Αρχική » Ο ελληνικός κόσμος από τα μάτια σοβιετικού πρεσβευτή στην Τουρκία S. I. Aralov (B΄ μέρος)

Ο ελληνικός κόσμος από τα μάτια σοβιετικού πρεσβευτή στην Τουρκία S. I. Aralov (B΄ μέρος)

από Άρδην - Ρήξη

Μνημείο της Δημοκρατίας** στην Κωνσταντινούπολη, ανάμεσα στον Κεμάλ και τους άλλους Τούρκους ηγέτες ο Κλ. Βοροσίλοφ, Μ. Φρουνζέ και Αράλοφ.

του Κωνσταντίνου Κ. Παπουλίδη* δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 24 με αφιέρωμα το “1922 και η Μεγάλη Ιδέα”

Συνέχεια από το Πρώτο μέρος

Ας δούμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Αράλοφ, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τον ελληνικό κόσμο.

Γενικά, για τον Αράλοφ, οι Έλληνες ήταν οι κατακτητές και εισβολείς στη Μικρά Ασία, ήταν οι σύμμαχοι της Αγγλίας και ακόμη ήταν αυτοί που με 14 άλλους λαούς επενέβησαν κατά του σοβιετικού λαού στην Ουκρανία[1]. Γιατί όμως ενδιαφερόταν κυρίως ο Αράλοφ και κατ’ επέκταση οι σοβιετικοί; Διότι:

Η αρπαγή της Θράκης και της Αδριανούπολης από τους Έλληνες και της Κωνσταντινούπολης από την Αντάντ, είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει η οδός διά την επικοινωνία Σοβιετικής Ρωσίας και Τουρκίας[2].

Στη συνέχεια, ομολογεί ότι έγιναν σφαγές Αρμενίων, αλλά είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς τις δικαιολογεί:…

Τα τουρκικά στρατεύματα, τα οποία διοικούσε ο αντιδραστικός στρατηγός Κιαζίµ Καραμπεκίρ πασάς, προέβαιναν σε ομαδικές σφαγές Αρµενίων, ύστερα από προγραφές. Σφάχτηκαν περισσότερο από 69.000 άνθρωποι[3].

Αλλά και για τις σφαγές των Ελλήνων του Πόντου ο Αράλοφ έχει κάποια δικαιολογία:

Η εξέγερση στον Πόντο είχε προπαρασκευαστεί βάσει σχεδίου των προπαγανδιστών και των πρακτόρων της Κωνσταντινούπολης και των Αθηνών, με φανατικά συνθήματα για τη δημιουργία «Ελληνικού Ποντιακού Κράτους». Το σχετικό κίνημα πήρε σάρκα και οστά στις αρχές του 1921, με την εμφάνιση του ελληνικού στόλου στις ακτές της Ανατολίας, με σκοπό να προωθήσει πολεμοφόδια στους Ποντίους. Η εξέγερση συνεχώς δυνάμωνε μέχρι που κατέληξε σε φοβερή αλληλοσφαγή.[4]

Στο ίδιο πάντα θέμα, στη γενοκτονία των Ποντίων, ο Αράλοφ διασώζει, στα Απομνημονεύματά του, συνομιλία του με τον Φρουνζέ, κατά τη συνάντησή τους στη Σαμψούντα: Αφού απομακρύνθηκε από τους Τούρκους στρατιώτες που τον συνόδευαν, ο Φρουνζέ, με αγανάκτηση μας διηγήθηκε ότι, απ’ όπου πέρασε, συνάντησε εκατοντάδες πτώματα, τα οποία με θηριωδία σφάχτηκαν απ᾿ τους Τούρκους και ήταν Έλληνες Πόντιοι, γέροντες, παιδιά και γυναίκες. «Εγώ μέτρησα 54 κατακρεουργηµένα νήπια», είπε με έκδηλη οδύνη…[5]

