Αναδημοσιεύουμε, σήμερα, την επέτειο του Πολυτεχνείου αυτό το εκτεταμένο κείμενο του Γιώργου Καραμπελιά, το οποίο γράφηκε το 1985, εξ ου και ο αρχικός του τίτλος, «Μετά Είκοσι Έτη» [από την μεταπολίτευση]. Περιλαμβάνεται στο Γιώργος Καραμπελιάς – Δημήτρης Λιβεράτος, Ιούλης 1965: η έκρηξη (Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1985). Αποτελεί μια διεξοδική καταγραφή και ανάλυση της εποχής που οδήγησε στη Δικτατορία, κι έπειτα στην ανάδυση της Μεταπολίτευσης, από σκοπιά πολιτικο-κοινωνική, οικονομική αλλά και γεωπολιτική [καθώς επιφυλάσσει στο κυπριακό ρόλο καταλύτη των εξελίξεων].
Διαβάστε επίσης:
Γιώργος Καραμπελιάς, Το ΚΚΕ και το Πολυτεχνείο: Η εξέγερση ως ‘προβοκάτσια’
Γιώργος Καραμπελιάς, Το νόημα του Πολυτεχνείου
Γιώργος Χατζόπουλος, Για την Εξέγερση της 17ης Νοέμβρη 1973
Αφιέρωμα Περιοδικού Άρδην, Το Ίδρυμα Φόρντ στην Ελλάδα: Διανοούμενοι, χρήμα και εξουσία
ΜΕΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΕΤΗ
Γιώργος Καραμπελιάς
Μάης 1985 απόσπασμα από το βιβλίο Ιούλης 65
Αντικρίζοντας σήμερα, μετά από είκοσι χρόνια, τα γεγονότα του Ιούλη 1965 αντιλαμβανόμαστε την κομβικότητα και τη σημασία των γεγονότων εκείνου του μακρινού Ιούλη που εξακολουθεί να πυροδοτείται και να αναφλέγεται μέσα στη σημερινή πραγματικότητα. Μόνο και μόνο η παρουσία δύο πρωταγωνιστών και αντιπάλων του ’65 στην ηγεσία των δύο μεγάλων κομμάτων της χώρας, του Ανδρέα και του Μητσοτάκη, θα αρκούσε για να καταδείξει τη σημασία του.
Βλέποντας σήμερα το 1965, κατανοούμε πως αποτέλεσε τόσο τη συμπύκνωση αντιθέσεων που εκρήγνυνται μέσα στην πραγματικότητα της εποχής όσο και την απαρχή μιας περιόδου που θα έρθει να ολοκληρωθεί με τη μεταπολίτευση.
Ταυτόχρονα οι εβδομήντα ημέρες αδιάκοπων διαδηλώσεων, που άρχισαν τον Ιούλη και τέλειωσαν τον Σεπτέμβρη, σημαδεύουν και οριοθετούν εκείνη τη ριζοσπαστικότητα και την ιδιαιτερότητα της πολιτικό-κοινωνικής συγκρότησης που θα ξεδιπλωθεί στη συνέχεια, στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση και θα πάρει την πιο ολοκληρωμένη μορφή της με το ΠΑΣΟΚ. Ίσως δε το 1985 να αποτελεί μια καμπή, ένα «τέλος εποχής» και από αυτή την άποψη, ότι δηλαδή αυτή η ριζοσπαστικότητα έχει πια οδηγηθεί στο τέλος της με την ιδιαίτερη μορφή που αναπήδησε το 1965. Το 1965 αποτέλεσε την εκδήλωση των ίδιων δυνάμεων –βασικά– που κινήθηκαν στη μεταπολίτευση, υπήρξε το κλείσιμο της «μικρής μεταπολίτευσης», 1963-65, ως της πρώτης απόπειρας ενδογενούς εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας μετά τον εμφύλιο. Και η ήττα –τότε– ήρθε να πυροδοτήσει –από απόσταση– την ωρίμανση των δυνάμεων που εννέα χρόνια αργότερα θα ξεκινούσαν τη μεγάλη κίνηση της μεταπολίτευσης. Αλλά ας δούμε τα πράγματα πιο συγκεκριμένα.
Οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα
Εκ των υστέρων μπορούμε να προτείνουμε μια συγκεκριμένη περιοδολόγηση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η περίοδος 1950-1961 είναι η εποχή της «ανοικοδόμησης», της κατασκευής υποδομής, η εποχή των «έργων» του πρώτου Καραμανλή, μια εποχή που το κέντρο βάρους πέφτει στους δρόμους, το ηλεκτρικό δίκτυο, την ανοικοδόμηση των καταστροφών της δεκαετίας 1940-1950, της ανασύνθεσης του κοινωνικού ιστού σε μια νέα βάση. Εκείνη την πρώτη δεκαετία διαμορφώνεται ο χαρακτήρας της ανάπτυξης που θα σφραγίσει την μετέπειτα Ελλάδα.
Όπως έχουμε δείξει εκτενέστερα στο βιβλίοΜικρομεσαία Δημοκρατία, ο δρόμος που πήρε από το 1945 και μετά η ελληνική οικονομία και κοινωνία ήταν αποτέλεσμα της ταξικής σύγκρουσης της δεκαετίας 1940-1950. Απέναντι στην κρίση των μικροϊδιοκτητικών και μικροαστικών δυνάμεων γενικότερα, που στην Κατοχή τροφοδότησε την Αντίσταση και τη διόγκωση των δυνάμεων του ΚΚΕ, η αστική τάξη και οι Αμερικάνοι καθοδηγητές τους δεν απάντησαν μόνο με μέτρα στρατιωτικής καταστολής αλλά προσπάθησαν να οικοδομήσουν και ένα σύνολο από ταξικές συμμαχίες και κοινωνικές δομές που να επιτρέπουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του συστήματος. Κεντρικός στόχος σ’ αυτή την κατεύθυνση ήταν η αποφυγή της προλεταριοποίησης των παλιών μεσαίων στρωμάτων και η αναπαραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα νέων μικρομεσαίων στρωμάτων που θα έμπαιναν φραγμός στον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Ακολουθείται λοιπόν μια συνειδητή πολιτική «διασποράς της ιδιοκτησίας» και άρνησης της καπιταλιστικής συγκέντρωσης, όσο αυτό ήταν δυνατό.Το νέο μοντέλο που προωθείται είναι η επέκταση των μικρομεσαίων στρωμάτων και όχι απλά η ανασύσταση των παλιών καταστραμμένων μικροϊδιοκτητών. Τότε γεννιέται εκείνο το μοντέλο της μεταπολεμικής ανάπτυξης που δεν στηρίζεται στη βιομηχανική συγκέντρωση αλλά στην κατασκευή υποδομών, την εκτέλεση έργων, την επέκταση της αγροτικής παραγωγής, ενώ από την άποψη της βιομηχανικής παραγωγής, στηρίζεται απλά στην ανασύνταξη και ανανέωση του παλιού βιομηχανικού δυναμικού. Όλα αυτά βέβαια, μέσα σε ένα πλαίσιο γενικευμένης καταστολής, αντι-κομμουνιστικού κράτους, συντηρητισμού, παλατιανής κυριαρχίας, πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης, χαφιεδοκρατίας, δικών για κατασκοπεία, κλπ.
Τα τέλη της δεκαετίας του ’50 αποτελούν μια τομή σε αυτή την πολιτική. Η συγκυρία μεταβάλλεται. Η μεταπολεμική επέκταση του δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού αρχίζει να επηρεάζει και την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Καραμανλή υπογράφει τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ που μετά από μια μεταβατική περίοδο 22 χρόνων θα οδηγούσε σε ένταξη. Η εποχή της «υποδομής» έχει τελειώσει. Αρχίζει η εποχή της «μεγάλης ανάπτυξης». Για δώδεκα χρόνια περίπου, από το 1961 μέχρι το 1973, η Ελλάδα γνωρίζει μια από τις σημαντικότερες περιόδους οικονομικής επέκτασης της ιστορίας της, ενώ ταυτόχρονα ο κοινωνικός ιστός κομματιάζεται. Αρχίζει η μεγάλη εποχή της οικοδομής που ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 φέρνει την Ελλάδα σε μια από τις πρώτες θέσεις στις κατασκευές κατοικιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Στη βιομηχανία αρχίζει, μέσα από τη διεύρυνση της άμεσης και παραγωγικής κατανάλωσης, η δημιουργία εκείνης της «μοντέρνας βιομηχανίας» που σφραγίζει και τη σημερινή παραγωγική δομή. Τσιμέντα, διυλιστήρια, ναυπηγεία, χαλυβουργίες, αλουμίνιο, αναπτύσσονται ξαφνικά κάτω από την ώθηση του ξένου κεφαλαίου. Πεσινέ καιΈσσο-Πάππας γίνονται τα σύμβολα αυτής της νέας ανάπτυξης και της εισβολής του ξένου βιομηχανικού κεφαλαίου. παράλληλα αρχίζει η μεγάλη έξοδος της αγροτιάς και η μετανάστευση στην Αθήνα και την Ευρώπη παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Περίπου 150.000 άτομα το χρόνο μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έξοδο μετά την καμπή του αιώνα και το μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική.
Το παλιό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο τρίζει. Νέες κοινωνικές δυνάμεις περνούν στο προσκήνιο. Οικοδόμοι και βιομηχανικοί εργάτες κάνουν αισθητή την παρουσία τους, με κέντρο τους οικοδόμους. Εκατόν πενήντα χιλιάδες οικοδόμοι στην Αθήνα –ο «εργάτης-μάζα» της ελληνικής ανάπτυξης, με κέντρο τους μπετατζήδες– αποτελούν τις κεντρικές δυνάμεις αυτής της αυθεντικής «στρατιάς της αλλαγής». Και η κυριαρχία της αριστεράς είναι σχεδόν απόλυτη. Ήταν μια εκδίκηση της ιστορίας, διότι οι παλιοί αριστεροί, διωγμένοι από το δημόσιο και τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, από την Ασφάλεια και τα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, καταφεύγουν στην οικοδομή. Όταν μετά το 1960 ο κλάδος διογκώνεται, με την είσοδο χιλιάδων αγροτών που διώχνονται από τα χωριά, η αριστερά κατέχει μια στρατηγική θέση στον κλάδο. Παράλληλα αναπτύσσεται η νέα εργατική τάξη της βιομηχανίας.
Η ανατροπή προφανώς δεν περιορίζεται στις κατώτερες τάξεις. Γεννιέται μια νέα βιομηχανική και επιχειρηματική αστική τάξη που δε στοχεύει απλά στην εισαγωγή και τη συναρμολόγηση, μια αστική τάξη που βλέπει τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς σαν ανάγκη. Για πρώτη φορά αναπτύσσονται τα «νέα μεσαία στρώματα». Τεχνικοί και τεχνοκράτες, οικονομολόγοι και μάνατζερς κάνουν την εμφάνιση τους στο ελληνικό στερέωμα. Παράλληλα ο φοιτητικός χώρος μεταβάλλεται σε κεντρικό χώρο ζύμωσης, προβληματισμού, συζήτησης.Η Ελλάδα έμπαινε σε μια περίοδο μεγάλης αλλαγής!
Το παλιό πλαίσιο, αποδείχτηκε ανίκανο να χωρέσει τη νέα πραγματικότητα. Οι εκλογές του 1961 αποτελούν μια τομή. Η παλιά δομή της δεξιάς, η δομή του χαφιέδικου κράτους, των θυρωρών, των ψιλικατζήδων με πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης, των εργολάβων, της παλιάς ολιγαρχίας, του παλατιού, του στρατού, των καραβανάδων, των ασφαλιτών, των Κυπατζήδων και των πρακτόρων της CΙΑ, αποδείχνεται ανίκανη να χωρέσει τις νέες κοινωνικές δυνάμεις και μετασχηματισμούς. Το 1961 γίνεται η πρώτη αγωνιώδης απόπειρα να κρατηθεί στην εξουσία απέναντι στην Ένωση Κέντρου που νεκρανασταίνεται, με τη βοήθεια της ίδιας της αμερικάνικης πρεσβείας η οποία είχε τρομάξει τρομάζει από το 25% της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958. Οι εκλογές της «βίας και νοθείας» της δεξιάς το 1961 είναι η πρώτη λυσσαλέα αντίδραση του παλιού χαφιέδικου κράτους, η πρώτη μιας σειράς αντιδράσεων που θα οδηγήσουν μέχρι τη δικτατορία του 1967 και θα κλείσουν μόνο με την κατάρρευση της, 13 χρόνια αργότερα, ενώ οι κοινωνικές και πολιτικές της προσβάσεις θα περιορίζονται αδιάκοπα.
