Αρχική » Τα λάθη του κ. Παντελή Μπουκάλα στην μετάφραση της Παλατινής Ανθολογίας

Τα λάθη του κ. Παντελή Μπουκάλα στην μετάφραση της Παλατινής Ανθολογίας

από Αλέξανδρος Ασωνίτης

Επιγραφή με επίγραμμα που περιέχεται στην Παλατινή Ανθολογία (Βιβλίο Ι,10, 31). Κόγχη από τον ναό του Αγ. Πολυεύκτου στην Κωνσταντινούπολη, 524-527 μ.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης

του Αλέξανδρου Ασωνίτη*

Καθώς, λοιπόν, κυκλοφόρησαν οι Καθαρμοί,  το τελευταίο μυθιστόρημα της τριλογίας μου Πένθος και Έξαρση  (Εκτέλεση και Εκδίκηση, τα δύο πρώτα,  όλα απ’ τις εκδ. Πατάκη), και ετοιμάζω εντατικά πλέον την μελέτη μου Τα Δεξιθάνατα Ζεϋμπέκικα,  Ρεμπέτικα και Λαϊκά τραγούδια για τον θάνατο, που θα κυκλοφορήσει του χρόνου, είχε έρθει  η ώρα να παραβάλω στίχους των αμείλικτων και εκθαμβωτικών αυτών  τραγουδιών  με αποσπάσματα-στίχους από τον Όμηρο, τους Προσωκρατικούς, την τραγωδία, τα μοιρολόγια, την σύγχρονη ποίηση, πεζογραφία κ.λπ. Ό,τι συνέπεται, είναι το  φιλοσοφικό-μεταφυσικό τραγούδι του ελληνισμού και του πολιτισμού του, από τον πάπυρο του Δερβενίου μέχρι τις μέρες μας. Περισσότερα, άμα τη κυκλοφορία. Φυσικά παραβάλλω και την Παλατινή Ανθολογία, τα περίφημα επιτύμβια του εβδόμου βιβλίου. Έχω δύο μεταφράσεις: αυτήν του αείμνηστου Ανδρέα Λεντάκη (εκδ. Κέδρος 1972, συμπληρωμένη εκδ. Γκούντεμπεργκ, 2019) και τον Επιτάφιο Λόγο (εκδ. Άγρα, 1999),  σε μετάφραση του  «λόγιου συντάκτη» της «Καθημερινής», ποιητή (βραβευμένου), δοκιμιογράφου (βραβευμένου) και μεταφραστή, απ’ τα αρχαία, κ. Παντελή Μπουκάλα. Η επιλογή των  επιγραμμάτων του Επιτάφιου Λόγου έχει γίνει από τον  Γάλλο ελληνιστή Denis Roques στο βιβλίο Tombeaux Grecs  – Anthologie d’ Epigrammes  = Ελληνικά επιτύμβια – Aνθολογία Eπιγραμμάτων, έκδοση του οίκου Γκαλλιμάρ (1995) που μεταφράσθηκε/μεταφέρθηκε  στα ελληνικά. Δυστυχώς, δεν έχω την μετάφραση-αυτοέκδοση του Βασίλη Λαζανά (1989) που περιλαμβάνει ολόκληρο το 7ο βιβλίο με τα επιτύμβια και δεν βρίσκεται ούτε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ως τίτλος είναι μεν καταχωρισμένος, αλλά αντίτυπο δεν υπάρχει και άδικα το αναζήτησα. Ας αναλάβει κάποιος οίκος να το επανεκδώσει.

Διαβάζοντας και μεταφράζοντας όσα επιγράμματα ήθελα για την μελέτη μου, διαπίστωσα στον Επιτάφιο Λόγο μεταφραστικά  λάθη του κ. Μπουκάλα τέτοια, που προκαλούν ερωτηματικά και απορίες, δεδομένου ότι  θεωρείται  και δεινός αρχαιογνώστης.

