Αρχική » Το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα

Το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα

από admin

του Νίκου Ράπτη από το περιοδικό Άρδην (τ. 89)

Συνέντευξη στην ιστοσελίδα ppol.gr. Δημοσιεύθηκε στις 9/05/2008: http://www.ppol.gr/cm/index.php?LID=1&Datain=4514
Αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας του συγγραφέα

Ε: Αναφέρεστε στο δημογραφικό ως ένα από τα μεγάλα προβλήματα της χώρας! Άκου δημογραφικό! Τίποτα πιο συντηρητικό δε βρήκατε;
Α: Το ερώτημά σας θέτει αμέσως αμέσως ένα ενδιαφέρον ζήτημα: πώς να αξιολογούμε τη σημασία  των διαφόρων πολιτικών-κοινωνικών ζητημάτων; Το καθεστώς ελληνικό πολιτικό σύστημα αξιολογεί ως σημαντικό ότι αποφέρει ψήφους: τα αιτήματα των ισχυρών κοινωνικών ομάδων ή των ψηφοφόρων με επιρροή. Ως εκ τούτου σπανίως λαμβάνει «δυσάρεστες» αποφάσεις, παρά μόνο όταν είναι ολοφάνερο πως η παράταση της αδράνειας ή του λαϊκισμού θα σημάνει καταβολή ακόμα βαρύτερου πολιτικού κόστους: αν, ας πούμε, καταρρεύσει ο προϋπολογισμός ή/και ξαναμπούμε σε επιτήρηση, θα ζημιωθούμε εκλογικά περισσότερο από ότι αν αυξήσουμε τον ΦΠΑ. Οπότε….
Αυτή η αντίληψη έχει ένα «δημοκρατικό» επίχρισμα, που ίσως να παίζει και το ρόλο της «θεωρίας»: η πολιτική είναι για να «υπηρετεί τον πολίτη», να ασχολείται με όσα «νοιάζουν» τους ψηφοφόρους. Και ποιοι είμαστε εμείς για να πούμε πως σημαντικό είναι το ένα ή το άλλο; Ας το κρίνει αυτό η ίδια η κοινωνία! Εμείς εδώ «εκπροσωπούμε» την κοινωνία, τους πολίτες, τους συντοπίτες μας κ.ο.κ. Αυτοί εντέλει μας υπαγορεύουν τι θέλουν να αλλάξει -και τι όχι.
Δυστυχώς, από αυτήν την «συνταγή» απουσιάζουν εντελώς δύο πολύτιμα συστατικά: το πρώτο είναι η ισότητα. Η καθεστηκυία προσέγγιση «εκ κατασκευής» ισχυροποιεί τους ήδη ισχυρούς, που εξ ορισμού έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας, «βαραίνουν» περισσότερο εκλογικά (ιδίως σε ένα πολιτικό σύστημα όπου «ανταλλακτική αξία» έχει το χρήμα, η διασημότητα, η οικογενειακή παράδοση) κ.ο.κ. Το δεύτερο είναι η ευθύνη: λειτουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πολιτική εξουσία απορρίπτει μετά βδελυγμίας έννοιες όπως «πρόγνωση», «χρέος», «παιδαγωγικός ρόλος της πολιτικής». Απορρίπτει δηλαδή την ουσία της «ηγετικότητας», του αγγλοσαξονικού «leadership».
Προτείνω να αξιολογήσουμε τα πολιτικά μας προβλήματα αλλιώς: κριτήριό μας να είναι ποια από τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα, εφόσον εξελιχθούν ανενόχλητα για μερικά ακόμα χρόνια, θα προκαλέσουν αμετάκλητες, ανεπίστρεπτες, ανεπανόρθωτες ζημιές. Πόσο μάλλον αν αυτές οι βλάβες θα είναι εις θέση να υπονομεύσουν ακόμα και την ίδια την ύπαρξη της Ελλάδας και του ελληνισμού, ως δημοκρατικού-εθνικού κράτους, μέσα σε έναν ορατό χρονικό ορίζοντα…
Κατ, αρχήν, υπάρχουν τέτοια ζητήματα; Ε, λοιπόν, υπάρχουν, και το ένα είναι το δημογραφικό! Δυστυχώς για μας βέβαια, είναι πράγματι ένα ζήτημα που στην τρέχουσα πολιτική αγορά δεν «πουλάει», δεν είναι, όπως λέγεται, «σέξι». Φταίει η πολιτική μας ιστορία γι’ αυτό, αλλά και η πολιτική σημειολογία της μεταπολίτευσης: για το δημογραφικό μιλάνε συνήθως «συντηρητικοί», «αντιδραστικοί», «εθνικιστές» κ.ο.κ (η Εκκλησία, οι οργανώσεις πολυτέκνων, κ.λπ). Άρα είναι ένα θέμα με το οποίο δεν ασχολούμαστε! Ανάλογα προβλήματα συναντώνται στη Βρετανία (όπου η γραμμή μεταξύ «ιδιωτικού» και «δημοσίου» είναι πολύ βαθιά και πολύ πλατιά και κάθε επιδίωξη παρέμβασης του κράτους στον ιδιωτικό χώρο, στο πόσα παιδιά π.χ. θα γεννά κάθε γυναίκα, θεωρείται τουλάχιστον άκομψη), στη Γερμανία προφανώς (όπου κάθε συζήτηση περί δημογραφίας αποπνέει μια αύρα «ευγονικής» «φυλετικής καθαρότητας» με παραπομπές στη ναζιστική περίοδο), στην Ισπανία και την Ιταλία (όπου είναι ακόμα νωπές οι αναμνήσεις των αντιπαραθέσεων για τη νομιμοποίηση του διαζυγίου ή των αμβλώσεων).
Τα πράγματα είναι διαφορετικά στη Γαλλία, όπου η λεγόμενη «οικογενειακή πολιτική» είναι η πολιτική απάντηση της République στη φτώχεια, αλλά και στην επούλωση των τραυμάτων του Α, και κυρίως του Β, Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι στη Γαλλία το «δημογραφικό» έχει ένα «προοδευτικό» πρόσημο: δεν είναι τυχαίο από αυτήν την άποψη που η Γαλλία είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης στη γεννητικότητα. Με παρόμοιο τρόπο, στις σκανδιναβικές χώρες, οι πολιτικές υπέρ του παιδιού, υπέρ της απελευθέρωσης της γυναίκας κ.ο.κ συνέβαλαν αποφασιστικά στην υψηλή σχετικά γεννητικότητα.
Καταληκτικά: το δημογραφικό στην Ελλάδα θεωρείται συντηρητικό ζήτημα, δεν «πουλάει» κ.λπ. Και λοιπόν; Το ζητούμενο είναι να διαπιστώσουμε αν ένα πρόβλημα είναι σημαντικό και θα επηρεάσει το μέλλον της πατρίδας, αλλά και το δικό μας ή εκείνο των παιδιών μας! Όχι αν «πουλάει», αν είναι «δεξιό» κ.ο.κ.!

