Η αντίσταση των Ελλήνων στις ιταλικές προσπάθειες αφελληνισμού των νησιών
Του Δημοσθένη Γκαβέα
Φέτος, στις 7 Μαρτίου συμπληρώθηκαν 69 χρόνια από την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, όμως λίγοι κάθονται να αναλογιστούν πώς αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι επί τουλάχιστον 630 χρόνια βρίσκονταν υπό κατοχή σε διάφορους κατακτητές, κατάφεραν να διασώσουν την ελληνική γλώσσα και συνείδησή τους.
Από το 1912, όταν ο Ιταλός αντιστράτηγος Τζιοβάνι Αμέλιο κατέλαβε τη Ρόδο και ορίστηκε διοικητής των νησιών, και για περισσότερο από 30 χρόνια, οι Ιταλοί επίμονα και οργανωμένα σχεδίαζαν όχι μόνο την πολιτιστική αλλοτρίωση, αλλά τον αφελληνισμό και τον εξιταλισμό των νησιών.
Η πιο αποφασιστική και πιο επικίνδυνη φάση για το μέλλον της ελληνικής σχολικής παιδείας στα Δωδεκάνησα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1923, όταν έφτασε στη Ρόδο ο Μάριο Λάγκο ως ο πρώτος κυβερνήτης των νησιών.
«… Δεν απεθνικοποιείται ένας λαός όπως αυτός σε λίγα χρόνια. Είναι μια φυλή ευφυής, που έχει συνείδηση του χιλιετούς πολιτισμού της και έχει την υποστήριξη ενός ανεξάρτητου κράτους επτά εκατομμυρίων πληθυσμού. Εξαναγκασμός με τη βία δεν θα χρησίμευε. Αντίθετα, θα ήταν χρήσιμο για μας να διαθέσουμε στη δεύτερη γενιά έναν πυρήνα Ιταλών – Ελλήνων του Αιγαίου για την εξάπλωσή μας στην ανατολή. Για τον σκοπό αυτό διδάσκονται τα ελληνικά και τα τούρκικα στα βασιλικά σχολεία… πρώτο μέτρο να κοπεί ο δεσμός ανάμεσα στην εκκλησία και στο σχολείο», έγραφε ο Λάγκο σε ένα έγγραφο που απέστειλε στις 8.10.1933, προς το υπουργείο Εξωτερικών της Ιταλία,ς και παραθέτει στο βιβλίο του Η εκπαιδευτική πολιτική των Ιταλών στα Δωδεκάνησα 1912 – 1943, εκδόσεις UNIVESITY STUDIO PRESS ο καθηγητής κ. Ζαχαρίας Τσιρπανλής.
Όμως, το 1936 ο Μάριο Λάγκο αντικαταστάθηκε και τη θέση του ως κυβερνήτη των νησιών πήρε ο στρατάρχης Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκκι (Cesare Maria De Vecchi), ο οποίος ήταν ένας από τους τετράρχες του φασιστικού κόμματος, ο ολετήρας, όπως τον αποκαλεί ο κ. Τσιρπανλής, ο άνθρωπος που οργάνωσε τον τορπιλισμό της Έλλης. Tον Ιούλιο του 1937 εξέδωσε το διάταγμα 149, το οποίο αποτέλεσε ταφόπλακα για την ελληνική εκπαίδευση.
Η «lingua locale», δηλαδή η ελληνική γλώσσα, έγινε μάθημα προαιρετικό, χωρίς βιβλία έως την τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Οι Έλληνες δάσκαλοι υποχρεούνταν να μιλούν και να διδάσκουν μόνο ιταλικά, διαφορετικά τους περίμενε η απόλυση. Η φοίτηση των παιδιών από 6 έως 11 ετών ήταν υποχρεωτική, σε περιβάλλον όπου απαγορευόταν, με βαριά πρόστιμα και άλλες ποινές, η χρήση της ελληνικής. Σταδιακά όλα τα σχολεία μετατράπηκαν σε ιταλικά, με Ιταλούς δασκάλους, μας λέει ο κ. Σταύρος Παπαδόπουλος, διευθυντής του 1ου Δημοτικού Σχολείου Ιαλυσού στη Ρόδο, διδάκτωρ στον τομέα της Ιστορίας της Εκπαίδευσης και συγγραφέας του βιβλίου Τα Κατηχητικά Σχολεία στη Ρόδο την περίοδο της Ιταλοκρατίας 1937 – 1945.
Όμως τα σχέδια των Ιταλών ναυάγησαν χάρη στα κατηχητικά σχολεία. Τα κατηχητικά σχολεία μετατράπηκαν ουσιαστικά σε κρυφά ελληνικά σχολεία και παρείχαν, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, μόρφωση στα παιδιά των καταπιεσμένων Ελλήνων.