Ας δούμε μερικά απ’ τα λάθη του, κι ας τεκμηριώσουμε την άποψή μας:

• Παλατινή Ανθολογία, λοιπόν, βιβλίο  7ο, επίγραμμα 8ο: Ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος γράφει για τον Ορφέα: «…  Ώλεο γαρ. σέ δέ πολλά κατωδύροντο θύγατρες  Μναμοσύνας…». Εύκολα παρατηρεί  κανείς τις δύο εμφατικές διατυπώσεις: «Πολλά» και αμέσως «κατωδύροντο», αντί του απλού: «ωδύροντο». Ο  Π.Μ. το παραβλέπει και μεταφράζει: «…χάθηκες πια κι οδύρονται οι κόρες της Μνημοσύνης», αντί, π.χ.,   «οδύρονταν και  στέναζαν γοερά», για να αποδώσει τις δύο αλλεπάλληλες εμφατικές διατυπώσεις, όπως επιβάλλεται.

• Σιμίας, ο περίφημος «προμοντερνιστής», από την Ρόδο, επίγραμμα για τον Σοφοκλή, 7. 22: ο Π. Μ. αποδίδει το επίθετο για τον Σοφοκλή «μελιχρός», στην φράση: «…είνεκεν ευμαθίης πινυτόφρονος, ην ο μελιχρός ήσκησεν Μουσών άμμιγα κακ Χαρίτων», ως  ευλογημένος: «…που άσκησε των Μουσών και των Χαρίτων ο ευλογημένος». Επιλέγει, δηλ., όχι μόνο μια λέξη με άλλη έννοια απ’ το «μελιχρός» αλλά και με καθαρά εκκλησιαστική σημασία, επικρατήσασα  ήδη από την μετάφραση των Ο΄, π.χ.: «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», και τα Ευαγγέλια, π.χ.:  «Ευλογημένη συ εν γυναιξίν, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου», εξ ου και οι αμιγώς εκκλησιαστικές λέξεις: ευλογητάρια, ευλογητός, ευλόγησις. Δεν είναι μόνο λάθος επιλογή όμως, είναι και πολιτισμικώς ανοίκεια. ΄Εχει, π.χ., χαρακτηρίσει ποτέ κάποιος αρχαίος «ευλογημένο» τον Όμηρο, τον Αισχύλο κ.λπ;  «Μελιχρός» σημαίνει γλυκός σαν μέλι,  θα το αποδίδαμε λοιπόν: μελίρρυτος ή γλυκομίλητος ή καλλίλογος ή, παραφραστικώς: διαλεχτός,  προικισμένος. Επιπλέον, η φράση «είνεκεν ευμαθίης πινυτόφρονος, ην ο μελιχρός ήσκησεν…» δεν μιλάει για «υψηλόφρονα τέχνη που άσκησε των Μουσών και των Χαρίτων ο ευλογημένος», όπως  μεταφράζει, αλλά για «απέριττη σωφροσύνη που έσμιξε, στην γλυκειά φωνή του, με τις Μούσες και τις Χάριτες». Σημειωτέον, ότι η έκδοση Loeb παραδίδει «ευεπίης» = καλλιέπειας  αντί «ευμαθίης» και «και»  αντί «κακ». Το «άμμιγα» σημαίνει  «αναμεμιγμένη». Ευλογητός, από το εύ + λέγω: λέω καλά λόγια, επαινώ, εγκωμιάζω.

