Αρχική » Έλληνες και Ρωμαίοι, φυλετικός και οικουμενικός ελληνισμός

Έλληνες και Ρωμαίοι, φυλετικός και οικουμενικός ελληνισμός

από Γιώργος Καραμπελιάς

Του Γιώργου Καραμπελιά*

Η Κωνσταντινούπολη, κατοικούμενη από ελληνικό πληθυσμό και διαθέτοντας ένα πανεπιστήμιο θεματοφύλακα της αρχαίας παράδοσης, υπήρξε η εστία ενός πολιτισμού έντονα σφραγισμένου από τον ελληνισμό, υπογραμμίζει ο Παπαϊωάννου. Οι βιβλιοθήκες της διατηρούσαν όλους τους θησαυρούς της σκέψης της αρχαιότητας και οι δρόμοι της, οι μορφές της, οι κήποι της, τα ανάκτορά της, τα περίφημα λουτρά του Ζευξίππου, το ιπποδρόμιο, αποτελούσαν πραγματικά «μουσεία» όπου ευρίσκονταν συγκεντρωμένα τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης – και τα οποία, δυστυχώς, δεν διασώζονται, γι’ αυτό και η εικόνα μας για το Βυζάντιο έχει διαμορφωθεί σχεδόν αποκλειστικά από την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και ζωγραφική, τη μόνη που άφησε αρκετά σπαράγματα από τον κάποτε ακέραιο μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο.

Για χίλια ολόκληρα χρόνια, η αρχαία ελληνική υπήρξε η γλώσσα των γραμμάτων, σε τέτοια έκταση, ώστε οι μορφωμένες τάξεις θα απαρνηθούν τη δημώδη, την πραγματικά εθνική γλώσσα, προς όφελος εκείνης που μιλιόταν στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια κατά την ελληνιστική εποχή. «Από τη φυλή και από τη γλώσσα είμαστε συμπατριώτες και κληρονόμοι των αρχαίων Ελλήνων», έλεγε ο Θεόδωρος Μετοχίτης στα τέλη του 13ου αιώνα. Στο όνομα αυτής της αρχής, ο πατριάρχης Νικόλαος Μουζάλων παρέδωσε στις φλόγες έναν βίο αγίου γραμμένο στην καθομιλουμένη. Από εκεί και η λατρεία για τον Όμηρο και τον Πλάτωνα, η αγάπη για τη μυθολογία και η σταθερή αφοσίωση στα πρότυπα της αρχαιότητας. Οι Βυζαντινοί, μέχρι το τέλος, εξακολουθούσαν να διδάσκουν και να αποστηθίζουν τον Όμηρο, ενώ ποιήματα για την Παναγία και για τον Ευαγγελισμό, όπως οι «κέντρωνες», περιλαμβάνουν δάνειους στίχους από την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια[1].

Ο ιστορικός Νόρμαν Μπέινς (Norman H. Baynes) θεωρεί τη βυζαντινή παράδοση ως άμεση συνέχεια του ελληνιστικού κόσμου και υποστηρίζει πως η παιδεία που διαμορφώθηκε στα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου επιβίωσε και επηρέασε βαθύτατα το Βυζάντιο. «Οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί, οι οποίοι στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα, ενώ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, τη φιλομάθεια και τον θαυμασμό για τον μεγάλο αιώνα της κλασικής Ελλάδος»[2].

Πώς και γιατί όμως οι Βυζαντινοί Έλληνες κατέληξαν να αποκαλούνται Ρωμαίοι – για μεγάλο χρονικό διάστημα σχεδόν αποκλειστικά και, εν συνεχεία, εναλλακτικώς προς το «Γραικοί» και «Έλληνες»;

