Οι Έμποροι των Εθνών του Α. Παπαδιαμάντη ως ιστορική πηγή
Του Απόστολο Διαμαντή, ιστορικού από τον Λόγιο Ερμή τ. 11
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ως ιστορητής − αυτό είναι το ζήτημα που θα μας απασχολήσει, με αφορμή τους Εμπόρους των Εθνών. Ο κίνδυνος είναι βέβαια πολύ μεγάλος. Πρώτον διότι συνεχίζουμε έτσι να αποδεχόμαστε μια εντελώς λανθασμένη χρήση του έργου του: να το φέρνουμε στα μέτρα μας, έτσι όπως έξοχα το έθεσε ο Χρήστος Βακαλόπουλος: «Εμείς πρέπει να πλησιάσουμε τον Παπαδιαμάντη κι όχι να προσπαθήσουμε να τον φέρουμε στα νερά μας».[1] Και, δεύτερον, διότι αποσπούμε τον Παπαδιαμάντη από τον φυσικό του χώρο, την γλώσσα δηλαδή, και τον τοποθετούμε αλλού, στην επιστήμη − έστω και στην ιδιόμορφη επιστήμη της ιστορίας.
Έχουμε όμως και σοβαρά ελαφρυντικά γι’ αυτό το εγχείρημα: η ιστορική επιστήμη δεν είναι θετική επιστήμη, δεν λειτουργεί δηλαδή με τη λογική του επιβεβαιωμένου παραδείγματος, όπως αφελώς πίστευε η θετικιστική ιστοριογραφία του 18ου και 19ου αιώνα.[2] Ο υποκειμενικός παράγων είναι εδώ ισχυρότατος και ο ιστοριογράφος καθορίζει αυτός ο ίδιος τον δρόμο που θα ακολουθήσει, διότι αντικείμενο της ιστορίας δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά ανθρώπινες πράξεις, οι οποίες εμπεριέχουν ασφαλώς την ηθική διάστασή τους. Οι πράξεις αυτές κινούνται με μεγάλο βαθμό απροσδιοριστίας, γεγονός που, εξ αντικειμένου, προσδίδει στην ιστορία μεγάλο βαθμό υποκειμενισμού.
Γι’ αυτό και ο μεγαλύτερος κίνδυνος στην επιστήμη της ιστορίας είναι, όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, το συστηματικό της πνεύμα –η μάστιγα αυτή της ιστοριογραφίας– και επίσης η εκ των προτέρων και όχι εκ των υστέρων κίνηση του ιστοριογράφου. Οπότε, μιλώντας για την ιστοριογραφική πλευρά του Παπαδιαμάντη, δεν αμαρτάνουμε καθόλου ως προς την ιστορία, εφόσον αποδέχεται ο κόσμος της ιστορίας την δρώσα συνείδηση του γράφοντος υποκειμένου. Ο Παπαδιαμάντης εδώ ακριβώς διακρίθηκε, έγινε μοναδικός σχεδόν, ως εκφραστής της ιστορικής συνειδήσεως του ελληνισμού. Ο Τέλλος Άγρας, στο καλύτερο ίσως δοκίμιο που έχουμε για τον Παπαδιαμάντη, έγραψε χαρακτηριστικά:
…Του Παπαδιαμάντη η ελληνικότης… είναι η συνείδηση… προέρχεται σαν από ταπεινήν ασφάλεια, σαν από κάποια πεποίθηση ελληνικής αφθαρσίας, αθανασίας, αιωνιότητος του στοιχείου του ελληνικού πάνω στα κληρονομικά του χώματα.[3]
Ίσως όμως να αμαρτάνουμε ως προς την λογοτεχνία. Αλλά και εδώ έχουμε σοβαρά ελαφρυντικά. Διότι η ιστορία είναι κείμενο. Και μάλιστα κείμενο που πρέπει να διαβαστεί και να πείσει, πάνω σε ζητήματα ανθρωπίνης συνειδήσεως και πράξεων. Οπότε, υπ’ αυτήν την έννοια, ο ιστορικός γράφει ιστορίες, πρωτίστως αφηγείται και επομένως υποχρεωτικά τίθεται και στο μικροσκόπιο του φιλολόγου. Η ιστορία είναι λογοτεχνικό είδος.
