“Η Ναυμαχία των Σπετσών”, λεπτομέρεια πίνακα του Σπετσιώτη θαλασσογράφου Ιωάννη Γ. Κούτση
του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του, Μια υπονομευμένη Άνοιξη, στις ρίζες της οικονομικής εξάρτησης, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2013.
Οι Σπέτσες και τα Ψαρά γνώρισαν ανάλογη με την Ύδρα ανάπτυξη του ναυτικού τους, ίσως εκρηκτικότερη αλλά σχετικά μεταγενέστερη, μόλις λίγες δεκαετίες πριν την Επανάσταση, χωρίς την οξύτητα των κοινωνικών συγκρούσεων της Ύδρας, που θα οδηγήσουν στην «επανάσταση μέσα στην επανάσταση» του Οικονόμου.
Οι Σπέτσες άρχισαν να κατοικούνται στους νεώτερους χρόνους μετά το 1700[1] – έως τα μέσα του 18ου αι., οι μόλις εκατό οικογένειές της ζούσαν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά σύντομα επεκτάθηκαν διαδοχικά στην παράκτιο, στην αιγαιακή και τη μεσογειακή ναυτιλία[2], ο δε πληθυσμός ξεπέρασε τις 8.000. Η ανάπτυξή της υπήρξε αστραπιαία, διότι στηρίχτηκε στο σύστημα των συντροφοναυτών, καθώς και στη γενικευμένη χρήση του συστήματος των μεριδίων σε πολλά σκάφη. Επί παραδείγματι, οι Μποτασαίοι είχαν δύο ιδιόκτητα πλοία, τον «Διομήδη» και τον «Αχιλλέα», και μερίδια σε δώδεκα ακόμα σκάφη, από 1/32 έως ¾, δηλαδή μία περιουσία μισού εκατομμυρίων φράγκων. [Από τα σκάφη στα οποία συμμετείχαν, τρία ακόμα είχαν το όνομα «Αχιλλεύς», δύο «Διομήδης», δύο «Λυκούργος», δύο «Πελεκάνος», και από ένα, «Ποσειδών», «Ξενοφών», «Σόλων».]
Οι Σπετσιώτες, σε αντίθεση με τους Υδραίους, το 1770, ακολούθησαν τους λοιπούς Πελοποννησίους και ξεσηκώθηκαν. Ωστόσο, όταν οι Ρώσοι εγκατέλειψαν τους Έλληνες στην τύχη τους, εισέβαλαν στο νησί πεντακόσιοι Tουρκαλβανοί οι οποίοι επιδόθηκαν σε φοβερές λεηλασίες. Παρόλα αυτά, οι Σπετσιώτες δεν «ηρέμησαν» και το 1790 έσπευσαν και πάλι να βοηθήσουν με πλοία τον Λάμπρο Kατσώνη, μόλις εμφανίστηκε στο Αιγαίο, προκαλώντας την μήνι του σουλτάνου.
Ο αριθμός των Φιλικών ήταν ιδιαίτερα μεγάλος – ο άλλοτε διοικητής του νησιού, Γεώργιος Πάνου, μυήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και τον ακολούθησαν οι πρόκριτοι Παν. Mπότασης, Aναστ. Ανδρούτσος, Θεόδ. Mέξης, Iω. Kούτσης, Ηλίας Θερμησιώτης και άλλοι μετά από προτροπή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, είχαν αρματώσει τα καράβια τους ήδη από τον Οκτώβριο του 1820.
Αμέσως μετά την έκρηξη της Επανάστασης, ο Γ. Πάνου, οι Mποτασαίοι και άλλοι Φιλικοί αποφάσισαν να κινηθούν και, τη νύκτα της 2ας προς την 3η Απριλίου 1821, κατέλαβαν την Καγκελαρία, κατέβασαν την τουρκική σημαία και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης με τον σταυρό και τις λέξεις «Ἐλευθερία ἢ Θάνατος», ενώ, το πρωί της 3ης Απριλίου, Κυριακή των Βαΐων, πραγματοποιήθηκε δοξολογία με όλους τους ιερείς του νησιού, στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου, στο προαύλιο του οποίου υψώθηκε η επαναστατική σημαία.