Ε: Αν, όπως λέτε, το «δημογραφικό» έχει συντηρητικό πρόσημο, αυτό οφείλεται στο ότι έχει πολύ συγκεκριμένα συμφραζόμενα: δεν κάνουμε πια τόσα παιδιά όσα στο παρελθόν, διότι άλλαξε ο τρόπος ζωής μας. Οι άνθρωποι στις αναπτυγμένες χώρες διαφυλάσσουν την ατομικότητά τους, δεν βιάζονται να κάνουν οικογένεια, θέλουν να σταδιοδρομήσουν, να καταναλώσουν, να χαρούν τη ζωή τους… Ανάπτυξη και μείωση της γεννητικότητας πάνε μαζί. Πίσω από την περίφημη αύξηση της γεννητικότητας, στην ουσία διακηρύσσεται η επιστροφή σε έναν παραδοσιακό τρόπο ζωής, όπου η έννοια του καθήκοντος προς την πατρίδα, την οικογένεια, τη θρησκεία κ.λπ. συνθλίβει την ατομικότητα!
Α: Έχετε δίκιο προφανώς στο ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της ανάπτυξης καλύτερα της αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος και της γεννητικότητας (Total Fertility Rate, TFR). Οι δημογράφοι το λένε αυτό δημογραφική μετάβαση (από τις οικογένειες με 4, 5, 6 παιδιά σε εκείνες με 1, 2, ή 3).
Ωραία, αλλά εδώ δεν μιλάμε γι’ αυτό: προφανώς δεν μπορούμε να επανέλθουμε σε δείκτες γεννητικότητας της τάξης των 3 ή 4 παιδιών ανά Ελληνίδα. Δεν είναι αυτό το πρόβλημά μας! Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πως παρουσιάζει πολύ χαμηλό δείκτη γεννητικότητας, της τάξης του 1-1,3 παιδιά/γυναίκα, πολύ χαμηλότερο από πολλές χώρες με υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα (που στην Ελλάδα, ανάλογα με τον οργανισμό που το υπολογίζει, κυμαίνεται ανάμεσα στα 28.000 και τα 32.000 δολάρια): σημειώνω τη Νορβηγία (TFR 1,9, κατά κεφαλήν εισόδημα $43-55.000) την Αυστραλία (1,8, $35-37.000), τη Δανία (1,7, $36-38.000), τη Φινλανδία (1,7, $35-38.000), την Ολλανδία (1,7, $36-39.000), τη Σουηδία (1,7, $35-37.000), την Ισλανδία (2, $38-42.000), την Ιρλανδία (1,9, $42-47.000), τη Γαλλία (2, $33-34.000), τις ΗΠΑ (2.1, 46.000) κ.ο.κ.. Προς αυτές τις χώρες θα πρέπει να λοξοκοιτάμε για να βρούμε λύσεις στο πρόβλημά μας και όχι βέβαια προς τις χώρες του Τρίτου Κόσμου!

Ε: Και τι πειράζει ο χαμηλός δείκτης γεννητικότητας;
A: Στο ερώτημα αυτό μπορεί να υπάρξει μια απάντηση πραγματολογική-αντικειμενική και μία πολιτική-υποκειμενική.
Ας ξεκινήσουμε από τα αδιαμφισβήτητα, τα αντικειμενικά γεγονότα: αποτελεί (απλό) μαθηματικό αξίωμα πως, για να αντικατασταθεί ο πληθυσμός μιας περιοχής (αφαιρούμε το στοιχείο της μετανάστευσης, για το οποίο θα μιλήσουμε πιθανότατα πιο κάτω), ο δείκτης γεννητικότητας θα πρέπει να είναι 2,1 (που λέγεται «όριο αναπαραγωγής των γενεών»). Εξίσου απλό είναι να υπολογίσουμε πώς θα εξελιχθεί ο πληθυσμός των Ελλήνων που απογράφηκε στην Ελλάδα το 2001 (ας τους αποκαλέσουμε Ε-2001) αν ο δείκτης γεννητικότητας μείνει «κολλημένος» στο 1…