Έχουμε λοιπόν κάθε δικαίωμα να δούμε αυτές τις ιστορικές πλευρές του Παπαδιαμάντη. Αλλά δεν είναι μόνον δικό μας δικαίωμα. Ο ίδιος ο συγγραφέας μας υποδεικνύει αυτήν την οπτική. Είναι λάτρης της ιστορίας ο Παπαδιαμάντης. Δεν είναι τυχαίο πως μεταφράζει Φίνλεϋ, ούτε είναι τυχαίο πως οι πρώτες του μεγάλες συνθέσεις, η Γυφτοπούλα και οι Έμποροι των Εθνών, αναπτύσσονται στο καθαυτό ιστορικό φόντο. Είναι φιλίστωρ ο Παπαδιαμάντης και για έναν άλλο λόγο: διότι είναι εκφραστής της ορθοδόξου πνευματικότητος. Και η πνευματικότητα αυτή διαφέρει κατά τούτο από τις άλλες δύο χριστιανικές ομολογίες, την ρωμαιοκαθολική και την προτεσταντική, είναι απολύτως προσηλωμένη στην έννοια της παραδόσεως. Όταν όμως αναγνωρίζεις τα πρωτεία στην παράδοση, όταν έχεις συγκροτήσει τον εκκλησιαστικό σου λόγο πάνω στις αποφάσεις των Συνόδων και στην εξέλιξη της εκκλησιαστικής πρακτικής και όχι αποκλειστικά πάνω στο αλάθητο της ιεραρχίας ή πάνω στο αρχικό κείμενο της Γραφής, τότε είναι προφανές πως έχεις για οδηγό την ίδια την ιστορία. Πιστεύεις σε ένα Θεό που είναι ο Παλαιός των Ημερών, αυτός δηλαδή που γνωρίζει όλη την ιστορία.
Κάπως έτσι νομιμοποιείται και το σύντομο ιστορικό ερμηνευτικό μας σχόλιο πάνω στους Εμπόρους των Εθνών. Το μυθιστόρημα αυτό, που δημοσιεύεται σε συνέχειες στο περιοδικό Μη Χάνεσαι, τον χειμώνα του 1882 και υπογράφεται από τον συγγραφέα με το ψευδώνυμο Μποέμ, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ιστορικό τεκμήριο, έτσι όπως η επιστήμη της ιστορίας αντιλαμβάνεται σήμερα τις ιστορικές πηγές: ως ένα σύνολο πολλαπλών τεκμηρίων, από όλους τους χώρους της ανθρωπίνης δραστηριότητος – φυσικά και από την τέχνη. Ο Ζακ Λε Γκοφ το έθεσε επιγραμματικά, λέγοντας πως:
H νέα ιστορία είναι θεμελιωμένη σε πολλαπλά τεκμήρια, γραπτά παντός είδους, απεικονιστικά τεκμήρια… όλα αυτά είναι τεκμήρια πρώτης τάξεως. [4]
Ας περάσουμε στο δια ταύτα. Είναι γνωστό πως ο Παπαδιαμάντης κινείται στο λογοτεχνικό πεδίο χρησιμοποιώντας με ακρίβεια κοινωνικά δεδομένα, στα οποία δίνει την ιδιαίτερη ποιητική του έκφραση. Ο ρεαλισμός του είναι δηλωμένος από τον ίδιο εξάλλου: «Ουχί εν τη φαντασία, αλλά εν τη καρδία», μας έχει πει, θέλοντας να διαχωρίσει τη θέση του από μια λογοτεχνία στηριγμένη αποκλειστικά στην επινόηση. Ο Παπαδιαμάντης είναι στέρεα προσηλωμένος στην εμπειρία και εργάζεται συχνά με την ακρίβεια ενός ερευνητή ή ενός ρεπόρτερ. Πριν απογειώσει ποιητικά το κείμενό του έχει φροντίσει να το γειώσει στην ακριβή παρατήρηση και τη γνώση. Οι ήρωές του και οι πράξεις τους, τόσο στα διηγήματα, όσο και στα μυθιστορήματά του, συνιστούν έτσι μια στέρεη βάση δεδομένων για την κοινοτική ζωή κατά τον 19ο αιώνα, τόσο την αγροτική –με το παράδειγμα της Σκιάθου– όσο και την αστική, στα αθηναϊκά του διηγήματα.
Στα καθαυτό «ιστορικά» του μυθιστορήματα, όπως είναι η Γυφτοπούλα και οι Έμποροι των Εθνών, βρίσκουμε μια επεξεργασμένη ιστορική άποψη για τον μεσαιωνικό ελληνισμό. Σωστά ο Γιώργος Βαλέτας χαρακτηρίζει τους Εμπόρους των Εθνών σαν ένα «…δημιούργημα ιστορικής μελέτης […] που ξαναζωντανεύει τη νησιώτικη ενετοκρατία του Αιγαίου στην πρώτη της εξόρμηση, την πειρατική (1200 μ.Χ.) τους εμπόρους πραγματικά των εθνών, τους κατακτητές και πειρατές, Γενοβέζους και Βενετσιάνους».[5] Διότι ο Α. Παπαδιαμάντης, για να χρησιμοποιήσουμε μια χαρακτηριστική φράση του Βαγγέλη Σκουβαρά, υπήρξε εκτός από κορυφαίος λογοτέχνης και ένας μεγάλος «ιστορητής».