Οι εκλογές της «βίας και νοθείας» του 1961 και η σύγκρουση που ακολούθησε, για να κορυφωθεί το 1965, επιτρέπουν μια νέα αναδιάταξη των δυνάμεων, μα αναδιάταξη που θα σφραγίσει την επόμενη εικοσαετία. Η νέα αντιπαράθεση που αρχίζει το 1961 θα είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυνάμεις του «σκότους» και του «φωτός», ανάμεσα στις «προοδευτικές» δυνάμεις και την «αντίδραση», ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την καθυστέρηση. Έτσι η παλιά αντιπαράθεση ανάμεσα σε αριστερά και «εθνικόφρονες» (γιατί, παρά τις διαφορές τους, δεξιοί και κεντρώοι, είχαν αντιμετωπίσει ενιαία την αριστερά στη διάρκεια του εμφύλιου) αρχίζει να περνάει σε δεύτερο πλάνο. Η ελληνική κοινωνία μπαίνει σε κίνηση. Μια κίνηση που θα διαρκέσει τουλάχιστον είκοσι χρόνια, και που οι κατευθύνσεις της θα διαγραφούν αδρά σε αυτή την αρχική περίοδο σχηματισμού.
Η ανατροπή του παλιού μπλοκ
Αρχίζει ο ανένδοτος αγώνας που θα σημαδέψει αυτή τη νέα τομή, αυτό το νέο διπολισμό της ελληνικής κοινωνίας, διπολισμό που η μεταπολίτευση θα έρθει να ολοκληρώσει και να μεταθέσει σε τελευταία ανάλυση σε νέα πεδία. Αλλά ας μείνουμε στο θέμα μας. Το παλιό «Κέντρο», οργανωμένο κάτω από την ώθηση των ίδιων των Αμερικάνων και διαθέτοντας πρόσκαιρα την εύνοια του Παλατιού, προβάλλει πια σαν ο φορέας μιας εναλλαγής στην εξουσία μετά από δέκα χρόνων κυριαρχίας δεξιών κυβερνήσεων. Αλλά ο μακιαβελισμός του Παλατιού θα αποδειχτεί παιδαριώδης. Μπορεί στην ηγεσία του Κέντρου να βρίσκονταν οι ίδιοι φθαρμένοι και δοκιμασμένοι αντικομμουνιστές, ο Βενιζέλος, ο Παπανδρέου, ο Στεφανόπουλος, αλλά το περιεχόμενο του «προϊόντος» δεν ήταν ίδιο. Δεν επρόκειτο για μια εναλλαγή του τύπου της εναλλαγής δεξιών και κεντρώων κυβερνήσεων της δεκαετίας του ’40 και του ’50. Με έναν ιδιότυπο τρόπο, πίσω από τον φθαρμένο τίτλο της Ένωσης Κέντρου, συσπειρώνονταν οι νέες δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Ο «ανένδοτος αγώνας» του Γεώργιου Παπανδρέου μπορεί να φάνταζε προεκλογική μανούβρα ενός γερασμένου πολιτικού με ξεπερασμένα ρητορικά σχήματα, ωστόσο επέτρεπε την ανάπτυξη δυνάμεων που δεν έβρισκαν τρόπο να εκφραστούν μέσα από την παλιά αριστερά.
Το «κατόρθωμα» του Ανδρέα Παπανδρέουμετά το1974, η δημιουργία δηλαδή ενός μεγάλου κόμματος και η απογύμνωση της παραδοσιακής αριστεράς από συνθήματα και ανθρώπους είχε ήδη πραγματοποιηθεί, σε άλλες συνθήκες και με άλλους όρους, από τον πατέρα του. Η ΕΔΑ, που το 1958 με το 25% των ψήφων έμοιαζε πως έβαζε στα σοβαρά υποψηφιότητα για τη μεταβολή της στο δεύτερο πόλο της ελληνικής πολιτικής ζωής, γρήγορα ξεπεράστηκε και υποβιβάστηκε σε εκείνο το 14% που και σήμερα δείχνει να αποτελεί το «μοιραίο» όριο της παραδοσιακής αριστεράς για 25 χρόνια. Η προσκόλληση της στη Ρωσία και βέβαια η ήττα της στον εμφύλιο, όπως και η αδυναμία της να κινηθεί έξω από τα κλασικά της σχήματα, την έκαναν ανίκανη να εκφράσει τη νέα δυναμική. Από το 1961 και μετά, εκτός από κάποια μικρά διαλείμματα, θα μεταβληθεί σε δορυφορική δύναμη κάποιου Παπανδρέου, του Πρώτου ή του Δεύτερου. Στο βάθος αυτής της αδυναμίας της παραδοσιακής αριστεράς θα πρέπει βέβαια να αναζητηθεί η ιδιαίτερη κοινωνική δομή της Ελλάδας. Μια χώρα όπου οι μισθωτοί δεν ξεπερνούσαν –τότε–, το 35% και σήμερα μόλις φτάνουν το 50%, μια χώρα όπου οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες κυμαίνονταν ανάμεσα στο 50% το 1960 και το 25% το 1985, ο παπανδρεϊσμός, τόσο του «γέρου» όσο και του «Ανδρέα» στη συνέχεια, δεν εξέφραζαν παρά τη φυσική πορεία της ριζοσπαστικοποίησης μιας μικροϊδιοκτητικής κοινωνίας.
Η πολιτική της δεξιάς για την ενίσχυση της μικροϊδιοκτησίας αμέσως μετά το 1945 μεταβάλλεται σε μπούμεραγκ, κάποια δοσμένη στιγμή. Διότι, αυτή η πολιτική δεν επέτρεψε μια γενικευμένη επέκταση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και αν πράγματι απότρεψε το σχηματισμό ενός συμπαγούς βιομηχανικού προλεταριάτου, ταυτόχρονα αποτέλεσε εμπόδιο και στο σχηματισμό μιας αναπτυγμένης και ισχυρής σύγχρονης αστικής τάξης. Έτσι ο «εκσυγχρονισμός» δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί ικανοποιητικά από μια ισχυρή αστική τάξη, όπως έγινε σε ένα βαθμό σε χώρες όπως η Ισπανία, ή στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες μετά τον πόλεμο, αλλά οδήγησε αντίθετα σε μια γενικευμένη περίοδο κοινωνικής αναταραχής, ανατροπών, κλπ.· τελικά σφραγίστηκε με μια δικτατορία που κατέρρευσε με την ήττα της Ελλάδας στην Κύπρο και που πληρώθηκε στη συνέχεια από την ίδια την αστική τάξη με την μετεξέλιξη της παλιάς Ένωσης Κέντρου σε σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ και τη γενικευμένη κρατικοποίηση ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων.
Αλλά ας μην προτρέχουμε. Το 1963-64, με τις δυο αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες της Ε.Κ., όλα φαίνονταν πιθανά για το αστικό εγχείρημα του εκσυγχρονισμού. Η αστική τάξη, πραγματοποιώντας μια ευρεία εκσυγχρονιστική κίνηση και έχοντας αφαιρέσει το 35% της δύναμης της παραδοσιακής αριστεράς, φάνηκε πως μέσα σε μια ευνοϊκή οικονομική συγκυρία –με ρυθμούς βιομηχανικής επέκτασης που ξεπερνούσαν συχνά το 10% το χρόνο, με την εξαγωγή των πλεονασματικών χεριών στο εξωτερικό, την εισαγωγή συναλλάγματος, τη διόγκωση του, τουρισμού, της ναυτιλίας, με ένα νόμισμα αρκετά σταθερό κλπ.– θα πετύχαινε έναν «ήρεμο εκσυγχρονισμό», κάτω από τις ευλογίες των Αμερικάνων και του Παλατιού.
Το παλιό μπλοκ εξουσίας, η παλιά δεξιά έμοιαζε να έχει πάρει την κάτω βόλτα για μια μεγάλη περίοδο, περιορισμένη στο 35% των ψήφων. Ο Καραμανλής, υποχωρώντας μπροστά στον Παπανδρέου, εγκατέλειπε την Ελλάδα με ψευδώνυμο.Η Ελλάδα έμπαινε στον αστερισμό του εκσυγχρονισμού. Και πράγματι, ήταν καιρός. Το εγχείρημα άρχιζε σχεδόν είκοσι χρόνια μετά το αντίστοιχο της Δυτικής Ευρώπης. Η ιστορική καθυστέρηση ήταν τεράστια.
Η Πολιτιστική Επανάσταση του ’60
Και όπως γίνεται πάντα, αυτή η μεγάλη πολιτική και κοινωνική κίνηση, αυτή η απελευθερωτική κίνηση της ελληνικής κοινωνίας από τα μετεμφυλιακά δεσμά, συνοδεύτηκε και/ή προετοιμάστηκε από μια πολιτιστική επανάσταση που όμοια της δεν είχε γνωρίσει η μεταπολεμική Ελλάδα. «Επανάσταση» που συμβάδιζε με την παγκόσμια πολιτιστική επανάσταση που διαπερνούσε τον πλανήτη μας, από την Κίνα μέχρι το Μπέρκλεϋ και από τη Λατινική Αμερική μέχρι την Αφρική. Αυτός ο συντονισμός της ελληνικής με την παγκόσμια κίνηση είχε σα συνέπεια μια άνθηση μεγάλης κλίμακας[1].
Το Πανεπιστήμιο είναι ένας χώρος προβληματισμού που όμοιος του ίσως δεν έχει υπάρξει στη σύγχρονη Ελλάδα. Για πρώτη φορά εισβάλλουν όλα τα ρεύματα σκέψης, έστω και σε μικροκλίμακα. Η «Πανσπουδαστική» γίνεται το πρώτο όργανο προβληματισμού. Τα βιβλία του Λένιν και του Μαρξ αρχίζουν και πάλι να κυκλοφορούν. Από τότε γνωρίζουμε τον Καίσλερ και φτάνουν οι πρώτοι απόηχοι της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Γκεβάρα, ο Κάστρο, ο Μάο, τοΚράτος και Επανάσταση του Λένιν, τα βιβλία του Πουλιόπουλου, κ.λπ. Αλλά στην άκρα αριστερά θα επανέλθουμε. Ας δούμε τι γίνεται στον τομέα της γενικότερης πολιτιστικής και ιδεολογικής κίνησης.
Στην ποίηση είναι η εποχή της κριτικής αποτίμησης του παρελθόντος και της αποφασιστικής αλλαγής στη μορφή: Αναγνωστάκης, Κύρου, Λεοντάρης, ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης εκείνης της εποχής. Ανακαλύπτεται και πάλι ο Κατσαρός, και περιοδικά όπως οιΜαρτυρίες και ηΕπιθεώρηση Τέχνης σπάνε τα παλιά δεσμά του «δογματισμού» (έστω και αν οιΜαρτυρίες το κάνουν από μια επαναστατική σκοπιά υπέρβασης της Σοβιετίας και η Επιθεώρηση Τέχνης από πρώιμη «ευρωκομμουνιστική»). Ο Σεφέρης παίρνει το Νόμπελ και ο Ελύτης μεσουρανεί. Η Ελλάδα ανακαλύπτει τον Μπρεχτ, τον Σαρτρ, και στο θέατρο προβάλλει πια η «νέα ελληνική δραματουργία», Καμπανέλης, Αναγνωστάκη, Κουν, κλπ. Στο τραγούδι έχουμε την «επανάσταση» του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, ενώ ήδη το 1963-64 εμφανίζεται ο Σαββόπουλος. Στον κινηματογράφο ανατέλλει ο «νέος ελληνικός κινηματογράφος», Μανθούλης, Πανουσόπουλος, Αγγελόπουλος, Δαμιανός, κ.λπ. Δημιουργούνται και λειτουργούν δυο κινηματογραφικές λέσχες. Στην πεζογραφία η κυριαρχία της παλιάς «γενιάς του τριάντα» σπάει με την εμφάνιση του Τσίρκα, του Κουμανταρέα, του Βασιλικού, του Χατζή, και άλλων. Στην κριτική, στο δοκίμιο, κλπ. εμφανίζονται ήδη ο Μαρωνίτης, ο Σταματίου, ο Μπακογιαννόπουλος, ο Ραφαηλίδης, ο Γεωργουσόπουλος, κ.λπ. Και αν συνεχίσουμε την απαρίθμηση θα διαπιστώσουμε ότι όλο το πνευματικό κατεστημένο της μεταπολίτευσης και της Αριστεράς, που σήμερα θεσμοθετεί και κυριαρχεί στην πολιτιστική ζωή, αναπτύσσεται και διαμορφώνεται σε κείνη την κοσμογονική για την Ελλάδα και τον κόσμο αρχή της δεκαετίας του 1960. Αλλά τότε βέβαια κάτω από άλλους όρους. Χωρίς χρήματα και παχυλούς μισθούς, καταδιωγμένοι από την Ασφάλεια και το πολιτιστικό και ιδεολογικό κατεστημένο της Δεξιάς και του παλιού Κέντρου. Τότε, παρ ’όλο που εν πολλοίς επρόκειτο για μια ρεφορμιστική αριστερά, ήταν όμως μια μαχόμενη αριστερά μέσα σε δύσκολες συνθήκες.
