του Νίκου Εγγονόπουλου
Σπυρόπουλος – Βασίλαρος, Κολλητήρια
Ο Νίκος Εγγονόπουλος (1910-1985) ήταν ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους (και ποιητές) του 20ου αιώνα. Τόσο αυτός όσο και ακόμα περισσότερο ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξαν θαυμαστές του ελληνικού «θεάτρου σκιών» το οποίο αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης για το έργο τους. Το κείμενό του, Ο Καραγκιόζης. Ένα ελληνικό θέατρο σκιών, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Λωτός του Κώστα Τριανταφύλλου το 1969 αναδημοσιεύτηκε το 1981 από τις εκδόσεις Ύψιλον και περιλαμβάνεται στο βιβλίο Νίκος Εγγονόπουλος «Πεζά Κείμενα», εκδ. ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1987, σελ. 51-57
Πολλοί είναι οι τόποι απ’ όπου εικάζεται* ότι προήλθε το θέατρο σκιών. Η Κίνα, η Ιάβα,* όπου φαίνεται πως αυτό το θέατρο εξακολουθεί να ακμάζει, ύστερα η Περσία, τέλος η Τουρκία. Εγώ δεν έχω δει, ποτέ μου, παράσταση ξένου Καραγκιόζη. Έχω δει όμως άπειρες φιγούρες του: γιαβανέζικες* σε μουσεία και τουρκικές, αυτές που φέρνουν συνηθέστατα διάφοροι περιηγητές σαν επιστρέφουν από τα παζάρια της Πόλης. Είναι φτιαγμένες άλλοτε από δέρματα χοντρά όμως διάφανα και χρωματισμένα, άλλοτε από χαρτόνι με διάτρητες*
τις γραμμές των λεπτομερειών του σώματος και της φορεσιάς. Όλες έχουν τον ιδιάζοντα* ρυθμό της χώρας τους: οι γραμμές είναι περίπλοκες, οι λεπτομέρειες παραφορτωμένες. Άπω Ανατολή και Περσία. Γιατί, το ξαναλέω, οι φιγούρες του τουρκικού Καραγκιόζη φέρνουν εμφανέστατη την περσική επίδραση και θυμίζουν, στον προσεκτικό παρατηρητή, τις μορφές προσώπων και αμφιέσεων,* των περσικών, ίσως και των αραβικών, αλλά διόλου των τουρκικών, μικρογραφιών* χειρογράφων.
Οι μορφές του ελληνικού θεάτρου σκιών έχουν μιαν άκρα λιτότητα, κι οι γραμμές των λεπτομερειών είναι ακριβώς μόνο οι απαραίτητες. Οι διάφοροι τύποι ξεχωρίζουν απόλυτα ο ένας από τον άλλο, και το κάθε πρόσωπο, με μοναδική εξαίρεση τον πολυμελή χορό των Θεσσαλονικιών Εβραίων, κρατά μιαν απόλυτη αυτονομία και αυτοτέλεια μορφής όσο και χαρακτήρα. Τώρα τα κτίρια του αναλλοίωτου* σκηνικού: η μεν καλύβα, το μόνιμο ενδιαίτημα* του Καραγκιόζη, είναι μια ρεαλιστική, κατά το μάλλον ή ήττον,* αναπαράσταση ερειπίου. Το δε «σαράι του πασά», παρ’ όλα τα μισοφέγγαρα που κοσμούν τους τρούλους* του, είναι πανομοιότυπο με τις παραστάσεις κτιρίων στη βυζαντινή ζωγραφική, λ.χ. απ’ την αναπαράσταση εκκλησίας στο μοναδικό ελληνικό ψηφιδωτό που παρέμεινε στο εξωτερικό του Αγίου Μάρκου* της Βενετίας, στο τύμπανο* πάνω από την αριστερή πόρτα, μέχρι τις μορφές κτιρίων στις φορητές εικόνες* και στα μωσαϊκά, να πούμε, της Ραβέννης,* του Καχριέ-Τζαμί και του Μεγάλου Τεμένους* της Δαμασκού.