Πριν ελάχιστα χρόνια, η αναφορά στους Έλληνες ως Ρωμαίους ή Ρωμιούς εθεωρείτο αυτονόητη στην παράδοσή μας, και λέξεις όπως η «ρωμιοσύνη» ήταν συνώνυμες με την ελληνικότητα· ωστόσο, την τελευταία περίοδο, προωθείται η καινοφανής και αυθαίρετη αντίληψη ότι οι «Ρωμιοί δεν είναι Έλληνες», διότι οι Έλληνες εξαφανίστηκαν από το ιστορικό προσκήνιο μετά το 146 π.Χ. και την οριστική κατάληψη της Ελλάδας από τους Λατίνους. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή της ιστορίας, οι Έλληνες εξαφανίζονται, ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που εξακολουθούσε να αποκαλείται «ρωμαϊκή», δεν έχει πλέον οργανική σχέση μαζί τους, παρότι οι Βυζαντινοί μιλούσαν ελληνικά και μελετούσαν ενδελεχώς τους αρχαίους. Προς επίρρωση μάλιστα αυτής της άποψης, επιστρατεύεται και το γεγονός ότι, εξ αιτίας της επικράτησης του χριστιανισμού, την ίδια στιγμή που η Κωνσταντινούπολη αποσπά την πρωτοκαθεδρία από τη Ρώμη, η λέξη «Έλληνας» ταυτίζεται πλέον με τον «εθνικό», δηλαδή τον παγανιστή. Ποια άλλη χρεία αποδείξεως, λοιπόν, για να καταδειχθεί πως οι Έλληνες αντικαταστάθηκαν από αυτούς τους ακαθορίστου εθνικής ταυτότητος «χριστιανούς ρωμιούς»;

Από την άλλη πλευρά, η αναμφισβήτητη συνέχεια του ελληνισμού δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μια γραμμική πορεία χωρίς τομές και ρήξεις, αλλά ως μια μετεξέλιξη με αναβαθμούς, μεταλλαγές και μετατοπίσεις, οι οποίες, ιστορικοποιούν και σχετικοποιούν αυτή τη συνέχεια.

Στην πραγματικότητα, λοιπόν, το ελληνικό έθνος, στην ιστορική του διαδρομή, πέρασε από τρεις φάσεις: τη φυλετική/πολεοκρατική, στην αρχαιότητα, την οικουμενική/πολι­τισμική, από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι τα τέλη της πρώτης χιλιετίας, και τη φάση του έθνους-κράτους από το «1204» μέχρι σήμερα (με μια «οικουμενική» παρέκβαση επί Τουρκοκρατίας). Και αν η «συνέχεια» είναι πραγματική και τα στοιχεία της αδιαμφισβήτητα, στη γλώσσα, τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα, και προπαντός στην αυτοσυνειδησία, εξ ίσου σημαντικές είναι οι τομές και οι μετασχηματισμοί[3]:

Στην πρώτη περίοδο, κατά την αρχαιότητα, το ελληνικό έθνος χαρακτηρίζεται από μια φυλετική και «πολεοκρατική» οργάνωση. Παρότι οι Έλληνες έχουν συνείδηση της κοινότητάς τους, που ενισχύεται κατά τη διάρκεια εξωτερικών πολέμων, από τον Τρωικό έως τους Περσικούς, ταυτόχρονα, η πολιτειακή τους οργάνωση χαρακτηρίζεται από τη φυλετικότητα[4] και τον πατριωτισμό της «πόλης-κράτους», που συναρθρώνεται με την ευρύτερη εθνική τους συνείδηση.

Μια συγκρότηση τέτοιου τύπου εισήλθε σταδιακώς, κατά τη διάρκεια της κλασικής περιόδου, σε σύγκρουση με τις ανάγκες μιας ευρύτερης πολιτειακής διαμόρφωσης. Οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Θηβαίοι θα διεκδικούν επί εκατόν πενήντα χρόνια την πρωτοκαθεδρία και θα επιδιώκουν την ένωση της Ελλάδας υπό την ηγεμονία τους. Εν τέλει, δε, την περιβόητη ενοποίηση θα επιτύχει μια ελληνική δύναμη που βρισκόταν στην περιφέρεια της κλασικής Ελλάδας, και της οποίας οι πολιτικοί θεσμοί δεν είχαν μετεξελιχθεί προς την κατεύθυνση της πόλης-κράτους, αλλά μάλλον προς τη συγκρότηση ενός ευρύτερου κράτους, οι Μακεδόνες.