Ο ίδιος ο Φρουνζέ, με άλλη ευκαιρία, πληροφορεί τον Αράλοφ ότι, έξω από την πόλη Κάβζα, συνάντησε ομάδα αιχμαλώτων Ελλήνων (60-70 άτομα) σε οικτρή κατάσταση. Και διηγείται ο Φρουνζέ:

..Τούρκος αξιωματικός, όταν είδε την κατάπληξή µου, διέταξε τους φρουρούς των αιχμαλώτων να μη κτυπούν τους ανθρώπους. Και η θλιβερή πομπή συνεχίστηκε.[6]

Τέλος, όταν ο στρατιωτικός ακόλουθος Svoronov, που συνόδευσε τον Αράλοφ, θέλησε να συζητήσει με Έλληνα αιχμάλωτο, πήρε την ακόλουθη απάντηση:

Εσείς συµβαδίζετε με τους δήμιούς µας τους Τούρκους. Ο τσάρος πολεμούσε τους μουσουλμάνους και εσείς οι μπολσεβίκοι τους βοηθάτε!

Η Σμύρνη, που βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος για τον νέο πρέσβη. Έτσι, σε συνάντησή του με Τούρκο αξιωματικό που είδε με τα μάτια του τη φοβερή εικόνα της εισβολής των Ελλήνων στη Σμύρνη[7], γράφει ο πρέσβης ότι:

Τους Έλληνες κατακτητές βοηθούσαν για την κατάληψη της Σμύρνης και των περιοχών, αγγλικά, γαλλικά, αμερικανικά και ιταλικά πλοία[8].

Ο Αράλοφ έγινε δεκτός, για πρώτη φορά, από το Μουσταφά Κεμάλ πασά, στις 30 Ιανουαρίου 1922. Στη συνάντηση εκείνη ο νέος ηγέτης της Τουρκίας βρήκε ευκαιρία να ευχαριστήσει τον πρέσβη της Σοβιετικής Ένωσης, υπογραμμίζοντας ότι, τα δύο κράτη πολεμούν κατά του ιμπεριαλισμού και για την απελευθέρωση των λαών της Ανατολίας από την αποικιοκρατία, προσθέτοντας ότι ευχαριστεί τη Ρωσία και τον μεγάλο ηγέτη της Λένιν, για τη βοήθεια[9].

Λίγο αργότερα, ο Αράλοφ με συνεργάτες του, επισκέφτηκαν τα πεδία των μαχών. Στο μεταξύ, έμαθε ότι οι Έλληνες συγκέντρωσαν 6 μεραρχίες στο Εσκή-Σεχήρ[10] και σημείωσε στα Απομνημονεύματά του τα ακόλουθα:

Η επίσκεψή μας στο μέτωπο συνέπεσε με την εποχή που γινόταν οι γενικές προετοιμασίες για την επίθεση της Τουρκικής Στρατιάς (Μάρτιος-Απρίλιος 1922). Πριν από την αναχώρησή μας, οι γυναίκες μας στην πρεσβεία έραψαν μικρούς σάκους με δώρα για τους Τούρκους στρατιώτες. Στους σάκους αυτούς τοποθέτησαν πράγματα για τις ατομικές ανάγκες τους: κλωστές, βελόνες, κουμπιά, καπνό, ζάχαρη και διάφορα άλλα είδη. Στους σάκους αυτούς τυπώσαμε στην τουρκική γλώσσα την ακόλουθη επιγραφή: «Στον Τούρκο στρατιώτη, από τον Κόκκινο Στρατό της Ρωσίας». Τα δώρα τα διανείµαµε εμείς οι ίδιοι στα συντάγματα, μετά τις προσφωνήσεις και τις παρελάσεις. Πρέπει να πω (σημειώνει ο Αράλοφ) ότι η προσφορά αυτών των δώρων σημείωσε μεγάλη επιτυχία.[11]

Σε μια από τις επισκέψεις του Αράλοφ με τον Κεμάλ και τους συνοδούς τους, διοργανώθηκε παρέλαση τριών μεραρχιών (της 57ης, της 15ης και της 23ης). Οι δύο μεραρχίες ήταν εξοπλισμένες με γερμανικό οπλισμό και η τρίτη με ρωσικό. Ο Αράλοφ, όπως και οι άλλοι, παρακολούθησε την παρέλαση έφιππος. Μάλιστα μίλησε και στους στρατιώτες. Όταν όμως κάποια μέρα ο Κεμάλ δεν ήθελε να μιλήσει, ο σοβιετικός πρέσβης του υπενθύμισε τον ρόλο του πολιτικού καθοδηγητή στον κόκκινο στρατό[12].