Ενώ στο τουρκικό θέατρο σκιών ο διάλογος περιορίζεται σε μιαν ανταλλαγή στοχασμών, ευφυολογημάτων* και βωμολοχιών* ανάμεσα στους δύο τυπικούς πρωταγωνιστές, τον Καραγκιόζη και το Χατζηαβάτη, αντίθετα, το ελληνικό θέατρο σκιών είναι πραγματικό θέατρο, με διάλογο αλλά και έντονη δράση. Αναπαραστάσεις επεισοδίων από την ταραχώδη ζωή του ήρωά του. Χρησιμοποιεί δε έναν τρόπο συγγενή με την «Κομμέντια ντελ’ Άρτε»:* κάθε επεισόδιο σαφώς καθορισμένο, εκ των προτέρων, στις γενικές του γραμμές, ερμηνεύεται κάθε φορά, ως προς τις λεπτομέρειες, σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη διάθεση του εκτελούντος Καραγκιοζοπαίκτη και των βοηθών του. Το «ρεπερτόριο»* των επεισοδίων είναι απέραντο κι αναρίθμητοι οι συμπρωταγωνιστές κι οι «κομπάρσοι».* Πολλές φορές ο δικός μας Καραγκιόζης παίρνει ρόλους δευτερεύοντες και τριτεύοντες ακόμη, μέχρι του σημείου να είναι κι ένας απλός θεατής, όταν το «θέμα» επεκτείνεται στην περιοχή των λαϊκών ιστορικών παραδόσεων, και τότε πρωταγωνιστεί ένας ήρωας είτε της Επαναστάσεως του ’21, ο Κατσαντώνης, ο Αθανάσιος Διάκος, είτε της Αρχαιότητας: ο Μεγ. Αλέξανδρος. Αλλά κι ο Αλή Πασάς κι η Κυρά Βασιλική,* κι ο… Οθέλλος με τη Δυσδαιμόνα,* κι άλλοι πολλοί μπορούν να πρωταγωνιστήσουν επίσης.
Ο Καραγκιόζης μας έχει τάσεις προς το θεαματικό, το «Grand Spectacle».* Πολλές φορές, στο πλήθος των συνηθισμένων προσώπων προστίθενται, πάνω στην επιφάνεια της οθόνης, του «Καραγκιόζ-μπερντέ», άλλο πλήθος θηρίων, τεράτων, αγγέλων, δαιμόνων, αμαξών, αρμάτων, καραβιών, αυτοκινήτων, αεροστάτων, αεροπλάνων, μέχρι την πολυθρόνα του οδοντοϊάτρου και το κρεβάτι του χειρουργού. Συχνά ανάβονται και μυριόχρωμα βεγγαλικά, προπάντων στο τέλος της παραστάσεως, στις «αποθεώσεις». Το δε ατομικό τραγούδι με το οποίο προαγγέλλει την εμφάνισή του πάνω στη σκηνή το κάθε πρόσωπο κάποιας σημασίας, Βελή Γκέκας, Χατζηαβάτης, Νιόνιος, Μπαρμπα-Γιώργος, Τουρκοπούλα, κ.λπ., παραχωρεί τη θέση του σε φωνητικούς χορούς.
Ο Καραγκιόζης είναι ο γνήσιος θεατρικός εκπρόσωπος της λαϊκής ψυχής, των λαϊκών τάσεων και διαθέσεων, των λαϊκών πόθων κι επιθυμιών. Με πολλή κομψότητα, με πολλή διακριτικότητα, αλλά και με αρκετή, ενίοτε, δύναμη. Μ’ αυτή τη συνήθεια που έχουμε του «ποιος είσαι συ και ποιος είμαι γω», εδώ όπου ο καθείς έχει μια τόσο βαθιά, και πόσο εύθικτη, συνείδηση της «ανθρωπίνης του αξιοπρεπείας», κι όπου στο ίδιο μέρος είναι πολύ φυσικό να εμφανισθούν, ταυτόχρονα, πλάι πλάι, ένας δισεκατομμυριούχος εφοπλιστής ή μεγαλοβιομήχανος και διακόσιοι τόσοι φουκαράδες, τα επεισόδια του Καραγκιόζη διατραγωδούν* τα μαρτύρια του κοσμάκη και τις βασανισμένες του προσπάθειες «ναν τα βγάλει πέρα», «ναν τα ξεκεφαλώσει».* Ας μη μας γελούν οι μορφές του πασά, των θυγατέρων του (οι βεζυροπούλες), οι αυλικοί του (αυλοκόλακες) και οι λοιποί που τον ακολουθούν. Δεν είναι κανένα κατάλοιπο,* όπως είναι φυσικό να το φανταστεί κανείς, της «προελεύσεως» του Καραγκιόζη. Απλούστατα συγκαλύπτουν* τη μορφή του «κακού πλουσίου» του Ευαγγελίου, του σκληρού, του άκαρδου, του φιλάργυρου, του ακαταλόγιστου, που βασανίζει τους αδυνάτους που είχαν την ατυχία να πέσουν στα νύχια του, ενώ πιστεύει, και το διαλαλεί μεγαλόφωνα, πως είναι δίκαιος και αλάνθαστος, αγαθός και πονόψυχος! Και της Συνοδείας του. Ο ελληνικός Καραγκιόζης είναι βαθύτατα πατριώτης, γνώστης των αρετών και των παραδόσεων της Φυλής. Όμως αδιαφορεί για την πατρίδα και την καταγωγή του δυνάστη, αρνείται να του αναγνωρίσει, με κάθε τρόπο, οποιαδήποτε ειδική εθνικότητα και τον απωθεί, απλούστατα, στη γενική συνομοταξία* των «Τούρκων». Δίχως να είναι μισαλλόδοξος* ή ξενόφοβος,* ο Καραγκιόζης μας εφαρμόζει, με τον τρόπο του, τη ρήση του παλαιού φιλοσόφου: «Να αντιτάσσεται η βία στη βία».