Οι Μακεδόνες, επειδή ήταν ίσως οι μόνοι Έλληνες που είχαν λιγότερο ανεπτυγμένη την έννοια της τοπικής πολιτειότητας, ήταν και οι καταλληλότεροι για να επιχειρήσουν τη μετάβαση, από τη φυλετική και «πολεοκρατική» οργάνωση του ελληνισμού, προς μια ευρύτερη κρατική συγκρότηση, η οποία εμπεριείχε μεν τις παλαιότερες κρατικές οντότητες των πόλεων, αλλά με μειωμένες πλέον δικαιοδοσίες. Η συνένωση του ελληνικού έθνους υπό τους Μακεδόνες πραγματοποιείται τη στιγμή που επιχειρείται μια χωρίς προηγούμενο επέκταση του ελληνικού κόσμου προς τα ανατολικά –ίσως και με αυτό το κίνητρο. Τη μάχη της Χαιρωνείας (338 π.Χ.) θα ακολουθήσουν σχεδόν αμέσως εκείνες του Γρανικού (334) και της Ισσού (333).

Άνοιγε ο δρόμος για τη δεύτερη μεγάλη περίοδο του ελληνικού έθνους, την «οικουμενική». Ο αρχαίος κόσμος, στη λεκάνη της Μεσογείου και την Εγγύς Ανατολή, έμπαινε στην περίοδο της συγκρότησης οικουμενικών κρατών, που στηρίζονταν στη διευρυμένη απόσπαση αγροτικού υπερπροϊόντος και την επέκταση του εμπορίου και των επικοινωνιών. Και οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι στον αγώνα δρόμου για τη συγκρότηση μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας: Διέθεταν ανώτερη παραγωγική οργάνωση, ισχυρότερο στρατό και, πάνω απ’ όλα, έναν πολιτισμό που βρισκόταν σε τόσο υψηλό επίπεδο για την εποχή του, ώστε αποτελούσε ένα οικουμενικό «υπερόπλο». Όταν ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Ανατολή, ο ελληνικός πολιτισμός, με αιχμή την ελληνική γλώσσα, επιβλήθηκε σε μεγάλη έκταση και βάθος, ώστε, πολύ σύντομα, τα διανοούμενα στρώματα και οι άρχουσες τάξεις της Εγγύς Ανατολής όχι απλώς τον ενστερνίστηκαν, αλλά μεταβλήθηκαν σε οιονεί, ή κυριολεκτικά, Έλληνες. Στη Μικρά Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, έως τα σύνορα της Ινδίας, θα δημιουργηθούν εκατοντάδες ελληνικές πόλεις. Ανοίγεται επομένως μια δεύτερηπερίοδος στην ιστορία του ελληνικού έθνους, η «οικουμενική», η οποία, με αφετηρία την ελληνιστική εποχή, θα διαρκέσει τουλάχιστον δεκατρείς αιώνες, από τον Μ. Αλέξανδρο έως τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και τους Κομνηνούς.

Η Νίκη της Σαμοθράκης, Λούβρο, Παρίσι – έργο που χρονολογείται μεταξύ και 220 και 190 π.Χ.

Η κατάληψη του ελληνιστικού κόσμου από τους Ρωμαίους δεν μετέβαλε ουσιαστικά την υφή της ελληνικής οικουμενικότητας. Παρά τη ρωμαϊκή επικυριαρχία, η ελληνική πολιτισμική ταυτότητα θα συνεχίσει να ηγεμονεύει στην Ανατολή, ενώ ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα θα επεκταθούν και προς τη Δύση: στη Ρώμη, τη Γαλατία, την Ισπανία, τη Βρετανία, η ελληνομάθεια θα αποτελεί κριτήριο υψηλότερου πολιτισμού και ανώτερης παιδείας.