Έντεκα καράβια τραβούν κατά τη Μονεμβασιά. Άλλα οκτώ, ανάμεσά τους ο «Aγαμέμνων» της Λασκαρίνας Mπουμπουλίνας και ο «Διομήδης» των Mποτασαίων, αναχωρούν για το Ναύπλιο, ενώ οι Πελοποννήσιοι, με επιστολή τους την 9η Απριλίου αναγνωρίζουν την επαναστατική πρωτοπορία των Σπετσιωτών: «…Δόξα εἰς ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι ἠγέρθητε πρῶτοι. Πρῶτοι κατὰ τὴν προσβολὴν τοῦ ἐχθροῦ, πρῶτοι ἐν τῇ ἱστορίᾳ, πρῶτοι ἐν τῇ ἀθανασίᾳ».
Χαρακτηριστική περίπτωση, τόσο για τις συνάφειες όσο και τις διαφοροποιήσεις με τους Υδραίους προκρίτους, είναι η περίπτωση του μεγαλύτερου πλοιοκτήτη των Σπετσών, του «συντηρητικού» Χατζηγιάννη Μέξη, που καταγόταν από το Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου και του οποίου η οικογένεια, κυνηγημένη από τους Τούρκους, διασκορπίσθηκε, στις αρχές του 18ου αιώνα, σε διάφορα μέρη της Ελλάδος[3]. Πρωτότοκος γιος του οπλαρχηγού Θεοδώρου Μέξη, ο Ιωάννης, γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1756, εξαιτίας δε της επίσκεψής του στην Παλαιστίνη, το 1790, έλαβε την προσωνυμία Χατζής. Παντρεύτηκε την κόρη ενός εύπορου Πελοποννήσιου εμπόρου, με την οποία απέκτησε εννέα παιδιά και, με τις επιγαμίες και τις επιγαμβρίες, κατάφερε να συγγενεύσει με τις πλέον σημαίνουσες οικογένειες των Σπετσών και να ισχυροποιήσει τη θέση του ως ηγέτης της «αριστοκρατικής» μερίδας του νησιού. Στα 1818, με σουλτανικό φιρμάνι, διορίστηκε «Ναζίρης» των Σπετσών, δηλαδή πρώτος των προκρίτων, έχοντας υπό τις διαταγές του τον «Ζαπίτη» (διοικητή) του νησιού. Κατά τις προεπαναστατικές εμφύλιες διαμάχες των Σπετσιωτών, ο Χατζηγιάννης Μέξης, αρχηγός της «αριστοκρατικής» μερίδας, υπερίσχυσε των αδελφών Γκίκα και Παναγιώτη Μπόταση, που ήσαν οι αρχηγοί της «λαϊκής» μερίδας.
Μόλις κηρύχθηκε η Επανάσταση στην Πελοπόννησο, επειδή οι συντηρητικοί Σπετσιώτες, όπως και οι Υδραίοι, δίσταζαν, ο Χατζηγιάννης Μέξης πήγε στην Ύδρα, για να αποφασίσουν από κοινού περί του πρακτέου. Όμως, το Σάββατο 2 Απριλίου, μετά την άκαρπη σύσκεψη των προκρίτων στο σπίτι του Γεωργίου Πάνου, όπου οι περισσότεροι από τους συγκεντρωθέντες πρότειναν και πάλι την αναβολή μέχρις ότου αποφασίσει και η Ύδρα, οι Σπετσιώτες Φιλικοί και μέλη της δημοκρατικής μερίδας κατέλαβαν την Καγκελαρία, κατέβασαν τα τουρκικά σύμβολα και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης[4]. Αμέσως, στάλθηκε πλοίο για να επιστρέψει τον Μέξη στο νησί, ενώ, στο συμβούλιο των προκρίτων που ακολούθησε, αποφάσισαν ομόφωνα να κηρυχθεί η Επανάσταση και να αποπλεύσει ο στόλος, και, την ίδια μέρα, ορίστηκε τοπική διοίκηση με επικεφαλής τον Μέξη. Δηλαδή, σε αντίθεση με την Ύδρα, εδώ, ακόμα και η συντηρητικότερη πτέρυγα συντάχθηκε αμέσως με την επανάσταση.
