Η ιδεολογική νομιμοποίηση του παρασιτικού καταναλωτισμού
του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη (φ. 86)
Σήμερα, ο ελληνικός λαός, σε μια προσπάθεια συλλογικής ενοχοποίησης κατηγορείται ότι ο ίδιος έχει τεράστιες ευθύνες για τη σημερινή χρεοκοπία, διότι αντί να δρα ορθολογικά, άγεται και φέρεται από τον υπερβολικό του συναισθηματισμό. Αυτές οι οποίες βέβαια παραλείπονται είναι οι ευθύνες της διανόησης και φυσικά των πολιτικών ηγεσιών, δηλαδή τελικά αυτών που είχαν και το καρπούζι και το μαχαίρι.
Εδώ και δύο δεκαετίες ο Π. Κονδύλης μάς είχε προειδοποιήσει ότι δεν μπορούμε να καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε. Η ενίσχυση μάλιστα της παραγωγικής ικανότητας προϋποθέτει ότι ένα μέρος του εισοδήματος θα πρέπει να αφαιρείται από την κατανάλωση και στη συνέχεια να αποταμιεύεται και να επενδύεται. Μάλιστα η εγκατάλειψη του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα, προς όφελος των υπηρεσιών, αφενός ενίσχυε την εξάρτηση της χώρας από τον διεθνή δανεισμό, αφετέρου μας μετατρέπει σε μια χώρα που εξαρτάται πλέον γεωοικονομικά από την Τουρκία, η οποία στρέφει πλέον όλη την οικονομική της δραστηριότητά στην ανάπτυξη της παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Τούρκοι προμηθεύονται το ελληνικό βαμβάκι, για να μας το επιστρέψουν υπό μορφή υφάσματος ή και ενδυμάτων.
Φυσικά, οι σκέψεις αυτές δεν επηρέασαν στο ελάχιστο τις πολιτικές ηγεσίες οι οποίες συνέχισαν να ευνοούν τον παρασιτισμό αντί την παραγωγή. Με αυτόν το τρόπο τα ολυμπιακά έργα, η έκρηξη της οικοδομής όσο και ο τουρισμός –με τον τρόπο που αναπτύχθηκε–, η άνοδος του χρηματιστηρίου, η λεηλασία και η διαφθορά του δημοσίου –που φυσικά έγινε με κομματικές ευλογίες– επέτειναν την ανάγκη η ελληνική οικονομία να δανείζεται από το εξωτερικό, χωρίς όμως να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εξόφληση των δανείων.
Συγχρόνως, μια ιδεολογία που εκπέμπεται φορτικά από τις τηλεοράσεις, τις εφημερίδες και τα λάιφ στάιλ περιοδικά, ωθεί την ελληνική κοινωνία σε μια εξωφρενική κατανάλωση αγαθών και εμπορευμάτων, που στην πραγματικότητα έχουν μηδαμινή χρηστικότητα και σημασία. Η μετρημένη παραδοσιακή ελληνική ζωή –προϊόν της ανάγκης και της στενότητας των μέσων– αλλά και νεότερα ριζοσπαστικά κινήματα, που επικρίνουν τον καταναλωτισμό, ρίχτηκαν στο πυρ το εξώτερο. Προφανώς η Ελλάδα έπρεπε, με ένα τεράστιο δρασκέλισμα, να περάσει στην «μαζική δημοκρατία», που επικρατούσε στη Δύση, και στις ηδονικές μεταμοντέρνες συνήθειές της, δίχως όλα τα προηγούμενα στάδια που εκείνη πέρασε, κινδυνεύοντας, όπως άλλωστε και συνέβη, να φάει τα μούτρα της. Είναι εντυπωσιακό ότι οι κυρίαρχες πολιτικές τάξεις δεν πρόβαλαν ένα πρότυπο λιτής ζωής, αλλά εκπροσώπησαν την πολυτελή διαβίωση των νεόπλουτων και την επιδεικτική κατανάλωση.
Βέβαια, η μαζική αύξηση της κατανάλωσης προϋπέθετε την αύξηση των μισθών στο ακαθάριστο Εθνικό Εισόδημα. Το γεγονός αυτό ξεπεράστηκε με την προτροπή στο δανεισμό. Οι Έλληνες για πρώτη φορά έμαθαν για διακοποδάνεια, δάνεια για αγορά αυτοκινήτων και πολλά άλλα παρεμφερή, που τροφοδότησαν τη σημαντική αύξηση της κατανάλωσης. Παρά την κυριαρχία του μονεταρισμού, που πρεσβεύει τον έλεγχο της κυκλοφορίας του χρήματος, υπήρχε μια υπερβάλλουσα ρευστότητα χρήματος που αναζητούσε αποδοτικές τοποθετήσεις και η οποία θα έπρεπε να διατεθεί στην αγορά. Για μια δεκαετία οι τράπεζες έδρεψαν κέρδη, τώρα όμως ήρθε η στιγμή που δρέπουν ζημιές. Παρ’ όλα αυτά, το ιδιωτικό χρέος, σαν ποσοστό του ΑΕΠ, είναι πολύ μικρότερο από άλλες χώρες, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι Έλληνες σε μεγάλο βαθμό διατήρησαν έναν μετρημένο τρόπο ζωής, τις αποταμιευτικές τους συνήθειες και την παραδοσιακή νοικοκυροσύνη τους.
