του Ν. Βαγενά, από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Φετιχισμός και ελληνικότητα
Αν επιχειρήσουμε να δούμε πόσοι από τους πολλούς συγγραφείς μας του παρελθόντος ή του παρόντος, που περιγράφονται σήμερα ως ελληνοκεντρικοί, διαπνέονται από πεποιθήσεις που ταυτίζονται με την έννοια του ελληνοκεντρισμού όπως την περιγράψαμε, θα διαπιστώσουμε ότι είναι λίγοι, θα διαπιστώσουμε, ακόμη, ότι οι περισσότεροι από τους θεωρούμενους ελληνοκεντρικούς εμφορούνται από ιδέες που κλιμακώνονται από την ασυμφωνία με τις βασικές αρχές του ελληνοκεντρισμού ως την αντίθεση- και ότι ο όρος χρησιμοποιείται αδιακρίτως για να στεγάσει καθ’ ολοκληρίαν απόψεις για την ελληνικότητα τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο του Περικλή Γιαννόπουλου και του Σεφέρη, και τόσο μεταβαλλόμενες με το πέρασμα του χρόνου όσο του Παλαμά και του Θεοτοκά. Με λίγα λόγια, θα συμπεράνουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια παρανάγνωση των κειμένων πολλών συγγραφέων, παρανάγνωση τόσο ισχυρή και ευρεία, που δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε λόγους εξωτερικούς, όχι υπαγορευόμενους από τη φύση των κειμένων.
Ο εμφανέστερος από αυτούς τους λόγους είναι, πιστεύω, η εκπλήρωση της επιθυμίας της πρωτοποριακότητας (για την ακρίβεια, της μεταμοντερνικότητας) με τον πλέον αδάπανο τρόπο: με την παρουσίαση των μοντερνιστών μας (και όχι μόνο αυτών) ως παραδοσιακών, δια της επικολλήσεως —με συνοπτική διαδικασία — της συντηρητικής ετικέτας του ελληνοκεντρισμού. Διαφορετικά δεν εξηγείται η αγαλλίαση των πρωτοποριακών μας από την ανακάλυψη “ελληνοκεντρικών” στοιχείων σε συγγραφείς που τους θεωρούν ξεπερασμένους. Δεν θα έλεγα ότι στην προσπάθειά τους αυτή κινητοποιούν τη μεταστρουκτουραλιστική αρχή του παιχνιδιού του σημαίνοντος, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε την κατανόησή της, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από τα κείμενα τους, ενώ είναι προφανής και η παρανόηση τους ορισμενων θέσεων του μοντερνισμού. Κατά συνέπεια η παρανάγνωση τους είναι ωμή και βεβιασμενη (παρα την επιστράτευση κομψών λέξεων), διαφορετική απο τις λεπτές “παραναγνώσεις” ορισμένων ξένων μεταστρουκτουραλιστών.