• Τι σημαίνει η λέξη-ονομασία Λιβύη στα αρχαία; Την σημερινή χώρα Λιβύη ή κάτι διαφορετικό; Στα τρία επιγράμματα που την περιλαμβάνουν, ο μεταφραστής επιλέγει  την σημερινή έννοια της λέξης αφήνοντάς την ως έχει: Λιβύη,  λιβυκή. Επίγραμμα  πρώτο, 7. 166, του Διοσκουρίδη ή του Νικάρχου:  «Την Λαμίσκην … αι  παρά Νείλω κρύπτουσιν Λιβύης ηιόνες εικοσέτιν». Μεταφράζει:   «η Λαμίσκη … στις λιβυκές ακτές, κοντά στον Νείλο, κείται, είκοσι χρονώ». Είναι σωστό;  Ο Νείλος πάντα ανήκε στην Αίγυπτο και βρίσκεται στ’ ανατολικά της χώρας. Άρα, οι ακτές δίπλα απ’ το Νείλο δεν μπορεί να είναι λιβυκές, του σημερινού  κράτους Λιβύη, αλλά αιγυπτιακές. Άλλωστε, αν ο ποιητής εννοούσε τις σημερινές λιβυκές ακτές,  θα έγραφε μακριά, και όχι δίπλα: «παρά», απ’ τον Νείλο, άρα μας υποδεικνύει και επιβάλλει μιαν άλλη σημασία. Ποια; Να δούμε το  δεύτερο. Peek 621, Μεσογειακά επιγράμματα: «…ού πατρίς ην Λιβύη» = «…πατρίδα του ήταν η Λιβύη» μεταφράζει ο Π. Μ. κατηγορηματικώς και πάλι. Άρα, μας λέει απερίφραστα πως και αυτό το επίγραμμα αναφέρεται στην σημερινή Λιβύη.

Τρίτο επίγραμμα, Peek 1749: «…Ηδύος ιατρού, πολλήν γαίαν κατιδόντος  ωκεανού τε ροάς και τέρματα ηπείροιο Ευρώπης και Λιβύης τ’ ηδ’  Ασίας μεγάλης». Μεταφράζει: «… του Ηδύος. Γιατρός ήταν. Και κόσμο γνώρισε πολύ, τα ρεύματα του ωκεανού και της στεριάς την άκρη, μα στην Ευρώπη, στη Λιβύη και τη μεγάλη Ασία». Και πάλι εδώ αφήνει το: Λιβύη ως έχει. Άρα, κατά την  κρίση του, πρόκειται αναμφίλεκτα για την σημερινή Λιβύη. Η φράση «Ευρώπης και Ασίας και Λιβύης»,  ξέρουμε όλοι ότι ήταν στερεοτυπική, χρησιμοποιείτο συχνότατα.

      Πού έγκειται το τρις διαπραχθέν λάθος του μεταφραστή, στο οποίο υποπίπτουν και δόκιμοι μεταφραστές (όπως στην «Οδύσσεια», π.χ.,  δ 85, ο Δ. Μαρωνίτης, στην μετάφραση του οποίου λάμπει η αξέχαστη  απόδοση του: «γλαυκώπις Αθηνά» ως:  «η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας,», π.χ., ε 427, απόδοση που προδήλως υπηρετεί την διακηρυχθείσα απ’ τον μεταφραστή «απομυθοποίηση του πρωτοτύπου», κατά δήλωσή του στον τ/σ seven-x); Τι σημαίνει, λοιπόν, στ’ αρχαία: Λιβύη, και πώς πρέπει να αποδίδεται; Κατά το μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης  των Λίντελ και Σκότ (να δούμε πότε θα αξιωθούμε να τους τιμήσουμε): «Λιβύη: η, το βόρειον μέρος της Αφρικής, το προς δυσμάς της Αιγύπτου… παρά μεταγεν. ωσαύτως επί όλης της ηπείρου». Σαφές τι σημαίνει.  Κατά την 12τομη Σύγχρονη Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη: «Αρχαίον όνομα της Β. Αφρικής, άνευ της Αιγύπτου …. Διεκρίνετο εις έξω Λιβύην ή απλώς Λιβύην, και περιελάμβανε τας εγγύς της Μεσογείου χώρας, και εις την εντός Λιβύην, περιλαμβάνουσα τας γνωστάς και αγνώστους χώρας του εσωτερικού».