Ο Μέξης είχε στην κυριότητά του τέσσερα νεότευκτα πλοία, ναυπηγημένα στην περίοδο 1816-1820, και ήταν συνιδιοκτήτης σε πέντε ακόμα σκάφη των γαμβρών του, ενώ προσέφερε και το τεράστιο ποσό των 735.360 χρυσών δραχμών για τη συντήρηση, τη μισθοδοσία και την κίνηση των σκαφών, με αποτέλεσμα η οικογένεια Μέξη να βρεθεί, μετά την Επανάσταση, σε δύσκολη οικονομική θέση. Σε αντίθεση με τους Υδραίους, που υπήρξαν ορκισμένοι εχθροί του Καποδίστρια, ο Μέξης παρέμεινε μέχρι τέλους ένθερμος οπαδός του, όπως και η πλειονότητα των Σπετσιωτών[5].
Εμβληματικότερη μορφή των Σπετσών, η Λασκαρίνα Mπουμπουλίνα –Yδραία στην καταγωγή–, είδε το φως στις 11 Μαΐου 1771, μέσα σε μια τουρκική φυλακή, στην Κωνσταντινούπολη, όπου η ετοιμόγεννη μητέρα της είχε κατορθώσει να συναντήσει τον ετοιμοθάνατο άνδρα της, φυλακισμένο εξαιτίας της συμμετοχής του στα Oρλωφικά. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η μητέρα της έρχεται σε δεύτερο γάμο με τον Σπετσιώτη καπετάνιο Δημήτριο Λαζάρου ή… «Oρλώφ» και, έτσι, η Λασκαρίνα εγκαθίσταται πλέον στις Σπέτσες όπου, στα 17 της χρόνια, παντρεύεται τον Δημήτριο Γιάννουζα και στα 30 της ξαναπαντρεύεται με τον Δημήτριο Mπούμπουλη. Και οι δυο σύζυγοί της, Σπετσιώτες καπεταναίοι, σκοτώνονται σε ναυμαχίες με Mπαρμπερίνους πειρατές. Το 1811, βρίσκει την Mπουμπουλίνα δύο φορές χήρα και μητέρα επτά παιδιών.
Συγχρόνως, κληρονομεί από τον Μπούμπουλη μεγάλη περιουσία σε πλοία, μετρητά και ακίνητα. Μόνο τα μετρητά ξεπερνούσαν τα 300.000 χρυσά ισπανικά τάλαρα. Συνεχίζει η ίδια τις εμπορικές δραστηριότητες και αποκτά μερδικό σε πολλά σπετσιώτικα πλοία ενώ, αργότερα, ναυπηγεί τρία δικά της – μεταξύ αυτών και ο περίφημος «Aγαμέμνων», το μεγαλύτερο πλοίο της Επανάστασης, με δεκαοκτώ κανόνια, η ναυπήγηση του οποίου κόστισε 75.000 τάλαρα.
Το 1816, η οθωμανική διοίκηση αποπειράθηκε να κατασχέσει την περιουσία της, με τη δικαιολογία ότι ο Μπούμπουλης, το 1807, πήρε μέρος στη ναυμαχία στην Ίμβρο και την Τένεδο, κατά των Τούρκων, και είχε παρασημοφορηθεί από τους Ρώσους, οι οποίοι του είχαν απονείμει τον τίτλο του πλοιάρχου του ρωσικού αυτοκρατορικού στόλου και τον τίτλο του επίτιμου Ρώσου πολίτη. Η Μπουμπουλίνα ζήτησε προστασία από τον Ρώσο πρέσβη Στρογγανώφ, στην Κωνσταντινούπολη, επικαλούμενη τις υπηρεσίες του συζύγου της και το γεγονός ότι τα πλοία της έφεραν ρωσική σημαία, εν συνεχεία δε, κατόρθωσε να συναντήσει τη Βαλιδέ σουλτάνα και εν τέλει έσωσε την περιουσία της.
Το 1821, διέθετε ένα στόλο από πέντε πλοία, βαριά εξοπλισμένα, και δικό της στρατιωτικό σώμα. Στις 13 Μαρτίου, σήκωσε την πρώτη επαναστατική σημαία της θάλασσας στον ιστό του «Αγαμέμνονα», ενώ συμμάχησε με τον Κολοκοτρώνη και η μία της κόρη νυμφεύτηκε τον δολοφονηθέντα γιο του, Πάνο. Συνελήφθη στο Ναύπλιο δύο φορές από την κυβέρνηση Κουντουριώτη, και εξορίστηκε άτυπα στις Σπέτσες. Όταν σκοτώθηκε, το 1825, σε οικογενειακή διαμάχη, είχε ήδη χάσει δύο γιους στον πόλεμο καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της. Μετά θάνατον, οι Ρώσοι της απένειμαν τον τιμητικό τίτλο της Ναυάρχου, μοναδική περίπτωση για γυναίκα[6], ενώ ο περιβόητος «Αγαμέμνων» κάηκε από τον Ανδρέα Μιαούλη, το 1831, στον ναύσταθμο του Πόρου, στη σύγκρουση μεταξύ Υδραίων και κυβερνητικών !
