Αρχική » Αποχαιρετισμός στον Κωστάκη Παπαλεοντίου

Αποχαιρετισμός στον Κωστάκη Παπαλεοντίου

από Άρδην - Ρήξη

Το κείμενο αυτό είναι φόρος τιμής στον Κωστάκη Παπαλεοντίου, από το Δάλι της Κύπρου, που πέθανε στο νοσοκομείο της Λευκωσίας. Από αυτόν έμαθα από πρώτο χέρι τι είχε συμβεί κατά την εξέγερση των Κυπρίων εναντίον της Αγγλικής Κατοχής, στον αγώνα της ΕΟΚΑ για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Ο Κώστας Παπαλεοντίου ήταν μέλος της ΕΟΚΑ με το ψευδώνυμο «Απολλώνιος» και τοπικός συντονιστής της ΠΕΚΑ (Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα, πολιτικό τμήμα της ΕΟΚΑ) και φρόντιζε για τον εξοπλισμό της ΕΟΚΑ (1955- 1959).

Αργότερα ο Κώστας Παπαλεοντίου έκρυβε στο σπίτι του για μήνες τον δημοκρατικό αντιχουντικό αξιωματικό Γεώργιο Καρούσο, κατά την διάρκεια της δράσης της ΕΟΚΑ Β, όταν τον κυνηγούσαν η Χούντα, οι Άγγλοι, οι Τούρκοι και οι ανθενωτικοί.

Ήταν  Γραμματέας του Συνδέσμου Ξενοδόχων και πρωτοστάτης στην εισαγωγή του εργατικού δικαίου στην Κύπρο. Ήταν διευθυντής Προσωπικού του Salamis Bay, στην Αμμόχωστο, του μεγαλύτερου ξενοδοχείου της Ανατολικής Μεσογείου πριν την εισβολή των Τούρκων. 

Μετά την εισβολή ήταν πρόσφυγας στην Αθήνα με την οικογένειά του όπου δραστηριοποιήθηκε ως τουριστικός πράκτορας. Όταν γύρισε στην Κύπρο είχε το μεγαλύτερο τουριστικό γραφείο στην Λευκωσία, σε εισερχόμενο τουρισμό από την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως παραλάμβανε τους τουρίστες από την Ελλάδα από το αεροδρόμιο, αντί να στέλνει ξεναγούς, ώστε καθ’ οδόν προς τα ξενοδοχεία να τους διαφωτίζει για το κυπριακό πρόβλημα, το συνεχιζόμενο δράμα της κατοχής και να διατρανώνει με ευλαβική προσήλωση στους επισκέπτες –Ελλαδίτες και ξένους- ότι στην Κύπρο έχει επισυμβεί ένα έγκλημα το οποίο παραμένει ατιμώρητο, ότι ένα ζωντανό κομμάτι του Ελληνισμού παραμένει αδικαίωτο.

Όταν, σε μία διαδήλωση στην Λευκωσία, το 1990, ο 17χρονος γιός του Πέτρος κατέβασε μια τουρκική σημαία και συνελήφθη από τις δυνάμεις κατοχής, βασανίστηκε και φυλακίστηκε στα κατεχόμενα για τρείς μήνες έδειξε απίστευτη καρτερία και λεβεντιά, παρά την μεγάλη αγωνία για την τύχη του γιού του.

Οι συζητήσεις του γυρνούσαν πάντα στον αγώνα της ΕΟΚΑ, καθώς αυτό τον είχε σημαδέψει όπως και όλους τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου. Όταν τον γνώρισα μου πρότεινε αμέσως να πάμε να μου δείξει το κρησφύγετο του Γρηγόρη Αυξεντίου, εκεί που οι Άγγλοι τον έκαψαν.

Δημήτρης Γ. Μπούσμπουρας

Ακολουθεί ένα κείμενο της κόρης του Δήμητρας Παπαλεοντίου γραμμένο οκτώ μήνες πριν τον θάνατό του:

Σήμερα τραβήξαμε για τα Σπήλια. Το ‘χες τάμα, μου είπες, να πας στα ‘Λημέρια’ και στο πρώτο Αρχηγείο του Διγενή, απ’ όπου κατηύθυνε τον αγώνα, οργάνωνε ενέδρες και άλλες αποστολές μέχρι τη ‘Μάχη των Σπηλιών’ με τα τραγικά για τους άγγλους αποτελέσματα. 

Είσαι 87 χρονών. Πριν λίγους μήνες πέρασες απανωτά πνευμονικά οιδήματα κι οι γιατροί μας είπαν να το πάρουμε απόφαση πως θα «φύγεις». Έχεις πίεση, διαβήτη, ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας, σοβαρή βλάβη στον σπόνδυλο που σε καθιστά ανήμπορο πια να περπατήσεις χωρίς μπαστούνι και χρειάζεσαι αρκετό χρόνο για να σηκωθείς από την καρέκλα, αφού αρνείσαι συστηματικά οποιαδήποτε χείρα βοηθείας.  Έχεις επίσης ένα ανεξάντλητο -Δαλίτικο- πείσμα που σε κρατά στη ζωή και μια ξεροκεφαλιά με την οποία προσπαθώ -ανεπιτυχώς- να συμβιβαστώ από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.