    Τι σημαίνει, λοιπόν,  «Λιβύη» και πώς όφειλε ο μεταφραστής να αποδώσει ορθώς την λέξη και στα τρία επιγράμματα; Στο α΄: την σκέπασαν οι αφρικανικές (ή και:  αιγυπτιακές) ακτές κοντά στον Νείλο. Στο β΄: που πατρίδα του ήταν η Αφρική (ή η Βόρεια Αφρική) και στο γ΄: Ευρώπης, Αφρικής και της μεγάλης Ασίας. Πολύπερισσότερο μάλιστα, στο γ΄, όταν προηγείται της Ευρώπης η λέξη ήπειρος, που σημαίνει στεριά αλλά και  ήπειρος, εξ ου και το: «αι δισσαί ήπειροι», έκφραση για την Ευρώπη και την Ασία, της οποίας το επίθετο «μεγάλη» (εξ ου και το «Μικρά Ασία»: Ιωνία κ.λπ), μαζί με την ίδια την λέξη Ευρώπη αλλά και ολόκληρη την σχετική πρόταση, επιβάλλουν την  σημασία:  ήπειρος  και όχι στεριά. Γύρισε και τις τρεις  ηπείρους, Ευρώπη,  Αφρική (=Λιβύη) κι Ασία, μας λέει καθαρά ο επιγραμματοποιός,  όχι δυο ηπείρους και μια χώρα,  όπως αποδίδει εσφαλμένα ο Π.Μ. αφήνοντας  αμετάφραστη την λέξη: Λιβύη που σήμερα είναι ονομασία χώρας κι όχι ηπείρου. Θυμίζω ότι η φράση χρησιμοποιείτο ακέραιη και απ’ τους Ρωμαίους, π.χ. η πλήρης ονομασία του βωμού «του αγνώστου θεού» στην Αθήνα, που αναφέρει ο Παύλος,  ήταν: «Θεοίς Ευρώπης  και Ασίας και Λιβύης, Θεώ αγνώστω και ξένω». Στα λατινικά αποδόθηκε: «…diis Asiae et Europae et Africae,    diis ignotis  et peregrinis»  (Ιερώνυμος, ad. Titum 1.12).

   Επιπλέον,  ο ανθολογούμενος περίφημος ποιητής Καλλίμαχος προσδιορίζεται, και από τον μεταφραστή, ως Κυρηναίος, απ’ την πόλη του Κυρήνη, ελληνική αποικία που σήμερα ανήκει στην χώρα Λιβύη, και όχι Λίβυος, απ’ την ανύπαρκτη, στην αρχαιότητα, χώρα  Λιβύη.  Συνεπώς, οι λέξεις: Λιβύη, λιβυκός κ.ά πρέπει να αποδίδονται υποχρεωτικώς ως αυτό που σημαίνουν: Αφρική, αφρικανική ή: Βόρεια Αφρική, βορειοαφρικανική.  

• Επίγραμμα ΠΑ 7, 182, του Μελέαγρου, το τελευταίο δίστιχο:«…ηώοι δ’ ολολυγμόν ανέκραγον, εκ δ’ υμέναιος σιγαθείς, γοερόν φθέγμα μεθαρμόσατο». Μεταφράζει: «Μα την αυγή ολολυγμός υψώθηκε κι ο υμέναιος για λίγο σίγησε και ευθύς μεταρρυθμίστηκε σε θρήνο».  Το «μεθαρμόσατο», είτε ως μέσο εκληφθεί είτε ως παθητικό, πρέπει να μεταφρασθεί «μετατράπηκε / μεταβλήθηκε» και όχι βεβαίως «μεταρρυθμίστηκε». Το μεταρρυθμίζω το χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε μεταρρύθμιση προγράμματος, νόμων, πολιτεύματος και όχι του είδους των τραγουδιών. Συνεπώς, «…τα γαμήλια τραγούδια κόπασαν και μετατράπηκαν σε  γοερές κραυγές»ή   «άφησαν τα τραγούδια του γάμου κι έπιασαν τα μοιρολόγια».  Λέξη ή φράση: «για λίγο» δεν υπάρχει στο  κείμενο.                .