Αυτή η πολιτιστική επανάσταση αγκαλιάζει τομείς που μέχρι τότε είχαν μείνει ακίνητοι, έξω από κάθε προβληματισμό. Από τονΟικονομικό Ταχυδρόμο θα ξεπηδήσει ο νεαρός αρθρογράφος –παλιός Επονίτης– για να γίνει υπουργός της κυβέρνησης Παπανδρέου, Θανάσης Κανελλόπουλος). Τα new Ιοοκ Αμέρικα μπόυς που ήρθαν στην Ελλάδα στις αποσκευές του Ανδρέα Παπανδρέου, οι κεϋνσιανοί και νεο-κευνσιανοί, θα συσπειρωθούν γύρω από το περιοδικό Νέα Οικονομία, Φίλιας, Παπασπηλιόπουλος, Καράγιωργας, Νοταράς (η μετέπειτα «Σοσιαλιστική Πορεία»). Η θεωρία της υπανάπτυξης, ο τριτο-κοσμισμός, εξαπλώνονται. Σε όποιο τομέα και αν κοιτάξουμε έχουμε αυτή την αίσθηση αναβρασμού και κίνησης. Τότε είναι η μεγάλη εποχή της ανακάλυψης του Μακρυγιάννη, του Θεόφιλου, του «λαϊκού» και του ρεμπέτικου, ακόμα βέβαια σε στενούς κύκλους μιας «πρωτοπορίας».
Ο χώρος της αριστεράς είναι το επίκεντρο όλων αυτών των κινήσεων. Και εδώ οι κινήσεις είναι σημαντικές. Το σπάσιμο με το χρουστσωφισμό της παλιάς σταλινικής ορθοδοξίας ανοίγει το δρόμο για αναθεωρήσεις και προβληματισμούς. Προβληματισμούς που ενώ στην αρχή ξεκινάνε με τη μορφή μιας απλής «προσαρμογής» στα πλαίσια της εποχής και ένα σκιώδη πρωτο-ευρωκομμουνισμό, με εκφραστή από τότε τον Λεωνίδα Κύρκο και τον Ανδρέα Λεντάκη στο χώρο της νεολαίας, σύντομα αυτή η φάση αρχίζει να ξεπερνιέται, ιδιαίτερα στη νεολαία, που την απομάκρυνση από το δογματισμό δεν την βλέπει μόνο σαν αποτίναξη του Ζαχαριάδη και πέρασμα σε έναν τολιατισμό, αλλά, παίρνοντας όλο και πιο έντονα τα μηνύματα από την επανάσταση στον Τρίτο Κόσμο –Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Κογκό κλπ.– όπως και από τη γέννηση του «νέου κινήματος» στη Δύση –Μπέρκλεϋ, «πρόβος» στην Ολλανδία, κ.λπ.– αρχίζει να βάζει όλο και πιο προχωρημένα αιτήματα. Στον χώρο της Νεολαίας της ΕΔΑ αρχικά και των Λαμπράκηδων από το 1964 και μετά, οι προβληματισμοί πολλαπλασιάζονται. Όταν μάλιστα εμφανίζεται η «κινέζικη διαφωνία», οι κινήσεις αυτές αποκτούν μια βάση και στο παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα. Η νεολαία μεταβάλλεται σε «διαρκές πρόβλημα» για την ηγεσία της αριστεράς που προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτή την πολύμορφη ετεροδοξία που επεκτείνεται. «Κινέζοι», «τσαουσεσκικοί», «κοινοβίτες» (από την ομάδα που ανήκε ο Σωτήρης Πέτρουλας, ο Παπούλιας, ο Γουλιέλμος, και έβαζε σαν στόχο την κοινοβιακή ζωή), «Φινιχίτες» (από την ομάδα που έβγαζε αρχικά το περιοδικό Φίλοι Νέων Χωρών με τον Νίκο Ψυρούκη και στη συνέχεια το περιοδικό Αντιϊμπεριαλιστής), τροτσκιστές που γνώριζαν μια νέα εξάπλωση στη νεολαία μετά από πολλά χρόνια, και τέλος «Αναγεννητές», από το 1964 και μετά, δηλαδή εκείνοι που είχαν συσπειρωθεί γύρω από το περιοδικόΑναγέννηση που έβγαζαν παλιοί ζαχαριαδικοί όπως ο Γιάννης Χοτζέας που μόλις είχαν γυρίσει από την εξορία, και ταυτόχρονα υποστήριζαν την κινέζικη πολιτική. Τέλος ακόμα και μερικοί «σομπίτες», δηλαδή υποστηρικτές του περιοδικού Sosialisme ou Barbarie και του Καστοριάδη, ή άλλοι, περισσότερο διανοούμενοι, τροτσκιστικής ή αρχειομαρξιστικής καταγωγής, μερικοί γύρω από το περιοδικό Μαρτυρίες. Η νεολαία Λαμπράκη είναι ένα τεράστιο χωνευτήρι διαφορετικών ομάδων, φραξιών, απόψεων, κινήσεων[2].
Προφανώς δε οι ιδεολογικές ζυμώσεις και ο αναβρασμός δεν περιορίζονται στον χώρο της αριστεράς. Αγκαλιάζουν το σύνολο της κοινωνίας. Προπαντός δε τον μεγάλο και μαζικό «αντίπαλο» της παλιάς αριστεράς, την Εκκλησία και τον ορθόδοξο χώρο, που στη διάρκεια του Εμφυλίου και τα αμέσως μετεμφυλιακά χρόνια είχε ταυτιστεί με το καθεστώς και την αμερικανοκρατία. Εκείνη την περίοδο μόνο ελάχιστοι χριστιανοί ιδεολόγοι όπως ο Νικόλαος Ψαρουδάκης θα αγωνίζονται να συνδέσουν σοσιαλισμό και χριστιανισμό ενώ η χριστιανική νεολαία με τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, θα λειτουργεί ως το μαζικό αντίβαρο της ΕΠΟΝ και της Αριστεράς. Και όμως, στη δεκαετία του ’60, μέσα από οδούς σκολιούς και περίπλοκους μέσα σε αυτή τη νεολαία, ακόμα και στην οργάνωση «Ζωή» θα μπουν τα πρώτα σπέρματα των κινημάτων της αμφισβήτησης του παλιού θρησκευτικού ευσεβισμού. Αυτά, αναπτυσσόμενα, θα οδηγήσουν, ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση, και ως αντίδραση απέναντι στην ταύτιση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας με τη χούντα, στα ρεύματα της νέο-ορθοδοξίας, με τον Χρήστο Γιανναρά και τον Παναγιώτη Νέλλλα, καθώς και στη μεγάλη αναγέννηση του Αγίου Όρους με τον Βασίλειο Γοντικάκη, τον Γεώργιο Καψάνη και άλλους. Εξάλλου στη διάρκεια των Ιουλιανών ήδη ο παπά Γιώργης Πηρουνάκης και αρκετοί άλλοι κληρικοί θα στρατευτούν ανοικτά στο κίνημα εναντίον των παλατιανών.
Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος
Αυτή η πολιτιστική, οικονομική και πολιτική αναταραχή που διαπερνούσε όλη την κοινωνία δεν ήταν δυνατό να αφήσει απ’ έξω το εργατικό κίνημα. Μάλιστα, το αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά των ανατροπών που περιγράψαμε.
Όπως τονίσαμε ήδη, το κέντρο του νέου κινήματος είναι οι οικοδόμοι, που γνώρισαν μια τεράστια εξάπλωση αυτή την περίοδο. Μέσα σε λίγα χρόνια οι οικοδόμοι, που το 1950 ήταν κάπου 70.000 άτομα, έφτασαν τις 200.000. Ήταν ένα προλεταριάτο νέο, δυναμικό, που εμφάνιζε όλα τα χαρακτηριστικά του εργάτη-μάζα. Ας επιμείνουμε λίγο σ’ αυτό. Η οικοδομή εκείνης της εποχής ελάχιστα μοιάζει με τη σημερινή. Σε κάθε γιαπί δούλευαν ταυτόχρονα δεκάδες ή ακόμα και εκατοντάδες ανειδίκευτοι εργάτες που κουβαλούσαν με τα χέρια το τσιμέντο και τη λάσπη και κατασκεύαζαν επί τόπου το σιδερένιο σκελετό. Δεν υπήρχαν ούτε αναβατόρια, ούτε προκατασκευασμένο σκυρόδεμα. Όλα γίνονταν επί τόπου και με την άμεση μυϊκή δύναμη. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες, νέοι από αγροτικές περιοχές ήρθαν να επανδρώσουν τον κλάδο, ενώ οι παλιοί αριστεροί οικοδόμοι έγιναν εργολάβοι και τεχνίτες. Την ίδια στιγμή που στην Ευρώπη αναπτυσσόταν (με κέντρο τον εργάτη αλυσίδας της αυτοκινητοβιομηχανίας, και γενικά τον εργάτη της αλυσίδας παραγωγής) το φαινόμενο του «εργάτη-μάζα», στην Ελλάδα ο μόνος τομέας της παραγωγής που εμφάνιζε αντίστοιχα χαρακτηριστικά ήταν ο τομέας των κατασκευών. Ο Έλληνας «εργάτης -μάζα» ήταν ο οικοδόμος στα τέλη του ’50 αρχές του ’60. Και αυτός ο εργάτης παρουσίαζε αντίστοιχα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά με εκείνον της Ευρώπης: πολιτική και κοινωνική ριζοσπαστικότητα, πάλη στο επίπεδο της παραγωγής –μεροκάματο και ωράριο– χρησιμοποίηση της προλεταριακής βίας, εξισωτισμός, επέκταση των αγώνων.
Όμως τα επίσημα συνδικάτα της ΓΣΕΕ του Μακρή και τα οικοδομικά του Λυκιαρδόπουλου, δεν ήταν παρά παρακρατικοί μηχανισμοί. Δημιουργούνται έτσι καινούρια σωματεία, τα περιβόητα «115» οικοδομικά σωματεία, που στη συνέχεια επεκτείνονται και σε άλλους κλάδους και φτάνουν πάνω από 500 σωματεία εκτός επίσημης ΓΣΕΕ. Οι αγώνες που δίνουν είναι υποδειγματικοί, είναι αγώνες οικονομικοί και πολιτικοί. Είναι αγώνες για τη μείωση του ωραρίου εργασίας – οι οικοδόμοι κέρδισαν μια κατάκτηση με έναν τρόπο μοναδικό σε παγκόσμιο επίπεδο, μείωσαν τις ώρες δουλειάς σε επτά τη μέρα χωρίς τη συμφωνία των κατασκευαστών και του κράτους, την αποφάσισαν και την εφάρμοσαν μονομερώς χωρίς να ρωτήσουν κανένα! Ταυτόχρονα οι αγώνες των οικοδόμων δεν περιορίζονται σε αγώνες με μόνο στόχο τα οικονομικά αιτήματα. Πρωτοστατούν στις πολιτικές κινητοποιήσεις, αποτελούν μαζί με τους φοιτητές το «δίδυμο» της δεκαετίας του ’ 60, το δίδυμο των Ιουλιανών. Και η ίδια η σύνθεση και η φύση των οικοδομικών αγώνων βοηθάει σε κάτι τέτοιο. Δεν πρόκειται για αγώνες που στρέφονται ενάντια σε κάποια μεγάλα αφεντικά. Η φύση της παραγωγής στην οικοδομή είναι τόσο διάσπαρτη, ώστε η σύγκρουση έχει ως αντίπαλο το ίδιο το… κράτος. Οι αγώνες των οικοδόμων είναι άμεσα αντικρατικοί αγώνες, γι’ αυτό και άμεσα πολιτικοί. Επιπλέον είναι αγώνες που διεξάγονται στα κέντρα των πόλεων και ιδιαίτερα στο κέντρο της Αθήνας. Την εποχή αυτή το κέντρο της Αθήνας είναι ένα απέραντο γιαπί. Πώς να ξεχάσουμε εκείνες τις διαδηλώσεις των Ιουλιανών, ακόμα και τις φοιτητικές διαδηλώσεις της εποχής, που περνούσαν από τα μεγάλα γιαπιά, οι οικοδόμοι σταμάταγαν τη δουλειά και χειροκροτούσαν, φώναζαν συνθήματα ή κατέβαιναν να ενωθούν με τους διαδηλωτές! Η παρουσία των οικοδόμων ήταν άμεση, φυσική, απτή, στα κέντρα των πόλεων. Και οι αγώνες τους σφραγίζουν ακριβώς εκείνη την περίοδο ή μάλλον αποτελούν αποφασιστικό στοιχείο εκείνων των αγώνων.
