του Κώστα Σαμάντη από τη Ρήξη τ. 83
«Η αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Υπάρχει κίνδυνος, αν δεν νοιαστούμε για την πνευματική φυσιογνωμία της χώρας μας, να καταντήσουμε μια ευρωπαϊκή επαρχία που θα την ξενηλατούν οι ξένες επιρροές, να φτάσουμε να ‘μαστε ψυχικά πρόσφυγες στην ίδια μας την πατρίδα, σε μια πατρίδα που δεν θα ’χει πια ούτε τα ψυχικά μας χαρακτηριστικά, ούτε τα γνωρίσματα της καταγωγής μας.
Από ομιλία του Ιάκωβου Καμπανέλλη στη Νάξο, με θέμα: «Η κοινωνική και ψυχολογική σημασία των παραδοσιακών αξιών».
Στα χρόνια που ακολούθησαν την υποδοχή των προσφύγων του 1922 στη χώρα μας, αναπτύχθηκε ένα νέο οικιστικό μοντέλο. Άρχισαν να κατασκευάζονται μαζικά προσφυγικές κατοικίες για να στεγάσουν τους πρόσφυγες αυτούς κ.α. Ένα από τα μοντέλα των κατοικιών αυτών ήταν το κτίσιμο οικιών περιμετρικά από μία αυλή, μοντέλο το οποίο διατηρείται αποσπασματικά σε κάποιες παλιές κατοικίες, ακόμα και σήμερα. Ο χώρος αυτός έχει χρησιμεύσει ως ιδιαίτερος χώρος δράσης στον κινηματογράφο (βλέπε την ταινία του Σακελάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται»), αλλά και στο θέατρο, όπως στο έργο, «Η αυλή των θαυμάτων».
Το συγκεκριμένο μοντέλο παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Οι κατοικίες αυτές είναι κτισμένες γύρω από έναν κοινό, «δημόσιο» χώρο στον οποίο αρθρώνεται η κοινωνική ζωή. Αποτελούν ουσιαστικά οριζόντιες πολυκατοικίες, με την κοινωνικοποίηση να είναι το κυρίαρχο στοιχείο το οποίο τις χαρακτηρίζει. Οι κάτοικοι της αυλής διαβιούν και συνυπάρχουν σε αυτή σε μια λεπτή ισορροπία δημόσιου και ιδιωτικού, στην οποία εμπεριέχεται τόσο η συνύπαρξη, όσο και οι κοινωνικές συγκρούσεις. Στα μεταπολεμικά χρόνια το μοντέλο αυτό, με τη χρήση του εργαλείου της αντιπαροχής, άρχισε να μεταλλάσσεται. Πέρα από την επιβάρυνση που συνεπάγεται η εγκαθίδρυση του μεγάλου όγκου των πολυκατοικιών, σημαντικές ήταν και οι κοινωνικές αλλαγές. Ο γείτονας του διπλανού σπιτιού άρχισε να μετατρέπεται στον «από πάνω» ή στον «απέναντι» (με τον όρο του «γείτονα» πλέον να μη χρησιμοποιείται). Στις πολυκατοικίες άρχισαν να χρησιμοποιούνται θυρωροί για τον έλεγχο και την ευταξία του συστήματος, ενώ διαφοροποιήσεις, ενίοτε και ταξικές, εμφανίστηκαν ανάμεσα στους ενοίκους. Άλλη βαρύτητα έχει ο κάτοικος ενός υπογείου και άλλη αυτός του ρετιρέ. Σταδιακά εγκαταλείφθηκε ο κοινωνικός χαρακτήρας και κυριάρχησε η ιδιώτευση και η απομόνωση.
Τις επόμενες μέρες κλείνει ένας χρόνος (29 Μαρτίου 2011) από το θάνατο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Απόγονος προσφύγων της μεγάλης σφαγής της Χίου το 1822, όπως ο ίδιος με συναίσθηση ευθύνης αναφέρει στο βιογραφικό του, ο Καμπανέλλης θεωρούσε τη μνήμη ως μία από τις μεγαλύτερες αξίες.