Όσο για τη ρωμαϊκή επικράτηση επί του ελληνικού κόσμου, αυτή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Κατ’ αρχάς, την ιστορική «τύχη», τη συγκυρία – ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε τη στιγμή που ήταν έτοιμος να στραφεί προς τα δυτικά. Κατά δεύτερο λόγο, τη γεωγραφία: Η Ρώμη βρισκόταν στο κέντρο μιας χερσονήσου μεγαλύτερης από την ελληνική, με ανάγλυφο πολύ πιο ομαλό, ενώ κατείχε στη Μεσόγειο μια στρατηγική γεωπολιτική θέση, στο κέντρο, μεταξύ ανατολικής και δυτικής λεκάνης, και βρισκόταν πολύ λιγότερο εκτεθειμένη από την Ελλάδα σε εξωτερικές επιδρομές. Εν συνεχεία, και συναφώς, τη φύση του ρωμαϊκού κράτους και της ρωμαϊκής επέκτασης: Η Ρώμη, στους πρώτους αιώνες της επέκτασής της, θα ασχολείται αποκλειστικά με τη σταδιακή κατάκτηση ολόκληρης της Ιταλίας, κατά τη διάρκεια της οποίας θα συγκροτήσει όχι μόνο μια απαράμιλλη στρατιωτική μηχανή αλλά και ένα συνεκτικό κρατικό σύστημα και ένα καταπληκτικό δίκτυο συγκοινωνιών, γεγονός που της προσέφερε τη δυνατότητα να ενσωματώνει οργανικά τις νέες κτίσεις στο ρωμαϊκό κράτος και της έδινε τον απαραίτητο χρόνο για να το πράξει. Η ίδια μεθοδικότητα και διάρκεια χαρακτηρίζει και τις λοιπές ρωμαϊκές κατακτήσεις, που θα συνεχίζονται επί αιώνες. Αντίθετα, η αστραπιαία κατάκτηση της Ασίας από τον Μέγα Αλέξανδρο δεν πρόσφερε το απαραίτητο χρονικό βάθος για τη διαμόρφωση και συγκρότηση νέων σταθερών κρατικών δομών. Η Ρώμη υπήρξε το πρώτο κατ’ εξοχήν κράτος, με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Γι’ αυτό και η διάρκεια της κυριαρχίας της υπήρξε τόσο μεγάλη και σταθερή. Τέλος, το σημαντικότερο, ίσως, στοιχείο υπήρξε η διαίρεση, ενδημική, μεταξύ των Ελλήνων, που επέτρεψε στους Ρωμαίους να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες διαδοχικά, και συχνά προσεταιριζόμενοι τους μεν εναντίον των δε (Αχαϊκή και Αιτωλική Συμπολιτεία, Ρόδιοι κ.λπ.).

Το ελληνικό έθνος έφερε έντονα τα στίγματα της προηγούμενης φυλετικής και πολεοκρατικής οργάνωσης και δεν ήταν το κατάλληλο «όργανο» για τη διαμόρφωση ενός σταθερού οικουμενικού κράτους. Παρέμενε, ωστόσο, μια πολιτιστική υπερδύναμη. Και ό,τι ακολούθησε είναι πλέον πασίγνωστο: Οι Ρωμαίοι, κατώτεροι πολιτιστικά, υποχρεώθηκαν να εξελληνιστούν σε βάθος[5] και ταυτοχρόνως να εξελληνίσουν και τους λαούς που κατακτούσαν, ιδιαίτερα στη Δύση. Όσο για την Ανατολή, που ήδη «ελληνοκρατείτο», η ρωμαϊκή σταθερότητα προσέφερε το πλαίσιο για τη διατήρηση της ελληνικής πολιτιστικής κυριαρχίας, η οποία, δίχως τις ρωμαϊκές λεγεώνες, θα είχε υποκύψει ίσως στις επιθέσεις των «βαρβάρων».

Όπως λοιπόν επισημαίνουν ο Διονύσιος Ζακυθηνός και ο Γάλλος ιστορικός της αρχαίας Ρώμης, Πωλ Βεν[6], η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν στην πραγματικότητα μια διπλή αυτοκρατορία, κατά το ανάλογο της αυστροουγγρικής, μια ελληνο-ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μόνο που οι ρόλοι ήταν μοιρασμένοι: Οι Ρωμαίοι κατείχαν την πολιτική και στρατιωτική εξουσία και η Έλληνες την πολιτισμική και πνευματική.