• 7.217 του Ασκληπιάδη από την Σάμο: « … α, νέον άνθος ήβης  αποδρέψαντες  ερασταί  πρωτοβόλου, δι’ όσης ήλθετε πυρκαϊής». Μεταφράζει:  «Α, οι εραστές εσείς που δρέψατε την ήβη της όταν πρωτάνθιζε, και ποια η πυρκαγιά που διανύσατε». Έχετε ξανακούσει την φράση: «…ποια η πυρκαγιά που διανύσατε»; Είναι τόσο δύσκαμπτη  και αδόκιμη, που φοβάμαι δεν μπορεί να επικαλεσθεί κάποιος ούτε το: ποιητική αδεία.  Το ορθό είναι και κατανοητό και γλαφυρό, όπως το επίγραμμα: «…με πόσο πόθο φλογερό σπεύδατε κοντά της -πλαγιάζατε μαζί της-»     (αναφέρεται σε εταίρα) ή «ποια φλόγα θεριεμένη  σας πυρπόλησε». Ο Λεντάκης μεταφράζει πιστά: «…από ποια πυρκαϊά μέσα περάσατε». 

• Στο αδέσποτο 7. 329,  ένα ακόμη λάθος του κ. Π.Μ: «Μυρτάδα την ιεραίς με  Διωνύσου παρά ληνοίς  άφθονον ακρήτου σπασσαμένην κύλικα…» Μεταφράζει:  «Εγώ η Μυρτάδα. Πλάι  στου Διόνυσου τους ιερούς ληνούς άπληστα τ’ άκρατο κρασί ρουφούσα…». Άκρατο κρασί. Υπάρχει τέτοιο; Ο οίνος είναι ή άκρατος ή κεκραμένος, δηλ. κρασί. Και τα δύο μαζί, δεν γίνεται. Ο μεταφραστής όχι μόνο μεταφράζει το «άκρατος» ως «άκρατο κρασί», δηλ. ως οίνο νερωμένο ανέρωτο, αλλά δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του και τις προηγούμενες λέξεις: Η Μυρτάδα ρουφούσε δίπλα απ’ τον ληνό, καιροφυλακτούσε, θα λέγαμε, στο πατητήρι, έπαιρνε γλεύκο  = μούστο και ρουφούσε αχόρταγα. Αλλά κατά τον Π.Μ.  τον νέρωνε, τον μούστο τον γλυκύ. Τότε γιατί πήγαινε στο πατητήρι; «Κρασί», από το μεσαιωνικό κράσιν,  αυτό απ’ το κράσις, ανάμιξη, κι αυτό απ’ το κεράννυμι/κεραννύω = αναμιγνύω. Άκρατο κρασί, λοιπόν;

     Όχι. Μερικές σελίδες πιο κάτω, στο επίγραμμα 7. 454, του Καλλίμαχου του Κυρηναίου, και όχι Λίβυου, «Τον βαθύν οινοπότην Ερασίξενον η δις εφεξής ακρήτου προποθείσ’ ώχετο έχουσα κύλιξ»,  ο μεταφραστής αλλάζει άρδην γνώμη και αφήνει την λέξη ως έχει: άκρατο, σκέτο, χωρίς να προσθέσει την λανθασμένη, και αντιθετική ως προς το άκρατο, λέξη: κρασί. Αλλά δεν είναι και 100% σίγουρος και δεν διορθώνει το πρώτο, αφήνει και τα δύο:  «Δεινός οινόφλυξ ο Ερασίξενος. Μια δυο φορές απανωτά την κύλικα άδειασε άκρατο γεμάτη. Και μαζί της τον πήρε». Τι απ’ τα δύο επιλέγει τελικά, ποιο είναι το σωστό; Άκρατο κρασί ή άκρατος, σκέτο; Μπορούσε φυσικά για το «άκρατος» να θυμηθεί το σκοτίτης, επίθετο σημερινό για τον ντόπιο σπιτικό οίνο που σκοτεινιάζει τον νου και προκαλεί ζάλη, επειδή είναι άκρατος, εν πολλοίς,  ή  το «ανέρωτο», φυσικά. Έτσι μεταφράζει την λέξη  «Βάκχο» κι ο Α. Λεντάκης: «μ’ αβάσταγος στ΄ ανέρωτο κιρασί βούτηξε» (ή «πέσε με τα μούτρα στ’ ανέρωτο κρασί») = λάβρος δ΄ εις Βάκχον ολισθών», Απολλωνίδης, ΠΑ 11, 25