Το πρωτοποριακό τους πάθος, που είναι περισσότερο μια μετένδυση της επιθυμίας τους για αυτοεπιβεβαίωση, οδηγεί τους εν λόγω ανιχνευτές του ελληνοκεντρισμού σε θέσεις τόσο ακραίες όσο και οι θέσεις τις οποίες δηλώνουν ότι α-τιμάχονται. Καθώς θεωρούν (σωστά) τον ελληνοκεντρισμό έκφραση πνευματικού επαρχιωτισμού και καθώς πιστεύουν (λανθασμένα) ότι μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν για να εξουδετερώσουν τους πραγματικούς αντιπάλους τους, επιδίδονται σε ιεροεξεταστική προσπάθεια εντοπισμού του, κατά την οποία μαζί με τους ενόχους οδηγούνται στην πυρά και οι αθώοι: η απέχθειά τους προς τον όρο τους οδηγεί σε άκριτη αντίθεση και προς το πρώτο συνθετικό του, με αποτέλεσμα την αποστροφή για οποιαδήποτε θετική αναφορά στην ελληνική πραγματικότητα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, σήμερα, εκτός από την έξαρση του ελληνοκεντρισμού με τη μορφή της νεο-ορθοδοξίας, είμαστε και μάρτυρες της δημιουργίας ενός νέου φαινομένου, που βρίσκεται (φαίνεται να βρίσκεται) στους αντίποδες του ελληνοκεντρισμού, και το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί αστιγματικός αντιελληνοκεντρισμός. Η ονομασία αυτή είναι βέβαια επιφανειακή, αφού, όπως είπαμε, ο κεντρικός στόχος αυτού του νέου ρεύματος δεν είναι ο ελληνοκεντρισμός. Επειδή όμως οι επιπτώσεις του στην περιγραφή της νεοελληνικής πραγματικότητας υπερβαίνουν τις συνέπειες της αντίθεσης του προς τον κεντρικό του στόχο, η ονομασία αστιγματικός αντιελληνοκεντρισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί έως ότου βρεθεί καταλληλότερος όρος. Ο αστιγματικός αντιελληνοκεντρισμός, ως ανακριβής έως ψευδής περιγραφή μιας ορισμένης περιοχής της νεοελληνικής πραγματικότητας, αποτελεί ιδεολόγημα αντίστοιχο του ελληνοκεντρικού ιδεολογήματος. Ο εκφραζόμενος από αυτόν πόθος μιας ελληνικής πρωτοπορίας κεκαθαρμένης από κάθε θετική αναφορά στο ελληνικό στοιχείο (η οποία υποτίθεται ότι νοθεύει τα δήθεν καθ’ ολοκληρίαν υπερεθνικά συστατικά της πρωτοποριακότητας) αποτελεί ψευδή πρωτοποριακή συνείδηση, όπως το αποδεικνύουν ορισμένα από τα σημαντικότερα πρωτοποριακά έργα (για τους αστιγματικούς αντιελληνοκεντρικούς, ένα έργο όπως ο Οδυσσέας του Τζόυς θα πρέπει ν’ αποτελεί έκφραση νοθευμένου μοντερνισμού, αφού περιέχει στοιχεία που η αστιγματική δεοντολογία θα τα χαρακτήριζε ιρλανδοκεντρικά). Πρόκειται για ένα φαινόμενο όχι μόνο ελληνικό, στην ελληνική εκδοχή του οποίου τα συμπτώματα είναι τόσο έντονα (θα έλεγα οργασμικά), ώστε να μπορεί ν’ αποκληθεί και φετιχισμός του αντιεγχωρίου ή, καλύτερα, φετιχισμός της μη ελληνικότητας·, με τον ίδιο τρόπο που ο ελληνοκεντρισμός αποτελεί φετιχιστική έκφραση της ελληνικότητας. Καθώς η βασική πηγή του είναι η επιθυμία του αισθήματος της πρωτεύουσας — για την ακρίβεια ο φόβος του αισθήματος της επαρχίας (όπως βασική πηγή του ελληνοκεντρισμού είναι ο φόβος της ετερότητας) — το φαινόμενο αυτό αποτελεί την άλλη όψη του πνευματικού επαρχιωτισμού. Φετιχιστές της ελληνικότητας και φετιχιστές της μη ελληνικότητας μονολογούν αυτοερωτικά προσπαθώντας να μεταμφιέσουν με ελληνοβυζαντινές εσθήτες και υπερεθνικά prets a porter το πραγματικό αντικείμενο του φόβου τους. Επιδίδονται σε αεροβατικές επιχειρήσεις αποκλεισμού πιστεύοντας ότι αγωνίζονται σε απελευθερωτικές συγκρούσεις εδάφους. Στο μεταξύ, στο γήινο πεδίο, μια λιγότερο εξωπραγματική ελληνική πραγματικότητα, ποικιλότροπη, ανοιχτή, πολυδεκτική, διαμορφώνεται προσπαθώντας να πορευτεί σύμφωνα με τις δίκες της ενορμήσεις.