Αλλά μετά τη βιομηχανική επέκταση που αρχίζει στη δεκαετία του ‘60 οι αγώνες δεν περιορίζονται μόνο στους οικοδόμους, επεκτείνονται και στα εργοστάσια. Η μεγάλη κινητοποίηση των εργατών του Καρέλα στο Λαύριο το 1964, επί κυβέρνησης Παπανδρέου, που αντιμετωπίστηκε μετον στρατό, σηματοδοτεί την είσοδο του βιομηχανικού προλεταριάτου στον αγώνα. Σε συνθήκες πτώσης της ανεργίας, όπως στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, με το άνοιγμα της μετανάστευσης και την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας, οι εργατικοί αγώνες δεν έχουν χαρακτήρα αμυντικό, «υπεράσπισης της δουλειάς», αλλά επιθετικό, για το μεροκάματο, το ωράριο, τις συνθήκες δουλειάς. Η πτώση της Δεξιάς και η άνοδος της κυβέρνησης Παπανδρέου πυροδοτούν πια ένα εργατικό κίνημα που όμοιο του ίσως δεν είχε γνωρίσει η Ελλάδα, τουλάχιστον η μεταπολεμική.
Η Ελλάδα του 1964 και του 1965 είναι πρώτη χώρα στον κόσμο σε ημέρες απεργίας ανά εργαζόμενο! Το παλιό τοπίο ανατρέπεται άρδην. Στη χώρα που μέχρι τότε σκιάζονταν από τον ασφαλίτη, τον χαφιέ, το συνδικαλιστικό της Ασφάλειας, το κυνήγι και το πέρασμα στο μαυροπίνακα των αριστερών εργατών, ξεκινάνε αγώνες μεγάλης έντασης και πνοής. Καθημερινά η Αθήνα διασχίζεται από διαδηλώσεις και απεργούς.
Παράλληλα ξεσηκώνονται οι αγρότες. Οι ελληνικές πόλεις γνωρίζουν για πρώτη φορά μια νέου είδους κινητοποίηση: Την εισβολή των τρακτέρ στα κέντρα των πόλεων. Δύο δεκαετίες καταπίεσης, τρομοκρατίας και αθλιότητας ανατρέπονται βίαια. Η Ελλάδα γνωρίζει μια πρώιμη και πολύ πιο εκρηκτική «μεταπολίτευση», που όμως δεν κράτησε πάνω από 18 μήνες. Η αστική τάξη, το Παλάτι, οι Αμερικάνοι, τρομαγμένοι, οπισθοχωρούν και ανατρέπουν την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Η φοιτητική άνοιξη
Δίπλα βέβαια στους οικοδόμους, τους βιομηχανικούς εργάτες, τους αγρότες, υπάρχουν και οι φοιτητές. Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο της «πολιτιστικής επανάστασης» που περιγράψαμε πιο πάνω είναι η «φοιτητική άνοιξη» που όμοια της δεν είχε γνωρίσει η Ελλάδα. Αυτή η «φοιτητική άνοιξη», που αρχίζει από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και φτάνει μέχρι το 1966-67, φέρνει την Ελλάδα και το φοιτητικό χώρο από συνθήκες φοβερής υπανάπτυξης στην πρωτοπορία νέων αγώνων, πρωτόγνωρων στις ελληνικές συνθήκες. Εξάλλου το ελληνικό Πανεπιστήμιο γνωρίζει εκείνη την περίοδο την πρώτη του μεγάλη διεύρυνση· από 20 χιλιάδες φοιτητές φτάνει τους 50-60 χιλιάδες,γεννιέται τομαζικό Πανεπιστήμιο.
Ταυτόχρονα η καθυστερημένη και αναχρονιστική ιδεολογία της Δεξιάς σαρώνεται. Οι νέες ανάγκες της παραγωγής αλλά και της διαμόρφωσης ενός σύγχρονου κράτους σπρώχνουν στην αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Η πίεση για εκσυγχρονισμό είναι τεράστια. Ένας από τους βασικότερους αγώνες που οδήγησαν στην πτώση της Δεξιάς, είναι ο αγώνας για να δοθεί το 15% του κρατικού προϋπολογισμού στην παιδεία, το περιβόητο Κίνημα του «15%». Το φοιτητικό κίνημα διεκδικεί ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα, τη βελτίωση και τη ριζική αλλαγή της υλικοτεχνικής βάσης, την κατάργηση των υποχρεωτικών παρουσιών στις παραδόσεις, το γκρέμισμα της από καθέδρας διδασκαλίας, την αλλαγή του περιεχόμενου της εκπαίδευσης, που ήταν συχνά όχι απλά αναχρονιστικό και απαρχαιωμένο αλλά κάποτε ανοικτά φιλο-φασιστικό. Η πλειοψηφία των καθηγητών στις θέσεις-κλειδιά είναι είτε μεταξικοί είτε διορισμένοι στον εμφύλιο. Οι αποβολές, τα πειθαρχικά, το κόψιμο για συνδικαλιστική δράση είναι καθημερινή πραγματικότητα. Μέχρι τη δεκαετία του 60 χρειάζεται πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης για να μπορείς να γραφτείς στο Πανεπιστήμιο και οι τραμπούκοι της ΕΚΟΦ, οι Φύσσας, ‘Εβερτ, Ιωαννίδης και άλλοι σημερινοί ήρωες του «νεοφιλελευθερισμού», σε συνεργασία με το σπουδαστικό τμήμα της Ασφάλειας, τους Καραπαναγιώτη, Κραβαρίτη, Μπάμπαλη, κ.λπ., επέβαλλαν τον νόμο της τρομοκρατίας μέσα στα Πανεπιστήμια.
Η κατάσταση αλλάζει σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του ‘50, όταν αρχίζει ένα κίνημα με βάση αρχικά το Κυπριακό και το αίτημα της «αυτοδιάθεσης», που στη συνέχεια ριζώνει στη συνδικαλιστική οργάνωση των φοιτητών. Από τους φοιτητές της νεολαίας της ΕΔΑ, που συχνά ανήκουν και στην ΕΠΟΝ, ξεκινάει η πρώτη συνδικαλιστική οργάνωση των φοιτητών, η ΔΕΣΠΑ, που οργανώνει τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη Θεσσαλονίκη η ΦΕΑΠΘ τραμπουκοκρατείται. Και μόνο στη δεκαετία ‘60 η ΕΦΕΕ θα εμφανιστεί ως το πρώτο συλλογικό συνδικαλιστικό όργανο των φοιτητών. Η νεολαία της ΕΔΑ, οι Λαμπράκηδες στη συνέχεια, πρωτοστατούν στην οργάνωση της, αλλά από το 1964 και μετά η νεολαία της Ένωσης Κέντρου παίρνει το πάνω χέρι. Ταυτόχρονα όμως η νεολαία Λαμπράκη υπερφαλαγγίζεται και από τα αριστερά της.Γεννιέται η αριστερή αμφισβήτηση. Αυτή η πορεία του φοιτητικού κινήματος δεν πραγματοποιείται εν κενώ. Πρόκειται για μια εποχή πλούσια σε αντιπαραθέσεις.
Οι ιδεολογικές συγκρούσεις εναλλάσσονται με τη διαδήλωση, με τη σύγκρουση στον δρόμο, με τη σύγκρουση με τους Εκοφίτες, κλπ. κλπ. Και μέσα σ’ όλα αυτά, όπως δείξαμε, η εισβολή νέων ιδεών και «ακουσμάτων».
Γεννιέται το σύγχρονο φοιτητικό κίνημα στην Ελλάδα. Οι φοιτητές, από μια μικρή και συχνά αντιδραστική ελίτ, αρχίζουν να μεταβάλλονται σε μια ευρύτερη νεολαιίστικη κατηγορία, σε ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο που γνωρίζει τη συνδικαλιστική οργάνωση, την καθημερινή διεκδίκηση, την πάλη στο δρόμο και τα οδοφράγματα.Περνάμε από το φοιτητικό χώρο, απλή «αντανάκλαση» των κοινωνικών αντιθέσεων –όπως οριζόταν από τους «κλασικούς»– στον φοιτητικό χώρο σαν ένα νέο μαζικό χώρο, όχι απλά αντανάκλαση των ταξικών διαχωρισμών αλλά νέα συνιστώσα των κοινωνικών συγκρούσεων.
Αυτή η νοσταλγία που διαπερνάει σήμερα όλα τα κείμενα των μεσόκοπων της γενιάς του «114» για εκείνη την εποχή, είναι η νοσταλγία για μια εποχή που το φοιτητικό κίνημα γεννιόταν και έσπαγε τους κυματοθραύστες που συναντούσε στο διάβα του. Ήταν πράγματι μια ανεπανάληπτη εποχή, μ’ όλες τις αντιφάσεις της. Η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η «ανάπτυξη», ο «εκσυγχρονισμός», η ανατροπή της εξάρτησης. Αυτές οι ιδεολογικές συνιστώσες δίνουν και τα ιδεολογικά όρια αυτού του φοιτητικού κινήματος, που έρχεται να εξαντληθεί στα μεταπολιτευτικά πλαίσια μέσα από μια ενσωμάτωση στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό. Ταυτόχρονα όμως, ακριβώς γιατί αυτά τα αιτήματα αποτελούσαν τότε αιτήματα πραγματικής πάλης, δύσκολα ενσωματώσιμα, μπορούσαν άμεσα να συνδυάζονται με ανατρεπτικές πρακτικές και να διεκδικούνται στο πεζοδρόμιο. Μπορούσαν ταυτόχρονα να συνδυάζονται με προβληματικές που ξεπερνούσαν τον εκσυγχρονισμό και στόχευαν στην «ανατροπή». Εξάλλου από το 1965 και μετά οι αριστερές τάσεις δυναμώνουν και τείνουν να επικεντρωθούν στην ανάγκη μιας ιδεολογικής εμβάθυνσης του κινήματος.
Μετά το 1965 δεν θα υπάρξει πια «γενιά του 114», τα αιτήματα θα τείνουν να. γίνουν πιο ριζοσπαστικά και οι Λαμπράκηδες θ’ αρχίσουν να υπερφαλαγγίζονται από τα αριστερά τους. Θα έρθει όμως η χούντα να δώσει τη δική της απάντηση, πριν αυτό το κίνημα μπορέσει να εξελιχθεί. Πάντως, από το 1964-1965 ο «αριστερισμός» αρχίζει να ξαπλώνεται ανάμεσα στους φοιτητές, φυσικά με μεγαλύτερο βάρος στις «μαρξιστικές-λενινιστικές» απόψεις και με αναφορά στην Κίνα. Στο εσωτερικό πεδίο, η «αντιμπεριαλιστική» και «αντικαπιταλιστική» κριτική αρχίζει να ξεπροβάλλει πίσω από την απλή αναφορά στη δημοκρατία και τον εκσυγχρονισμό. Όλα αυτά μέσα στο πλαίσιο της εποχής, μέσα σε ένα πλαίσιο όπου η σύγκρουση με το Παλάτι, με τη Δεξιά, τη στρατοκρατία, έχει ένα συγκεκριμένο, απτό και πραγματικό περιεχόμενο..
