Η ρομαντική διαδρομή από τη συγκομιδή στην παραγωγή
Του Ελευθέριου Γ. Σκιαδά απο το Άρδην τ. 129
Οι καστανάδες, τους οποίους αραιά και πού συναντάμε πλέον σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας, κάποτε ήταν οι απαραίτητοι τύποι των συνοικιών. Έκαναν τη θριαμβευτική τους εμφάνιση με τις πρώτες φθινοπωρινές πνοές για να μετατραπούν στις γνώριμες συμπαθητικές φιγούρες που περίμεναν στη γωνιά του δρόμου. Το καταχείμωνο, στο κρύο και στην παγωνιά, έψηναν τα κάστανά τους στο ύπαιθρο, εξοικονομώντας ό,τι μπορούσαν για να ενισχύσουν οικονομικά τα σπίτια τους στο χωριό. Την άνοιξη, όταν περνούσε πια η εποχή των ψημένων κάστανων στην Αθήνα, ξαναγυρνούσαν στα χωριά τους.
Η ζωή στην πόλη
Οι πρώτοι καστανάδες ξεκινούσαν για τους δρόμους των Αθηνών και εκπατρίζονταν για κάμποσους μήνες. Σχεδόν στο σύνολό τους κατάγονταν από τη Θεσσαλία, ιδιαίτερα τις περιοχές Καρδίτσας, Τρικάλων και Φαρσάλων. Έφταναν στην Αθήνα για να ζήσουν μια στερημένη και σκληρή καθημερινότητα. Τους έβρισκες να κατοικούν στα Πετράλωνα, στα Εξάρχεια, στο Κολωνάκι ή στο Μεταξουργείο, σε μικρές καμαρούλες που έμοιαζαν περισσότερο με αποθήκη-κατοικία και εργαστήριο μαζί. Κοιμούνταν, έτρωγαν, γλεντούσαν και παρασκεύαζαν το εμπόρευμά τους. Γύρω γύρω, στρωμένες τράγινες κουβέρτες, η μία κοντά στην άλλη, αποτελούσαν τα γιατάκια τους.
Στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, αποτελούσαν ήδη μια ποιητική παρουσία στο αθηναϊκό πεζοδρόμιο. Συμπαθείς μορφές και τύποι, σιλουέτες του χειμώνα με τις οποίες συνέδεσαν τις αναμνήσεις τους γενιές ολόκληρες. Ιδιαίτερα τα παιδιά αποτύπωναν στις ψυχές και τη μνήμη τους τον γραφικό αυτό τύπο του δρόμου. Εμφανιζόταν συνήθως στις γωνιές των σχολείων με τα «ζεστά» προϊόντα του για να προκαλέσει την παιδική όρεξη και να αλιεύσει πεντάρες από τα τρυφερά χέρια αγοριών και κοριτσιών. Κατόρθωσε να επιβιώσει και από την κοσμοχαλασιά που έφερε στην πρωτεύουσα η μεγάλη καταστροφή της Σμύρνης, εξαφανίζοντας από τους δρόμους άλλους γραφικούς τύπους επαγγελματιών του ποδαριού.
Προϊόντα
Οι σιλουέτες των καστανάδων και των σαλεπιτζήδων απέμειναν αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου. Μόνον το κόστος τους αύξανε, ανάλογα με τις ανάγκες της ζωής. Καταλάμβαναν τη θέση τους στο πεζοδρόμιο, με τη φουφού, τον ταβλά και το καλάθι που περιείχε το εμπόρευμα. Εμπόρευμα το οποίο ήταν παραμελημένο από την κεντρική διοίκηση και την αγροτική πολιτική της χώρας. Παρά ταύτα δεν έλειπε το γενικότερο ενδιαφέρον του κόσμου. Έτσι προέκυψαν τα σακχαρόπηκτα κάστανα, οι πουρέδες από κάστανα, τα γλυκίσματα και πολλά ακόμη προϊόντα.
Όσο για τα ήρεμα κάστανα, δεν είναι όλα του ίδιου τύπου. Στα προπολεμικά χρόνια, όταν τα κάστανα θεωρούνταν και φάρμακο του χειμώνα με ευεργετικές ιδιότητες, καλύτερα θεωρούνταν τα μικρότερα κάστανα του Πηλίου και της Κρήτης. Λιγότερο γλυκά, αλλά μεγαλύτερα ήταν τα κάστανα της Κυνουρίας, ενώ μικρά και εύγευστα ήταν της Ακαρνανίας. Αναλόγως του μεγέθους και της ποιότητός τους, άλλα θεωρούντο κατάλληλα για ψητά, άλλα για βραστά και άλλα κατάλληλα για τη ζαχαροπλαστική. Σημειωτέον ότι υπήρξε εποχή κατά την οποία τα κάστανα ήταν για τις περιοχές παραγωγής τους ό,τι για άλλες περιοχές η σταφίδα, τα σπαρτά, τα καπνά κ.ά.
Οι υπαίθριοι
Οι φουφούδες παρέμειναν στους δρόμους ακόμη και στα χρόνια της Κατοχής, ενώ μεταπολεμικά πολλοί καστανάδες με τις οικογένειές τους ρίζωσαν στην Αθήνα. Τη δεκαετία του ’50, άναβαν περίπου διακόσιες φουφούδες, έχοντας μάλιστα και την άδεια της αστυνομίας. Αλλά περίπου είκοσι χρόνια μετά, είχε ήδη αραιώσει εντυπωσιακά η παρουσία τους. Όσοι απέμειναν δεν είχαν πλέον μαύρη φουφού, πυρωμένη τάβλα και φλόγα που να τρεμοσβήνει και να μυρίζει ασετιλίνη. Στους νεότερους έμειναν τα γραπτά του Δημήτρη Χατζόπουλου, ο οποίος κάποτε ευχόταν να διατηρηθεί στους δρόμους της πόλης η ποιητική ωραιότητα των καστανάδων.
