Συνέντευξη του Πιερ Μπροσάν στην Εζενί Μπαστιέ δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 21.
Σε μια μεγάλη συνέντευξη στην εφημερίδα Le Figaro, στις 21 Φεβρουαρίου 2020, ο Pierre Brochand πιστεύει ότι τα προβλήματα που θέτει η μετανάστευση πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα των κρατών. Εξηγεί το γιατί, μέσα από μια εκτενή ιστορική αναδρομή και μια ανάλυση του μετα-αποικιακού πλαισίου της παγκοσμιοποίησης. Η συνέντευξή του αναπαράγει τα βασικά σημεία της εισήγησής του σε ημερίδα του Ιδρύματος Res Publica, του Jean-Pierre Chevènement, με θέμα: «Για μια πραγματική μεταναστευτική πολιτική». Παραθέτουμε τη συντομευμένη εκδοχή της συνέντευξης διότι η εισήγηση του Μπροσάν, εξαιτίας της έκτασής της –πάνω από 30.000 λέξεις–, είναι αδύνατο να αναπαραχθεί εδώ (μπορεί κανείς να ανατρέξει σ’ αυτήν και διαδικτυακά: Pierre Brochand, Pour une véritable politique de l’immigration, 19 Ιουλίου 2019, www.fondation-res-publica.org).
Μετάφραση: Γιώργος Καραμπελιάς
Πιστεύετε πως από όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας, η μετανάστευση είναι η πιο επικίνδυνη. Άλλοι θα προτιμούσαν να αναφερθούν στο κοινωνικό ή το περιβαλλοντικό ζήτημα. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η μετανάστευση αποτελεί προτεραιότητα;
Η μετανάστευση, έτσι όπως την αφήσαμε να εξελιχθεί για μισό αιώνα, προφανώς δεν είναι η μοναδική πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα μας. Αλλά, την θεωρώ ως την πιο επικίνδυνη για δύο τουλάχιστον λόγους. Ο πιο βασικός είναι ότι επαναφέρει τις «μη διαπραγματεύσιμες» συγκρούσεις –θρησκευτικές, φυλετικές, αποικιακές– που η Γαλλία θεωρούσε ότι έχει ξεπεράσει εδώ και πολύ καιρό: 1905, 1945, 1962, ανάλογα με την περίπτωση. Με τον όρο «μη διαπραγματεύσιμες» εννοώ χάσματα «ποιοτικού χαρακτήρα», τα οποία πρέπει να διαφοροποιηθούν από το κοινωνικό ζήτημα το οποίο έχει γίνει «ποσοτικό» χάρη στο κράτος πρόνοιας και την «αγοραστική δύναμη».
Έτσι, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε σε διαπιστώσεις που εθεωρείτο ότι είχαν ξεπεραστεί. Δηλαδή, ότι μεταξύ των ανθρώπων υπάρχουν διαφορές τις οποίες δεν μπορούν να εξομαλύνουν ούτε η σύμβαση, ούτε το νόμισμα ούτε ο διάλογος, και ακόμα λιγότερο ο «συνταγματικός πατριωτισμός» και ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να θέσουν και πάλι σε κίνδυνο την κοινωνική ειρήνη, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία η οποία, πιστεύοντας ότι έχει ανοσοποιηθεί, παραμένει τυφλή απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο.
Εξ ου και η δεύτερη ανησυχία μου: το γεγονός δηλαδή ότι η ιδεολογία της κοινωνίας των ατόμων, μέσα στην οποία ζούμε, παραγνωρίζει, εκ κατασκευής, την πραγματικότητα ενός τέτοιου κινδύνου και, κατά μείζονα λόγο, την ανάγκη να τον αποτρέψει. Πράγματι, το υπερ-μοντέρνο και μετα-πολιτικό δόγμα της μας επιβάλλει να βλέπουμε παντού μόνο άτομα, όμοια μεταξύ τους, εκεί όπου αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια για να διαπιστώσουμε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ομάδες μη υποκαταστάσιμες: «έθνη» σύγχρονα, ιστορικά και πολιτικά, «κοινότητες» φυσικές, προ-μοντέρνες και προ-πολιτικές, «πολιτισμοί» ευρύτερης εμβέλειας.