Η λειτουργία του πυροδότη
Παράλληλα με τις εσωτερικές ταξικές αντιθέσεις κινητοποιούνται και οι αντίστοιχες εξωτερικές, και πάνω απ’ όλα το Κυπριακό. Το καθεστώς της Ζυρίχης τινάζεται στον αέρα. Η τρίχρονη λειτουργία του κυπριακού «κράτους» έδειξε πόσο αγεφύρωτη είναι η αντίθεση ανάμεσα στην τουρκοκυπριακή μειοψηφία και τη συντριπτική ελληνική πλειοψηφία, έδειξε πως το κράτος τη Ζυρίχης είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα που δεν έχει προοπτικές επιβίωσης. Ταυτόχρονα στην Κύπρο αναπτύσσεται κιόλας, γύρω από τον Μακάριο και τον νεοδημιουργημένο κρατικό μηχανισμό, γύρω από μια μερίδα της αστικής τάξης και την παντοδύναμη Εκκλησία, μια πτέρυγα που δεν επιζητεί πια την ένωση με την Ελλάδα. Μια πτέρυγα που παύει να θεωρεί τη συμφωνία της Ζυρίχης ως ένα απλό τακτικό βήμα προς την πολυπόθητη αυτοδιάθεση, που αποδέχεται έμμεσα αλλά σαφώς τη βιωσιμότητα του Κυπριακού κράτους ως αυτόνομου κράτους και προσπαθεί να την κατοχυρώσει πίσω από μια τυπική αναφορά στην «ελληνικότητα». Αυτή η πολιτική ευνοείται και από τη Ρωσία, που προτιμάει βέβαια μια «ανεξάρτητη» Κύπρο από μια Κύπρο ενταγμένη στη νατοϊκή Ελλάδα.
Απέναντι στην εδραίωση του Ζυριχικού κράτους, αντιδράει μόνο μια μερίδα των παλιών «ενωτικών», με τον Γρίβα επικεφαλής, που προσπαθεί να προκαλέσει μια σύγκρουση με τους Τουρκοκύπριους και να ανατρέψει τους συσχετισμούς της Ζυρίχης. Αρχίζει η εσωτερική αντιπαράθεση στην Κύπρο, αντιπαράθεση που φτάνει μέχρι τον βομβαρδισμό ελληνικών χωριών από την τούρκικη αεροπορία, αποστολή ελληνικού στρατού στο ύψος της μεραρχίας και ενεργό παρέμβαση των Αμερικάνων. Τότε διαμορφώνεται το περίφημο σχέδιο «Άτσεσον» που, μετά από διαδοχικές επεξεργασίες, καταλήγει σε ένα σχήμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, με ταυτόχρονη παραχώρηση στους Τούρκους μιας νοικιασμένης βάσης στην Καρπασία και πιθανά την παραχώρηση του Καστελόριζου. Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας φτάνουν τελικά σε μια αρχική συμφωνία κάτω από πίεση των Αμερικάνων που δεν έχουν καμιά διάθεση να δυναμιτίσουν την νότιο-ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και επιθυμούν μια «σταθερή» λύση. Αντίθετοι είναι βέβαια οι Άγγλοι που βλέπουν πως θα χάσουν τις βάσεις τους, ο Μακάριος και η δεμένη με τα αγγλικά συμφέροντα κυπριακή εμπορική και μεταπρατική αστική τάξη. Την ίδια θέση, από τη δική τους πλευρά, έχουν και οι Ρώσοι που κινητοποιούν στην Ελλάδα και στην Κύπρο την Αριστερά ενάντια στο «ξεπούλημα» του σχεδίου Άτσεσον. Η τούρκικη κυβέρνηση, που είχε δεχτεί το σχέδιο Άτσεσον μόνο κάτω από τις πιέσεις των Αμερικάνων, αδράχνει κάθε ευκαιρία για να το σαμποτάρει. Ταυτόχρονα και ο ίδιος ο Παπανδρέου, που το είχε δεχτεί αρχικώς, υπαναχωρεί και αρνείται στη Νέα Υόρκη να καμφθεί στις πιέσεις του Τζόνσον, μια και το σχέδιο Άτσεσον ταυτίζεται πλέον στη λαϊκή συνείδηση με ένα νέο «ξεπούλημα» της Κύπρου. Έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα αλλάζουν, γεννιέται ο σύγχρονος αντιαμερικανισμός!
Η Ελλάδα που, εκτός από την αριστερά, ήταν φιλοαμερικάνικη στην πλειοψηφία της μέχρι το 1960 περίπου, αρχίζει να αλλάζει χρώμα. Οι Κεντρώοι μετακινούνται σταδιακά σε αντιαμερικανικές θέσεις. Το σχέδιο Μάρσαλ έχει τελειώσει, ο ψυχρός πόλεμος έχει εξασθενήσει και η απειλή της αριστεράς έχει περιοριστεί πια στα μάτια των παλιών αντικομουνιστών. Η «φιλοτουρκική» στάση της Αμερικής και η υποστήριξη από πλευρά τους του Παλατιού σπρώχνει σε μετακινήσεις μεγάλης κλίμακας.
Η Κύπρος, ο μεγάλος πυροδότης των πολιτικών εξελίξεων σε όλη την μεταπολεμική ιστορία μας, παρεμβαίνει και πάλι. Αυτή η κίνηση για αποτίναξη της αμερικάνικης εξάρτησης που βαθαίνει μέσα στη λαϊκή συνείδηση δεν είναι μόνο συνέπεια του Κυπριακού και της ύφεσης του ψυχρού πολέμου, στο διεθνές πεδίο. Εκφράζει βαθύτερες τάσεις της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η Ελλάδα, μέσα από τη βιομηχανική και γενικότερη οικονομική της ανάπτυξη, προσεγγίζει στην Δυτική Ευρώπη, που μεταβάλλεται σταδιακά στον πρώτο εταίρο της ελληνικής οικονομίας. Ο ατλαντισμός αρχίζει να εξασθενεί σε όφελος του ευρωπαϊσμού. Αρχίζει η μεγάλη στροφή που θα οδηγήσει την Ελλάδα, είκοσι χρόνια μετά, σε σχέσεις με την Αμερική παρόμοιες με εκείνες της Δυτικής Ευρώπης, ενός μικρού εταίρου, προφανώς ακόμα αρκετά εξαρτημένου αλλά όχι πλέον ενός προτεκτοράτου, όπως ήταν στη δεκαετία του 50. Όμως η κίνηση μόλις αρχίζει.
Η αποτυχία της αριστεράς και το «νέο» Κέντρο
Όπως τονίσαμε ήδη η μεγάλη άνοδος της Αριστεράς στις εκλογές του 1958 αποτέλεσε το σήμα κινδύνου για τους Αμερικάνους και την αστική τάξη, για το Παλάτι. Σπρώχνουν τότε στην ανασυγκρότηση και ενοποίηση του παλιού Κέντρου, που είχε περάσει σε παρακμή.
Πράγματι, μέχρι το 1952, το παλιό Κέντρο –Φιλελεύθεροι, ΕΠΕΚ, Παπανδρέου, Σοφούλης, Πλαστήρας, Βενιζέλος κ.λπ.– αποτέλεσε την κύρια δύναμη που έφερε σε πέρας τον εμφύλιο και την επανεπιβεβαίωση της καθεστηκυίας τάξης, μετά τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του ’40. Οι Άγγλοι, και οι Αμερικάνοι στη συνέχεια, δεν ευνοούσαν κυβερνήσεις της Δεξιάς, που ήταν πολύ σφιχτά και πρόσφατα δεμένες με τα Τάγματα Ασφαλείας, τον δοσιλογισμό, τη συνεργασία με τον κατακτητή. Τον εμφύλιο και τη σύγκρουση με την Αριστερά τον ανέλαβαν κύρια οι Κεντρώοι και Κεντρογενείς. Ο εμφύλιος θα αρχίσει το Δεκέμβρη με τον Παπανδρέου, και θα συνεχιστεί με τον Σοφούλη, τον Ζέρβα, τον Πλαστήρα, κ.λπ. Μετά το τέλος του εμφύλιου, είναι πια τόσο ξεζουμισμένοι ώστε παραμερίζονται και μπαίνουν στο περιθώριο, ενώ ένας μεγάλος αριθμός από κεντρώους πολιτευτές περνάει με τη Δεξιά. Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε ότι ο ισορροπιστής Γεώργιος Παπανδρέου εκλέγεται με τον «Συναγερμό» το 1952, ενώ ο Αβέρωφ ήταν παλιό μέλος του κόμματος των Φιλελευθέρων. Το Κέντρο περνάει στην ανυποληψία και τον κατακερματισμό μέσα σε εμφύλιες διαμάχες και συγκρούσεις των κεντρώων κομματαρχών. Ανοίγεται ο δρόμος για την άνοδο της Αριστεράς που με τη μορφή της ΕΔΑ φτάνει στο 25%, στις εκλογές του 1958.
Οι Αμερικάνοι και το Παλάτι δε διστάζουν λοιπόν να ωθήσουν σε μια διαδικασία ενοποίησης του παλιού Κέντρου, ώστε να προσφέρουν μια νέα δυνατότητα εναλλαγής στις μάζες που έχουν αρχίσει να αντιδρούν απέναντι στην πολιτική της Δεξιάς. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία, η επιτυχία τους σ’ αυτό το εγχείρημα ήταν τελικά πύρρεια. Γιατί η οικοδόμηση ενός κόμματος που κατόρθωσε να εκφράσει ένα μεγάλο ποσοστό των παλιών εαμογενών μαζών και να περιορίσει τη δεξιά στο 35% του 1964 και του 1981, ανέτρεψε την πολιτική ισορροπία στην Ελλάδα. Διότι υποχρέωσε τους παλιούς και φθαρμένους πολιτικούς του Κέντρου να μεταβληθούν σε όργανο μιας μεταρρύθμισης που σήμαινε τεράστιες αλλαγές για την Ελλάδα, σήμαινε απομάκρυνση από την αμερικάνικη ηγεμονία, περιορισμό της δύναμης του Παλατιού, αποδυνάμωση του φασιστικού και ατλαντικού στρατού, άνοδο της αγοραστικής δυνατότητας των μαζών, καταστροφή του παλιού δοσιλογικού «κατεστημένου», αλλαγή στους ταξικούς συσχετισμούς, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, κ.λπ. κ.λπ.
Μπορεί το Παλάτι και οι Αμερικάνοι να απέφυγαν τον κίνδυνο της παραδοσιακής αριστεράς μέσα από την ανασυγκρότηση του Κέντρου, δεν μπορούσαν όμως να φανταστούν ότι άνοιγαν μια διαδικασία που είκοσι χρόνια αργότερα θα είχε ως συνέπεια την αντικατάσταση του Κέντρου από ένα σοσιαλιστικό κόμμα βγαλμένο μέσα από τα σπλάχνα αυτού του παλιού κέντρου. Το Κέντρο και στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας τα οράματα της παραδοσιακής Αριστεράς! Η ιστορία παίζει παράξενα παιχνίδια. Φυσικά η ίδια η παραδοσιακή Αριστερά μπήκε σε μια μακρόχρονη και περίεργη κρίση «περικύκλωσης» και ξεπεράσματος της απ’ αυτό το νέο «Κέντρο».
Η ΕΔΑ και το ΚΚΕ, που συνέχιζε να αποτελεί την ραχοκοκαλιά της και να την καθοδηγεί, μεταβλήθηκαν σταδιακώς σε δευτερεύοντα πόλο της αντίθεσης. Ενώ μετά τη δεκαετία του ’40 οι παραδοσιακές αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά κόμματα υποχωρούν μπρος στην αντίθεση τους συνολικά με το ΚΚΕ, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, τα πράγματα αντιστρέφονται. Η αντίθεση του αναγεννημένου Κέντρου με τη Δεξιά τείνει να ενδυθεί νέα χαρακτηριστικά, να μεταβληθεί σε αντίθεση «προοδευτικών» – «αντιδραστικών» και έτσι να εγκλωβίσει και την παραδοσιακή αριστερά στο ρόλο της αριστερής πτέρυγας του «προοδευτικού» στρατοπέδου. Η ΕΔΑ, κουβαλώντας και το κόμπλεξ του ηττημένου, δεν κατορθώνει να μπει μπροστά στις νέες αντιπαραθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, αλλά μεταβάλλεται σύντομα σε πολιτική «ουρά» του Παπανδρέου και του Κέντρου. Τελικά όλα παίχτηκαν το 1961, στις ανεπανάληπτες εκλογές του 1961, εκλογές «βίας και νοθείας», όπου ψήφισαν τα δέντρα και οι πεθαμένοι, όπου κάλπες έκαναν φτερά και υπήρξαν ακόμα και νεκροί αριστεροί, όπου τα ΤΕΑ εξορμούσαν με τα όπλα και οι βουλευτές της ΕΔΑ δεν μπορούσαν να κάνουν προεκλογική εκστρατεία στους παραμεθόριους, «απαγορευμένους», νομούς (η προσπέλαση σ’ αυτούς απαιτούσε άδεια από το φρουραρχείο!)