Η Ρωμαιοκρατία εν Ανατολή ανήκει εις την σφαίραν της Ελληνικής Ιστορίας είναι ιδικός της χώρος αυθεντικός και αναπόσπαστος. Μεγάλη εποχή γενέσεων συνεχίζει αδιαταράκτως την παγκόσμιον αποστολήν των Αλεξανδρινών και των Ελληνιστικών χρόνων, συγχέεται μετ’ αυτής και παρασκευάζει τας νέας τύχας της Ανθρωπότητος. Εις τους κόλπους της εκυοφορήθη το Ελληνικόν Βυζάντιον. Διά του συγκρητισμού της παιδείας της επετεύχθη η προσέγγισις του Ελληνισμού μετά του Χριστιανισμού[7]

Εν τούτοις, ο καταμερισμός πνευματικής και πολιτικής εξουσίας δεν ήρε τον υφέρποντα ανταγωνισμό μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, αντίθετα τον αναπαρήγαγε: Οι Ρωμαίοι κρατούσαν ζηλότυπα την πολιτική εξουσία στα χέρια τους και δεν επέτρεπαν την πρόσβαση των Ελλήνων σε αυτή – γι’ αυτό δεν υπήρξε κανένας αυτοκράτορας ελληνικής καταγωγής, παρότι υπήρξαν και Σύροι και Ισπανοί και Ιλλυριοί και Άραβες κ.ά. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, διατηρώντας την πολιτιστική ηγεμονία, αρνούνταν να ταυτιστούν με τους Ρωμαίους, σε αντίθεση με όλους τους άλλους κατακτημένους λαούς, που διεκδικούσαν την πρόσβαση στη ρωμαϊκότητα. Για πέντε ολόκληρους αιώνες, τονίζει ο Βεν, «οι Έλληνες διατήρησαν πάντα, κάτω από την αυτοκρατορία, το συναίσθημα της διαφοράς τους και της ανωτερότητάς τους»[8].

Πώς και γιατί, λοιπόν, λιγότερο από έναν αιώνα μετά το τέλος της ηγεμονίας των Λατίνων, γύρω στα 400 μ.Χ., θα γίνουν αίφνης Ρωμαίοι (Ρωμιοί) και θα διατηρήσουν αυτή την ονομασία για 1400 χρόνια (μέχρι την επανάσταση του 1821); Τη μία αιτία τη γνωρίζουμε και έχει διά μακρών αναλυθεί, το ότι, δηλαδή, η επικράτηση του Χριστιανισμού, εξ αιτίας της ταύτισης των «Ελλήνων» με τους παγανιστές, έκανε τους Έλληνες χριστιανούς να εγκαταλείψουν για ορισμένους αιώνες την ονομασία «Έλλην». Έτσι, έως και τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, το «Έλλην» θα καταστεί συνώνυμο του «εθνικός» και «ειδωλολάτρης», παρ’ όλο που τα ελληνικά ήταν ήδη η κυρίαρχη γλώσσα του κράτους[9].

Όμως, αυτή η ερμηνεία, ως αποκλειστική απάντηση στο ερώτημα, παρουσιάζει πολλά κενά. Πώς οι Έλληνες εγκατέλειψαν τόσο εύκολα το όνομά τους και αποδέχθηκαν αυτή την ταύτιση, ενώ, μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα, αρνούνταν συστηματικά να δεχθούν τη «ρωμαϊκότητα» και να εγκαταλείψουν την «ελληνικότητα»;

Αυτό συνέβη επειδή, μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και τη μεταφορά του κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας στα ανατολικά, οι Έλληνες, εκτός από την πολιτισμική εξουσία, κατέκτησαν και την πολιτική! Η ελληνο-ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα γίνει ελληνική και οι Λατίνοι θα υποταχθούν στην εξουσία της «Νέας Ρώμης». Σύμφωνα με τον Κλωντ Λεπελλέ [10], η ανεξαρτησία, που αρχίζει για τους Έλληνες στον 5ο αιώνα, δεν απέρριψε τη ρωμαϊκότητα προς όφελος του ελληνισμού, αλλά, αντίθετα, όπλισε τον ελληνισμό με τα όπλα της ρωμαϊκής εξουσίας. Πραγματοποιήθηκε μια «αληθινή μεταφορά της ρωμαϊκής κληρονομιάς στην Ανατολή»[11].