Ε: Όσοι «είχαν απογραφεί στην Ελλάδα το 2001»; Αυτό είναι ρατσιστικό φάουλ…
Α: Αυτό είναι μεθοδολογικό στατιστικό εργαλείο που χρησιμοποιούν οι Βρετανοί («British Born Women»-«Overseas Born Women») οι Αμερικάνοι («White non-Hispanics») κ.λπ. Λοιπόν, σήμερα ο TFR στην Ελλάδα βρίσκεται στο 1,33, αλλά για τους Ε-2001 υπολογίζεται πως είναι στο 1 -ίσως και πιο κάτω! Από εκεί και πέρα, είναι σκέτα μαθηματικά: ξέρουμε τη σύνθεση του πληθυσμού ανά πενταετείς ηλικιακές ομάδες (από την ΕΣΥΕ)· ξέρουμε το μέσο όρο της ηλικίας τεκνοποίησης (είναι τα 29 έτη)· το προσδόκιμο επιβίωσης· το δείκτη γεννητικότητας. Αν βαριόμαστε να κάνουμε τους υπολογισμούς, ξέρουμε τι έχουν πει διάσημοι δημογράφοι για το τι συμβαίνει στους πληθυσμούς με TFR κοντά στο 1: η Κατίνκα Μπάρις (Katinka Barysch) του «Κέντρου για Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση» (CER) γράφει πως με δείκτη γεννητικότητας «κοντύτερα στο 1… κάθε γενιά θα φθάνει το 60% της προηγούμενης». Και ο Ράσελ Σόρτο (Russell Shorto) των Νιου Γιορκ Τάιμς γράφει πως «για τους δημογράφους ο αριθμός αυτός (σ.σ: TFR<1.3) έχει πολύ συγκεκριμένες μαθηματικές επιπτώσεις: σημαίνει πως ο πληθυσμός μιας χώρας θα μειωθεί κατά 50% μέσα σε 45 χρόνια, προκαλώντας ανεπανόρθωτη μείωση του πληθυσμού».
Τo συμπέρασμα λοιπόν είναι πως αν ο δείκτης γεννητικότητας στην Ελλάδα μείνει σταθερός (προς το παρόν βαίνει μειούμενος), στο κλείσιμο του αιώνα οι απόγονοι των Ε-2001 (των Ελλήνων ελληνικής καταγωγής) θα αριθμούν μεταξύ 2 και 3 εκατομμυρίων πιο κοντά μάλιστα στο 2, παρά στο 3 (ο ακριβής αριθμός Ε-2001 για το 2100 είναι 2.427.971 άτομα!).
Αυτά είναι τα δεδομένα. Συν πως η εξέλιξη του φαινομένου της δημογραφικής παρακμής έχει εκθετική μορφή. Το φαινόμενο ξεκινά αργά, με ανεπαίσθητες επιπτώσεις (οπότε δεν ευνοείται η πολιτική κινητοποίηση για την αντιμετώπισή του). Μετά εξελίσσεται γρήγορα, και τότε κανείς δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει. Στην ελληνική περίπτωση, αν ο TFR μείνει σταθερός γύρω στο 1, ο πληθυσμός θα μειώνεται αργά μέχρι το 2040 (οπότε θα φθάσει στα 8,56 εκατομμύρια, μια απώλεια δηλαδή της τάξης των 2,4 εκατομμυρίων (ή -22%) μέσα σε 40 χρόνια. Μετά όμως, καθώς οι γενιές που θα φτάνουν στην ηλικία της αναπαραγωγής θα είναι ολιγάριθμες, η διαδικασία θα επιταχυνθεί: τα επόμενα σαράντα χρόνια, από το 2040 έως το 2080, η απώλεια θα φθάσει τα 4,73 εκατομμύρια ή κοντά στο… 55% του ελληνικού πληθυσμού του 2040! Και τα επόμενα είκοσι μόνο χρόνια χάνεται άλλο ένα 45% του πληθυσμού του 2080!
Το φαινόμενο αυτό, που οι δημογράφοι το αποκαλούν «δημογραφική φάκα» (fertility trap) έχει άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα: σημαίνει πως το «παράθυρο ευκαιρίας» για όποιον θέλει να παρέμβει στο πρόβλημα είναι «ανοικτό» μόνο, ενώ το πρόβλημα δεν έχει ακόμα καταστεί άμεσα αντιληπτό από τους ίδιους τους πολίτες. Καλώς ήρθατε στον κόσμο της πρόγνωσης, της διαπαιδαγώγησης, των δύσκολων αποφάσεων!

Ε: Κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει τις γυναίκες να κάνουν παιδιά…
Α: Σύμφωνα με όλες τις έρευνες, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες επιθυμούν να κάνουν πολύ περισσότερα παιδιά από όσα κάνουν τελικά. Μια έρευνα του ΕΚΚΕ έδειξε πως ο «επιθυμητός» δείκτης γονιμότητας είναι 2,3, πολύ πάνω από το «όριο αναπαραγωγής των γενεών» και υπερδιπλάσιος σε σχέση με τα όσα παιδιά κάνουμε τελικά στην πραγματικότητα! Αυτή η διάσταση επιθυμίας-πραγματικότητας επαναλαμβάνεται (αν και όχι στην έκταση που έχει στη χώρα μας) σε ολόκληρη την Ευρώπη, με την εξαίρεση της Γερμανίας. Για να το πω αλλιώς: στην Ελλάδα κάτι συμβαίνει και τεκνοποιούμε τα μισά παιδιά από όσα θα θέλαμε! Το ζήτημα είναι να κάνουμε ότι πρέπει ώστε να διαφυλάξουμε το δικαίωμα των ανθρώπων σε όσο πολυάριθμες οικογένειες θέλουν!