Μετά τις νίκες του τουρκικού στρατού κατά των Ελλήνων στο Ινονού και στον Σαγγάριο, είπε σε λόγο του ο Κεμάλ ότι οι Άγγλοι φοβούνταν την πλήρη ήττα των Ελλήνων[13]. Ενώ, την 1η Απριλίου 1922, ο διοικητής του ιππικού, Φαχρή πασάς (που αποτελούνταν από τρεις μεραρχίες, τη 2η, την 4η και τη 141η), στην πόλη Γυαλίκ, μιλώντας στους στρατιώτες του, μεταξύ των άλλων, είπε ότι οι Άγγλοι έστειλαν τους Έλληνες στη Μικρά Ασία, για να σκοτωθούν[14]. Ακολούθησε ομιλία του Αράλοφ, ο οποίος τόνισε ότι, όπως ο ρωσικός λαός έδιωξε τους ιμπεριαλιστές 14 ιμπεριαλιστικών χωρών, μαζί μ’ αυτούς και τους Έλληνες από την Ουκρανία, έτσι και οι Τούρκοι στρατιώτες εύχεται να απελευθερώσουν την αγαπημένη τους γη[15].

Εξάλλου, ο Αράλοφ φαίνεται από την περιγραφή των Απομνημονευμάτων του όχι μόνο ως εκπρόσωπος συμμάχου χώρας προς την Τουρκία, αλλά ως εκπρόσωπος της χώρας η οποία συνετέλεσε με τη βοήθειά της στη νίκη της Τουρκίας. Επιχαίρει π.χ. με τη νίκη του τουρκικού στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ[16] και με την κυβερνητική αλλαγή στην Αγγλία, αλλά υπολογίζει τον φοβερό, όπως τον αποκαλεί, αντίπαλο της Σοβιετικής Ρωσίας, νέο υπουργό Εξωτερικών, τον λόρδο Κώρζον[17]. Θριαμβολογεί στην περιγραφή της επιστροφής στην Άγκυρα του νικητή Γαζή Μουσταφά Κεμάλ πασά, όπου παραβρέθηκαν και οι πρεσβευτές της Σοβιετικής Ένωσης, του Αφγανιστάν και της Περσίας[18], αλλά εκφράζει τα παράπονά του γιατί δεν τον ενημερώνει η τουρκική κυβέρνηση, όταν άρχισε τις διαβουλεύσεις της με τις δυνάμεις της Αντάντ, γύρω «από σειρά ζητημάτων, τα οποία αφεώρουν και στα ενδιαφέροντα των χωρών της Μαύρης Θάλασσας»[19]. Γράφει μάλιστα χαρακτηριστικά:

Η κυβέρνηση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών πληροφορήθηκε από το ραδιόφωνο του Μπορντώ ότι θα γίνει διάσκεψη μεταξύ των αντιπροσώπων της διοικήσεως του τουρκικού στρατού και της Αντάντ και ότι η κυβέρνηση της Τουρκίας αποφάσισε να συμφωνήσει για την κατοχή της Ανατολικής Θράκης από τον συμμαχικό στρατό. Όμως, ο αντιπρόσωπος της Σοβιετικής Ρωσίας δεν είχε ειδοποιηθεί προηγουμένως γι’ αυτό το γεγονός[20].