Κατά συνέπεια, τώρα πια, οι Έλληνες μπορούσαν να αποκαλούνται… Ρωμαίοι! Γι’ αυτό, εξ άλλου, επί χίλια χρόνια, θα αποκαλούν τους Δυτικούς Λατίνους και όχι Ρωμαίους. Ρωμαίοι ήταν πλέον οι Έλληνες!

Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι Ρωμαίοι της Ανατολής θα ξεχάσουν τη γλώσσα της Ρώμης, τη λογοτεχνία της, ακόμα και την ίδια την ιστορία της. Οι Έλληνες, αφού έγιναν κύριοι μιας ελληνικής Ρώμης, θα είναι στο εξής οι αληθινοί Ρωμαίοι και έτσι θα ονομάζονται για μία χιλιετία. [ ]

Το Καπιτώλιο, μπροστά από το Φιλαδέλφειον, σταυροδρόμι της «Μέσης Οδού» της Κωνσταντινούπολης.

Μια και είναι Έλληνες, θα αδιαφορήσουν για τον λατινικό κόσμο, και, εφόσον στο εξής αυτοί είναι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο Ιουστινιανός θα προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει την ενότητα αυτής της αυτοκρατορίας προς όφελος του «ρωμαϊκού» θρόνου της Κωνσταντινούπολης: η νικηφόρος Ελλάδα θα κατακτήσει την ηττημένη και εκβαρβαρισμένη Ιταλία και θα την μεταβάλει σε εξάρτημα της Ανατολής. Η Ρώμη, στο εξής, δεν θα είναι παρά μια βυζαντινή πόλη ανάμεσα στις άλλες, ο νόμιμος ηγεμόνας της θα είναι ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και οι πάπες θα είναι οι λίγο έως πολύ πιστοί υπήκοοί του. Από το 678 έως το 752, ένδεκα ποντίφηκες στους δεκατρείς θα είναι Έλληνες και θα μιλούν ελληνικά μέσα στα ανάκτορα του Λατερανού[12].

Αυτοί οι νέοι «Ρωμαίοι», οι Βυζαντινοί Έλληνες, θα συνεχίσουν για χίλια χρόνια την αυτοκρατορία, απέναντι σε μια Δύση που μόνο μετά τον Καρλομάγνο θα αρχίσει και πάλι να διεκδικεί τη ρωμαϊκότητα.

Εν κατακλείδι, το ελληνικό έθνος, στην οικουμενική του φάση, όταν η ταυτότητα ήταν περισσότερο πολιτισμική, γλωσσική και εν μέρει θρησκευτική, έκανε αποδεκτό τον αυτοπροσδιορισμό Ρωμαίοι –που επί πέντε αιώνες είχε καταστεί συνώνυμος της αυτοκρατορίας– μόνο όταν έκανε αυτή την αυτοκρατορία δική του! Και ενώ παρά πολλοί σύγχρονοι μας, ακόμα και ιστορικοί, επιχειρούν να συσκοτίσουν αυτό το γεγονός, ένας βυζαντινός, ο ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (Αθήνα ~1430-Ιταλία 1490) είχε ήδη πλήρη συνείδηση των εξελίξεων (!):