Ε: Παρακολουθώ εδώ και ώρα την απέλπιδα προσπάθειά σας να παρεμβάλετε στη συζήτηση ορισμένες σοφιστείες προκειμένου να κατευθύνετε τα συμπεράσματα εκεί που εσείς επιθυμείτε. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «η μετανάστευση… μπορεί να αντισταθμίσει τις συνέπειες της χαμηλής γονιμότητας και της επιμήκυνσης της διάρκειας ζωής». Ύστερα εισάγετε αυτές τις κατηγορίες «Έλληνες εκ γενετής», «Έλληνες εξ… αγχιστείας» που στη ζωή δε θα πουν τίποτα. Αποτελεί στοιχείο της άμεσης εμπειρίας του κάθε Έλληνα πως οι μετανάστες, που εσείς δεν τους εντάσσετε όλους στους «Ε-2001» σας, κατά κανόνα ενσωματώνονται πλήρως στην ελληνική κοινωνία και δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα από τους υπόλοιπους. Η έννοια του έθνους είναι πολιτικό φαινόμενο -όχι φυλετικό!
Α: Ας το δούμε λοιπόν πρώτα σ’ ό,τι αφορά τη δυνατότητα της μετανάστευσης να «αναπληρώσει» απώλειες σαν αυτές που συζητούμε, της τάξης του 60, του 70, του 80%, που ένας Αμερικανός δημογράφος τόνισε πως μπορούν να συγκριθούν «μόνο με αυτές που προξένησε η επιδημία της πανώλης το μεσαίωνα» (μόνο που τότε η ασθένεια έπληττε όλες τις ηλικιακές ομάδες, όχι μόνο τα παιδιά!). Σε ό,τι αφορά τους μετανάστες, υπάρχει ευρεία συναίνεση μεταξύ των δημογράφων πως, όπως το θέτει ο (φιλελεύθερος και κατά τα άλλα οπαδός της άποψης πως δεν αξίζει τον κόπο να ανησυχούμε για το δημογραφικό), Άλαστερ Μουρέι (Alastair Murray), «υπάρχουν πολλά σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της μετανάστευσης -και η μακροπρόθεσμη επίλυση του δημογραφικού προβλήματος της Ευρώπης δεν συγκαταλέγεται σε αυτά». Ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ντέιβιντ Μπλουμ (David E. Bloom) και ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης Μπο Μάλμπεργκ (Bo Malberg) το είπαν αλλιώς: «Με δεδομένο τον ταχύ ρυθμό της γήρανσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού, ακόμα και μία μαζική αύξηση της μετανάστευσης δεν μπορεί να αντισταθμίσει παρά μόνο εν μέρει -στην καλύτερη περίπτωση- τη μείωση του ευρωπαϊκού πληθυσμού». Είναι πολύ απλό γιατί συμβαίνει αυτό: (α) διότι και οι μετανάστες εντέλει γερνάνε κι αυτοί με τη σειρά τους και (β) διότι σταδιακά υιοθετούν τα αναπαραγωγικά σχήματα της χώρας υποδοχής τους (ή δεν τα υιοθετούν, οπότε σημαίνει πως δεν εντάσσονται στην κοινωνία, με όλα τα συμπαρομαρτούντα).
Ο ΟΗΕ υπολόγισε επακριβώς πόσοι μετανάστες θα χρειάζονταν στις ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου η μετανάστευση να διατηρήσει σταθερή τη σχέση εργαζομένων/συνταξιούχων σε διάφορες χώρες έως το 2050. Η Γερμανία (με TFR ανάλογο με τον ελληνικό) θα χρειαζόταν… 188 εκατομμύρια μετανάστες (με πληθυσμό 80-85 εκατομμυρίων), η Ιταλία 120 εκατομμύρια μετανάστες (με πληθυσμό 60 εκατομμυρίων)! Κατ’ αντιστοιχία, η Ελλάδα θα χρειαζόταν τουλάχιστον… 20 εκατομμύρια μετανάστες έως το 2050 (και θυμίζω πως η δημογραφική κατάρρευση κλιμακώνεται μόλις μετά το 2040!) για να κρατήσει σταθερή τη σχέση ενεργού πληθυσμού-συνταξιούχων!
Αλλά δεν τελειώσαμε με την ερώτησή σας για τις επιπτώσεις της χαμηλής γεννητικότητας… Είπαμε ορισμένα πράγματα για τα αντικειμενικά δεδομένα, να δούμε λίγο και τις υποθέσεις εργασίας των επιπτώσεων αυτών των δεδομένων:
Πρώτη επίπτωση: οικονομική δυσπραγία, μεγάλες πιέσεις στο κοινωνικό κράτος.
Δεν τονίσαμε ίσως αρκετά πως ο χαμηλός TFR δε σημαίνει απλά πως ο πληθυσμός των Ε-2001 θα μειωθεί· σημαίνει επίσης πως θα είναι ένας πληθυσμός γέρων. Ήδη από το 2040 οι άνω των 60 ετών θα ξεπεράσουν το 40% του συνολικού πληθυσμού και γύρω στο 2060 θα φθάσουν το 50% (σήμερα βρίσκονται στο 25%). Το γεγονός αυτό από μόνο του οδηγεί στην εκπτώχευση της κοινωνίας. Όπως το έθεσε στον Ομπσέρβερ, ο Αντριου Ρόνσλεϊ (Andrew Ronsley): «Ο πόλεμος των γενεών ξεκίνησε -οι νέοι χάνουν από τους γέρους». Ο καθένας κατανοεί τι σημαίνει αυτό για τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα έξοδα υγειονομικής περίθαλψης κ.λπ.
Πέρα όμως από τους συσχετισμούς ηλικιωμένων-νέων που διαμορφώνονται, η γήρανση του πληθυσμού οδηγεί στη γενική εκπτώχευση των κοινωνιών: σύμφωνα με ένα δημοσίευμα της γαλλικής Λε Μοντ, ήδη σήμερα οι ρυθμοί ανάπτυξης στη Γερμανία πλήττονται από την κακή δημογραφική εικόνα της χώρας.
Αλλά υπάρχει και μία άλλη επίπτωση των δημογραφικών εξελίξεων, στην ανάπτυξη της κοινωνικής συνοχής. Σε έναν πληθυσμό που θα προκύπτει από πανσπερμία φυλών, που θα έχουν την αίσθηση πως ξεχωρίζουν φυλετικά, εθνοτικά, θρησκευτικά, γλωσσικά κ.ο.κ. ένα από τα πρώτα πράγματα που πλήττονται είναι το αίσθημα της αναγκαιότητας της κοινωνικής αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας κ.λπ. Ένας από τους λόγους που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν αναπτυγμένο κοινωνικό κράτος είναι αυτός: οι αντιστάσεις στη φορολόγηση για υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση, επιδόματα αλληλεγγύης κ.λπ. εντείνονταν από την πολυφυλετική σύνθεση του πληθυσμού: κοντολογίς, οι εύποροι «λευκοί Αγγλοσάξονες προτεστάντες» δεν έδειχναν καμία προθυμία να πληρώνουν για την υγεία, την παιδεία, τα επιδόματα ανεργίας των Ιταλών, των Ιρλανδών, των μαύρων κ.ο.κ. Είναι χαρακτηριστικό πως οι πιο ομοιογενείς πληθυσμιακά πολιτείες είναι επίσης αυτές που έχουν καλύτερες κοινωνικές παροχές. Αντίστοιχα φαινόμενα έχουμε και στην Ευρώπη, από τη δεκαετία του ’70, του ’80 και μετά.
Δεύτερη επίπτωση: μειωμένα κοινωνικά αντανακλαστικά στις εξελίξεις της εποχής.