Και στην περίπτωση της Μπουμπουλίνας επιβεβαιώνονται οι προσανατολισμοί των Σπετσιωτών: πρόθυμη συμμετοχή σε όλα τα επαναστατικά κινήματα, συνεργασία με τον ρωσικό παράγοντα, με τον οποίο θα συνδεθεί ήδη από τη γέννησή της, αντίθεση με το αγγλόφιλο στρατόπεδο των Υδραίων καραβοκύρηδων.
Τα δημοκρατικά Ψαρά
Ακόμα χαρακτηριστικότερη περίπτωση, μιας οικονομικής ναυτικής δραστηριότητας που αναπτύσσεται σε ένα ακατοίκητο ξερονήσι, είναι εκείνη των Ψαρών, τα οποία θα αναπτύξουν και ένα υποδειγματικό δημοκρατικό σύστημα αυτοδιοίκησης.
Τα ακατοίκητα Ψαρά αποικήθηκαν κατά τον 17ο αι. από Θεσσαλούς και Ευβοείς, που κατευθύνονταν στη Μικρά Ασία[7] μέχρι την τελευταία δεκαετία του 18ου αι., οι Ψαριανοί δεν ξεπερνούσαν τις 400 οικογένειες[8] ενώ, πριν από την Επανάσταση, είχαν φτάσει τους 6.000 κατοίκους[9]. Αποκαλυπτικό είναι το ύψος των φόρων που κατέβαλλαν στην οθωμανική εξουσία: ενώ, κατά τους πρώτους χρόνους, πλήρωναν έγγειο φόρο, ποιμενικά κ.λπ., 350 γρόσια εν όλω και δέκα γρόσια χαράτσι κατά κεφαλήν, τον 19ο αι., οι φόροι έφτασαν τα 7.000 γρόσια, το χαράτσι τα 30 γρόσια κατά κεφαλήν, ενώ κατέβαλλαν 25.000 γρόσια στον Καπουδάν πασά, όποτε έβγαινε στο Αιγαίο, και 4-6.000 γρόσια στον δραγουμάνο κατά τις επισκέψεις του στο νησί[10].
Μετά το 1770, οι Ψαριανοί έπαυσαν να ασχολούνται με την καλλιέργεια και έγιναν αποκλειστικά ναυτικοί όλοι οι τεχνίτες ήταν ξενομερίτες –οι ναυπηγοί και ξυλουργοί από τη Χίο– και οι ντόπιοι μόνο καλαφάτιζαν τα πλεούμενα[11]. Κεφάλαια δανείζονταν από ξένους εμπόρους, ιδιαίτερα Χίους, στους οποίους ναύλωναν και τα σκάφη τους, όταν δεν εύρισκαν δικό τους φορτίο[12] και οι οποίοι συμμετείχαν και στη ναυπήγηση των μεγαλύτερων σκαφών τους. Επειδή η ανάπτυξή τους υπήρξε κυριολεκτικά εκθετική –η επανάσταση του 1821 τους βρήκε με περισσότερα από 300 καράβια, μικρού και μεγάλου εκτοπίσματος–, χρησιμοποιούσαν δανειακά κεφάλαια περισσότερο από τους Υδραίους και τους Σπετσιώτες.
