του Κ. Β. από την εφημερίδα Ρήξη Νοεμβρίου, φ. 173
Δύο αιώνες συμπληρώθηκαν φέτος από το 1821, την Επανάσταση που έμελλε να μεταβάλει ριζικά την τροχιά της νεότερης ελληνικής ιστορίας και να διαμορφώσει αυτό που σήμερα αποκαλείται Σύγχρονος Ελληνισμός. Διακόσια χρόνια μετά τα βαρυσήμαντα γεγονότα εκείνης της περιόδου, μιας περιόδου που φαντάζει πια χαμένη μέσα στον ιστορικό χρόνο, ανακύπτει το ερώτημα σχετικά με το αντίκρισμα αυτής της καθολικής αναγέννησης στην εποχή μας, στον συλλογικό μας βίο.
Από τη διασπασμένη οπτική ενός σύγχρονου παρατηρητή, το 1821 αναμφίβολα προσομοιάζει ως γεγονός με ένα πολυσύνθετο μωσαϊκό: τα πολλά, διαφορετικά, αλλά και ποικιλόμορφα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα το καθιστούν ιδιότυπο, και ως εκ τούτου δυσερμήνευτο, κάτι που άλλωστε καθίσταται κατανοητό, δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος που μας χωρίζει από την εποχή της εκδήλωσής του. Ωστόσο, ο συνδετικός κρίκος που μας ενώνει με την Επανάσταση και της προσδίδει μία έντονα επίκαιρη διάσταση αποτυπώνεται στην αντανάκλαση των προταγμάτων της στον καιρό μας, τόσο των εκπληρωμένων όσο και των ανεκπλήρωτων.
Το 1821 ήταν η δυναμική εκδήλωση του αιτήματος για εθνική ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, έπειτα από μια μακρά περίοδο υποτέλειας. Συγχρόνως, νομοτελειακά επέφερε ευρύτερες ανακατατάξεις που διακρίνονταν από ένα πρόσημο λαϊκό και κοινωνικό. Κοινή συνισταμένη των παραπάνω, αλλά και πραγματικό νόημα της μεγάλης εκείνης προσπάθειας, ήταν ο αγώνας για την κατάκτηση της ελευθερίας, με το βαθύτερο, αληθινό της νόημα, της ελευθερίας σε ένα πλαίσιο συλλογικό, που διαπερνούσε όλες τις κοινωνικές τάξεις και τα λαϊκά στρώματα.
Βέβαια, η ελευθερία ως ιδανικό ανανοηματοδοτήθηκε μέσα από τις ιδεολογικές, φιλοσοφικές και κοινωνικές ζυμώσεις του Διαφωτισμού και ήρθε σε ρήξη με το αναχρονιστικό απολυταρχικό κατεστημένο της εποχής εκείνης, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για τις επαναστατικές διαδικασίες που ακολούθησαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο Διαφωτισμός ως φαινόμενο δεν αποτέλεσε ένα ενιαίο, μονολιθικό κίνημα ιδεών, αλλά εκδηλώθηκε διαφορετικά σε κάθε χώρα, λόγω των διαφορετικών συνθηκών αλλά και του ιδιαίτερου χαρακτήρα κάθε λαού. Στην περίπτωση της Ελλάδας, έχουμε την εναντίωση του νεοελληνικού Διαφωτισμού στον οθωμανικό ζυγό, ο οποίος καταπίεζε το «ρωμαίικο γένος».
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως οι πνευματικές πρωτοπορίες, σε σύμπνοια με την πλειονότητα του απλού λαού, αποπειράθηκαν ν’ αποκρυσταλλώσουν και να απλοποιήσουν τα διδάγματα του Διαφωτισμού και να τα ενσωματώσουν στους αγώνες του Γένους. Αυτή η πραγματικότητα αποτέλεσε βασική παρακαταθήκη των επόμενων δεκαετιών και συνέχισε να ασκεί επιρροή στον 20ο αιώνα, στις φιλοσοφικές και ιδεολογικές τάσεις που μετέπειτα έκριναν το πολιτικό παρασκήνιο της Ελλάδας.
Ωστόσο, η εν λόγω πολιτισμική κληρονομιά άρχισε σταδιακά να ατονεί και, πλέον, στον 21ο αιώνα, φαντάζει παρωχημένη και οπισθοδρομική για τις σύγχρονες πνευματικές ελίτ. Έτσι, με την έλευση του ψηφιακού κόσμου, παρατηρούμε ότι υποχωρούν οι συλλογικές προτάσεις και οι συλλογικοί σκοποί, σε μια νεοφανή πραγματικότητα στην οποία ο άνθρωπος έχει απωλέσει κάθε σύνδεσή του με αυτό που τον καθιστά «θνητό», αλλά και μέρος ενός όλου που διαθέτει μία χωροχρονική πορεία μέσα στο γίγνεσθαι.
Μπορεί άραγε ν’ αναφανεί ένας νέος δρόμος πέρα από τη συλλογική αποσύνθεση; Αυτό είναι το καίριο ερώτημα του καιρού μας, η απάντηση του οποίου μπορεί να βρεθεί στην προσπάθεια αναδόμησης των πνευματικών προταγμάτων του παρελθόντος. Είναι στο χέρι μας, λοιπόν, και πρωτίστως στο χέρι των νέων, το αν θ’ ακολουθήσουμε τον δρόμο της διάλυσης ή αυτόν της δημιουργίας.