Η γήρανση όμως του πληθυσμού δεν είναι ένα φαινόμενο στατικό, αλλά ανατροφοδοτούμενο. Έτσι, π.χ., καθώς οι ηλικιωμένοι πολλαπλασιάζονται, επιβάλλουν την πολιτική τους ατζέντα: οι μεσήλικες και οι ηλικιωμένοι ψηφίζουν περισσότερο από τους νέους· είναι πιο πολυάριθμοι· καλύτερα συνδεδεμένοι με τα κέντρα εξουσίας· η γνώμη τους θεωρείται πιο έγκυρη. Από την άλλη, η περιθωριοποίηση των νέων τροφοδοτεί την απογοήτευση στις τάξεις τους, που με τη σειρά της τους οδηγεί στην πολιτική απόσυρση, που τους εξασθενεί και άλλο κ.ο.κ. Για να μη μιλήσουμε για την πολιτική-ιδεολογική «αποικιοποίηση» των νέων από τα ιδεολογικά-πολιτικά στερεότυπα των μεσήλικων και των ηλικιωμένων. Δημιουργείται ένας ακόμα φαύλος κύκλος, που ισχυροποιεί πολιτικά τους δυνατούς μεσήλικες και ηλικιωμένους κι εξασθενεί τους αδύναμους νέους.
Στην Ελλάδα π.χ. έχουμε χαμηλές συντάξεις, της τάξης των 500-600 ευρώ (που βέβαια δεν είναι ακριβώς συντάξεις, αλλά «επιδόματα γήρατος», αφού συχνά οι δικαιούχοι ουδέποτε κατέβαλαν ασφαλιστικές εισφορές). Έχουμε όμως κι εξευτελιστικά επιδόματα τέκνου (που φθάνουν ακόμα και τα… 8,22 ευρώ/μήνα). Έχουμε ουρές στο ΙΚΑ. Έχουμε όμως και απουσία βρεφονηπιακής εκπαίδευσης. Ποιο από τα δύο κάνει πρωτοσέλιδα;
Φυσικά αυτή η κυριαρχία των μεσηλίκων και των ηλικιωμένων ευνοεί την προσκόλληση στις πολιτικές αναμνήσεις του παρελθόντος, παρά την εξερεύνηση των πολιτικών προκλήσεων του μέλλοντος· την επιδίωξη της ασφάλειας έναντι της ανάληψης ρίσκου· το συντηρητισμό έναντι της προοδευτικότητας κ.ο.κ. Σας αφήνω να αποφασίσετε αν αυτή η στάση ευνοεί ή υπονομεύει τη θέση της χώρας στον κόσμο…
Τρίτη επίπτωση: αύξηση της μετανάστευσης των πιο μορφωμένων-δυναμικών στοιχείων από τη χώρα.
Μία πλευρά της ανατροφοδότησης της γήρανσης του πληθυσμού, που ήδη πλήττει εδώ και μερικά χρόνια τη χώρα μας, αν και ευρισκόμαστε ακόμα στην αρχή αρχή του φαινομένου και είναι λογικό να αναμένουμε τη μεγάλη του κλιμάκωση για τη συνέχεια, είναι η μετανάστευση Ελλήνων, ιδίως νέων, μορφωμένων, δυναμικών κ.λπ. στις αναπτυγμένες δυτικές χώρες. Όπως έγραψε η εφημερίδα Το Βήμα: «Μια νέα γενιά Ελλήνων μεταναστών, πάνω από 5.000 την τελευταία τριετία, αυτήν τη φορά όχι ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, αλλά επιστήμονες όλοι και μάλιστα υψηλής ειδίκευσης με πολλά προσόντα και πανεπιστημιακούς τίτλους, αναζητεί την τύχη της στο εξωτερικό».
Κοιτάξτε τι κάνουμε: προσφέρουμε αναγνωρισμένους τίτλους ανώτατων σπουδών σε χιλιάδες νέους· ταυτόχρονα δεν διευκολύνουμε την πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας. Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον όπου η «κινητικότητα» και πιο εύκολη είναι, και καλλιεργείται κιόλας ως επίσημη ευρωπαϊκή πολιτική. Μόνο το εισιτήριο στο χέρι που δε δίνουμε στη νέα γενιά μας. Επιπλέον, η μετανάστευση συνδέεται με το αίσθημα της απουσίας προοπτικής στη χώρα προέλευσης (βασικό γνώρισμα της «γενιάς των 700 ευρώ») και αφορά πάντα τα καλύτερα στοιχεία μιας γενιάς (τους πιο μορφωμένους, ανήσυχους, κινητικούς, ριψοκίνδυνους κ.λπ.).
Τέταρτη επίπτωση: δυσκολία στην κοινωνική ένταξη-ενσωμάτωση των μεταναστών.
Το ζήτημα των ορίων πέραν των οποίων ένας πληθυσμός μπορεί να ενσωματώσει έναν άλλον διατηρώντας βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του (π.χ. τη γλώσσα, τον ιστορικό του αυτοπροσδιορισμό κ.λπ) είναι εξαιρετικά ευαίσθητο, πολύπλοκο και ιδεολογικά γλιστερό. Ας πούμε πάντως πως ελάχιστοι θα διαφωνήσουν πως η ενσωμάτωση (ένταξη) των μεταναστών στην κοινωνία υποδοχής τους εξαρτάται:
(α) από τους αριθμούς των αντίστοιχων πληθυσμών.
(β) από τη διάθεση των μεν να ενσωματωθούν, των δε να ενσωματώσουν.
(γ) από τη διαθέσιμη τεχνολογία πληροφόρησης και μετακίνησης.
Σήμερα και οι τρεις αυτοί παράγοντες εμφανίζονται να λειτουργούν εις βάρος της δυνατότητας των Ελλήνων να ενσωματώσουν έως το 2050 (πόσο μάλλον έως το 2100) τόσους μετανάστες ώστε να λυθεί το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα.
Ως προς το πρώτο, η κατάσταση λίγο-πολύ εκτέθηκε παραπάνω: αν θέλουν να λύσουν το δημογραφικό τους πρόβλημα με την εισροή ξένων μεταναστών, οι Έλληνες θα πρέπει να ενσωματώνουν 350-400.000 μετανάστες το χρόνο, τα επόμενα πενήντα χρόνια!
Ως προς τη διάθεση των πληθυσμών να ενσωματώσουν και να ενσωματωθούν, η μέχρι σήμερα ελληνική εμπειρία, κυρίως ως προς τους Αλβανούς, είναι εντελώς ιδιόμορφη: τα τελευταία τριάντα χρόνια, σπάνιοι είναι οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί που έδειξαν τόσο πραγματικό πάθος να ενσωματωθούν όσο οι Αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα την περίοδο 1990-2010. Οι άνθρωποι αυτοί απαρνήθηκαν ευχαρίστως τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους, τα ονοματεπώνυμά τους, ακόμα και τη θρησκεία τους (!) από λαχτάρα να ενσωματωθούν σε μία κοινωνία που τους απέκρουε με πολλούς τρόπους. Το ρατσιστικό σύνθημα «δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ…» δείχνει ανάγλυφα από τη μια την επιθυμία των Αλβανών να «γίνουν Έλληνες», από την άλλη την απροθυμία της χώρας υποδοχής να τους βοηθήσει σε αυτό τους το εγχείρημα.
Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να είναι άσχετο με την πολύ χαρακτηριστική στις κομμουνιστικές χώρες, πόσο μάλλον στον ιδιόμορφο κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό του Ενβέρ Χότζα (Enver Hoxha) αλλοτρίωση των υπηκόων από τα κοινά και την ολοκληρωτική τους εξατομίκευση. Ούτε από την -επίσης συνδεδεμένη με τον κομμουνισμό- εξιδανίκευση του καπιταλιστικού τρόπου ζωής (που η Ελλάδα κατ’ εξοχήν εξέφραζε στα μάτια των Αλβανών).