Το σύστημα εκλογής της αυτοδιοίκησης των Ψαρών ήταν δημοκρατικότερο σε στα δύο άλλα νησιά και ανανεωνόταν σε ετήσια βάση. Κάθε Μάρτιο, σε πάνδημη συνέλευση, στον ναό του Αγίου Νικολάου, εξέλεγαν σαράντα εκλέκτορες, «καπεταναίους» (πλοιάρχους μεγάλων σκαφών), «καραβοκυραίους» (πλοιάρχους μικρών σκαφών), εμπόρους, πρωτοναύτες και έναν ιερέα. Οι εκλέκτορες έμεναν μόνοι στην εκκλησία και εξέλεγαν τους νέους δημογέροντες. Εν συνεχεία, οι απερχόμενοι δημογέροντες συγκαλούσαν και πάλι τους εκλέκτορες, τους «οικοκυραίους» και τους νέους δημογέροντες, και, αφού προέβαιναν σε οικονομικό απολογισμό, παρέδιδαν τις σφραγίδες στους νέους δημογέροντες. Οι σφραγίδες ήταν δύο, της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου. Η πρώτη ήταν διαιρεμένη σε τμήματα, κάθε δημογέροντας κρατούσε το ένα από αυτά και έπρεπε να σφραγίζουν από κοινού τα έγγραφα που αφορούσαν τα εσωτερικά και εξωτερικά θέματα, εκτός από τα ναυτιλιακά για τα οποία χρησιμοποιούσαν τη σφραγίδα του Αγίου Νικολάου. Κανένας δεν μπορούσε να αρνηθεί την εκλογή του, παρότι υπηρετούσαν αμισθί. Οι δημογέροντες δίκαζαν και τις τρέχουσες υποθέσεις, εκτός από τις σημαντικότερες, για τις οποίες εξέλεγαν αιρετοκριτές, ή αποφάσιζε η ίδια η λαϊκή συνέλευση. Το σύστημα διατηρήθηκε έως το 1815, όταν, εξ αιτίας των εσωτερικών αντιθέσεων, ορίστηκε και διοικητής, επίσης με ετήσια θητεία, ο οποίος ενεργούσε πάντα με τη συγκατάθεση της δημογεροντίας. Εξ άλλου, οι άνδρες των πληρωμάτων αποκαλούνταν πάντοτε σύντροφοι, διότι το «ναύτης» εθεωρείτο υποτιμητικό[13].
Οι διαφορές από την Ύδρα, ακόμα και από τις δημοκρατικότερες Σπέτσες, είναι σημαντικές: Το 1769, οι Ψαριανοί όχι μόνο ύψωσαν ρωσική σημαία στο νησί αλλά συμμετείχαν με στολίσκο πενήντα πέντε σκαφών στις συγκρούσεις, με τα οποία κούρσευαν όλα τα οθωμανικά σκάφη μέχρι τη Συρία[14].
Ακόμα και ο μεγαλύτερος κεφαλαιούχος που ανέδειξαν τα Ψαρά, ο μετέπειτα εθνικός ευεργέτης, Ιωάννης Βαρβάκης, υπήρξε και ο ίδιος επαναστάτης. Γεννημένος το 1745, γιος καραβοκύρη, πήρε το παρανόμι Βαρβάκης από ένα γεράκι του Αιγαίου που οι νησιώτες αποκαλούν βαρβάκι στα δέκα χρόνια του, ήξερε να πυροβολεί και να χρησιμοποιεί κανόνι, στα 17 του ήταν καραβοκύρης και στα 25 πυρπόλησε την τουρκική ναυαρχίδα στην ναυμαχία του Τσεσμέ, το 1770. Γι’ αυτή την πράξη του τιμήθηκε, από τον Αλέξιο Ορλώφ και την Αικατερίνη Β΄, αλλά υποχρεώθηκε να φύγει κυνηγημένος στην Οδησσό, το Κίεβο, την Πετρούπολη. Εκεί έλαβε 10.000 ρούβλια από τη Μεγάλη Αικατερίνη και το δικαίωμα για αφορολόγητο εμπόριο ψαριών στην Κασπία Θάλασσα, όπου έστησε μια κολοσσιαία επιχείρηση με τρεις χιλιάδες μισθωτούς εργάτες. Έκτισε εκκλησίες, γεφύρια, νοσοκομεία, σχολεία, αλλά και ανώτερη Ελληνική Σχολή στην Οδησσό. Προσέφερε ένα μεγάλο ποσό για το γυμνάσιο της Χίου, με δικά του χρήματα δημιουργήθηκε σχολείο στα Ψαρά και άρχισε να κατασκευάζεται λιμάνι στο νησί – μόλις το 1800. Με την κήρυξη της Επανάστασης, παρέδωσε στον Υψηλάντη, αρχικώς 100.000 ρούβλια και, μετά από λίγο, 1.000.000 ρούβλια για αγορά όπλων και εφοδίων, ενώ, μετά την καταστροφή των Ψαρών, τον Ιούνιο του 1824, έστειλε στους συμπατριώτες του τέσσερα καράβια εφόδια και ρούχα και εξαγόρασε Ψαριανούς αιχμαλώτους. Πέθανε το 1825 και άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του για την οικοδόμηση διδακτηρίων το «Βαρβάκειον Λύκειον» και η «Βαρβάκειος Αγορά» ιδρύθηκαν μόλις το 1886, εξήντα χρόνια μετά.