Και στο όνομα ακριβώς μιας τέτοιας στρεβλής αντίληψης οι μετανάστες γίνονται αποδεκτοί, ως όντα μοναχικά, που έχουν τα ίδια κυριαρχικά δικαιώματα όπως οι γηγενείς και οι αφομοιωμένοι. Πράγμα που δεν εμποδίζει τους ενδιαφερόμενους, μόλις εγκατασταθούν, να ανασυγκροτήσουν τις «ετερόνομες κοινότητες», ακόμη και τα «προβληματικά έθνη», στα οποία ανήκαν προηγουμένως και τα οποία δεν άρκεσε η διέλευση ενός πλασματικού συνόρου για να τους κάνει να τα ξεχάσουν.
Όπως όλες οι ιδεολογίες που διαψεύδονται από την πραγματικότητα, έτσι και το δόγμα μας προσπαθεί να την συσκοτίσει. Τη μια μέρα αρνείται οποιαδήποτε ετερότητα στο όνομα των «αξιών της Δημοκρατίας», έκφραση με μεταβλητή γεωμετρία, την οποία αποφεύγει να διευκρινίσει. Την επομένη, πλέκει το εγκώμιο της «διαφορετικότητας» ως εμπλουτισμό αλλά και ως αναπόφευκτο φαινόμενο. Δύο μέρες μετά, καλεί σε «αγώνα» ενάντια στην «κοινοτιστική περιχαράκωση» ή τον «διαχωρισμό» χωρίς να οπλίζεται και με τα κατάλληλα μέσα για να το πράξει.
Διότι, για να αποκτήσει αυτά τα μέσα, θα πρέπει να παραχωρήσει και πάλι στο εθνικό κράτος τη δυνατότητα της πολιτικής δράσης, από την οποία η κοινωνία των ατόμων το έχει στερήσει, μια και το έχει φυλακίσει στα δίχτυα του «κράτους δικαίου». Όμως μια τέτοια επαναφορά έχει αποκλειστεί από την «προοδευτική» εκδοχή της Ιστορίας, στην οποία η κοινωνία μας θεωρεί ότι πρωτοπορεί. Ως εκ τούτου, το εθνικό κράτος εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά από τη διπλή διάστασή του, πολιτική και γραφειοκρατική, διατηρεί μόνο τη δεύτερη: τη διάσταση ενός τεράστιου ανθρωπιστικού οργανισμού, μητρικού διανομέα δικαιωμάτων και παροχών, ανίκανου να αρνηθεί την απεριόριστη διεύρυνσή τους. Αφού του απαγορεύθηκε να παρεμβαίνει ανάντη, όπου έχει αντικατασταθεί από το δίκαιο, ο άλλοτε Λεβιάθαν περιορίζεται στο να επιδένει τραύματα κατάντη, ρίχνοντας δισεκατομμύρια στο άπατο πηγάδι των «θετικών διακρίσεων».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πιστεύω, κατ’ αρχάς, ότι μια πραγματική μεταναστευτική πολιτική απαιτεί μια οδυνηρή αναθεώρηση, δηλαδή να μην αφηνόμαστε πλέον στην «εκ των υστέρων» αντιμετώπιση μιας υποτιθέμενης αναπόφευκτης μοίρας, αλλά να ξαναπάρουμε αποφασιστικά τον «εκ των προτέρων» έλεγχο των ροών, οι οποίες μπορούν να ελεγχθούν, αρκεί να το θέλουμε. Και, δεύτερον, πιστεύω, ότι αυτή η πολιτική πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα: τι νόημα έχει να ξεκινάνε τεράστια κοινωνικά και περιβαλλοντικά προγράμματα εάν ένα σημαντικό μέρος αυτών των δαπανών θα αναιρείται από μια αδιάκοπη εισροή δικαιούχων χωρίς άμεση ανταπόδοση («φαινόμενο του λαθρεπιβάτη») και, κυρίως, αν η συγκρουσιακή αποσύνθεση της χώρας καταστρέφει τα όποια αναμενόμενα οφέλη.
Το πρώτο μέρος της ομιλίας σας στο Ίδρυμα Res Publica παρουσιάζεται ως μια σκιαγράφηση μιας ερμηνείας της Ιστορίας, εκ πρώτης όψεως απομακρυσμένη από το ζήτημα της μετανάστευσης. Πού οφείλεται αυτή η πολύ έμμεση προσέγγιση του προβλήματος;
Πράγματι, κάθε συζήτηση σχετικά με τη μετανάστευση αρχίζει, και συνήθως τελειώνει, με αριθμούς. Από την πλευρά μου, επειδή θεώρησα ότι στο πεδίο αυτό υπάρχει συμφωνία (400.000 εισροές ετησίως, εκτός των παράνομων μεταναστών) προτίμησα να μοντελοποιήσω το πρόβλημα, εκκινώντας από τις έννοιες που χρησιμοποιεί. Εξ ου και η ανάγκη για ένα πλαίσιο ανάγνωσης που χρησιμεύει ως θεμέλιο αυτών των εννοιών. Το πλαίσιο που προτείνω είναι εξαιρετικά απλουστευτικό, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει μια βάση για συζήτηση: χωρίς να μιλάμε απ’ ευθείας για τη μετανάστευση, μας παραπέμπει διαρκώς σε αυτήν.