Γενιές και γενιές Αθηναίων μεγάλωσαν με την ανάμνηση του συμπαθούς αυτού βιοπαλαιστή. Δικαιολογημένως θεωρήθηκε ως ζώσα ιστορία των παλαιών Αθηνών, εκπρόσωπος μιας εποχής η οποία εξέλιπε. Όπως εξάλλου και όλοι οι προσφιλείς τύποι των πλανόδιων πωλητών οι οποίοι διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους με την ποικιλόηχη και ιδιάζουσα φωνή τους. Ο πλανόδιος μανάβης, ο σαπουνάς, ο μπαλωματής, ο γανωτζής και τόσοι αλησμόνητοι τύποι. Η σιλουέτα τους αποτελούσε κάποτε το αλάτι της αθηναϊκής κίνησης, γι’ αυτό σημαντικοί χρονογράφοι τούς αφιέρωσαν απέραντο αριθμό χρονογραφημάτων, ώστε να μας θυμίζουν «άλλα χρόνια, άλλα ήθη και έθιμα και μίαν άλλην εκλείψασαν πλέον εποχήν».
Η παραγωγή
«Ο καστανάς είναι ο πρόσκοπος του φθινοπώρου», έγραφε ο ρομαντικός Τίμος Μωραϊτίνης συμπληρώνοντας πως αυτός πρώτος εισερχόταν στην πόλη, φέροντας το μήνυμα της λήξης των υπαιθρίων εορτών. Γι’ αυτό θεωρείτο ο άγγελος των βροχών, αλλά και το άσμα παρηγοριάς για τον μικρόκοσμο, ο οποίος αποχωριζόταν το άθυρμά του για να βυθισθεί στην ανάγνωση του βιβλίου. Αλλά, πριν εμφανισθούν τα κάστανα για να κατακτήσουν τους αθηναϊκούς δρόμους, είχαν τη δική τους ρομαντική διαδρομή. Από την εποχή που άνοιγαν οι καστανεώνες έως το μάζεμα της παραγωγής. Ελάχιστα έχουν γραφτεί για τις καστανιές και την παραγωγή τους, αλλά και τη συγκομιδή των κάστανων. Το άνθος της καστανιάς είναι περίεργο. Ομοιάζει με θύσανο και ευωδιάζει.
Στη θέση των ανθέων προβάλλει πρώτα ο μικρός καρπός με το περίεργο αγκαθωτό κάλυμμά του που ομοιάζει με πράσινο θαλάσσιο αχινό. Ωριμάζοντας, το κάλυμμα αλλάζει χρώμα και αποξηραίνεται προειδοποιώντας για την ωρίμανση. Γυναίκες τίναζαν τα ώριμα κάστανα από τις καστανιές σε σωρούς κάτω από τα δένδρα. Γέμιζαν τους σάκους, τους φόρτωναν στα ζώα και τους μετέφεραν στα χωριά. Εκεί ακολουθούσε το άπλωμα για να στεγνώσουν και ν’ αποφύγουν το μούχλιασμα. Η συγκομιδή σκόρπιζε ενθουσιασμό, ίδιον με εκείνον της εποχής του τρύγου στους σταφυλοπαραγωγούς τόπους. Στα χωριατόσπιτα έστηναν τα απαραίτητα γλεντάκια και πολλές φορές τότε δοκίμαζαν το καινούριο κρασί της νέας σοδειάς.
Πολύτιμο ξύλο
Η καστανιά θεωρείται από τα γραφικότερα δένδρα των ελληνικών δασών και το ξύλο της είναι αθάνατο και αγέραστο. Η βαθύρριζη καστανιά δεν φοβάται τη χιονοθύελλα και τη βαρυχειμωνιά και προπολεμικά κάλυπτε στην Ελλάδα περίπου 250.000 στρέμματα. Τα περισσότερα ήταν σε άγρια κατάσταση και, εξ αυτών, περίπου 150.000 στρέμματα ήταν εθνικά. Γεωγραφικά τα περισσότερα κατανέμονταν πρώτα στη Θεσσαλία, ύστερα στη Μακεδονία και ακολουθούσαν η Κρήτη, η Πελοπόννησος, η Στερεά και η Εύβοια.
Τα άλλα διαμερίσματα της χώρας είχαν ελάχιστες καστανιές και, από τις Κυκλάδες, μόνο η Νάξος και η Κέα γνώριζαν το δένδρο. Ωστόσο, λίγες από τις καστανιές εμβολιάζονταν για να εξημερωθούν. Ο Σπ. Δάσιος υπεραμυνόταν μιας εκστρατείας εμβολιασμού γενικότερα των άγριων δένδρων (αγριελιάς, αγριοκαστανιάς, αγριοφουντουκιάς κ.ά.) ώστε να καρποφορούν επωφελώς. Επίσης, πρότεινε τη σύσταση σχολείων με περιοδεύοντα συνεργεία εμβολιαστών, οι οποίοι θα περιέρχονταν οργανωμένοι και θα εξημέρωναν τα δένδρα με εμβολιασμούς.