Μιλώντας λοιπόν για τους Εμπόρους των Εθνών, θα αποπειραθώ να ερμηνεύσω εν συντομία αυτήν την ιδιαίτερη ιστορική του ματιά πάνω στις σχέσεις Ελλάδας και λατινικού κόσμου, κατά την μεσαιωνική περίοδο, με άξονα το εμπόριο και την κίνηση του χρήματος. Αυτή η ελληνική έμμονη ιδέα του εμπορίου υπήρξε ανέκαθεν ένας χώρος που χαρακτήρισε την ελληνική εθνική και κοινωνική συνείδηση και χαρακτηρίστηκε επίσης από τις σχέσεις Ελλήνων και Λατίνων, τόσο τις καθαυτό πολιτικές, όσο και τις εν γένει πνευματικές.
Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο: Έμποροι των Εθνών. Δεν πρόκειται για περιγραφική διάθεση, δεν είναι ουδέτερος ο τίτλος. Είναι αξιολογικός. Δεν προαναγγέλλει ένα μυθιστόρημα με ήρωες εμπόρους από διάφορα έθνη, αλλά μια μυθιστορηματική εκδοχή της ιστορικής πραγματικότητος: η ανατολική Μεσόγειος έχει περιέλθει, στην εποχή του ραγδαία παρακμάζοντος Βυζαντίου, στη σφαίρα επιρροής των Λατίνων που κυριαρχούν στους θαλάσσιους δρόμους, κυρίως στους Ενετούς. Αλλά ποια είναι η φύση της νέας αυτής κυριαρχίας; Είναι το εμπόριο. Οι ενετική κυριαρχία δομήθηκε ως γνωστόν πάνω στην κυριαρχία του θαλασσίου της εμπορίου και αποδιαρθρώθηκε με την αμφισβήτησή του κατά τον 16ο αιώνα, μετά την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και την αλλαγή των μεγάλων εμπορικών θαλάσσιων δρόμων.
Αυτοί είναι λοιπόν οι έμποροι των εθνών. Είναι αυτοί που εισφέρουν στην ιστορία μια νέου τύπου εξουσία, την εξουσία του χρήματος. Ο αρχαίος και ο μεσαιωνικός κόσμος αναπτύχθηκαν πάνω στη λογική της αγροτικής κοινότητος και την επιβολή του ρωμαϊκού δικαίου. Ο νέος κόσμος της ενετοκρατίας όμως είναι ο κόσμος του εμπορίου. Ο κόσμος του Σάυλωκ και ο κόσμος του Σανούτου, του Σαίξπηρ και του Παπαδιαμάντη. Ίσως δεν υπάρχει άλλο κείμενο, που να μπορεί να μπει κοντά στη μεγάλη σεξπηρική εικόνα του Εμπόρου της Βενετίας, από τους Εμπόρους των Εθνών. Και τα δύο κείμενα διεισδύουν στο φαινόμενο της ιστορικής κυριαρχίας του χρήματος, το πρώτο μέσω της εσωτερικής του λογικής, διαμέσου δηλαδή της σύγκρουσης μεταξύ των νόμων της πολιτείας και των νόμων του χρήματος, και το δεύτερο μέσω της ευρύτερης ιστορικής λογικής, διερευνώντας τις επιπτώσεις του πάνω στα έθνη.
Είμαστε στην εποχή της μεταφοράς της κυριαρχίας από το μεσαιωνικό κράτος στο εμπορικό κεφάλαιο. Τα έθνη, ειδικά τα έθνη της χριστιανικής Ανατολής, βρίσκονται χωρίς την προστασία της κεντρικής εξουσίας. Και παραδίδονται έτσι ευκολότερα, χωρίς το προστατευτικό δίχτυ της κεντρικής διοικήσεως, στα ιδιαίτερα συμφέροντα των Λατίνων εμπόρων που κυριαρχούν στη θάλασσα. Την εποχή όπου το κράτος του Βυζαντίου έχει καταρρεύσει, η Δύση κινείται πάνω στη λογική του χρήματος. Το λέει όσο πιο καθαρά μπορεί ο Έλληνας πρόκριτος της Νάξου, Ιωάννης Μούχρας, στην αφελή συζυγό του, η οποία δυσανασχετεί για τη δράση του Μούχρα εναντίον των Γενοβέζων πειρατών: κεντρική εξουσία δεν υπάρχει. Μόνον το άτομο υπάρχει να προστατεύει τον εαυτό του.
– Δεν θέλω άλλοτε να υπάγης προς καταδίωξιν των πειρατών. Δεν παραδέχομαι εγώ να οφείλω την ζωήν σου εις άνθρωπον, αλλ’ εις τον Θεόν εις όν οφείλομεν τα πάντα. Δεν έμεινεν εις σε, επί τέλους, αυτό το έργον, η καταδίωξις των πειρατών. Ας τους καταδιώξη η εξουσία.