Τέλος, στη συνέχεια του κειμένου του, αγωνίζεται να περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια ότι υπήρχαν υποχρεώσεις και από τις δύο χώρες να αποφασίζουν από κοινού τις υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής, και ιδιαιτέρως στο θέμα των Στενών[21]. Αλλά, ο Αράλοφ, ενώ αναφέρει ότι η Τουρκία ζήτησε να λάβουν μέρος στο συνέδριο της Λωζάννης η Σοβιετική Ένωση, η Ουκρανία και οι Υπερκαυκάσιες Δημοκρατίες[22] και ότι ο ίδιος συνεργάστηκε με τον υφυπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Νουρή µπέη για την κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων[23], εντούτοις, διαπίστωσε ότι η Τουρκία στη Λωζάννη ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό της[24]. Άλλωστε ο Αράλοφ αναφέρει ότι στη Λωζάννη ο Ισμέτ πασάς υποστήριξε τις τουρκικές θέσεις, αλλά υποχώρησε στο θέμα των Στενών και καταλήγει ότι, οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάννη για το ζήτημα των Στενών, μεταξύ της τουρκικής αντιπροσωπείας και της αντιπροσωπείας των χωρών της Αντάντ, διεξήχθησαν σε βάρος των συμφερόντων της Σοβιετικής Ένωσης[25].

Έκδοση του βιβλίου του στα τουρκικά

Τελικά, αυτή η δραστηριότητα του πρέσβη της Σοβιετικής Ένωσης δεν άρεσε στον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ρεούφ µπέη και, μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης στη Λωζάννη, μεταξύ Τουρκίας και χωρών της Αντάντ, στις 24 Ιουλίου 1923, ανακλήθηκε από τη χώρα του. Είναι όμως γεγονός ότι ο Ρεούφ μπέης κατηγορούσε τον Αράλοφ ότι αυτός οργάνωσε κομμουνιστές κατά του Κεμάλ και, από την άλλη πλευρά, ο Αράλοφ κατηγόρησε στον Κεμάλ τον Ρεούφ µπέη ότι ο τελευταίος ήταν εχθρός της Τουρκικής Δημοκρατίας[26]. Αυτή η ανάμειξη του στρατιωτικού Αράλοφ, ο οποίος υπηρετούσε σε διπλωματική θέση, όπου χρειάζονταν λεπτοί χειρισμοί, του στοίχισε το τέλος της διπλωματικής του σταδιοδρομίας.

Πώς εκτίµησε το έργο του ο ίδιος ο Αράλοφ; Στα συμπεράσματά του αναφέρει δύο θέματα: Πρώτον, ότι το τουρκο-σοβιετικό σύμφωνο του 1921 έδωσε την ευκαιρία στον Κεμάλ να μετακινήσει τον τουρκικό στρατό από τα ανατολικά διαμερίσματα της Μικράς Ασίας προς το δυτικό μέτωπο εναντίον των εισβολέων και δεύτερο, η οικονομική βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη νίκη των Τούρκων[27].

Αυτά έγραφε ο Αράλοφ για το 1921-1923, αλλά για το 1960, τη χρονιά που γράφηκαν τα Απομνημονεύματά του, σημείωνε χαρακτηριστικά για την Τουρκία ότι:

Οι ανίκανοι ηγέτες της την μετέτρεψαν σε στρατόπεδο για αμερικανικά πυρηνικά όπλα και την ηλεκτρονική κατασκοπεία της Ουάσιγκτον εις βάρος της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου[28].

Πριν τελειώσω, θα ήθελα να αναφέρω, από δημοσιογραφικές πληροφορίες, ένα ανέκδοτο το οποίο έχει σχέση με την Τουρκία και τη Σοβιετική Ένωση: Το 1918, η Ομόσπονδη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αρμενίας επέλεξε ως έµβληµά της το ιστορικό όρος Αραράτ. Η Τουρκία όμως διαμαρτυρήθηκε στην ΕΣΣΔ με το επιχείρημα ότι το Αραράτ βρίσκεται στο έδαφός της. Η απάντηση του τότε σοβιετικού υπουργού των Εξωτερικών, Γκ. Β. Τσιτσέριν, ήταν αποστομωτική: «Εσείς έχετε έμβλημα στη σημαία σας τη σελήνη. Μήπως είναι δική σας;[29]».