Από εκείνη την εποχή οι Έλληνες αναμίχθηκαν με τους Ρωμαίους, και επειδή οι Έλληνες ήταν πολύ περισσότεροι, κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους, αλλά άλλαξαν το όνομά τους, και δεν αποκαλούνταν πια σύμφωνα με το εθνικό (πάτριον) όνομά τους, οι δε βασιλείς του Βυζαντίου καμάρωναν να τους προσαγορεύουν βασιλείς και αυτοκράτορες των Ρωμαίων, και δεν επιθυμούσαν πλέον να τους αποκαλούν βασιλείς των Ελλήνων[13]

Γι’ αυτό, εξ άλλου, το βυζαντινό «ρωμαϊκό» κράτος θα ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό με την Ορθοδοξία ως συστατικό στοιχείο της νέας αυτεξούσιας ταυτότητάς του. Η Ορθοδοξία θα μεταβληθεί στο πνευματικό όχημα αυτού του νέου οικουμενικού ρόλου του ελληνισμού[14]. Και, μέχρι σήμερα, πολλοί Κωνσταντινουπολίτες και Αιγυπτιώτες θα συνεχίζουν να αυτοαποκαλούνται Ρωμιοί, ως μια υπόμνηση της αυτοκρατορικής (sic) τους καταγωγής.

Όσο, μάλιστα, απομακρύνεται χρονικά η ανάμνηση της αντίθεσης με την αρχαία ελληνική θρησκεία, καθώς και οι ρωμαϊκές επιβιώσεις, υποχωρεί σταδιακώς και η ονομασία «Ρωμαίοι» (Ρωμιοί) ως αποκλειστική ονομασία και επανεμφανίζονται οι ονομασίες «Έλληνες» και «Γραικοί» ως συνώνυμες. Χαρακτηριστικό δε, a contrario, της «αυτοκρατορικής υφής» της ονομασίας «Ρωμαίοι», είναι το γεγονός πως οι Βυζαντινοί αρχίζουν να ονομάζονται και πάλι Έλληνες σε μεγάλη κλίμακα, μετά την οριστική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στη Νίκαια, μετά το 1204.

Έτσι, όταν το 1453 θα πέσει οριστικώς η αυλαία, οι τρεις αυτοί όροι είχαν καταστεί ταυτόσημοι και στο εξής θα χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και εναλλακτικώς για να δηλώσουν τους νεώτερους Έλληνες. 

*Απόσπασμα από το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά, 1204, η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, ε΄ έκδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, σσ. 41-49.


[1] Kostas Papaioannou, La peinture byzantine et russe, ό.π., σ. 19.

[2] N.H. Baynes – H. St. L. B. Moss, Byzantium: An Introduction to East Roman Civilization, Oxford University Press, 1962.

[3] Βλέπε το εκτενές αφιέρωμα «Έλληνες και Ρωμαίοι» περ. Άρδην, τ. 65, Ιούνιος-Ιούλιος 2007, με  κείμενα των Διονυσίου Ζακυθηνού, Δημητρίου Βελισσαρόπουλου, Δ. Ι. Κωνσταντέλου, A.M. Jones, Paul Veyne, Γ. Καραμπελιά κ.ά. Τα κείμενα των Δ. Γληνού, «Ουσία της ιστορικής ενότητας»,Θ. Ζιάκα, «Η ελληνική ταυτότητα στον σύγχρονο κόσμο» και Γ. Κοντογεώργη, «Η μυθοπλασία στην ιστορία. Η περίπτωση του Έρικ Χομπσμπάουμ», στο ίδιο αφιέρωμα, πραγματεύονται τη γενικότερη προβληματική πάνω στο ζήτημα της συνέχειας και των ζητημάτων που θέτει σήμερα.

[4] Όπως γνωρίζουμε, στην αρχαία Αθήνα οι μέτοικοι δεν γίνονταν δεκτοί ως πολίτες με πλήρη δικαιώματα, τα οποία απολαμβάνουν μόνον όσοι κατάγονται από τις αρχέγονες φυλές του ελληνικού άστεως. Στη δε Σπάρτη, πολιτειότητα απολαμβάνουν μόνο οι Λακεδαιμόνιοι και όχι οι Μεσσήνιοι.