Η αφόρητη παρουσία των Πατέρων
(…) Ερώτημα 2ο: Τι σημαίνει ο όρος ελληνοκεντρισμός; Είναι αρκετά για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ελληνοκεντρικό μόνο το ενδιαφέρον του και η συμμετοχή του σε συζητήσεις για την έννοια της ελληνικότητας; Ή χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο: η πεποίθηση της ιδιαιτερότητας του ελληνικού στοιχείου και η αίσθηση της υπεροχής του έναντι του ξένου, η οποία συνήθως φτάνει στην αναγωγή της ελληνικότητας σε απόλυτη αξία και, ακόμη , το αίτημα της καθαρότητας του ελληνικού στοιχείου, υπαγορευόμενο από τη βεβαιότητα ή τον φόβο ότι η ελληνική ταυτότητα απειλείται από την επιμειξία της με το ξένο στοιχείο, κυρίως με το δυτικό; Αν ελληνοκεντρισμός σημαίνει το δεύτερο, τότε ποιοί από εκείνους τους συγγραφείς που ανήκουν πραγματικά στη γενιά του ’30 είναι ελληνοκεντρικοί;
Ερώτημα 3ο: Αν ένα κύριο χαρακτηριστικό της γενιάς του ’30 είναι η εισαγωγή στην Ελλάδα του δυτικού μοντερνισμού, τότε πώς μπορεί ένα άλλο χαρακτηριστικό της να είναι ο ελληνοκεντρισμός; Ακόμη: από πού συνάγεται ότι ο μοντερνισμός είναι μια έκφραση που πρεσβεύει τη χρήση μόνο οικουμενικών στοιχείων, αποκλείοντας κάθε τοπική ή εθνική αναφορά, όπως φαίνονται να πιστεύουν εκείνοι που χαρακτηρίζουν νοθευμένο τον μοντερνισμό της λογοτεχνικής γενιάς του ’30, επειδή τα έργα του περιέχουν στοιχεία ελληνικά; Ο δρόμος προς το οικουμενικό προϋποθέτει την κατάργηση καθε δεσμού με την ιδιαίτερη πολιτισμική παράδοση του καθενός: Με ποια λογική οι ίδιοι άνθρωποι που χαρακτηρίζουν τη χρήση του αρχαίου ελληνικού μύθου από τον Ελιοτ και τον Τζόυς στοιχείο οικουμενικό και μοντερνιστικό, στους συγγραφείς της γενιάς του ’30 τον θεωρούν στοιχείο ελληνοκεντρικό;
Ερώτημα 4ο: Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο λαϊκισμός είναι η χειρότερη μορφή εθνοκεντρισμού, όπως έχει ειπωθεί, από πού βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ενασχόληση των συγγραφέων της γενιάς του ’30 με τον Θεόφιλο και τον Μακρυγιάννη είναι δείγμα λαϊκισμού και εθνοκεντρισμού; Μήπως η ενασχόληση αυτή ξεκινά από ένα μοντερνιστικό αίτημα; Μήπως οφείλεται περισσότερο στην ανακάλυψη στο έργο αυτών των δυο ανθρώπων μιας καλλιτεχνικής γνησιότητας και αμεσότητας ανάλογης μ’ εκείνη που αναζητούσαν οι δυτικοί μοντερνιστές και που την εύρισκαν και στον λαό και στους ναΐφ; Αποτελεί η ανακάλυψη του τελωνοφύλακα Ρουσσώ από τον Απολλιναίρ γαλλοκεντρική πράξη;
Πιστεύω ότι η απροκατάληπτη απάντηση σ’ αυτά τα βασικά ερωτήματα είναι απαραίτητη, αν θέλουμε να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τον χαρακτήρα της λογοτεχνικής γενιάς του ’30- υπογραμμίζω τη λέξη απροκατάληπτη, γιατί αισθάνομαι ότι το μέγεθος της παρανάγνωσης των κειμένων αυτής της γενιάς και της παρανόησης του περιεχομένου του μοντερνισμού από τους σημερινούς κριτικούς της- η ευκολία με την οποία οι κριτικοί αυτοί μιλούν συλλήβδην και αδιακρίτως, δηλαδή χωρίς προσδιοριστικό επίθετο, για τη γενιά του ’30, αποδίδοντας στοιχεία άλλων κλάδων της (του ζωγραφικού ή τού αρχιτεκτονικού) στον λογοτεχνικό της κλάδο· και η εμφανής απροθυμία τους να συγκρίνουν προσεχτικά τις περί ελληνικότητας συζητήσεις της δεκαετίας του ’30 με εκείνες των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας και του 19ου αιώνα, θα πρέπει να οφείλονται σε λόγους εξωτερικούς και όχι σε εσωτερικά στοιχεία των κειμένων.
