπτη αντιπαράθεση με τη Ρωσία που έχει βαπτισθεί νέος Ψυχρός Πόλεμος. Το πιο πρόσφατο συμβάν σε αυτήν τη διένεξη είναι η απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη για τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς.

 Ο Μεγάλος Πόλεμος, εκατό χρόνια πριν και η συνέχειά του το ΄39-΄45, την άφησε δίχως την ικανότητα να προβάλλει ουσιαστική εξωτερική πολιτική. Η κάθε χώρα ξεχωριστά είναι πολύ μικρή για κάτι τέτοιο και η ΕΕ ως σύνολο δεν έχει ομοφωνία και θέληση για να πάρει τη θέση που της ανήκει λόγω της ισχυρής της οικονομίας και του υψηλότατου τεχνολογικού επιπέδου της. Η μικρή αυτή ήπειρος, κομμάτι της Ασίας, φαντάζει όλο και πιο μικρή στην παγκόσμιο σκηνή. Αυτό που δεν φαίνεται, ευτυχώς, πιθανόν είναι ένας νέος ευρωπαϊκός εμφύλιος. Φρόντισαν τελεσίδικα για αυτήν τη θετική ιστορική εξέλιξη τα ατομικά όπλα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Σπύρος Καναβός 7 Φεβρουαρίου 2021 - 10:34

Πολύ καλό άρθρο και αντικειμενικό.
Ο λόγος που παρεμβαίνω από την στήλη των σχολίων είναι ο εξής: Στην Ελληνική Ιστοριογραφία είναι σύνηθες να υπερτονίζονται τα επιχειρήματα της μίας πλευράς και να αγνοούνται επιχειρήματα της άλλης.
Όσο για τον Α‘ ΠΠ και τα αίτιά του τα τελευταία χρόνια στην Κ. Ευρώπη, αλλά και στο ΗΒ γίνεται συζήτηση σχετικά με της ευθύνη της έκρηξης αυτού του καταστρεπτικού πολέμου. Δεν είναι λίγες οι φορές που αμφισβητείται η Alleinschuld δηλαδή η ευθύνη της μίας μόνο πλευράς.
Στο ΗΒ ο γνωστός Βρετανο – Αυστραλός διακεκριμένος ιστορικός Christopher Clark με το έργο του: The Sleepwalkers, Penguine 2012 είναι ένας από εκείνους που ανιχνεύει το θέμα των ευθυνών με διάθεση ιστορικής (πραγματικής) προσέγγισης. Στην Κ. Ευρώπη υπάρχουν πολλοί άλλοι.
Αναφέρω μερικά παραδείγματα από γεγονότα:
Η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, αφού η Ρωσία είχε κάνει πρώτα γενική επιστράτευση. Ήταν διακηρυγμένη η πρόθεση της τότε ρωσικής ηγεσίας για την καταστροφή των γερμανικών κρατών, ακόμη και αν αυτό σημαίνει για την Ρωσία απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών. (Reischarchiv Band 2, σελ. 17).
Στον Γερμανικό στρατό είχε αποφασισθεί στα 1913 με πρωτοβουλία του αρχηγού του επιτελείου Moltke του νεώτερου, ο παραμερισμός των ετήσιων σχεδίων εισβολής στη Ρωσία.
Στα 1916 η Ρωσία αρνήθηκε την προσφορά ειρήνης από την Γερμανία. Αν την δεχόταν θα διασωζόταν το αστικό πολίτευμα με σαφή πορεία εκδημοκρατισμού υπό τον Κερένσκυ. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ήδη από το 1912 η Ρωσία έκανε μεγάλες προόδους στη βιομηχανική ανάπτυξη.
Για τον Lenin γράφετε: „…η γερμανική κυβέρνηση, μετά την παραίτηση του Τσάρου Νικόλαου ΙΙ και τη συνέχιση του πολέμου…“
Δεν είναι μόνο αυτό. Ολόκληρο το πραξικόπημα του 1917 ήταν σχεδιασμός – χρηματοδότηση – και εκτέλεση από το Γερμανικό Επιτελείο. Κανένας δεν πίστευε – ούτε ο ίδιος ο Lenin, ότι θα πετύχαινε αυτό το εγχείρημα χωρίς την ενεργό ανάμιξη της καϊζερικής Γερμανίας. Βλ. Και στο αφιέρωμα του Spiegel No 50/10.12.07.
Τέλος, πολλοί συγγραφείς στηλιτεύουν τους όρους ειρήνης της συνθήκης των Βερσαλλιών. Πολλοί τις παραβάλλουν με την στάση των Γερμανών στα 1870, όταν οι νικητές αποχώρησαν ύστερα από δύο έτη, και δεν επέβαλλαν περιορισμούς στον μετέπειτα εξοπλισμό της Γαλλίας. Όταν μάλιστα η Γαλλία ήταν αυτή που προκάλεσε, κήρυξε, διεξήγαγε και έχασε τον πόλεμο του 1870.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