Αρχική » ΠΟΛΙΣ ΕΠΑΝΩ ΟΡΟΥΣ ΚΕΙΜΕΝΗ, Άρδην τ. 11

ΠΟΛΙΣ ΕΠΑΝΩ ΟΡΟΥΣ ΚΕΙΜΕΝΗ, Άρδην τ. 11

από admin

του Άγγελου Καλογερόπουλου

ΦΙΛΟΣ εκπαιδευτικός ανακοίνωσε κάποτε, με το ύφος περίπου που αναγγέλλουμε έναν αναπάντεχο πρόωρο θάνατο, την απόφαση μιας μαθήτριας του να γίνει μοναχή. Βέβαια, στην μοναστική παράδοση, η μοναχική κουρά μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος θανάτου. Του θανάτου του αμαρτωλού εαυτού μας, όπου καθώς αντιστρέφεται η συνήθης λογική, ένας τέτοιος θάνατος θεωρείται η πύλη της όντως ζωής.

Η αντίδραση του εκπαιδευτικού απέναντι στην απόφαση της μαθήτριάς του συνοψίζει την πλέον διαδεδομένη στάση απέναντι στον μοναχισμό. Αν παραβλέψουμε τις εδραιωμένες προκαταλήψεις περί τεμπέληδων και χαραμοφάηδων καλογέρων που πιθανόν επιδίδονται και σε ποικίλα όργια (!), η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται τον μοναχισμό ως φυγή, στέρηση της χαράς της ζωής, αλλά και αποφυγή των προβλημάτων της. Έτσι, τοποθετείται στον αντίποδα της κοινωνικής ζωής και θεωρείται άσχετος με την σκληρή αντιμετώπιση των δυσκολιών της. Συνδέεται συνήθως με… ερωτικές απογοητεύσεις ή με συμπλέγματα ενός απόκοσμου ψυχισμού.

Πρέπει, όμως, να λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο μοναχισμός εκδηλώθηκε ως αίτημα καθαρότητος και όχι ως αίτημα φυγής. Και αυτό εξηγεί το γεγονός ότι η σχέση μοναχικού και κοινωνικού βίου διαμορφώνεται διαμετρικά αντίθετα από την επικρατούσα στην κοινή γνώμη πεποίθηση. Δεν πρωτοτυπούμε, λοιπόν, αν επαναλάβουμε ότι το μοναστικό κοινόβιο υπήρξε κατά καιρούς πρότυπο κοινωνικής οργανώσεως.

Αν κάτι πρέπει εξ’ αρχής να προσέξουμε σε τέτοιου είδους τοποθετήσεις είναι η τάση εξιδανικεύσεως κάποιων καταστάσεων ενός παρελθόντος που το αναζητούμε με νοσταλγία. Η προηγούμενη θεώρηση επομένως του μοναστικού κοινοβίου ως κοινωνικού προτύπου δεν πρέπει να συνδεθεί με την ιδέα ότι εδώ υπολαμβάνει η προώθηση κάποιου άλλου κοινωνικού, οικονομικού ή πολιτικού συστήματος. Η Εκκλησία – επομένως και ο μοναχισμός – ουδέποτε προέκρινε κάποιο πολιτικό ή κοινωνικό σύστημα. Λειτουργώντας συνεπώς ως πρότυπο δεν καταργεί δια νόμου την αμαρτία, η οποία είναι και η πηγή της κοινωνικής αδικίας. Αντιθέτως, ούτε η εκκλησιαστική ιστορία, ούτε, ειδικότερα, η ιστορία του μοναχισμού είναι απαλλαγμένη από τα συμπτώματα της αμαρτίας και της αδικίας. Απλώς ο μοναχισμός ως πρότυπο αυθεντικού χριστιανικού βιώματος αποτελεί μέτρο, κριτήριο και οδηγό ώστε η κοινωνική αδικία και η αυθαιρεσία να μην λάβει θέση αρχής. Να μην γίνει αποδεκτή αξία η οποία πρέπει αναπόφευκτα να ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις. Κάτι που σήμερα έχει ήδη συμβεί καθώς και γυμνασιόπαιδες ακόμη διατυμπανίζουν ότι «κανείς δεν πάει μπροστά με το σταυρό στο χέρι». Κι αυτή η ηθική αντιστροφή είναι αποδεκτή και ανεκτή ως αναγκαίο – ίσως και επιθυμητό – κακό.