«Το 1937, ήμουν έξι ετών κι έπρεπε να πάω στο σχολείο, όμως οι Έλληνες καθηγητές αντικαταστάθηκαν από Ιταλούς, με αποτέλεσμα εγώ να πάω για πρώτη φορά σχολείο σε ιταλικό. Ο πατέρας μας ήταν ο δάσκαλός μας, κάθε βράδυ που ερχόταν κατάκοπος από το μεροκάματο άπλωνε στο τραπέζι ένα κομμάτι στράτσο χαρτί, χαρτί του μπακάλη, δηλαδή, και μας έμαθε, εμένα και τον αδελφό μου, τα πρώτα γράμματα. Μας έμαθε να διαβάζουμε και να γράφουμε το ελληνικό αλφάβητο. Όσο το κρυφό σχολειό ήταν στο σπίτι τα πράγματα ήταν εύκολα και ακίνδυνα, μετά ποιος τολμούσε να έχει μαζί του βιβλία και τετράδια… Τότε λοιπόν μαθητική μας τσάντα έγινε το καλάθι. Στον πάτο η μητέρα μας τοποθετούσε τυλιγμένα σε παλιόχαρτα τα ελληνικά βιβλία και τα γραπτά μας και το απογέμιζε με φρούτα και άλλα είδη της εποχής…» μας λέει o κ. Χρήστος Παπαδόπουλος, συνταξιούχος εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σήμερα, ο οποίος μεγάλωσε στη Λέρο.
«Ήταν μια μορφή γενοκτονίας, επρόκειτο για εκρίζωση του ελληνικού φρονήματος και βίαιη ένταξη στον ιταλικό πολιτισμό. Δεν επέτρεπαν την αντικατάσταση των δημογερόντων και την αντικατάσταση των θανόντων κληρικών, δεν ήθελαν ανανέωση του κλήρου και συνέχεια έρχονταν Λατίνοι κληρικοί και, όποιος δεν είχε πρόσβαση σε αυτούς, δεν είχε μέλλον. Δεν επέτρεπαν τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και οι γνώσεις που έπαιρνε κανείς στα κατηχητικά εξαρτιόνταν από την ικανότητα του κατηχητή. Το κρυφό σχολειό επί Οθωμανών λειτουργούσε γιατί οι Τούρκοι το ανέχονταν. Οι δυσκολίες που επέβαλαν οι Οθωμανοί ήταν αυτές που οδήγησαν στα κρυφά σχολειά, αφού για να λειτουργήσει ένα κανονικό σχολείο έπρεπε να λαδωθούν πάρα πολλοί άνθρωποι. Επί ιταλικής κατοχής μπορούσε ένα παιδί να προοδεύσει, ακόμη και να πάρει υποτροφία για να σπουδάσει σε ιταλικό πανεπιστήμιο, όμως έπρεπε να μιλά μόνο ιταλικά», επισημαίνει ο κ. Τσιρπανλής, ο οποίος ήταν τεσσάρων ετών όταν πήγε στο ιταλικό νηπιαγωγείο της Κω.
2 ΣΧΟΛΙΑ
Εξαιρετικό άρθρο! Εκτός των γνώσεων που αποκομίζει κανείς είναι εξόφθαλμη η ομοιότητα μεταξύ της προ του “ολετήρος” ιταλικής διοικήσεως της Δωδεκανήσου με τη σημερινή “ελληνική” κυβέρνηση των Αθηνών:
” Δεν απεθνικοποιείται ένας λαός όπως αυτός σε λίγα χρόνια. Είναι μια φυλή ευφυής, που έχει συνείδηση του χιλιετούς πολιτισμού της και έχει την υποστήριξη ενός ανεξάρτητου κράτους επτά εκατομμυρίων πληθυσμού. Εξαναγκασμός με τη βία δεν θα χρησίμευε. Αντίθετα, θα ήταν χρήσιμο για μας να διαθέσουμε στη δεύτερη γενιά έναν πυρήνα Ιταλών – Ελλήνων του Αιγαίου για την εξάπλωσή μας στην ανατολή. Για τον σκοπό αυτό διδάσκονται τα ελληνικά και τα τούρκικα στα βασιλικά σχολεία… πρώτο μέτρο να κοπεί ο δεσμός ανάμεσα στην εκκλησία και στο σχολείο». Αυτά δεν κάνουν ο Φίλης κι η παρέα του, η Διαμαντοπούλου κλπ.;
Να και κάτι που δεν γνώριζα (από τα λίγα). Καλό άρθρο.