Μπορούμε έτσι να υποστηρίξουμε βάσιμα πως τα όποια προβλήματα κοινωνικής ένταξης των μεταναστών στη σημερινή Ελλάδα δεν οφείλονται τόσο στους «από βορράν» μετανάστες που (λόγω του διπλού φαινομένου «κομμουνιστική αλλοτρίωση»-«εξιδανίκευση της καπιταλιστικής Ευρώπης») ήταν πρόθυμοι να ενταχθούν πλήρως στη χώρα υποδοχής, όσο από την αμηχανία, θεσμική ανετοιμότητα και απροθυμία με την οποία τους συμπεριφέρθηκε η Ελλάδα ως χώρα υποδοχής.
Η ελληνική αυτή εμπειρία είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που γνωρίζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που δέχονται κυρίως μετανάστες από αραβικές-μουσουλμανικές, ασιατικές και αφρικανικές χώρες. Στην περίπτωση αυτή οι μετανάστες δείχνουν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν πολλά στοιχεία της θρησκευτικής, πολιτιστικής, ιστορικής τους ταυτότητας, ακόμα και όταν η θέλησή τους αυτή δημιουργεί εντάσεις με τους πληθυσμούς των χωρών υποδοχής. Βλέπουμε έτσι πως χώρες απείρως πιο έτοιμες να υποδεχτούν ξένους από ό,τι η Ελλάδα, όπως π.χ. η ατομοκεντρική-ανεκτική Ολλανδία, η Βρετανία κ.λπ. συναντούν σήμερα δυσεπίλυτα προβλήματα στη συμπεριφορά τους προς τους ανθενωτικούς τους μετανάστες: όπως λέγεται, «η μουσουλμανική μετανάστευση στην Ευρώπη δολοφόνησε την πολυπολιτισμικότητα».
Πράγματι, για την Ελλάδα το καλάθι των «βολικών» μεταναστών εξαντλήθηκε. Όπως ήδη δείχνουν τα σχετικά στοιχεία, η Ελλάδα αποτελεί τη βασική πύλη εισόδου λαθρομεταναστών στην ΕΕ, που κυρίως προέρχονται από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Στο σημείο αυτό να προσθέσουμε μερικές παρατηρήσεις:
Πρώτον, η διάθεση ενός μετανάστη να ενταχθεί στην χώρα υποδοχής εξαρτάται από το συμβολικό κύρος της χώρας αυτής (είναι πολύ πιο εύκολο π.χ. να «ενσωματωθεί» ένας Έλληνας στις ΗΠΑ, παρά ένας Έλληνας στην Τανζανία). Από αυτήν την άποψη, η ελκυστικότητα της Ελλάδας βαίνει μειούμενη. Ποιος αλήθεια και γιατί θα κατέβαλλε τον κόπο να ενταχθεί πολιτιστικά και κοινωνικά σε μία παρακμιακή χώρα γερόντων χωρίς μέλλον (όπως θα είναι η Ελλάδα σε μερικές δεκαετίες αν το δημογραφικό πρόβλημα αφεθεί ανεξέλεγκτο), όταν θα μπορούσε να διεκδικήσει την έντονη αυτόνομη παρουσία του ως δυναμικό και νεανικό μουσουλμανικό, αφρικανικό κ.ο.κ. στοιχείο;
Δεύτερον, η ενσωμάτωση σε μία κοινωνία δεν γίνεται άπαξ διά παντός. Οι συλλογικές ταυτότητες είναι πάντα υπό διαπραγμάτευση. Εφόσον λ.χ. τη σημερινή Αλβανία αντικαταστήσει σε λίγα χρόνια μία Αλβανία νεανική, ισχυροποιούμενη, αναγνωρισμένη από τις δυτικές δυνάμεις, επεκτεινόμενη κ.λπ. θα ήταν λογικό να αναμένουμε πως πολλοί από τους σημερινούς ενσωματωμένους μετανάστες -ή οι απόγονοί τους- θα επανεκτιμούσαν και θα επαναδιεκδικούσαν τις «ρίζες» τους. Αυτό και θεμιτό θα ήταν, και λογικό. Τέλος, η κοινωνική ένταξη υπονομεύεται παντού από την εξέλιξη των ΜΜΕ και των μέσων μεταφοράς. Σήμερα ο μετανάστης μπορεί να εξακολουθήσει να μεταφέρει εν πολλοίς τη χώρα προέλευσής του και στη χώρα υποδοχής: να ακούει τις τελευταίες μουσικές επιτυχίες της πατρίδας του, να παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο την κάθε είδους επικαιρότητα, να συνομιλεί με οπτική επαφή τακτικά κι εύκολα με όλους τους συγγενείς του κ.ο.κ. Τα ΜΜΕ ράγισαν για τα καλά (για να μην πούμε θρυμμάτισαν) το «melting pot». Καθώς οι τεχνολογίες αυτές της «εικονικής παρουσίας» θα βαίνουν τελειοποιούμενες, ίσως σε λίγα χρόνια το αίτημα της εγγυημένης συμμετοχής των μεταναστών στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας προέλευσής τους να τους ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από εκείνο της πολιτικής-κοινωνικής τους παρουσίας στη χώρα υποδοχής τους…
Πέμπτη επίπτωση: καλλιέργεια αποσχιστικών διαθέσεων.
Το σημείο αυτό αποτελεί μία παραλλαγή του αξιώματος πως οι συλλογικές ταυτότητες δεν αποδίδονται άπαξ διά παντός, αλλά, αντιθέτως, βρίσκονται πάντα υπό διαπραγμάτευση. Αυτό σημαίνει πως σε ορισμένες πιο ανθηρές, ή απομονωμένες, ή πολιτιστικά ιδιαίτερες περιοχές του εθνικού ελλαδικού χώρου ίσως να δημιουργούνταν εναλλακτικές συλλογικές «ταυτότητες διαφυγής» από την παρακμιακή-γηράσκουσα κοινή ελληνική ταυτότητα.
Σημερινοί γραφικοί «τοπικισμοί» θα ήταν δυνατό, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις όπου έχουν μεγαλύτερο βάθος από τη μια, θα είχαν ικανούς υλικούς όρους από την άλλη, να μετεξελιχτούν σε «εθνικισμούς», οδηγώντας ακόμα και σε αποσχιστικά προτάγματα από τον γηράσκοντα, εκπτωχευόμενο και εξασθενούμενο ελλαδικό κοινωνικό σχηματισμό…
Έκτη επίπτωση: δυσκολία στην προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Φυσική συνέπεια όλων των προηγουμένων είναι η τροποποίηση των συνόρων (ακόμα και χωρίς πόλεμο), κάτω από την πίεση διεκδικήσεων από πιο ανθηρά, ισχυρά, πολυάριθμα έθνη. Αν μάλιστα σε ορισμένες περιοχές είχαμε και την ανατροπή της εθνοτικής σύνθεσης του πληθυσμού (μου έρχονται στο μυαλό η Θράκη ή τα νησιά του Αιγαίου, ιδίως σε περίπτωση που απελευθερωθεί η μετανάστευση από τη γειτονική Τουρκία, κι ας μην ξεχνάμε πως όλο το Αιγαίο Πέλαγος σήμερα έχει τόσο πληθυσμό όσο μια μάλλον μεσαία γειτονιά της Κωνσταντινούπολης), η αποκοπή τμημάτων της χώρας προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση θα έπρεπε να θεωρείται ως μία εξέλιξη τόσο φυσιολογική, που στη συγκυρία της εποχής κάθε αντίσταση θα μοιάζει με «τυχοδιωκτισμό», «αδυναμία αναγνώρισης των νέων πραγματικοτήτων» κ.ο.κ. Αλλά ακόμα κι αν υπήρχε αντίδραση, πόση τύχη θα είχε μια φτωχή, γερασμένη, αποθαρρημένη χώρα απέναντι σε μία ακμάζουσα, νεανική, διεκδικητική δύναμη;