[5] Βλ. Δημήτρης Βελισσαρόπουλος, Ρωμαίοι και Έλληνες, Η συνάντηση του μεγαλείου και της  δόξας, τόμ. Β΄: Η διείσδυση της Ελληνικής Παιδείας στη Ρώμη, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1997, σσ. 367-387.

[6] Paul Veyne, LEmpire grécoromain, Seuil, Παρίσι 2005· ιδιαίτερα το κεφ. «L’ Identité grecque contre et avec Rome», σσ. 163-257· βλ. Άρδην, τ. 65, ό.π., σσ. 31-44.

[7] Διονύσιος Ζακυθηνός, «Ο Ελληνισμός άνευ πρωτογενούς εξουσίας», στο Μεταβυζαντινά και νέα ελληνικά, Αθήνα 1978.

[8] Paul Veyne, L’ Empire gréco-romain,ό.π.,σ. 257.

[9] Οι όροι «Έλληνες» και «ελληνισμός» άρχισαν να είναι συνώνυμοι με το «ειδωλολάτρες» και «παγανισμός» όταν οι Εβραίοι της πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας μετέφρασαν την Πεντάτευχο στα ελληνικά και απέδωσαν τη λέξη «εθνικοί» με το «Έλληνες», απ’ όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε και στα χριστιανικά κείμενα. Βλ. Sp. Vryonis, «Greek identity in the Middle Ages», στο Byzance et hellénisme, ό., σ. 27.

[10] Claude Lepelley, «Le nivellement juridique du monde romain à partir du ΙΙΙe siècle et la marginalisation des droits locaux», Mélanges de l’École française de Rome, Moyen Âge, 113/2, Ρώμη 2001[2002], σ. 855.

[11] Gilbert Dagron,  «L’Empire romain d’Orient au IVe siècle et les traditions politiques de l’hellénisme. Le témoignage de Thémistios», στο Travaux et Mémoires du Centre de recherche d’histoire et civilisation de Byzance, 3, De Boccard, Παρίσι 1968, σ. 202.

[12] Paul Veyne, L’ Empire …,ό.π.,σσ. 256-257.

[13] «Ἕλληνάς τε τὸ ἀπὸ τοῦδε Ῥωμαίοις αὐτοῦ ἐπιμιγνύντας, γλῶτταν μὲν καὶ ἤθη διὰ τὸ πολλῷ πλέονας Ῥωμαίων Ἕλληνας αὐτοῦ ἐπικρατεῖν διὰ τέλους φυλᾶξαι , τοὔνομα μέντοι μηκέτι κατὰ τὸ πάτριον καλουμένους ἀλλάξασθαι, καὶ τούς γε βασιλεῖς Βυζαντίου ἐπὶ τὸ σφᾶς αὑτοὺς Ῥωμαίων βασιλεῖς τε καὶ αὐτοκράτορας σεμνύνεσθαι ἀποκαλεῖν, Ἑλλήνων δὲ βασιλεῖς οὐκέτι οὐδαμῇ ἀξιοῦν, Laonicus Chalcocondyles, Ἀποδείξεις Ἱστοριῶν, εκδ. E. Darco, Βουδαπέστη, 1922, Ι, σ. 4.

[14] Ο ιστορικός της αρχαιότητας, Α.Η.Μ. Jones,«Ειδωλολατρία και χριστιανισμός», Άρδην, τ. 65, ό.π., δείχνει πώς έγινε η μετάβαση από τις προχριστιανικές στη χριστιανική θρησκεία, την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ενώ ο καθηγητής Δ.Ι. Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες και ενδείξεις της ελληνοχριστιανικής ταυτότητας»,στο ίδιο,καταδεικνύει την αδιαμφισβήτητη αλληλοπεριχώρηση ελληνισμού και χριστιανισμού, όχι μόνο στο πεδίο της φιλοσοφίας αλλά και της θρησκείας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

1 ΣΧΟΛΙΟ

Robin Hood 26 Δεκεμβρίου 2023 - 23:05

1) The New Roman Empire – Oxford University Press, 2024
2) Romanland – Harvard University
3) Byzantium unbound

By Antony Kaldelis

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