• Γνωρίζει κανείς κάποιον «νόμο για τους νεκρούς»; Θα το μάθουμε στην ΠΑ 7, 336, ανώνυμο:  «… Εύρον οϊζυρού τέρμα μόλις βιότου, ηλλάχθη δ’ επ’ εμοί νεκύων νόμος. ου γαρ έθνησκον πρώτον, έπειτ’ ετάφην, αλλά ταφείς έθανον». Πώς το μεταφράζει ο κ. Π.Μ.; «…να βρω το τέλος μιας ζωής ελεεινής. Κι ο νόμος άλλαξε για με. Δεν θα πεθάνω πρώτα κι ύστερα η ταφή μου, παρά θε να ταφώ για να πεθάνω». Εύλογα διερωτάται κανείς γι’  αυτόν τον αμετάφραστο νεκρονόμο που παραπέμπει συνειρμικά και στο «Νεκρονομικόν», του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ: ποιος νόμος για τους νεκρούς,  τι νόμος ήταν αυτός; Νόμοι και προτάσεις για τα νεκρικά έθιμα υπήρχαν, για τα μοιρολόγια κ.λπ (βλ. Σόλωνας, Πλάτωνας), αλλά  νόμος για τους νεκρούς, τι να όριζε άραγε; Κι η  λέξη «νόμος»  τι σημαίνει;  Ο κ. Π. Μ.  αφήνει την λέξη ως έχει, αλλοιώνοντας το νόημα. Η δέουσα μετάφραση: «…εδώ βρήκα το τέλος της συφοριασμένης μου ζωής, για μένα κιόλας άλλαξε (θα προτιμούσα ως απόδοση, το: εγώ άλλαξα -ο ποιητής χρησιμοποιεί το γ΄ παθητικό ως αυτοσαρκασμό του αφηγητή και για να προσδώσει δήθεν αντικειμενικότητα στα λόγια του)  η φυσιολογική διαδικασία θανάτου. Δεν πέθανα πρώτα κι ύστερα τάφηκα (:όπως είναι ο νόμος, το φυσικό), αλλά πρώτα τάφηκα κι ύστερα πέθανα». Θάφτηκε μόνος του ζωντανός, δηλαδή, κομπορρημονεί. «Θα μπω στο μνήμα ζωντανός,  τον  Χάρο να προσμένω», που τραγουδάει η Γκρέυ, κι άλλο ένα ο Καζαντζίδης: «ένα μνήμα μένει τώρα για να σκάψω κι απ’ τον κόσμο μια για πάντα να χαθώ», που ανθολογούνται φυσικά στην προαναφερθείσα μελέτη μου.  Αλλά και το 7. 682 του Παλλαδά είναι περεμφερές: «Γέσσιος ου τέθνηκεν επειγόμενος  παρά Μοίρης. Αυτός την Μοίραν προύλαβεν εις Άίδην» = «Ο Γέσσιος δεν πέθανε σπρωγμένος πρόωρα απ’ την Μοίρα. Αυτός πρόλαβε την Μοίρα του στον Άδη».  Επί πλέον, γιατί μεταφράζει τον Αόριστο «έθνησκον, ετάφην» με Μέλλοντα; Για επιτύμβια πρόκειται. Ποιος νόμος για τους νεκρούς άλλαξε, λοιπόν; Και πριν αλλάξει, τι όριζε; Νόμος: το νενομισμένο, η συνήθεια, το γενικώς αποδεκτό, το πατροπαράδοτο. Από ‘δώ όλες οι υπόλοιπες σημασίες.