Κρίνετε και μόνοι σας. Πολύ χονδρικά, ο καμβάς της Ιστορίας έχει ένα διπλό υφάδι. Από τη μία πλευρά, πρόκειται για μια «Ιστορία του είδους», γραμμική, ιδεαλιστική, που ωθεί την ανθρωπότητα προς τη σύγκλιση: την αποκαλώ Ιστορία-Εξέλιξη (πρόκειται για το «προοδευτικό» αφήγημα στο οποίο αναφέρθηκα μόλις πριν). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι «ιστορίες εντός του είδους», κυκλικές, ρεαλιστικές, που σκιαγραφούν τις εναλλαγές ισχύος μεταξύ αποκλινουσών ομάδων: την ονομάζω Ιστορία-Γεγονός. Η σημερινή μετανάστευση βρίσκεται στο σταυροδρόμι αυτών των δύο προσεγγίσεων: είναι ένα προϊόν της Ιστορίας-Εξέλιξη, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της Ιστορίας-Γεγονός.
Πράγματι, η Ιστορία-Εξέλιξη προτείνει μια «αισιόδοξη» εκδοχή του ανθρώπινου γίγνεσθαι, η οποία βάζει το στοίχημα της σύγκλισής του γύρω από την τεχνο-επιστήμη, την οικονομία και το «ποσοτικό». Υποστηρίζει τη μετατρεψιμότητα όλων των πραγμάτων, ακόμα και των ανθρώπων, αρκεί να αρθεί κάθε εμπόδιο στις μετακινήσεις. Τελικά, αυτή η δυναμική επιτρέπει την διαρκώς επιταχυνόμενη διαδοχή των διάφορων τρόπων συνύπαρξης: αρχικά, οι φυσικές κοινότητες, που συνδέονται με το αίμα και τον ετεροκαθορισμό· στη συνέχεια, τα Εθνικά Κράτη, που γεννήθηκαν πριν από πέντε αιώνες μέσα από τη συλλογική αυτοδιάθεση· τέλος, η Κοινωνία των ατόμων, που αποτέλεσε την τελευταία λέξη της ατομικής αυτοδιάθεσης, εδώ και 50 χρόνια.
Σε αντίθεση με αυτή τη φυγή εκτός τόπου, η Ιστορία-Γεγονός, «συντηρητική» και «απαισιόδοξη», μας φέρνει πίσω στη γη, εκεί όπου ο άνθρωπος ζούσε πάντα σε οριοθετημένες κοινότητες, επιδιώκοντας την ασφάλεια, την αξιοπρέπεια και την ισχύ. Στόχοι, η ανταγωνιστική επιδίωξη των οποίων δημιουργεί τους «ποιοτικούς» διαχωρισμούς, για τους οποίους μίλησα μόλις πριν. Αυτοί είναι δύο τύπων. Από τη μια πλευρά, αντιπαραθέτουν διαλεκτικά τις τρεις αλληλοδιάδοχες «μορφές» μας: η καθεμιά αντιμάχεται την προηγούμενη, χωρίς να καταφέρνει να την εξαλείψει. Έτσι, διαδοχικά, με την πάροδο του χρόνου, υπερτίθενται στον χώρο, σύμφωνα με τριμερείς κρισιογενείς σχηματισμούς. Από την άλλη πλευρά, μέσα σε καθένα από αυτά τα στρώματα, εκδηλώνονται αντιπαλότητες, στο όνομα του «περιεχομένου» τους: δηλαδή, «κουλτούρες» και «πολιτισμοί», των οποίων οι αλληλεπιδράσεις δημιουργούν τις υποτροπές της «αιώνιας επιστροφής», όπως είναι, για παράδειγμα, η κίνηση του εκκρεμούς μεταξύ ισλάμ και Δύσης, από τις δύο πλευρές της Μεσογείου.