Μετά από αυτές τις εκλογές, ηΕΔΑ περιορίστηκε σε απλές διαμαρτυρίες και το Κέντρο άδραξε την ευκαιρία. Άρχισε ο «ανένδοτος αγώνας» του «Γέρου». Τα πράγματα έχουν πλέον παιχτεί. Τον αγώνα ενάντια στη Δεξιά θα τον αναλάβει πολιτικά το Κέντρο και ο «Γέρος», ενώ οι αριστεροί θα είναι οι «νεροκουβαλητές». Από τότε, τουλάχιστον οι μισοί αριστεροί και εαμογενείς ψηφοφόροι μεταναστεύουν μόνιμα πια στο Κέντρο και αργότερα στο ΠΑΣΟΚ. Μέσα από τη συγκόλληση των αποτυχημένων πολιτικών του παλιού Κέντρου, γεννήθηκε ένα «νέο» Κέντρο που ανέλαβε να εκφράσει τις νέες δυναμικότητες και πραγματικότητες της ελληνικής κοινωνίας. Όσο για την παραδοσιακή αριστερά, όσο περισσότερο ξαπλώνονταν οι απόψεις της τόσο περιοριζόταν ο πολιτικός της ρόλος!
Σύντομα η ανάληψη αυτού του νέου ρόλου από το παλιό Κέντρο άρχισε να μεταλλάσει κι αυτό το ίδιο το κόμμα του Κέντρου. Η νεολαία του, η ΕΔΗΝ, τραβάει σταδιακά, ιδιαίτερα μετά το 1965, προς τα αριστερά, αρχίζει να ορίζεται όλο και περισσότερο σαν σοσιαλιστική, πορεία που θα ολοκληρωθεί με την έλευση της χούντας. Στην ίδια την κοινοβουλευτική ομάδα ξεχωρίζουν πια οι «ριζοσπάστες» –με επικεφαλής τον Ανδρέα– από τη δεξιά πτέρυγα που θα αποτελέσει τη βάση της αποστασίας, τους Μητσοτάκη, Στεφανόπουλο, τον παλιό «εαμικό» Τσιριμώκο, κ.λπ. Είναι προφανές ότι μετά το 1965 η ριζοσπαστικοποίηση της βάσης, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους του κόμματος, επιταχύνεται, έχει κιόλας δημιουργηθεί η βάση, ο πυρήνας του μελλοντικού ΠΑΣΟΚ. Εδώ λοιπόν οδήγησε ο «έξυπνος ελιγμός» των Αμερικάνων και του Παλατιού.
Οι αντιθέσεις εκρήγνυνται
Τελικά η Ένωση Κέντρου με την άνοδο της στην εξουσία δεν κατόρθωσε να προωθήσει ένα σενάριο απλού εκσυγχρονισμού του καθεστώτος. Στριμωγμένη ανάμεσα στη λαϊκή κινητοποίηση και το «κατεστημένο», η Ένωση Κέντρου θρυμματίζεται στο εσωτερικό της και οδηγείται στην αντιπαράθεση με το Παλάτι και τους Αμερικάνους.
Η κατάκτηση κάποιων στοιχειωδών ελευθεριών και η καθαίρεση της Μακρικής ηγεσίας της ΓΣΕΕ επιτρέπουν μια πρωτοφανή επέκταση των εργατικών αγώνων, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε η καταστολή ούτε οι υποσχέσεις. Οι εργατικοί αγώνες, οι κινητοποιήσεις των αγροτών, οι φοιτητικές διαδηλώσεις και το Κυπριακό αποδείχνουν στην αστική τάξη πως δεν είναι δυνατό η μεταρρύθμιση να μείνει μόνο στα πλαίσια ενός απλού εξωραϊσμού του καθεστώτος. Το Κέντρο αποδείχνεται επικίνδυνο για το Παλάτι, τους Αμερικάνους, την αστική τάξη, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να ελέγξει την λαϊκή κίνηση, αντίθετα σπρώχνεται απ’ αυτή. Το φιλελεύθερο πείραμα του «κατεστημένου» οδηγείται σε αδιέξοδο, οι λαϊκές και εργατικές κινητοποιήσεις θέτουν αιτήματα που το ξεπερνούν. Πολύ σύντομα οι ίδιοι οι υποστηρικτές του Παπανδρέου τον εγκαταλείπουν και το Παλάτι προκαλεί ανοιχτά την κυβέρνηση σε παραίτηση, για να «λυθεί» το Κυπριακό, να επιβληθεί λιτότητα, και να ξαναγυρίσουν οι μάζες στα σπίτια τους, «για να ξαναγυρίσει το πεζοδρόμιο στα υπόγεια και να πάψουν οι Λαμπράκισσες με τις μαύρες κάλτσες να παρασύρουν τους εθνικόφρονες φαντάρους», όπως γράφει στην Καθημερινή η Ελένη Βλάχου, έχοντας απολέσει την ψυχραιμία της!
Ένα μέρος των πολιτευτών του Κέντρου ακούει τη φωνή του κυρίου του, αλλά η φοβερότερη λαϊκή κινητοποίηση στην ελληνική ιστορία, μετά την Αντίσταση και την Κατοχή, δεν επιτρέπει την αποσύνθεση του Κέντρου, αντίθετα σπρώχνει το ίδιο το Κέντρο προς τα αριστερά. Τώρα πια η τομή έχει γίνει πραγματικότητα. Το σύνθημα «πάρ’ τη μάνα σου και μπρος, δε σε θέλει ο λαός» κυριαρχεί στις «εβδομήντα μέρες του Ιούλη»·παρά τους πυροσβέστες της ΕΛΑ και του Κέντρου, το «καθεστωτικό» έχει τεθεί αντικειμενικά, και «καθεστωτικό» στις ελληνικές συνθήκες σημαίνει πολλά ακόμα, θέτει το ζήτημα του στρατού και της εξάρτησης, σημαίνει κράτος της Δεξιάς και μια δοσμένη μορφή κατασταλτικής κυριαρχίας στις μάζες.
Ο Ιούλης του ’65 παίρνει έτσι την πραγματική του σημασία και αναδείχνεται σαν το τέλος της παλιάς αντιπαράθεσης που είχε σφραγιστεί με τον εμφύλιο και την ήττα της αριστεράς.Ο Ιούλης του ’65 σήμαινε το οριστικό τέλος της αντιπαράθεσης εθνικοφρόνων και κομμουνιστών και τη μετάθεση της αντίθεσης σε ένα νέο πεδίο, τη σύγκρουση προόδου και συντήρησης, που θα εξελιχτεί στη συνέχεια σε αντιπαράθεση «αστικού» και «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου. Εκεί, σ’ αυτές τις μέρες του Ιούλη, σφυρηλατήθηκε ένα νέο μέτωπο, που ξεκινούσε από την άκρα αριστερά και έφθανε μέχρι αυτό το νέο «Κέντρο», ένα μέτωπο που αντικειμενικά θα διαμορφώσει τα σημεία της πολιτικής αντιπαράθεσης για μια εικοσαετία και θα οδηγηθεί στην εξουσία το 1981[3].
«Ιουλιανά» και Μεταπολίτευση
Στον Ιούλη του 1965 θα βρει κανένας όλα τα συνθήματα, τις προβληματικές, τις ταξικές συμμαχίες που αποτελούν το «σοσιαλιστικό κατεστημένο» του σήμερα, που αποτέλεσαν τη βάση της αντιχουντικής συμμαχίας, του Πολυτεχνείου, κλπ. Εκεί θα συναντήσει κανείς αυτές τις ταξικές συμμαχίες ανάμεσα στα μικροαστικά στρώματα, τους εργάτες, τους φοιτητές τους αγρότες και του νεόκοπους τεχνοκράτες που αποτέλεσαν κι εξακολουθούν οριακά να αποτελούν το μπλοκ της «αλλαγής». Και παρά την αντιφατικότητα αυτού του μπλοκ, τις εσωτερικές του αντιφάσεις και αντιθέσεις, η κατάσταση είχε ένα χαρακτήρα πραγματικά εκρηκτικό, επαναστατικό θα λέγαμε. Γιατί αφενός μεν ήταν κυριολεκτικά ανεξέλεγκτη, μια και οι οργανωμένες δυνάμεις των κομμάτων ήταν τότε ελάχιστες –δεν υπάρχει καμιά σύγκριση με το σήμερα– και αφετέρου γιατί οι εχθροί αυτού του κινήματος ήταν τότε παντοδύναμοι. Το 1965 δεν ήταν το 1974: Το 1974 το Παλάτι είχε ήδη διωχτεί από την χούντα, ο στρατός είχε κυριολεκτικά διαλυθεί από την ήττα του στην Κύπρο, οι Αμερικάνοι παρίσταναν τον ψόφιο κοριό και η Δεξιά πραγματοποιούσε το εκσυγχρονιστικό της άλμα για να διαχωριστεί από τη δικτατορία.Ουσιαστικά η μεταπολιτευτική αλλαγή έγινε σχεδόν χωρίς σύγκρουση, έγινε με την ψήφο και την οργάνωση στα κόμματα και τα συνδικάτα. Η οργάνωση και η ψήφος αντικατέστησαν τη λαϊκή σύγκρουση και το οδόφραγμα, με αποτέλεσμα το φρούτο της εξουσίας να πέσει ήσυχα-ήσυχα στα χέρια της «αλλαγής» χωρίς σχεδόν να ανοίξει μύτη. Γιατί οι μύτες είχαν ήδη ανοίξει σε όλη την προηγούμενη περίοδο, από τον Ιούλη μέχρι το Πολυτεχνείο και τα τουρκικά αεροπλάνα στην Κύπρο ! Γι’ αυτό οι άκαπνοι βρέθηκαν στην εξουσία πατώντας στους αγώνες που κάποιοι άλλοι είχαν κάνει παλιότερα.
Την περίοδο όμως που ανοίγεται με τον Ιούλη του 1965, η ανατροπή της παλιάς τάξης πραγμάτων είχε αντικειμενικά έναν επαναστατικό χαρακτήρα και άνοιγε προφανώς μια διαδικασία «διαρκούς επανάστασης», δηλαδή μιας περιόδου αλλεπάλληλων ανατροπών που οδηγούσαν αναπόφευκτα σε μια επαναστατική κρίση. Γι’ αυτό και το κατεστημένο έβαλε μπροστά τα μεγάλα μέσα. Το 1965 το βασιλικό πραξικόπημα και το 1967, όταν αποδείχτηκε ότι το κίνημα όχι μόνο δεν υποχωρούσε αλλά με τις εκλογές θα πραγματοποιούσε ένα νέο ποιοτικό άλμα, με τη δικτατορία της 21ης Απρίλη. Το παλιό καθεστώς αποπειράται να ανακόψει τη διαδικασία της κοινωνικής ανατροπής της παλιάς τάξης πραγμάτων. Γι’ αυτό έβγαλε στην επιφάνεια όλα τα αποθέματα κτηνωδίας και χυδαιότητας που διέθετε. Ανέσυρε τους βασανιστές της Μακρονήσου, τους στρατοδίκες, τους δοσίλογους, τους χαφιέδες επαρχιακούς δικηγόρους και πράκτορες της ΣΙΑ και τους έβαλε στην κυβέρνηση. Αυτή ήταν πια η κατάντια της εθνικοφροσύνης. Οι εκλογές του 1967 που θα οδηγούσαν σε σάρωμα της Δεξιάς και των αποστατών θα αποτελούσαν αντικειμενικά ένα δημοψήφισμα ενάντια στο Παλάτι, τους Αμερικάνους και την ίδια την αστική ομαλότητα.
Η χούντα, παρ’ όλη την χυδαιότητα της, δεν ήταν τελικά, ούτε αποδείχτηκε στη συνέχεια, «βλακεία» έστω και αν σήμερα πληρώνεται ακριβά από τους πρωτεργάτες της. Για το καθεστώς λειτούργησε σωτήρια. Τα 71/2 χρόνια της δικτατορίας συνέτριψαν το φοβερό λαϊκό κίνημα του ’65 που βρισκόταν σε εξέλιξη και όταν ήρθε η μεταπολίτευση τα πράγματα ήταν πια διαφορετικά.