   Και το επίγραμμα 1656 του Peek δείχνει την επιβαλλόμενη  απόδοση: «Πάσι νόμος το θανείν…». Στην μετάφρασή του: «Νόμος όλων  ο νόμος του θανάτου». Σωστά. Άλλο, όμως:   «νόμος το θανείν», που μένει ως έχει, κι  άλλο:  «νεκύων νόμος», που πρέπει να αποδοθεί. Σε λαϊκό τραγούδι ακούμε: «Για όλους τους ανθρώπους  υπάρχει ο ίδιος νόμος (Πάσι νόμος το θανείν), κανείς δεν αποφεύγει το γραπτό…» (δεν ξέρω τον στιχουργό και τους άλλους   συντελεστές). 

  Αυτά τα ευάριθμα -υπάρχουν κι άλλα. Όμως, τίποτε, από όσα παρέθεσα, δεν υπέπεσε στην αντίληψη του φιλολόγου  κ. Γιώργη Γιατρομανωλάκη που στην σχετική κριτική του στο Βήμα, αφού επαινεί τον μεταφραστή, αρκείται να παρατηρήσει ότι:  «Οι ενστάσεις μας για την απόδοση του Μπουκάλα εστιάζονται κυρίως στις μεταφράσεις των επιγραμμάτων του VII βιβλίου. Μπορεί το κείμενο να αναδίδει θέρμη, αλλά το πολύπλοκο και το δύστροπο του πρωτοτύπου δημιουργεί συχνά προβλήματα. ΄Ετσι, κάποτε εκπίπτουν τα πολυσύνθετα επίθετα και συρρικνώνεται ο στίχος και άλλοτε αναφύονται παρερμηνείες https: //www.tovima.gr / 2008/11/24/books-ideas/keimilia-tis-poiisis/. Και φέρει ως παράδειγμα ένα στρυφνό επίγραμμα, το 24ο, του Σιμωνίδη του Κείου, για τον Ανακρέοντα τον Τήιο (απ’ την Τέω της Μικράς Ασίας, Ιωνική Δωδεκάπολις) προσάπτοντας στον μεταφραστή ότι απέδωσε λάθος την φράση: «κρούων την φιλόπαιδα χέλυν» ως «την λύρα μεθυσμένος έκρουε, των αγοριών την ερωμένη». «Χέλυς» υποδηλώνει-σημαίνει την «παιδεραστική λύρα», κατά τον κ. Γ.Γ. που, ωστόσο, παραλείπει να το τεκμηριώσει (το Λίντελ-Σκοτ δεν αναφέρει τέτοια ερμηνεία).

    Τέλος,  ο κ. Π.Μ. δεν αναφέρει, στο επίμετρό του, αν χρησιμοποίησε ως βοήθεια ή για αντιπαραβολή κάποια άλλη μετάφραση των επιτυμβίων επιγραμμάτων του 7ου βιβλίου της Παλατινής, του Βασίλη Λαζανά, με ολόκληρο το 7ο βιβλίο, του Ανδρέα Λεντάκη,   την γαλλική του Ντενί Ροκ, που είχε μπροστά του, ή κάποια άλλη, ξένη ή ελληνική, παραθέτει απλώς ονομαστικά, σε σημείωση, κάποιους απ’ όσους (μεταξύ τους κι ο Οδυσσέας Ελύτης) έχουν «καταπιαστεί με την μετάφραση» των επιτυμβίων της Παλατινής. Ο Λεντάκης, αντιθέτως, παραθέτει δεκάδες ονόματα μεταφραστών μέχρι το 1993 και επιπλέον κατάλογο των 18 μεταφράσεων  με την «πιο συγκεντρωμένη δουλειά». Ο Τζίμης Παπανικολόπουλος στην μνημειώδη έκδοση των ποιημάτων του  Παλλαδά (εκδ. Πολύτυπο, 2004) παραθέτει 8 μεταφράσεις, μεταξύ τους και αυτήν του κ. Π.Μ. αποδίδοντας με επιχειρήματα, ο Τ.Π., το ανώνυμο 7, 339 στον Παλλαδά.