Πάνω σε αυτόν τον καμβά, αναπτύχθηκαν δύο εξαιρετικά φαινόμενα. Ένα τμήμα του είδους –η Δύση– εξασφάλισε το μονοπώλιο της Ιστορίας-Εξέλιξη, μέσω της επιστημονικής επανάστασης, και έτσι στη συνέχεια πήρε τον έλεγχο της Ιστορίας-Γεγονός, που συνοψίζεται πλέον στις εσωτερικές της διαμάχες. Από αυτή τη διπλή υφαρπαγή προέκυψαν συνέπειες, ουσιώδεις για να ερμηνευθεί η μετανάστευση.
Ο πλανήτης διαιρέθηκε έτσι ανάμεσα σε έναν Πρώτο Κόσμο, προορατικό φορέα μετάδοσης προτύπων, και έναν Δεύτερο, παθητικό δέκτη. Προβολή που γνώρισε δύο φάσεις: την Αποικιοποίηση και στη συνέχεια την Παγκοσμιοποίηση. Η Αποικιοποίηση μπορεί να αναλυθεί, τελικά, ως η εξαγωγή του παραδείγματος του εθνικού κράτους σε έναν απροετοίμαστο κοινοτικό καμβά. Χωρίς τα απαραίτητα μεταβατικά στάδια, αυτά τα κράτη δεν μπορούσαν παρά να αποτύχουν. Οι μετανάστες μας προέρχονται από αυτά, συνδυάζοντας την πίστη στις κοινότητές τους, που επιβιώνει, έναν ανικανοποίητο εθνικισμό διότι έχει αποτύχει, και δυσλειτουργικές πρακτικές που απορρέουν από αυτή τη διπλή κληρονομιά. Όσο για την Παγκοσμιοποίηση, μπορεί να ερμηνευθεί ως η εξαγωγή της Κοινωνίας των ατόμων στο Δεύτερο Κόσμο, ο οποίος κατελήφθη και πάλι εξαπίνης. Αλλά η φυσική απόσυρση των Δυτικών του έδωσε τον χώρο για να απαντήσει.
Αυτές οι αντιδράσεις είναι πρωτογενείς και δευτερογενείς. Οι πρωτογενείς συνίστανται στη σινο-ασιατική οικονομική Εκτίναξη· στο Εισόδημα, που εισρέει από ροές νόμιμες (ενέργεια) ή παράνομες (λαθρεμπόριο)· στην Άρνηση[1], σημαιοφόρος της οποίας είναι το ισλάμ· στην Απόρριψη, που εκφράζεται από τις «μαύρες τρύπες» των κρατών που έχουν καταρρεύσει. Δηλαδή, τέσσερις ξεχωριστές απαντήσεις, οι οποίες όμως τρέφονται από ένα κοινό πάθος: τη Μνησικακία.
Επομένως, αυτό που παρατηρούμε είναι μια καμπή ίδιας εμβέλειας με εκείνη που οδήγησε στη δυτική ηγεμονία. Ηγεμονία, της οποίας η Παγκοσμιοποίηση, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την αμφισβήτησή της, σηματοδότησε την κορύφωση και τις απαρχές της παρακμής της. Με αυτόν τον τρόπο, η Ιστορία-Γεγονός παίρνει και πάλι τον έλεγχο: ο κόσμος, αποστεγανοποιημένος και ανασυγκροτημένος στη βάση ενός συστήματος δράσης/αντίδρασης, μεταβάλλεται σε έναν ενιαίο λέβητα, όπου αλληλοσυγκρούονται, με τυχαίο τρόπο, ασυμφιλίωτοι χωρο-χρόνοι.
Στο πλαίσιο αυτό, η μετανάστευση παρουσιάζεται ως μια τυπική δευτερεύουσα αντίδραση: η Κοινωνία των ατόμων και η Παγκοσμιοποίηση συνιστούν τις ενεργές αιτίες της, ενώ οι πρωτογενείς αντιδράσεις, τις οποίες μόλις ανέφερα, επιβεβαιώνουν τις τελικές αιτίες της.