Μέσα από τη χούντα διαμορφώθηκε μια νέα φυσιογνωμία του ελληνικού λαού, μια φυσιογνωμία ατομισμού, καταναλωτισμού, μια φυσιογνωμία «φίλαθλου». Αυτό το καταπληκτικό κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο του 1965 είχε εξαφανιστεί για πάντα. Οι οικοδόμοι του 1965, ο εργάτης-μάζα με τις επαναστατικές απόψεις, δεν ήταν πια παρά κάποιοι «υψηλόμισθοι» καταναλωτές σκυλάδικων και τα μικροϊδιοκτητικά λαϊκά στρώματα του 1965, που αποτελούσαν την εαμογενή μάζα, είχαν μεταβληθεί εν πολλοίς σε καλοφαγωμένους και καταναλωτικούς μικροαστούληδες.
Οι φοιτητές, που το 1965-67 παρουσίαζαν παρόμοια χαρακτηριστικά με τους ομόλογους τους της δυτικής Ευρώπης, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες της χούντας και του αντιχουντικού αγώνα, μετά την μεταπολίτευση θα μετακινηθούν προς την ΚΝΕ, σε αντίθεση με το φοιτητικό κίνημα της Ευρώπης, θα μεταβληθούν σε «χρυσή νεολαία» του μεταπολιτευτικού καθεστώτος. Αυτή η φοβερή λαϊκή διαθεσιμότητα που είχε το κίνημα του 1965 χάθηκε για πάντα. Εκείνο το κίνημα που για εβδομήντα ημέρες αψηφούσε την αστυνομία και τους πυροσβέστες των κομμάτων, έγινε πια αδιανόητο στις νέες συνθήκες. Και ναι μεν τα αιτήματα του, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, πραγματώθηκαν μετά τη μεταπολίτευση, εκτός βέβαια από την Αυτοδιάθεση της Κύπρου, αλλά υλοποιήθηκαν με τρόπο «δοτό», από τα πάνω, από τα κόμματα και όχι μέσα από την διαδικασία που είχε ανοίξει το ’65 μέσα από την άμεση λαϊκή αντιπαράθεση. Έτσι συνέβη αυτό που τόσες φορές έχει γίνει στην ιστορία. Η αντεπανάσταση ανακόπτει κάποια επαναστατική διαδικασία και στη συνέχεια, αφού τσακίσει τις επαναστατικές δυνάμεις, πραγματοποιεί εν πολλοίς το πρόγραμμα του κινήματος, αφού όμως βγάλει το άμεσο υποκείμενο από το προσκήνιο!
Το 1965 είναι η εποχή που ο ριζοσπαστισμός των μαζών πυροδοτείται «από τα κάτω», από τις δυνάμεις του ίδιου του λαϊκού κινήματος, και προσκρούει στην αντίδραση του «συστήματος», ακόμα και των φιλολαϊκών κομμάτων, ενώ μετά τη μεταπολίτευση ο νέος ριζοσπαστισμός ελέγχεται και καναλιζάρεται από τα πάνω. Στη μεταπολίτευση, ο Ανδρέας, το ΚΚΕ, ακόμα και ο Καραμανλής, ελέγχουν αυτόν τον ριζοσπαστισμό και τον μεταβάλλουν σε κομματική δύναμη και ενσωμάτωση. Γι’ αυτό και στις νέες συνθήκες οι πραγματικές αλλαγές που γίνονται στη ζωή των μαζών δεν εκφράζονται μέσα από ένα επαναστατικό κίνημα αλλά έρχονται μέσα από την «επαναστατικοποίηση» του «κατεστημένου». Οι εφημερίδες γίνονται σοσιαλιστικές, ο σοσιαλισμός μεταβάλλεται σε μια ανέξοδη και εν πολλοίς αποδοτική ιδεολογία και το νέο κατεστημένο της Ελλάδας γίνεται «σοσιαλιστικό» κατεστημένο. Οι παλιοί φουκαράδες δημοσιογράφοι του 1965 που ψωμολυσσούσαν, γίνονται οι καλοπληρωμένοι σφουγγοκωλάριοι του σήμερα, οι αριστεροί διανοούμενοι, που γνώριζαν προβλήματα βιοπορισμού και αποκλεισμού, σήμερα καθορίζουν τα σχολικά προγράμματα, την τηλεόραση και το Εθνικό Θέατρο, μέσα σε μια ενώ η αφόρητη πολυθεσία.
Η χούντα λοιπόν πέτυχε· πέτυχε να σπάσει την επαναστατική δυναμική του κινήματος του 1965 και να εμποδίσει την εκπλήρωση των εθνικών πόθων των Κυπρίων. Δεν πέτυχε βέβαια –και γι’ αυτό οι πρωτεργάτες της βρίσκονται στη φυλακή– να εμποδίσει την πραγματοποίηση με μεταρρυθμιστικό τρόπο και από τα πάνω πολλών από τα αιτήματα εκείνου του κινήματος. Άλλωστε, αυτό το τελευταίο ήταν αδύνατο. Η δυναμική που άνοιξε το 1965 ήρθε να εκφραστεί μετά τη μεταπολίτευση με τη μεγάλη μεταρρύθμιση που σφράγισε για δέκα χρόνια την ελληνική κοινωνία.
Κοιτάζοντας τώρα είκοσι χρόνια πίσω, μπορούμε να έχουμε μια σφαιρική εικόνα της εξέλιξης. Μιας εξέλιξης που ήταν αντιφατική. Από τη μια την ολοκλήρωση των αιτημάτων του 1965, των αιτημάτων της δημοκρατίας, της αποπομπής του Παλατιού, του ξεδοντιάσματος των στρατοκρατών, της αλλαγής του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και την ολιγαρχία, τη μείωση της εξάρτησης από την Αμερική. Όλα αυτά έγιναν πράξη. Υπ’ αυτή την έννοια ο μεγάλος αγώνας του 1965 δεν πήγε χαμένος. Το πρόγραμμα του νίκησε. Η ζωή των λαϊκών μαζών άλλαξε. Εκείνο βέβαια που δεν έγινε ήταν πως το 1965 δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει άμεσα, μέσα από τη λαϊκή κίνηση, αυτά τα αιτήματα! Το Παλάτι διώχτηκε από τη χούντα, ο στρατός κλείστηκε στους στρατώνες μετά την ήττα του στην Κύπρο, την απόσταση από τους Αμερικάνους την πήρε ο ίδιος ο Καραμανλής, και η μείωση των ωρών δουλειάς από 48 σε 40 έγινε μέσα από την προσαρμογή στο καθεστώς της ΕΟΚ! Και αυτός ο τρόπος εκπλήρωσης του «προγράμματος» του 1965 δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση επαναστατικών δυνάμεων που θα ήθελαν να οδηγήσουν τη διαδικασία πιο πέρα, σε μια επαναστατική ανατροπή με μεγαλύτερο βάθος. Οι επαναστατικές δυνάμεις ηττήθηκαν ενώ το «πρόγραμμα» κέρδισε!
Είκοσι χρόνια μετά, τα Ιουλιανά παραμένουν μια μεγάλη στιγμή, μια επαναστατική στιγμή στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Μια στιγμή που άνοιξε τη νέα διαδικασία μιας ταξικής σύγκρουσης με νέους όρους, μιας ταξικής σύγκρουσης όπου η παλιά αντίθεση αριστεράς-δεξιάς ενσωματώνεται σιγά-σιγά στην αντίθεση «προοδευτικών-συντηρητικών» του αστικού στρατοπέδου. Με τη διαδικασία που άρχισε στη δεκαετία του ’60 τα αιτήματα που έθεσε η αριστερά στη δεκαετία του 40 τείνουν να απορροφηθούν από το στρατόπεδο του αστικού εκσυγχρονισμού και να διαμορφωθεί ένα νέο στρατόπεδο, αυτό που με σύγχρονους όρους θα ονομάζαμε «στρατόπεδο της αλλαγής.Και αν το 1965 τα κόμματα ήταν ανέτοιμα για κάτι τέτοιο, δέκα χρόνια μετά ήταν πια ικανά να ποδηγετήσουν τη μεγάλη μεταρρύθμιση, έχοντας υποτάξει τις μάζες σε υποδεέστερη θέση, ενώ αντίστροφα το 1965, τα κόμματα και το σύστημα βρίσκονταν πίσω από την κίνηση των μαζών! Το Κέντρο, όπως προαναφέραμε, είχε δημιουργηθεί σαν κόμμα κάτω από τις ευλογίες των Αμερικάνων, η Δεξιά μιλούσε ακόμα τη γλώσσα του εμφύλιου και έστηνε συνομωσίες, υπήρχε το Παλάτι και ο ΙΔΕΑ. Ακόμα και η ΕΔΑ ήταν εντελώς ανίκανη να ελέγξει τα πράγματα, απλά τα παρακολουθούσε. Αντίθετα, μετά τη μεταπολίτευση, τα κόμματα και το σύστημα εμφανίζονται εντελώς ανανεωμένα, έτοιμα να χωνέψουν τον έτσι κι αλλιώς αμβλυμμένο —αλλά υπαρκτό σε επίπεδο αιτημάτων— ριζοσπαστισμό των μαζών.
Ιδού λοιπόν η μεγάλη διαφορά των Ιουλιανών και της μεταπολίτευσης.Στα πρώτα η πρωτοβουλία έρχεται από τα κάτω, είναι έκφραση μιας ανεπανάληπτης κίνησης μαζών, ενώ δέκα χρόνια αργότερα η πρωτοβουλία έρχεται από τα πάνω, από το σύστημα των κομμάτων. Το σύστημα έχει ανανεωθεί πλέον για να χωνέψει με τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς τα αιτήματα του 1965. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια η συρρίκνωση των αυθεντικά ριζοσπαστικών δυνάμεων. Είκοσι χρόνια μετά το ’44, η εκπλήρωση κάποιων από τα αιτήματα του ήταν ακόμα «επανάσταση». Σαράντα χρόνια αργότερα αποτέλεσε πραγματωμένη μεταρρύθμιση. Γι’ αυτό το 1965 είναι ο συνδετικός κρίκος, η μεγάλη στιγμή, ανάμεσα στο 1944 και το 1985. Κοιτάζουμε λοιπόν γύρω μας και βλέπουμε πραγματωμένα —στο μεγαλύτερο ποσοστό— τα αιτήματα του 1965 ενώ ταυτόχρονα ζούμε σε μια κοινωνία τέτοιας εμπορευματοποίησης και χυδαιότητας ώστε αναρωτιόμαστε, μήπως ονειρευόμαστε. Και όμως όχι, έτσι είναι η ιστορία! Το επαναστατικό κίνημα του 1965 περιθωριοποιήθηκε υποκειμενικά και ταυτόχρονα «νίκησε»! Dura l
[1] Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αντίστοιχη κίνηση που παρατηρείται μετά τη μεταπολίτευση δεν έχει πια τα στοιχεία της ζωντάνιας και του δυναμισμού που είχε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, για πολλούς λόγους: κατ’ αρχήν γιατί η μετά το 1974 κίνηση δεν ήταν παρά μια συνέχεια και επέκταση των χαρακτηριστικών που είχαν διαμορφωθεί στη δεκαετία του 1960, έπειτα γιατί η ελληνική κίνηση μετά το 1974 δεν βρίσκεται πια σε συντονισμό με την παγκόσμια κίνηση, αντίθετα το εκκρεμές σε παγκόσμια κλίμακα βαδίζει αντίστροφα και γι’ αυτό δεν έχουμε τον τρομερό συντονισμό της «μεγάλης δεκαετίας». Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, γιατί εκείνο που το 1960 ήταν καινούριο, επαναστατικό ή και ριζοσπαστικό έμοιαζε κιόλας ξαναζεσταμένο φαί δεκαπέντε χρόνια αργότερα και ενταγμένο πια στην κυρίαρχη δομή. Οι επαναστατικές ή ριζοσπαστικές ιδέες του 1960, δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια μετά, έμοιαζαν στοιχεία της διαλεκτικής της εξουσίας. Γι’ αυτό άλλωστε έχουμε το περίεργο από πρώτη άποψη φαινόμενο που παρουσιάζει ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά το τέλος της δεκαετίας του ’70 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80. Ενώ η μεταπολίτευση αποτελεί μια περίοδο που στο συνολικό επίπεδο της κοινωνίας έχουμε πρωτοφανέρωτες αλλαγές και η κοινωνία καλύπτει καθυστέρηση δεκαετιών, αντίθετα στο επίπεδο των πρωτοποριών, πολιτικών, πολιτιστικών, στον τομέα των ιδεών, η μεταπολίτευση φαντάζει ένα απέραντο τέλμα! Κι αυτό διότι το ιδεολογικό, πολιτιστικό και θεωρητικό οπλοστάσιο είτε έχει παραχθεί είκοσι χρόνια πριν, είτε έχει εισαχθεί από έξω. Η παραγωγή και η ριζοσπαστικότητα κάποιων νέων ιδεών και ρευμάτων διακόπτονται τόσο χρονικά όσο και από την άποψη των ίδιων των φορέων τους. Έτσι μόνο μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την ιδιότυπη σχέση του ΠΑΣΟΚ με τους αριστερούς διανοούμενους και το κόμμα τους, το ΚΚΕ εσωτ. και εν μέρει το ΚΚΕ. Το ΠΑΣΟΚ πήρε τις ιδέες και τις πρακτικές που γεννήθηκαν πριν δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια μέσα στη μαχόμενη αριστερή διανόηση των αρχών της δεκαετίας του ’60 και τις μετέβαλε σε μαζική πρακτική ενός κόσμου χωρίς «κουλτούρα» και αριστερή παράδοση, σε μαζική πρακτική και ιδεολογίες ενός κόσμου με πρόσφατη αγροτική προέλευση και διαμορφωμένου εν πολλοίς κάτω από την πολιτιστική έρημο της επταετίας.