Όσο λοιπόν μια τέτοιου είδους λειτουργία του μοναχισμού ανιχνεύεται στην κοινωνική παράδοση του Βυζαντίου ή των ελληνικών κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας ή στην πολιτική και κοινωνική παράδοση άλλων ορθόδοξων λαών, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις εξαφανίστηκε η αδικία, η εκμετάλλευση και η αυθαιρεσία της οποίας – μικρής ή μεγάλης – εξουσίας. Σημαίνει όμως ότι οι απηχήσεις, τουλάχιστον, των αρχών της συνοδικότητας, της κοινοκτημοσύνης, της αλληλεγγύης και της επιείκιας διαμορφώνουν μια άλλη μορφή κοινωνικής παράδοσης η οποία μάλιστα, όπου υπήρξε, δεν επέτρεψε μιαν άνετη πρόσληψη των αρχών του αστικού φιλελευθερισμού. Η συνοδικότητα – η κοινή σύναξη των ηγουμένων κάθε κοινότητας – διασφαλίζει από το μοναρχικό «αλάθητο» και την «δημοκρατική» ισοπεδωτική εξίσωση, η κοινοκτημοσύνη βιώνεται όχι ως δίκαιο μοίρασμα των υλικών αγαθών αλλά ως απαλλαγή απ’ αυτά· ενώ η αλληλεγγύη και η επιείκεια καλλιεργούνται σε ένα πνεύμα αδελφότητας που δεν καταργεί τον δύσκολο αγώνα αλλά τον καθιστά υποφερτό και δεν εξουθενώνει τον άνθρωπο την στιγμή της αδυναμίας του. Ως εκ τούτου η ελευθερία των ατομικών δικαιωμάτων, η ιερότητα της ιδιοκτησίας και το πνεύμα του (ευγενούς ή μη) ανταγωνισμού καθώς δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος σε χώρες με ορθόδοξο παρελθόν, αλλά έν τούτοις μεταφυτεύθηκαν, οδήγησαν σε ποικίλες κοινωνικές τερατογενέσεις. Η εναντίωση επομένως σε αυτές τις φιλελεύθερες αρχές – στην δεξιά ή την αριστερή εκδοχή τους – είναι άτοπο να  ερμηνεύεται μονομερώς ως αντιδραστική εκδήλωση ενός σκοταδιστικού πνεύματος.

Απεναντίας, η προσήλωση σε μια ζώσα γηγενή παράδοση ερμηνεύει αποτελεσματικότερα ορισμένες πλευρές του ελληνικού συντηρητισμού στην διάρκεια του 19ου αιώνα. Όταν ο Δ. Βερναδάκης καταγγέλει «τους αφηρημένους κοινοβουλευτικούς τύπους του Συντάγματος» που είναι ρυθμισμένο «κατά τας αρχάς της εγκυκλοπαιδικής φιλοσοφίας και της θυγατρός αυτής, της γαλλικής επαναστάσεως»[1], αλλά και όταν ο Παπαδιαμάντης αναδεικνύει τον κοινοβουλευτικό παρασιτισμό και τις συνέπειες του πελατειακού εκλογικού συστήματος επιλέγοντας ως λύση έναν «ευσεβή βασιλέα, χριστόν Κυρίου»[2], θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι ένας τέτοιος συντηρητισμός διαμορφώνεται πέραν των γνωστών οριοθετήσεων σε δεξιά ή αριστερά σχήματα και προϋποθέτουν μια πολιτική παράδοση διάφορη αυτής της δυτικού τύπου μοναρχίας ή δημοκρατίας. Χωρίς να είναι απαραίτητο να συμπεράνουμε ότι τέτοιες συντηρητικές τοποθετήσεις συνεπάγονται πολιτικές λύσεις που θα ήταν αρεστές σε μας σήμερα, πρέπει απλώς να τονίσουμε ότι η κριτική αυτή εις βάρος του αστικού κοινοβουλευτισμού απορρέει από το πνεύμα αυτής της κοινοτικής, κοινοβιακής και συνοδικής παραδόσεως το οποίο διαχέεται σε διαφόρου είδους θεσμικές αποκρυσταλλώσεις στην διάρκεια της ιστορίας.

Το Άγιον Όρος κατά συνέπεια δεν αποτελεί πηγή κάποιας «ορθόδοξης ιδεολογίας». Κάτι τέτοιο θα ήταν κατάφωρη διαστρέβλωση του πνεύματός του. Ωστόσο, ο κατά παράδοσιν βιωμένος τρόπος του μπορεί να συνοψιστεί σε τρείς θεμελιώδεις αρετές: την πίστη, την τάξη και την ελευθερία.