Έτσι, συμμετέχει στην οικονομική Εκτίναξη, στον βαθμό που στοχεύει στη γεφύρωση της διαφοράς βιοτικού επιπέδου μεταξύ των δύο Κόσμων: η Ασία ευνοεί την παραγωγή, η Αφρική ασκεί τη μετανάστευση, με τη διαφορά ότι οι ανθρώπινες ροές αρχίζουν να φθάνουν σε εμάς τη στιγμή που οι θέσεις εργασίας φεύγουν για την Ανατολή. Εξάλλου, οι μετανάστες χρηματοδοτούνται από το Εισόδημα αφού προσελκύονται και από τη γενναιόδωρη προστασία του κράτους πρόνοιας, χωρίς να υπολογίσουμε τις παράνομες εισπράξεις που συνοδεύουν τις μετακινήσεις τους (εμπορία ανθρώπων και ναρκωτικών, μαύρη εργασία, κοινωνικές απάτες). Επιπλέον, οι νεοφερμένοι, στην πλειοψηφία τους μουσουλμάνοι, συνδέονται –συλλογικά, εννοείται– με την ανατροφοδότηση της Άρνησης, της οποίας το ισλάμ αποτελεί την αιχμή του δόρατος, ως ο παγκόσμιος πρωταθλητής της Παράδοσης. Και σε αυτό το πεδίο επίσης, η εκκίνησή τους συνέπεσε με την έκρηξη αυτής της θρησκείας (συνδεδεμένη η ίδια με την Παγκοσμιοποίηση) και την εξαγωγή της «ισλαμιστικής» εκδοχής της, η οποία χρηματοδοτείται από το ορυκτό Εισόδημα.
Αλλά πάνω απ’ όλα, η μετα-αποικιακή μετανάστευση αντιπροσωπεύει μια επιστροφή στον αποστολέα, γεμάτη αγανάκτηση. Αυτό το υπόστρωμα την μεταβάλλει σε ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να περιοριστεί στην οικονομία: σε αντίθεση με το προηγούμενο ευρω-χριστιανικό κύμα, αποτελεί επίσης μια πολύπλευρη εκδήλωση της επιστροφής, με τυμπανοκρουσίες και υπό τη μορφή ενός μπούμερανγκ, της Ιστορίας-Γεγονός, αναπαράγοντας στο διηνεκές, στο έδαφός μας, την πυρακτωμένη χύτρα του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Εξ ου και ένας πρωτόγνωρος τύπος μετανάστευσης, εν μέρει διεκδικητικός απέναντι στη χώρα υποδοχής και σε αντιπαράθεση με αυτήν για την πρόσκτηση εξουσίας στον χώρο της.
Γι’ αυτό, το να πραγματευόμαστε το ζήτημα αποκλειστικά και μόνο με τα κριτήρια της Ιστορίας-Εξέλιξη, όπως κάνουν, παραιτημένοι, οι ηγέτες μας, μετά τη δικαστική απόφαση Gisti[2] του Συμβουλίου της Επικρατείας (1978) συνιστά, τουλάχιστον, ένα μνημειώδες λάθος ανάλυσης και, στη χειρότερη περίπτωση, μια ασυγχώρητη δειλία, η οποία, αν δεν γίνει κάτι, θα μας οδηγήσει, κατά τη γνώμη μου, σε τρομερές απογοητεύσεις.
Διαβάστε την συνέχεια στην ιστοσελίδα του νέου Λόγιου Ερμή
[1] Η Άρνηση είναι όρος του ισλάμ (Kufr στα αραβικά σημαίνει απιστία, αθεϊσμός, άρνηση) που υποδηλώνει κάθε άλλη πίστη εκτός του ισλάμ, ακόμα και την αθεΐα (σ.τ.μ.).
[2] Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Γαλλίας, το 1978, σύμφωνα με την οποία επετράπη και πάλι η επανένωση των οικογενειών των μεταναστών, που είχε ανασταλεί το 1977 (σ.τ.μ.). [G.I.S.T.I.: Groupe d’Information et de Soutien aux Immigrés (Ομάδα Πληροφόρησης και Υποστήριξης των Μεταναστών).]
Ο Pierre Brochand (1941-), διπλωμάτης καριέρας, χρημάτισε πρέσβης της Γαλλίας, μεταξύ άλλων, στην Ουγγαρία, το Ισραήλ και την Πορτογαλία ενώ υπηρέτησε επί πολλά έτη στις ΗΠΑ καθώς και στον ΟΗΕ, ως αναπληρωτής μόνιμος αντιπρόσωπος της Γαλλίας. Γενικός Διευθυντής Πολιτιστικών, Επιστημονικών και Τεχνικών Υποθέσεων στο υπουργείο Εξωτερικών, Πρόεδρος του Δ.Σ. του Οργανισμού της Γαλλικής Εκπαίδευσης στο Εξωτερικό, τέλος γενικός διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Εξωτερικής Ασφάλειας (DGSE), από το 2002 έως το 2008. Το 2014 δημοσίευσε μαζί με τον Ρεζί Ντεμπρέ το βιβλίο L’Occident se meurt-il?.