Ως εξωτερικοί των παραναγιγνωσκομένων κειμένων οι λόγοι αυτοί θα πρέπει να είναι εσωτερικοί (δηλαδή ψυχολογικοί) των παραναγιγνωσκόντων. Και επειδή πρέπει να είναι ψυχολογικοί, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν επακριβώς. Πιστεύω εντούτοις ότι θα μπορούσαν να περιγραφούν κατά προσέγγιση και ότι στην περιγραφή αυτή θα μπορούσε να μας βοηθήσει — εκτός από τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα— και η παρατήρηση ότι όλοι σχεδόν όσοι μιλούν για ελληνοκεντρισμό της λογοτεχνικής γενιάς του ’30 (οι οποίοι ανήκουν σε ποικίλες κριτικές κατευθύνσεις με προεξάρχοντες τους οπαδούς του μεταστρουκτουραλισμού) συνοδεύουν αυτή τη διαπίστωσή τους με μιαν αρνητική και επικριτική διάθεση. Η αίσθησή μου είναι ότι η αρνητικότητα αυτή δεν είναι αποτέλεσμα της διαπίστωσης του ελληνοκεντρισμού. αλλά ότι η διαπίστωση του ελληνοκεντρισμού, είναι αποτέλεσμα της αρνητικότητας. Η αναζήτηση των λόγων αυτής της αρνητικότητας μας οδηγεί σε κάποιες σκέψεις για τη δημιουργία του μύθου του ελληνοκεντρισμού της λογοτεχνικής γενιάς του ’30.
Η κυριότερη από τις σκέψεις αυτές μας φέρνει στην περιοχή του άγχους της επίδρασης. Εξήντα χρόνια μετά την εμφάνισή της και παρά τον θάνατο όλων των μελών της, η παρουσία των μοντερνιστών της δεκαετίας του ’30 είναι τόσο αισθητή που εμποδίζει τους σημερινούς λογοτέχνες και κριτικούς μας ν’ αναπνεύσουν ελεύθερα και υπονομεύει την επιθυμία τους για πρωτοποριακότητα. Η προσπάθεια ικανοποίησης αυτής της επιθυμίας φαίνεται έτσι να οδηγεί τους σημερινούς στην αμφισβήτηση της ισχυρής ακόμη πρωτοποριακότητας των συγγραφέων της γενιάς του ’30, αμφισβήτηση που επιχειρεί ν’ ανακαλύψει στο έργο τους ασθενή και πεπαλαιωμένα στοιχεία. Το πεδίο όπου τα στοιχεία αυτά πιστεύεται οτι είναι ορατά είναι οι απόψεις τους περί ελληνικότητας. Σε μιαν εποχή όπως η σημερινή, όπου η αποδοχή της ετερότητας θεωρείται ως μία από τις πιο προχωρημένες πολιτισμικές θέσεις, η ανακάλυψη εθνοκεντρισμού στους συγγραφείς της γενιάς του ’30 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο αποδεικτικό της παλαίωσης τους.
Τα αποσπάσματα είναι από την συλλογή κειμένων, Μοντερνικότητα και Ελληνικότητα των Νάσου Βαγενά, Τάκη Καγιαλή, Μιχάλη Πιερή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.