Ε: Έστω πως τα πράγματα είναι έτσι. Και λοιπόν τι έγινε; Τα κράτη γεννώνται και πεθαίνουν!
Α: Υπάρχει ένα ζήτημα χρέους ασφαλώς, προς το παρελθόν, και το μέλλον. Αυτή η πατρίδα γεννήθηκε χάρη σε ένα παθιασμένο απελευθερωτικό κύμα, που δημιούργησε το πατριωτικό-ελληνικό κίνημα του 18ου, του 19ου, του 20ού αιώνα, υπέρ του οποίου θυσίασαν οικογενειακή γαλήνη, επαγγελματική σταδιοδρομία, περιουσία, σωματική ακεραιότητα αλλά και τη ζωή τους ακόμα οι πατεράδες και οι παππούδες μας. Η ελληνική μας πατρίδα όμως γεννήθηκε επίσης από ένα μεγάλο φιλελληνικό κίνημα, και από την άποψη αυτή ήταν ένα κράτος-έθνος που δημιουργήθηκε έξω από τα εθνικά του όρια τουλάχιστον όσο και μέσα σε αυτά! Προφανώς ένα έθνος-κράτος που συνεχίζει να διαλέγεται, μέσω της γλώσσας, της θρησκείας, των ηθών και των εθίμων, της ιστορικής του αυτοσυνειδησίας κ.λπ. με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, αλλά και το Βυζάντιο, με την αρχαία ελληνική γραμματεία αλλά και τα Ευαγγέλια ή τα πατερικά κείμενα, έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, θα έλεγα οντολογική, υπαρξιακή, για την ίδια τη δύση…
Σε ότι αφορά το μέλλον, όλα αυτά που περιγράφονται εδώ, με τη μορφή ανώδυνων λέξεων, φυσικά και θα μετουσιωθούν σε τραγικά, βίαια, αλλοτριωτικά βιώματα. Η μεταβατική περίοδος από τον ελληνικό ελλαδικό χώρο στον μη-ελληνικό, θα συνδυασθεί με καταπίεση αντί για δημοκρατία, φτώχεια αντί για ευημερία, βία αντί για νόμο κ.ο.κ. Πράγματα που θα τα βιώσουν οι άμεσοι απόγονοί μας τα παιδιά και τα εγγόνια μας, όχι από κακοτυχία, αλλά λόγω των δικών μας, ελευθέρων και συνειδητών επιλογών. Μπορεί εσάς να μη σας νοιάζει να ανήκετε στη γενιά εκείνη που έβαλε φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της κάτω από τη θανατική καταδίκη της Ελλάδας και του ελληνισμού, αλλά και της δημοκρατίας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, του κράτους δικαίου στον ελλαδικό χώρο, εμένα όμως με νοιάζει, και θα ήθελα να κάνω ό,τι μπορώ για να αποτραπεί τελικά αυτός ο εφιάλτης.