Το ίδιο διάστημα, φιλελεύθεροι διανοούμενοι σαν τον Νίκο Δήμου κατηγορούσαν την κριτική στον καταναλωτισμό σαν πουριτανισμό, ακόμη και σαν ολοκληρωτισμό, και προέτρεπαν με αυτό τον τρόπο στη μαζική κατανάλωση. Έγραφε τον Απρίλιο του 2006, με αφορμή την υπεράσπιση των MALL: «Πίσω από την καταδίκη της καταναλωτικής κοινωνίας κρύβεις δύο πανάρχαιες, ανομολόγητες τάσεις. Τον πουριτανισμό και τον ολοκληρωτισμό» (http://nikosdimou.blogspot.gr/2006/04/blog-post_27.html).
Ούτε οι βουδιστικές αναζητήσεις του στάθηκαν ικανές ώστε να δει με κριτικό βλέμμα τις άπειρες ανάγκες που κατασκευάζει, παρά ικανοποιεί ο καταναλωτισμός, αλλά ούτε έλαβε υπόψη την ανάλυση του Μ. Βέμπερ που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στο αρχικό του, τουλάχιστον στάδιο ο καπιταλισμός, που ο Ν. Δήμου θαυμάζει και εγκωμιάζει απεριόριστα, χρειάστηκε, για να συσσωρεύσει κεφάλαιο, να περιορίσει, με την συνδρομή του προτεσταντισμού, την κατανάλωση με δραστικό τρόπο.
Αν στην ελληνική κοινωνία είχε κυριαρχήσει ένα διαφορετικό σύστημα αξιών, που δεν θεωρούσε ότι η ύπαρξη εξαντλείται στα εμπορεύματα που καταναλώνει, αλλά πίστευε ότι οι μη χρηματικές αξίες έχουν σημασία αναντικατάστατη και πρωταρχική, ότι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι σημαντικότερες από τις σχέσεις με τα εμπορεύματα, ότι η λιτή ζωή είναι αξιοπρεπέστερη, τότε ο παρασιτικός καταναλωτισμός δεν θα είχε βρει έδαφος να ριζώσει. Η Ελλάδα θα ήταν παραγωγική, σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης, και η εξάρτησή της από το εξωτερικό ιδιαίτερα περιορισμένη.
Τώρα, διανοούμενοι που υποστήριξαν απόψεις σαν του Νίκου Δήμου, δεν παρουσιάζουν κανένα ίχνος αυτοκριτικής. Δεν έγραψαν ότι «τότε κάναμε λάθη», δεν αποδέχθηκαν ότι και με τη δική τους συμβολή η ελληνική κοινωνία ακολούθησε τον λάθος δρόμο, που σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε τους ιδιώτες σε αδιέξοδο και την πατρίδα στην πιο ταπεινωτική και βαριά κατοχή από τους δανειστές της .
Βεβαίως, τώρα υποστηρίζουν τη λιτότητα που μας επιβάλλει η «εξοχότατη», κατά Τζήμερο, κα Μέρκελ. Συγχρόνως κατηγορούν τον ελληνικό λαό ότι είναι συναισθηματικός και δεν σκέπτεται με τη λογική, ενώ εξυφαίνει για να παρηγορηθεί σενάρια συνωμοσίας. Η πραγματικότητα είναι ότι για τον παρασιτικό καταναλωτισμό έχει τεράστια ευθύνη ένα μέρος της διανόησης και των μέσων ενημέρωσης. Η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια, που κατανάλωνε με μεγάλη φειδώ υπήρξε ο μεγάλος της εχθρός, που έπρεπε να ξεθεμελιωθεί. Βεβαίως, αυτοί που λεηλάτησαν το ελληνικό δημόσιο, οι μιζαδόροι των εξοπλισμών, οι ποντικοί της υγείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης, αυτοί που υπερτιμολόγησαν τα δημόσια έργα και υπεξαίρεσαν τα έσοδα των διοδίων, αυτοί που έλαβαν τις μίζες της ΖΙΜΕΝΣ και όσοι συμμετείχαν στο ξέπλυμα του μαύρου χρήματος δεν κατέχονταν από κανέναν συναισθηματισμό –εκτός της απληστίας–, αλλά αντίθετα χρησιμοποίησαν «ορθολογικά» όλα τα μέσα για να πετύχουν ένα σκοπό, ανεξάρτητα αν ο σκοπός τους ήταν άθλιος.
Από αυτή την πλευρά οι απατεώνες που διαχειρίστηκαν την εξουσία ήταν ορθολογιστές ως προς τα μέσα που διαχειρίστηκαν, και όπως κάθε άνθρωπος είχαν ένα συναισθηματικό κομμάτι, μόνο που αυτό ήταν το πιο σκοτεινό: πρόκειται για την απληστία, που τους κατείχε ως αποτέλεσμα αλαζονείας, αγραμματοσύνης, τυχοδιωκτισμού, άκοπου νεοπλουτισμού, και η οποία τους ώθησε να συσσωρεύουν τεράστια ποσά, για τα οποία καλείται η σημερινή ελληνική κοινωνία, και οι γενεές που θα ακολουθήσουν να πληρώσουν ένα ιδιαίτερα βαρύ τίμημα.