«Όταν ένας άνθρωπος χάνει τη μνήμη του, όταν παθαίνει αμνησία, θεωρείται και είναι ψυχοπαθής. Τα συμπτώματα είναι κρίσεις μελαγχολίας κι ένα οδυνηρό αίσθημα μοναξιάς. Όταν ένας τόπος αρνείται τις μνήμες του, κατασκευάζει την αμνησία του με το να αφαλοκόβεται από το παρελθόν και τις παραδόσεις του, είναι ένας υποψήφιος ψυχοπαθής» (ο.π.). Για αυτό άλλωστε σε αρκετά έργα του, όπως και στο συγκεκριμένο, υπάρχουν χαρακτηριστικές φιγούρες της προσφυγιάς του 1922.
«Η αυλή των θαυμάτων» γράφτηκε το 1957. Με το έργο αυτό ο συγγραφέας ανέπτυξε μια ψυχογραφία του Έλληνα της συγκεκριμένης περιόδου. Με μία γραφίδα – νυστέρι και όπλο την αντικειμενική κρίση ανατέμνει το συνάνθρωπό του αναδεικνύοντας τα προτερήματα, αλλά και τις αδυναμίες του. Φτιάχνει ένα έργο σκληρό κάποιες φορές, πέρα από συμπάθειες ή αντιπάθειες. Κρατώντας για τον εαυτό του μια πατρική στάση, σκύβει στους ήρωές του με αυστηρότητα, αλλά και στοργή. Γι’ αυτό άλλωστε και οι ρόλοι που περιγράφει δεν είναι μονοσήμαντα καλοί ή κακοί, είναι κυρίως ανθρώπινοι. Αν σε κάτι δείχνεται πραγματικά αυστηρός είναι στη στάση του απέναντι στο ρόλο του επίσημου κράτους. Στο έργο του (και εδώ είναι εμφανείς οι ομοιότητες με το σήμερα) το κράτος αυτό είναι ένα κράτος αδιάφορο, πέρα και μακριά από την κοινωνία, ένα κράτος αρκετές φορές τιμωρός και εχθρός απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
Οι ομοιότητες με το σήμερα δεν εξαντλούνται σε αυτό μόνο. Δεν μπορείς παρά να προβληματιστείς βαθιά όταν βλέπεις τους ήρωές του να επιλέγουν, ως λύση στα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα τα οποία αντιμετωπίζουν, τη μετανάστευση στην Αυστραλία, και ταυτόχρονα να ακούς τα σχόλια θεατών στα διαλείμματα της παράστασης, οι οποίοι συζητούν, με έναν τραγικό τρόπο, τον προγραμματισμό που ήδη έχουν κάνει για μετανάστευση στη συγκεκριμένη χώρα.
Όπως επίσης δεν μπορείς να προσπεράσεις εύκολα την κατάσταση των ηρώων του, οι οποίοι ζουν σε μια αβάσταχτη καθημερινότητα που χαρακτηρίζεται από ματαιωμένα όνειρα και ελπίδες, κατάσταση την οποία ολοένα και περισσότερο συναντούμε γύρω μας.