Η πίστη, η κοινή πίστη, αποτελεί ουσιωδώς συνεκτική δύναμη της κοινότητας, η οποία ανεξαρτήτως του εάν βιώνεται με την ίδια ένταση από όλους, πάντως, διατηρεί άσβεστη την θεώρηση της κοινωνίας ως αδελφότητας.

Η τάξη, παρά την συνήθη – κατά τους νεώτερους χρόνους – σύνδεσή της με τον αυταρχισμό και την αυθαιρεσία, πρέπει να νοηθεί με την κυριολεξία της λέξεως στην ελληνική της σημασία, ως αρμονία και συνοχή, ως εξωτερικός κοινός τύπος που διασώζει την εσωτερική ουσία και στεριώνει τον άνθρωπο απέναντι στην φθορά και τις αλλοιώσεις του χρόνου.

Και τέλος, η ελευθερία, καθώς «όστις θέλει» ακολουθεί την ζωή του κοινοβίου, κατά  παράδοξο τρόπο συνδέεται με την – φαινομενικώς – αντίθετη έννοια της υπακοής. Αν λοιπόν η ελευθερία διασώζει την ακεραιότητα και το αυτεξούσιον του προσώπου από κάθε εξωτερική (σωτηριώδη ή μη) επιβολή, η υπακοή διασώζει την επιλογή από την ατομική της αυτάρκεια.

Σύμφωνα με τα προηγούμενα καθίσταται σαφές ότι οι ανιχνεύσεις παλαιόθεν «δημοκρατικών» στοιχείων στον τρόπο οργανώσεως των μοναστικών κοινοβίων και του Αγίου Όρους, ιδιαίτερα, θα πρέπει να αναζητηθούν πέραν των όρων της αστικής ή μαζικής δημοκρατίας. Η ελευθερία και το αυτεξούσιον διατηρούνται σε αρμονική συνύπαρξη με την ιεραρχία και την διοίκηση των «αρίστων», όπου βέβαια οι «άριστοι» δεν είναι μέλη κάποιας κάστας ή ανώτερης τάξης, αλλά αναδεικνύονται από την κατορθωμένη προσωπική τους υπεροχή στον πνευματικό αγώνα ή την καταλληλότητά τους για την διοίκηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση της μετοχής «ηγούμενος» και όχι του ουσιαστικού «ηγέτης» που φανερώνει ότι κάποιος μετέχει τού αξιώματος όσο καιρό είναι εντεταλμένος γι’ αυτό και δεν είναι μια μόνιμη ιδιότητά του. Επίσης, το γεγονός ότι στην διάρκεια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ουδέποτε ίσχυσαν θεσμοθετημένοι κληρονομικοί ή ταξικοί φραγμοί για την ανάδειξη κάποιου στον αυτοκρατορικό θρόνο. Εξ άλλου μια ανάλογη ιεραρχική δομή συναντάμε και στις ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, όπου βέβαια εδώ η υπεροχή των αρίστων είναι μάλλον κοινωνική παρά πνευματική. Αυτού του είδους η «κοινοτική αριστοκρατία», όπως ακούραστα διατύπωνε ο Κ. Καραβίδας, κείται πέραν της δημοκρατίας και του κολλεκτιβισμού[3]. Αν, όμως, όλα αυτά μπορούν να έχουν ενδεχομένως αποτέλεσμα στον τρόπο που διαρθρώνεται συνολικά μια κοινωνία, αυτό δεν εξαρτάται από την μηχανιστική μεταφορά ή αναβίωση θεσμών, αλλά προϋποθέτει αναλογία του πνεύματος, βάσει του οποίου η κοινωνία αυτοπροσδιορίζεται.