Σήμερα όμως ήσουν ανυποχώρητος: θα πάμε στα Σπήλια είπαμε, έχω τάμα! Κι έτσι, μετά από αρκετά ασφαλτοστρωμένα χιλιόμετρα, αλλά και τέσσερα χιλιόμετρα στρωμένα με χογλακόροτσους (sic), οι προσεπικλήσεις μου προς τα Θεία έπιασαν τόπο και φτάσαμε -χωρίς τρυπημένα λάστιχα- στον προορισμό μας.

Σε ρώτησα αν ήθελες βοήθεια να κατεβείς απ’ το αυτοκίνητο και πάλι αρνήθηκες. Μάζεψες τις δυνάμεις σου και είδα το βλέμμα σου να μεταμορφώνεται σ’ αυτό το γνώριμο αγέρωχο βλέμμα, του ορκισμένου ‘Απολλώνιου’,  που δεν καταλαβαίνει από χρόνους και πόνους.  Αυτό το βλέμμα που κρατούσες πάντα μόνο για ‘κείνη’: είχες ήδη αρχίσει να κατευθύνεσαι προς την επεξηγηματική πινακίδα και τη δεσπόζουσα στο ύψωμα ελληνική σημαία… Στο χρόνο που σου πήρε να διανύσεις την απόσταση αυτών των λίγων μέτρων, σε είδα 25 χρονώ παλληκάρι, να συντονίζεις τους νεαρούς συγχωριανούς σου ως πολιτικός υπεύθυνος της ΕΟΚΑ στην περιοχή, να οργανώνεις με ευρηματικότητα την κλοπή του γαλλικού οπλοπολυβόλου για να το στείλεις στον Αυξεντίου.  Σε είδα ακόμα να σκάβεις ασθμαίνοντας για να προλάβεις να μεταφέρεις αλλού τα όπλα που είχε θάψει νωρίτερα στο περιβόλι σας ο μικρότερος αδελφός σου, ο Φοίβος, αφού τον ίδιο τον είχαν ήδη συλλάβει οι άγγλοι και έριχναν φωτοβολίδες προς το μέρος σου, απ’ όπου άκουγαν τον ήχο της τσάπας, για να σε εντοπίσουν. ‘Άντεξε ρε’ του είπες την ώρα που ήρθαν να τον πάρουν, ‘άντεξε μισήν ώρα μέχρι να μετακινήσω τα όπλα!’ Κι εκείνος άντεξε, να τον σέρνουν γυμνό και δεμένο πίσω από μια άμαξα, πάνω-κάτω στον άνυδρο ποταμό μέχρι να μαρτυρήσει.  Άντεξε, κι ας ακούγονταν τα βογγητά του σε όλο το χωριό, όσο εσύ έσκαβες…

Στο Αρχηγείο δεν μπόρεσες να κατεβείς, ήταν ένα απότομο κατηφορικό μονοπάτι μέσα στο δάσος.  Το εντόπισες όμως πριν καν προλάβω καλά-καλά να εξοικειωθώ με το τοπίο. 

-Να! μου είπες, Εκεί!

-Τι εκεί;

-Εκεί ήταν το Αρχηγείο!

-Πού;

-Εκεί κάτω, εκεί που είναι η ελληνική σημαία!

Είχες σηκώσει το μπαστούνι και μου έδειχνες με απόλυτη βεβαιότητα, την κατεύθυνση. Πράγματι, αρκετά μέτρα πιο κάτω στην πλαγιά, κυμάτιζε μια άλλη σημαία που όντως σηματοδοτούσε την ακριβή τοποθεσία του πρώτου Αρχηγείου.  Κατέβηκα εγώ για σένα και σου έφερα να δεις φωτογραφίες από το κινητό. 

Καθώς επιστρέφαμε προς το αυτοκίνητο, έκανες το σταυρό σου και λίγο αργότερα, στην ταβέρνα της Γαλάτας, μου απήγγειλες απόσπασμα του Ευαγγελίου για να με ευχαριστήσεις: «Επείνασα γαρ και εδώκατε μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατε με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περεβάλετέ με, ησθένησα και επισκεψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με» (Ματθ. ΚΕ’ 35-40).

Ξέρεις πατέρα, κάποιοι φαντασιώνονται σκύλους να κατουράνε στο άγαλμα του Γρίβα, ήθελα να σου πω, αλλά δεν στο είπα.  Έσκυψα στο πιάτο μου ενδιαφερόμενη –τάχα- για το περιεχόμενό του. Δεν τόλμησα να μολύνω τη στιγμή. Δεν τόλμησα να μολύνω εσένα.

Ξέρεις πατέρα; Υπάρχει ακόμα κάτι που δεν τόλμησα να σου πω. Ότι στο χέρι που σήκωσες με απόλυτη σταθερότητα δείχνοντάς μου τη σημαία, δεν κράταγες μπαστούνι: σκυτάλη κράταγες.

Δήμητρα Παπαλεοντίου

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