Ο Γιάννης Κακλέας είναι από τους σημαντικούς σκηνοθέτες της εποχής μας, ειδικά για τη νέα γενιά. Αρκετές φορές στο παρελθόν έχει ανεβάσει παραστάσεις με το βλέμμα στη νεωτερικότητα, με κάποιες από αυτές να χαρακτηρίζονται από υποψίες μεταμοντερνισμού. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση προσφέρει μια αρκετά δυνατή και σύγχρονη, μέσω της σκηνοθεσίας, εκδοχή ενός έργου που γράφτηκε πριν από πενήντα πέντε χρόνια. Στην προσπάθειά του να προτείνει ένα έργο που συνομιλεί με το σήμερα, χρησιμοποιεί αρκετά έξυπνα ευρήματα. Δεν είναι μόνο αυτό της εισβολής στο σκηνικό ενός κουκουλοφόρου, ο οποίος ξεσπά μέσα στην αυλή και καταστρέφει χωρίς κρίση και λογική, ούτε αυτό της επιδρομής των ΜΑΤ για την απομάκρυνση των κατοίκων της αυλής, που αρνούνται να αποδεχθούν την αντιπαροχή του ιδιοκτήτη. Πολύ περισσότερο ενδιαφέρον έχουν τα σχόλια που κάνει μέσω της προβολής σε ζωντανό χρόνο της πλατείας (αυλής;) έμπροσθεν του Εθνικού Θεάτρου. Ακόμη περισσότερο η αντιπαράθεση, πάλι μέσω προβολής, των προτομών ηρώων από το χώρο του πνεύματος, αλλά και της Επανάστασης του 1821 σε αντιπαράθεση με τις προβολές των κενών και παρατημένων διαφημιστικών πινακίδων (ένεκα και της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας), οι οποίες δεσπόζουν πάνω σε πολυκατοικίες – εκτρώματα της πόλης μας.
Οι ερμηνείες τις οποίες έχει αποσπάσει από τους ηθοποιούς του είναι άνισες. Με τον Νίκο Κουρή να διακρίνεται ιδιαίτερα στο ρόλο του κεντρικού ήρωα, ο οποίος παραπαίει εξαιτίας του ανάλαφρου και ανεύθυνου χαρακτήρα του, τη Θεοδώρα Τζήμου να αποδίδει άψογα το χαρακτήρα μιας νεαρής, ευκολόπιστης, λαϊκής γυναίκας, και τον Νίκο Ψαρρά πολύ καλό στο ρόλο του λαϊκού γόη, ο οποίος συμπεριφέρεται ταυτόχρονα με ιδιοτέλεια αλλά και παλικαριά. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στους Μανόλη Παντελιδάκη για τα εντυπωσιακά όσο και ευρηματικά σκηνικά, καθώς και στην Ελένη Μανωλοπούλου για τα κοστούμια και στον Σάκη Μπιρμπίλη για τους φωτισμούς.
Η «Αυλή των θαυμάτων» αντιμετωπίστηκε με σεβασμό και βαθιά γνώση του συγγραφέα από το σκηνοθέτη, γι’ αυτό και η παράσταση είναι μία από αυτές που αξίζει κάποιος/α να δει οπωσδήποτε.
* Γιάννης Κακλέας από το πρόγραμμα της παράστασης
Η «Αυλή των θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Σκηνοθεσία Γιάννης Κακλέας
Σκηνικά Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης
Σχεδιασμός βίντεο Γιώργος Ζώης
Βοηθός σκηνοθέτη Νουρμάλα Ήστυ
Βοηθός σκηνογράφου Μαρία Φιλίππου
Βοηθός ενδυματολόγου Τίνα Τζόκα
Δραματολόγος παράστασης Εύα Σαραγά
Διανομή:
Βούλα Θεοδώρα Τζήμου, Μαρία Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Γιάννης Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Αννετώ Μίνα Αδαμάκη, Ιορδάνης Θοδωρής Κατσαφάδος, Αστά Αγγελική Στελλάτου, Ντόρα Λένα Παπαληγούρα, Μπάμπης Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Στράτος Νίκος Ψαρράς, Όλγα Εύη Σαουλίδου, Στέλιος Νίκος Κουρής, Μηχανικός Γιώργος Τζαβάρας, Ένας Άνδρας – Μηχανικός-Αστυνομικός Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Μηχανικός – Ταχυδρόμος – Αστυνομικός Θανάσης Κουρλαμπάς, Ένας Νέος – Εργάτης Μιχάλης Σαράντης
ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
Αγίου Κωνσταντίνου 22-24
104.37 Αθήνα Τηλεφωνικό κέντρο: 210 5288100
Έως 8 Απριλίου 2012