 Εκτός τούτου,  θα ήταν ενδιαφέρον οι εκδότες και ο κ. Π.Μ  να  εξηγήσουν το παράδοξο της αγοράς ενός γαλλικού βιβλίου με επιγράμματα της Παλατινής (βιβλ. 7ο  και 8ο), της Ανθολογίας του Μάξιμου Πλανούδη (συμπεριλαμβάνεται στην Παλατινή, βιβλ. 16ο) και της συλλογής του Peek (GVI). Γιατί δεν διάλεξε  ο κ. Π. Μ. όποια επιγράμματα έκρινε αυτός, όπως έπραξε ο Α. Λεντάκης, αφού τα πρωτότυπα υπάρχουν σε διάφορες εκδόσεις (Loeb, Βude); Και πώς είναι δυνατόν σε έκδοση επιτυμβίων της Παλατινής να μην περιλαμβάνεται κανένα του Παλλαδά και να μην προσθέσει ο ίδιος ένα, στο επίμετρό του, για να θεραπεύσει, κατά το δυνατόν,  την κραυγαλέα αυτή έλλειψη του γαλλικού ανθολόγιου;

     Απορία προκαλεί, εξ άλλου,  κι η μομφή του κατά της Ελλάδας, στο επίμετρο, σ. 194: «τα λεγόμενα πραγματικά επιγράμματα … από επιτάφιες στήλες και μνημεία έχουν ήδη δημοσιευτεί (από αυτά πάντως ελάχιστα έχουν εκδοθεί και μεταφραστεί στην χώρα ετούτη που καυχάται για την λαμπρή απόγονη μοίρα της)»,  Πώς ψέγει την Ελλάδα, όταν ο ίδιος χρησιμοποιεί τις ανθολογικές επιλογές ενός τρίτου; Και 23 χρόνια έκτοτε, πόσα από αυτά τα επιτύμβια μετέφρασε/εξέδωσε εκείνος, ώστε να νομιμοποιείται να ψέγει; (Επιπλέον απορία προκαλεί βέβαια και το γεγονός ότι δέχεται βραβεία από επίσημους θεσμούς μιας κοινωνίας την οποία ελεεινολογεί σκαιότατα, βλ. Lifo 21-9-2019, δεν είναι όμως του παρόντος).

      Εν τέλει, και παρ΄ όλ’ αυτά, η προσπάθεια του κ. Π. Μ., και παρά τις μικρές προτάσεις της μετάφρασης προς άγραν ποιητικότητας (μαζί με την συχνή  χρήση του αντιθετικού  συνδέσμου «μα») και παρά το πλεονάζον μελοδραματικό ύφος, ειδικά στο επίμετρο, είναι καθόλα αξιέπαινη και θα ικανοποιούσε τους καλούς μας υπερρεαλιστές που διεκήρυσσαν το 1926: «Δεν έχουμε και τόσο σχέση με την λογοτεχνία. Αλλά όποτε το θελήσουμε, θ’ ασχοληθούμε μαζί της όπως οποιοσδήποτε άλλος». Ίσως αυτό να έκαμψε και τις τελευταίες αντιστάσεις του Σάμι (Σαμουήλ) Ρόουζενστοκ (Rosenstock), άλλως Τριστάν Τζαρά, και εγκατέλειψε το παιδί του, τον ντανταϊσμό, κι αφοσιώθηκε στο ψυχοπαίδι του, τον συρρεαλισμό.

 Ο Αλέξανδρος Ασωνίτης είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα Καθαρμοί, απ’ τις εκδόσεις Πατάκη. Διευθύνει την σχολή σεμιναρίων Ανοιχτή Τέχνη, στο Σύνταγμα.

Οι αποψεις των συγγραφέων δεν υιοθετούνται κατ’ ανάγκην από την ιστοσελίδα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