Ριψοκίνδυνοι και άφοβοι ναυτικοί, οι Ψαριανοί υπήρξαν οι βασικοί χειριστές των περιπολικών στην Επανάσταση. Με πρωταγωνιστές τον Κανάρη και τον Παπανικολή, συνέδεσαν το όνομά τους με παράτολμες ενέργειες, όπως η πυρπόληση δύο μεγάλων τουρκικών πλοίων, ενώ ο Νικόλαος Αποστόλης (1770–1827), που είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη, χρημάτισε ναύαρχος του ψαριανού στόλου[15].
[1] Αν. Γούδα, «Οι Μποτασαίοι», Βίοι Παράλληλοι,τ. Δ΄, Πλούτος και θυσίαι, Αθήνα 1871, σ. 252 Κώστας Γιούργος (επιμ.) «Πιτυούσσα – Πέτζα – Σπέτσες. Aναδρομή στην προϊστορία και την ιστορία του νησιού», Αφιέρωμα Καθημερινή, 26/7/1998, σσ. 2-32.
[2] Αν. Γούδα, «Γεώργιος Πάνου», Βίοι Παράλληλοι,τ. Ζ΄, Πολιτικοί άνδρες, Αθήνα 1875, σ. 376.
[3] Εμμανουήλ Α. Λούζης, Αρχείο Χατζηγιάννη-Μέξη, τεύχ. 1ο(Πρωτότυπα Έγγραφα), Έκδ. Γ.Α.Κ.-Τοπικό Αρχείο Σπετσών, Σπέτσες 2007.
[4] Παύλος Παρασκευαΐδης, «H εξέγερση της 3ης Απριλίου 1821 και τα θαλασσινά ανδραγαθήματα», στο «Πιτυούσσα …», ό.π., Καθημερινή, σσ. 13-16.
Βλ. Γ. Λαμπρινός, «Γιώργης Πάνου», στο Μορφές…, ό.π., σσ. 175-188.
[5] Αναστάσιος Κ. Ορλάνδος, Ναυτικά, ήτοι Ιστορία των κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Αγώνα πεπραγμένων υπό των Τριών Ναυτικών Νήσων, ιδίως δε των Σπετσών, τ. Α΄, Εν Αθήναις 1869.
[6] Φίλιππος Δεμερτζής-Mπούμπουλης, «Λασκαρίνα Mπουμπουλίνα, η μεγάλη κυρά των Σπετσών και πρωτοκαπετάνισσα του Αγώνα», στο «Πιτυούσσα – Πέτζα – Σπέτσες…», ό.π, σσ. 10-11.
[7]Κωνσταντίνος Νικόδημος, Υπόμνημα της νήσου Ψαρών, τ. Α΄, Αθήνα 1862, σσ. 10-11.
[8] Κ. Νικόδημος, Υπόμνημα…, ό.π., σ. 89.
[9] Ιάκωβος Ρίζος Ραγκαβής, Τα Ελληνικά: ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική και στατιστική της αρχαίας και νέας Ελλάδος, τ. Γ΄, Αθήνα 1854, σ. 353.
155Κ. Νικόδημος, Υπόμνημα…, ό.π., σσ. 56-59.
[11] Κ. Νικόδημος, Υπόμνημα…, ό.π., σσ. 65-67.
[12] Κ. Νικόδημος, Υπόμνημα…, ό.π., σσ. 60, 64, Γ. Φ. Φωτόπουλος, Συνοπτική…, ό.π., σ. 29.
[13] Κ. Νικόδημος, Υπόμνημα…, ό.π., σσ. 53-56 και 64-65.
[14] Κ. Νικόδημος, Υπόμνημα…, ό.π., σσ. 18-22.
[15] Δημήτριος Σπανός, Ψαριανοί Αγωνισταί, Αθήναι 1967 Θεόφιλος Μπασγουράκης, «Ψαρά», Ελληνικό Πανόραμα, τχ. 71, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2009.
Μια υπονομευμένη Άνοιξη, στις ρίζες της οικονομικής εξάρτησης