Το ερώτημα βέβαια που είναι δύσκολο να απαντηθεί είναι κατά πόσον η κοινωνία αυτοπροσδιορίζεται ή αυτοθεσμίζεται βάσει πνευματικών προϋποθέσεων ή ευγενών ιδανικών παρά από αδήριτες οικονομικές ανάγκες, στυγνά συμφέροντα και ενστικτώδεις επιδιώξεις επιβολής και ισχύος. Όσο πάντως κι αν οι πεζές και υπόγειες επιδιώξεις καθιστούν συχνά τις πνευματικές αξίες εξωραϊστικά προσχήματα, ωστόσο η ενεργός παρουσία της πνευματικής ζωής και των πνευματικών ανθρώπων δεν παύει να εξευγενίζει την ιστορία ώστε η φιλανθρωπία και η επιείκεια να εμποδίζουν να γίνεται αβίωτος ο κοινωνικός βίος. Το Άγιον Όρος παραμένει ζωντανό και ακτινοβολεί οικουμενικά όχι γιατί δημιούργησε μια ιδανική κοινωνία, μια ουτοπία που θεσμοθετεί ολοκληρωτικά την ανθρώπινη ευτυχία, αλλά διότι διασώζει κατά τρόπο αυθεντικό -παρά τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις προσωπικές ή ιστορικές πτώσεις- την ζωντάνια και την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας. Απ’ αυτήν την άποψη το Άγιον Όρος, παρ’ όλο που συγκεφαλαιώνει την ελληνορθόδοξη παράδοση, δεν πρέπει να θεωρηθεί ένα ακόμα «ελληνικό θαύμα». Ο «εθνοφυλετισμός» εξ άλλου – η προβολή δηλαδή του εθνικού στοιχείου εις βάρος της οικουμενικότητας – έχει καταγγελθεί ήδη διαρκούντος του 19ου αιώνος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και στο Άγιον Όρος αυτή η συνύπαρξη των ορθοδόξων ανεξαρτήτως αθνικότητος είναι γεγονός παρ’ όλο που συχνά και αυτό – όπως και όλη η Ορθοδοξία- επλήγη από τέτοιους «εθνοφυλετικούς» ανταγωνισμούς.

Το Άγιον Όρος δεν είναι αποτέλεσμα μιας ελληνικής ιδιοφυΐας. Είναι το δώρο προς την ελληνική ιδιαιτερότητα μιας υπέρτερης πνευματικής κατακτήσεως, της Ορθοδοξίας. Ως «πόλις επάνω όρους κειμένη», είναι λύχνος που φωτίζει την ελληνική γη, την Χερσόνησο του Αίμου, τα πέρατα της οικουμένης. Και ενώ μας διδάσκει να αγαπάμε και το έθνος και την πατρίδα μας, και τήν φυλή και την κοινότητα, μας διδάσκει επίσης να είμαστε ανοιχτοί και φιλόξενοι, να αγαπάμε τους άλλους όπως αγαπάμε και τον εαυτό μας. Αλλά μας διδάσκει κυρίως ότι ο άνθρωπος δεν σώζεται μέσα από γενικότητες. Μέσα από αφηρημένους τύπους ιδεολογιών. Και τέτοιοι μπορεί να γίνουν και η Ελλάδα και η Ορθοδοξία και το Όρος. Γι’ αυτό και το Όρος γίνεται κάτι πολύ συγκεκριμένο: το περιβόλι της Παναγίας, ο κήπος δηλαδή που ανασταίνεται ο Χριστός – γυμνός όπως πάντα, χωρίς ποικίλες τοπικές φορεσιές. Αυτός είναι η καθημερινή του ανάσα.

Έτσι το Άγιον Όρος δεν οχυρώνεται πίσω από συλλογικά άλλοθι. Δεν βολεύεται με παντιέρες, ρητορείες, κακούς εχθρούς και επικάρπια κομποσκοίνια.

Σώζεται μέσα από την συνάντησή του με τον άλλον, τον πλησίον, που αποτελεί την ορατή πλευρά του Θεού. Και καταλαβαίνει την αγάπη όχι ως χαζοχαρούμενο συναίσθημα αλλά ως έσχατη και ακραία μορφή κοινωνίας. Είναι ο τόπος όπου συντελείται μια διαρκής επανάσταση· η μόνη εφικτή επανάσταση: αυτή που αποβλέπει στην ριζική εσωτερική αλλαγή, στην κατάλυση τού αυτονομημένου  Εγώ.

 

Η μετάνοια είναι η όντως ριζοσπαστική κοινωνική πράξη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Δ. Βεναρδάκης, Λόγος Αυτοσχέδιος περί της καθ’ ημάς εκκλησιαστικής μουσικής, Τεργέστη, 1876, σελ.6

[2] Αλ. Παπαδιαμάντης, Άι μου Γιώργη, Άπαντα (εκδ. Δόμος), τόμος Ε’,σς 191-192. Βλ. επίσης, Γιάννη Σακελλίωνα, Σύγχρονες Πολιτικές Διαστάσεις στο έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη, Θεσσαλονίκη, 1978.

[3] Βλ. Κ.Δ.Καραβίδα, Το Πρόβλημα της Αυτονομίας, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1981.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