Έτσι γεννήθηκε το «βλαχο-σοσιαλιστικό» στιλ –το στιλ «Μπακαλάκος»– που τόσο πολύ απεχθάνονται όλοι οι παλιοί διανοούμενοι της αριστεράς. Γιατί και αυτοί μεταβλήθηκαν σε «κατεστημένο», που ό,τι είχαν να παράγουν το παρήγαγαν πριν 10 ή 20 χρόνια, ενώ τις ιδέες τους τις υλοποίησε ένα κόμμα χωρίς «κουλτούρα» και παράδοση. Τελικά το να είσαι «αριστερός από τα γεννοφάσκια σου» αποτελεί μια ιδιότυπη αριστοκρατία και αυτό θα το διαγνώσουμε τόσο στη συμπλεγματική στάση των «Πασοκτζήδων» προς τους παλιούς αριστερούς, τους «αγωνιστές», όσο και στην περιφρόνηση και συχνά στο μίσος των αριστερών διανοούμενων προς τους «βλάχους» του ΠΑΣΟΚ. Το μίσος του Μίκη Θεοδωράκη, του «Πολίτη», και γενικότερα των διανοούμενων του ΚΚΕ Εσωτερικού για το ΠΑΣΟΚ, είναι σε ένα βαθμό έκφραση αυτής της ιδιομορφίας. Από αυτή την αντιφατικότητα της λειτουργίας του ΠΑΣΟΚ βγαίνει και η δική μας «αντιφατική στάση» απέναντι του. Ενώ από τη μια δεν μπορούμε να χωνέψουμε την «εκ του ασφαλούς» ριζοσπαστικοποίησή του, την «κατόπιν εορτής», από την άλλη δεν μπορούμε να μη διακρίνουμε την ιδιαίτερη λειτουργία του σε σχέση με τις πρόσφατα αστικοποιημένες μάζες και την αγροτιά, όπου συχνά οι Πασοκτζήδες είναι πολύ πιο προοδευτικοί και ανοιχτοί σε νέες ιδέες από τους παραδοσιακούς αριστερούς. Έτσι το ΠΑΣΟΚ σε επίπεδο διανοουμένων συγκεντρώνει συχνά τους πιο καριερίστες και αγράμματους, αλλά σε επίπεδο μαζών ο κόσμος του είναι πιο δεκτικός από εκείνον των αριστερών κομμάτων. Πιστεύουμε ότι αυτό το παράδοξο θα ανευρεθεί ακριβώς σ’ αυτή τη διακοπή της αντιπαράθεσης που δινόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τότε που οι νέες ιδέες και ρεύματα επιβάλλονταν με πραγματική πάλη, όπου το να είσαι, για παράδειγμα, δημοτικιστής μαθητής στο λύκειο σήμαινε ακόμα και αποβολή και οι αριστεροί καθηγητές αποτελούσαν σχεδόν άγνωστο είδος· η πολιτιστική επανάσταση που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία αποτελούσε τότε μια μαχόμενη πραγματικότητα.
[2] Αντίθετα μετά το 1974 και το 1981, ακόμα και πρώην χουντικοί και κρυπτοφασίστες δημοσιογράφοι και ανόητοι «διανοούμενοι» γίνονται διαπρύσιοι κήρυκες ενός σοσιαλισμού που έγινε πια καθεστώς. Οι περισσότεροι αριστεροί φαντάζονταν πως μετά τη δικτατορία θα ξανάρχιζαν οι «παλιοί δύσκολοι αγώνες» και γι’ αυτό οι μεν ακροαριστεροί κράταγαν την παρανομία τους για καιρό και ετοιμαζόντουσαν για «μεγάλες μάχες με το “σύστημα”», ενώ οι Εσωτερικοί πρότειναν δειλά-δειλά την ΕΑΔΕ. Οι μόνοι που κατάλαβαν τη νέα πραγματικότητα σε βάθος ήταν ακριβώς εκείνοι που την… εξέφραζαν. Πρώτα απ’ όλους οι Πασοκτζήδες. Δεν υπήρχαν πια «μεγάλες μάχες» να δοθούν παρά μόνο σε επίπεδο ντουντούκας και Αντίθετα μετά το 1974 και το 1981, ακόμα και πρώην χουντικοί και κρυπτοφασίστες δημοσιογράφοι και ανόητοι «διανοούμενοι» γίνονται διαπρύσιοι κήρυκες ενός σοσιαλισμού που έγινε πια καθεστώς. Οι περισσότεροι αριστεροί φαντάζονταν πως μετά τη δικτατορία θα ξανάρχιζαν οι «παλιοί δύσκολοι αγώνες» και γι’ αυτό οι μεν ακροαριστεροί κράταγαν την παρανομία τους για καιρό και ετοιμαζόντουσαν για «μεγάλες μάχες με το “σύστημα”», ενώ οι Εσωτερικοί πρότειναν δειλά-δειλά την ΕΑΔΕ. Οι μόνοι που κατάλαβαν τη νέα πραγματικότητα σε βάθος ήταν ακριβώς εκείνοι που την… εξέφραζαν. Πρώτα απ’ όλους οι Πασοκτζήδες. Δεν υπήρχαν πια «μεγάλες μάχες» να δοθούν παρά μόνο σε επίπεδο ντουντούκας και ψήφου. Η μάχη στο επίπεδο της διαμόρφωσης ρευμάτων και ιδεών είχε δοθεί και κερδηθεί δέκα ή δεκαπέντε χρόνια πριν. Τώρα πια θα κέρδιζε όποιος θα γινόταν ο πιο φανατικός υποστηριχτής τους. Γι’ αυτό έμειναν εμβρόντητοι οι διανοούμενοι του Εσωτερικού, της Σοσιαλιστικής Πορείας και οι «αγωνιστές» της ακροαριστερός όταν έβλεπαν τους «άξεστους» Πασοκτζήδες και τους άκαπνους Κνίτες να περνάνε στην πρώτη γραμμή για να δρέψουν τους καρπούς μιας μάχης που είχε ήδη δοθεί. Εξάλλου τι άλλο έκανε ο Μιττεράν στη Γαλλία, από το 1972 και μετά; Ενώ λοιπόν έχουμε, από το 1974 και μετά, κοσμοϊστορικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, δεν έχουμε καμιά πολιτιστική ανάταση. Αυτή είχε ήδη γίνει! Και ο νέος κυρίαρχος τύπος διανοούμενου είναι ο απλός αναμεταδότης και παρακοιμώμενος της εξουσίας.
Η μάχη στο επίπεδο της διαμόρφωσης ρευμάτων και ιδεών είχε δοθεί και κερδηθεί δέκα ή δεκαπέντε χρόνια πριν. Τώρα πια θα κέρδιζε όποιος θα γινόταν ο πιο φανατικός υποστηριχτής τους. Γι’ αυτό έμειναν εμβρόντητοι οι διανοούμενοι του Εσωτερικού, της Σοσιαλιστικής Πορείας και οι «αγωνιστές» της ακροαριστερός όταν έβλεπαν τους «άξεστους» Πασοκτζήδες και τους άκαπνους Κνίτες να περνάνε στην πρώτη γραμμή για να δρέψουν τους καρπούς μιας μάχης που είχε ήδη δοθεί. Εξάλλου τι άλλο έκανε ο Μιττεράν στη Γαλλία, από το 1972 και μετά; Ενώ λοιπόν έχουμε, από το 1974 και μετά, κοσμοϊστορικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, δεν έχουμε καμιά πολιτιστική ανάταση. Αυτή είχε ήδη γίνει! Και ο νέος κυρίαρχος τύπος διανοούμενου είναι ο απλός αναμεταδότης και παρακοιμώμενος της εξουσίας.
[3]Ωστόσο, εύλογα τίθεται το ερώτημα πώς, μετά απ’ αυτή την έξαρση των Ιουλιανών, η χούντα της 21ης Απριλίου μπόρεσε να επιβληθεί τόσο εύκολα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χούντα ήρθε είκοσι μήνες μετά τον Ιούλη, αφού πρώτα οι μάζες είχαν χάσει πια την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και ήταν σχετικά κουρασμένες από την αδυναμία των κομμάτων. Είναι όμως φανερό πως η βέβαιη συντριβή της δεξιάς, των αποστατών και πάνω απ’ όλα του Παλατιού και των Αμερικάνων, στις εκλογές του Μάη, θα άνοιγε μια νέα περίοδο αντιπαράθεσης και μάλιστα σε ανώτερη κλίμακα. Έτσι η επιλογή της στιγμής για το πραξικόπημα ήταν η πιο σωστή για τη Δεξιά, σε μια στιγμή κούρασης των μαζών και πριν από τη νέα στροφή που θα ανοιγόταν με τις εκλογές.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Σπουδαίο κείμενο ανατομίας της εποχής των Ιουλιανών. Σήμερα, κοντά 37 χρόνια μετά από την δημοσίευση αυτής της ανάλυσης, ίσως αξίζει να παρατηρηθεί κάτι, που λογικά το ’85 δεν ήταν φανερό. Πιθανότατα οι ιδεολογικές ζυμώσεις της δεκαετίας του ’60 να αποτέλεσαν σε κάποιον βαθμό (προφανώς όχι ολοκληρωτικά) και την απαρχή της μόλυνσης της μεταπολιτευτικής ελληνικής πολιτικής σκέψης με τον σπόρο του εθνομηδενισμού.
Για παράδειγμα γράφει το άρθρο:
“Τα βιβλία του Λένιν και του Μαρξ αρχίζουν και πάλι να κυκλοφορούν. Από τότε γνωρίζουμε τον Καίσλερ και φτάνουν οι πρώτοι απόηχοι της ομάδας Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα. Ο Γκεβάρα, ο Κάστρο, ο Μάο, τοΚράτος και Επανάσταση του Λένιν, τα βιβλία του Πουλιόπουλου,…. ”
Ως γνωστόν ο Πουλιόπουλος ήταν ένθερμος πολέμιος της μικρασιατικής εκστρατείας και μάχιμος υποστηρικτής της απόσχισης της Μακεδονίας από τον ελληνικό κορμό (δηλ. το γνωστά προπατορικά αμαρτήματα της μεσοπολεμικής Αριστεράς).
Το ’85 πιθανότατα το πρόβλημα της αμφισβήτησης του έθνους να φαινόταν αστείο ή ανύπαρκτο έναντι στα καίρια ζητήματα για δημοκρατικό εκσυγχρονισμό από τα κάτω, εν μέσω ενός ΠΑΣΟΚ που φαινόταν να ενσωματώνει τα πάντα: συνθήματα για εθνική ανεξαρτησία, αντιαμερικανισμό, παγκόσμιο κίνημα για την ειρήνη, συνδικαλισμό και συγχρόνως διαμόρφωση νέων πλουτοκρατικών δυνάμεων μέσα από το εργολαβικό ιδίως κεφάλαιο, ανοχή στην διαφθορά, κομματικό κράτος κ.ο.κ.
Αλλά το ζιζάνιο του εθνομηδενισμού, το οποίο μέσα σε αυτό το κλίμα είχε ξεχαστεί και μεγάλωνε, κάποια στιγμή θέριεψε, παντρεύτηκε με την παγκοσμιοποίηση και κατέπνιξε όλη σχεδόν την πνευματική κληρονομιά που είχε αφήσει η γενιά των Ιουλιανών. Κρίμα, πολύ κρίμα…