Ας επιστρέψουμε στη Μικρά Ασία και ας σκεφτούμε, ύστερα από τη σύντομη ανάγνωση αποσπασμάτων από τα Απομνημονεύματα του Αράλοφ ότι, όταν ο Έλληνας στρατιώτης οπισθοχωρούσε στο μικρασιατικό μέτωπο, τον κυνηγούσαν οι σοβιετικές σφαίρες, που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι στρατιώτες. Ήταν οι σφαίρες ως αποτέλεσμα κάποιας πολιτικής σκοπιμότητας, ήταν οι σφαίρες των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για τα Στενά ή ακόμη ήταν οι σφαίρες εκείνων που ήθελαν να τιμωρήσουν τους στρατιώτες που έλαβαν μέρος με Το Ελληνικόν Εκστρατευτικόν Σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919)[30];

Είναι γνωστό ότι η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών (Διεύθυνση Ενημερώσεως) εξέδωσε το βιβλίο: Ανυπόστατοι ισχυρισμοί για βαρβαρότητες των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, 1919-1922[31]. Ένα άκρως ενδιαφέρον βιβλίο το οποίο ρίχνει φως στις τραγικές σελίδες της Μικρασιατικής Καταστροφής και το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τη Μικρά Ασία. Ένα ξερίζωμα που έφερε 1.500.000 περίπου ψυχές στην Ελλάδα των 5.000.000 περίπου κατοίκων, με τραγικές οικονομικές συνθήκες[32], και όχι μόνο. Γι’ αυτά τα καραβάνια του ξεριζωμού, ο γνωστός Αμερικανός συγγραφέας (δημοσιογράφος εκείνης της εποχής) Έρνεστ Χεμινγουέϊ έγραψε:

Βλέποντας αυτή τη λιτανεία της ντροπής σκέφτηκα ότι δεν είχε νόημα, τελικά, να γίνω συγγραφέας. Όταν μέσα σε λίγες μέρες ξεριζώνονται ένα εκατομμύριο ψυχές, τι λόγο ύπαρξης έχει ένας άνθρωπος που απλώς γράφει; Αν θες να συνεχίσεις να είσαι σωστός άντρας κι όχι ένα ζώο που περπατάει στα τέσσερα, πρέπει να πετάξεις τη γραφομηχανή σου απ’ το παράθυρο και να βρεις έναν τρόπο να κάνεις ΚΑΤΙ για τον κόσμο αυτό[33].

Όλο αυτό το σκηνικό αποτελεί τραγική σελίδα της συρρίκνωσης του Ελληνισμού. Η (Μικρασιατική) Καταστροφή «ήτο η μεγαλυτέρα την οποία υπέστη κατά την μακραίωνα ιστορίαν του ο Ελληνισμός», σημείωνε χαρακτηριστικά ο Σπύρος Β. Μαρκεζίνης[34].

Το 1997 συμπληρώθηκαν 75 χρόνια από τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και το 1998 άλλα τόσα από τη συνθήκη της Λωζάννης. Ο Αράλοφ στο έργο του δεν αναφέρει καθόλου ότι οι περισσότεροι Έλληνες στη Μικρά Ασία ήταν αυτόχθονες.


[1] S. I. Aralov, Vospominanija Sovetskogo diplomata, 1922-1923, Μόσχα, 1960, σσ. 93-94 (στη συνέχεια: Aralov).

[2] Aralov, ό.π., σ. 23.

[3] Aralov, ό.π., σ. 27.

[4] Aralov, ό.π., σ. 34.

[5] Aralov, ό.π., σ. 41-42.

[6] Aralov, ό.π., σ. 54.

[7] Aralov, ό.π., σ. 59.

[8] Aralov, ό.π.

[9] Aralov, ό.π., σ. 67.

[10] Aralov, ό.π., σ. 76.

[11] Aralov, ό.π., σ. 77.

[12] Aralov, ό.π., σ. 84-85.

[13] Aralov, ό.π., σ. 92.

[14] Aralov, ό.π., σ. 93.