 

Ο Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός

ΣΧΕΤΙΚΑ

3 ΣΧΟΛΙΑ

Δημήτρης 27 Αυγούστου 2012 - 18:24

Στα άτομα που θέτουν πράγματι τέτοιες ερωτήσεις δεν έχει κανένα νόημα να απαντήσεις (μιλάω για αυτούς που θα έκαναν τέτοιες ερωτήσεις στα αλήθεια, όχι για τον αρθρογράφο βέβαια). Τα εμπειρικά στοιχεία και τα επιχειρήματα τους είναι αδιάφορα ή ενοχλητικά και τις έννοιες (κοινωνία, πολιτική, θρησκεία, οικογένεια, έθνος, έρωτας, αλληλεγγύη, κ.λ.π.) τις αντιλαμβάνονται τελείως διαστρεβλωμένα. Οπότε κανέναν από αυτούς δε μεταπείθετε με το προσεγμένο άρθρο σας. Νοιάζονται μόνο για την ‘ατομικότητά’ τους, την οποία συνθλίβουν η οικογένεια, η θρησκεία και γενικά οι άλλοι άνθρωποι-η γνωστή κόλαση του σαρτρ την οποία τόσο απολαμβάνει ο νεωτερικός, υλιστικός άνθρωπος.

Όσους για τους υπόλοιπους, αυτούς που έχουν συλλογική δράση και πιστεύω και δε βλέπουν γύρω τους μόνο εισοδήματα και ευκαιρίες για ηδονή, δε χρειάζεται να τους πείσετε για τη σοβαρότητα της επικείμενης εξαφάνισης των Ελλήνων.
Μην παρεξηγηθώ, απλά νομίζω ότι πρέπει να ξέρετε πού στοχεύετε.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Δημήτρης 27 Αυγούστου 2012 - 18:25

το ξαναστέλνω:

Στα άτομα που θέτουν πράγματι τέτοιες ερωτήσεις δεν έχει κανένα νόημα να απαντήσεις (μιλάω για αυτούς που θα έκαναν τέτοιες ερωτήσεις στα αλήθεια, όχι για τον αρθρογράφο βέβαια). Τα εμπειρικά στοιχεία και τα επιχειρήματα τους είναι αδιάφορα ή ενοχλητικά και τις έννοιες (κοινωνία, πολιτική, θρησκεία, οικογένεια, έθνος, έρωτας, αλληλεγγύη, κ.λ.π.) τις αντιλαμβάνονται τελείως διαστρεβλωμένα. Οπότε κανέναν από αυτούς δε μεταπείθετε με το προσεγμένο άρθρο σας. Νοιάζονται μόνο για την ‘ατομικότητά’ τους, την οποία συνθλίβουν η οικογένεια, η θρησκεία και γενικά οι άλλοι άνθρωποι-η γνωστή κόλαση του σαρτρ την οποία τόσο απολαμβάνει ο νεωτερικός, υλιστικός άνθρωπος.

Όσους για τους υπόλοιπους, αυτούς που έχουν συλλογική δράση και πιστεύω και δε βλέπουν γύρω τους μόνο εισοδήματα και ευκαιρίες για ηδονή, δε χρειάζεται να τους πείσετε για τη σοβαρότητα της επικείμενης εξαφάνισης των Ελλήνων.
Μην παρεξηγηθώ, απλά νομίζω ότι πρέπει να ξέρετε πού στοχεύετε.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Δημήτρης 27 Αυγούστου 2012 - 18:31

Πέρα από το ότι κάποια πράγματα είναι προφανή σε όποιον βλέπει και δε σκέφτεται μόνο την πάρτη του, συγχαρητήρια για τη συνεχή σας προσπάθεια.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