[15] Aralov, ό.π., σ. 94.

[16] Aralov, ό.π., σ. 130.

[17] Aralov, ό.π., σ. 133.

[18] Aralov, ό.π., σ. 134.

[19] Aralov, ό.π., σ. 137.

[20] Aralov, ό.π.

[21] Aralov, ό.π., σ. 138.

[22] Aralov, ό.π., σ. 162.

[23] Aralov, ό.π.

[24] Aralov, ό.π., σ. 167.

[25] Aralov, ό.π., σ. 168-190.

[26] Aralov, ό.π., σ. 201.

[27] Aralov,ό.π., σ. 213. Νομίζω πως θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι, με το τουρκο-σοβιετικό σύμφωνο του 1921, η Σοβιετική Ένωση παραχώρησε στην Τουρκία την περιοχή του Καρς και ότι μεταξύ των δύο κρατών υπογράφηκαν τρεις συνθήκες: η πρώτη στη Μόσχα, στις 16 Μαρτίου 1921, η δεύτερη, «το σύμφωνο του Καρς», στις 13 Οκτωβρίου 1921, και η τρίτη, στην Άγκυρα, στις 2 Ιανουαρίου 1922, μεταξύ Τουρκίας και Ουκρανίας, στην οποία αναφερθήκαμε, όταν γράφαμε για τον Φρουνζέ, και ακόμη ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν η πρώτη χώρα η οποία αναγνώρισε, το 1920, την Τουρκία του Κεμάλ Ατατούρκ (SSSR i Turcija, 1917-1979, σσ. 25-33). Η Σοβιετική Ένωση ήθελε, πάση θυσία, την ελεύθερη επικοινωνία με την Ανατολική Μεσόγειο και το κλειδί το κατείχε η Τουρκία στα Στενά (Για περισσότερα βλ. Ν. Μοσχόπουλος, Το ζήτηµα των Στενών: Συμβολή εις την διπλωματικήν ιστορίαν, Αθήνα, 1926. Ανατύπωσις εκ του υπ’ αρ. 14 Δελτίου του Ελλ. Συλλ. Κοιν. Εθνών. – Documents secrets de l’ancien Ministère des Affaires Etrangères de Russie, Constantinople et les Détroits, 2 τόμοι, Παρίσι, 1930. Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου, Η πολιτική της Ρωσίας διά την Κωνσταντινούπολιν και τα Στενά κατά τον Α΄ Παγκόσμιον Πόλεμον, Αθήνα, 1975, όπου και η σχετική βιβλιογραφία).

[28] Aralov, ό.π., σ. 219.

[29] Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 2.3.1997, σ. 16.

[30] Αθήναι, 1955 (Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού).

[31] Αθήνα, 1993 (Από το Εθνικό Τυπογραφείο).

[32] Frangoise Arvanitis, «La Grèce: interprétation d’une crise-marasme», Hérodote (Balkan et Balkanisation) 1991, τεύχος 63, σσ. 130-147 (βλ. κυρίως τη σελίδα 137).

[33] Ε (Περιοδικό της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας), τεύχος 322, 8.6.1997, σ. 15.

[34] Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τόμος 4ος, Αθήνα, Πάπυρος 1968, σ. 324.

* Ο Κωνσταντίνος Παπουλίδης (1934-2017) ήταν διδάκτορας θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου των Παρισίων. Υπήρξε για πολλά χρόνια ερευνητής για θέματα θεολογικού, ιστορικού και εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος,  Ήταν γνωστός στην ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία ως ειδικός στα ελληνορωσικά θέματα. Διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης και υποδιευθυντής του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στα Βαλκανικά Σύμμεικτα, τεύχος 10 (1998), σσ. 183-195.

Ενισχύστε την προσπάθειά μας κάνοντας μια δωρεά στο Άρδην πατώντας ΕΔΩ.

Γνωρίστε τα βιβλία των Εναλλακτικών Εκδόσεων

Ακολουθήστε το Άρδην στο Facebook

Εγγραφείτε στο κανάλι του Άρδην στο Youtube

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