– Αλλά δεν έχουμε εξουσίαν, φιλτάτη μου. Εις τον καιρόν αυτόν δεν δυνάμεθα να είπωμεν οριστικώς αν ανήκωμεν εις το κράτος των Ρωμαίων, εις την αυθεντίαν των Φράγκων ή εις την πολιτείαν των Βενετών.
– Εις τίνα ανήκομεν λοιπόν;
– Εις ουδένα. Και χρεωστούμεν να υπερασπίσωμεν μόνοι την τιμήν, την ζωήν και την περιουσίαν μας.[6]
Η περιγραφή του ιστορικού πλαισίου των Εμπόρων των Εθνών είναι εδώ ακριβής. Η Λατινοκρατία κατά τούτο διαφέρει από το Βυζάντιο ή την Ρώμη, πως δηλαδή δεν εκφράζει κεντρική πολιτική κυριαρχία, δεν εκπροσωπεί κράτος, αλλά μια αποσπασματική φεουδαρχική τάξη, εντός της οποίας αναπτύσσεται μια ακόμη πιο αποσπασματική τάξη, η τάξη του εμπορικού κεφαλαίου. Ανακύπτει εδώ η βασική ένσταση του Παπαδιαμάντη, που χωρίζει τον ελληνικό από τον λατινικό κόσμο: «δεν παραδέχομαι εγώ να οφείλω τη ζωήν σου εις άνθρωπον αλλ’ εις τον Θεόν». Για τον κόσμο της χριστιανικής πολιτείας όμως δεν είναι παραδεκτή η πλήρης ατομική κυριαρχία, ακόμη και πάνω στη ζωή. Ο κόσμος αυτός αντιστέκεται ακόμη στην εγκατάλειψη του ανθρώπου από τον Θεό και στην υποταγή του ατόμου στο άτομο. Αυτή η υποταγή θεμελιώθηκε ιστορικά με την σταδιακή κυριαρχία του κεφαλαίου στις ανθρώπινες σχέσεις, πρώτα του εμπορικού, μετά του βιομηχανικού και τέλος του χρηματιστικού.
Εκφραστής αυτής της κυριαρχίας είναι ο άπληστος και σχεδόν ανήθικος Ενετός έμπορος, Μάρκος Σανούτος, που στέκεται μέσα στο μυθιστόρημα απέναντι στον Έλληνα πρόκριτο Ιωάννη Μούχρα, θυμίζοντάς μας την σαιξπηρική διάκριση ανάμεσα στον Σάυλωκ και τον έμπορο της Βενετίας. Ο Μούχρας δεν είναι φεουδάρχης, όπως εσφαλμένα τον αποκαλεί ο Βαλέτας. Είναι πρόκριτος, κτηματίας και έμπορος, εξέχον μέλος μιας ελεύθερης αγροτικής νησιωτικής κοινότητας και όχι άρχοντας δουλοπαροίκων. Πλούσιος ευπατρίδης, κατά τον συγγραφέα, «εδέχετο την ευλογίαν ταύτην με ασκεπή την κεφαλήν. Ήτο ως βιβλικός πατριάρχης έχων εκτεταμένους τους κόλπους προς τας ανθρωπίνας ψυχάς τας κειμένας παρά τους πόδας του».
Απέναντί του, ο Ενετός έμπορος, Μάρκος Σανούτος. Ο Παπαδιαμάντης γυρνάει το κεφάλι με αποστροφή απέναντι σ’ αυτόν τον χωρίς έλεος έμπορο και κατακτητή της Δύσης. «Ήτο είς των ευπατριδών εκείνων τυχοδιωκτών, ους μόνη η Βενετία εν τω παρελθόντι παρήγαγε», αναφωνεί ο συγγραφέας. Γιατί μόνον η Βενετία; Διότι προφανώς αυτή σέρνει το χορό της νέας εποχής του χρήματος, όπου κορυφαίο προσόν είναι η απληστία, αυτό που ο Αριστοτέλης ορίζει ως «ου κατά φύσιν», όταν μιλάει για την χρηματιστική, για το «νόμισμα εκ νομίσματος», όπως αποκαλεί τον τόκο. Και γιατί είναι ού κατά φύσιν η χρηματιστική πράξη; Διότι είναι «εις άπειρον», δηλαδή δεν έχει όρια, πράγμα αφύσικο, εφόσον όλα τα ανθρώπινα είναι πεπερασμένα.
Αλλά η Βενετία, και οι έμποροι των εθνών, τους οποίους εκπροσωπεί επαξίως ο Μάρκος Σανούτος, εισάγει μια ανθρώπινη πράξη χωρίς όρια, το εμπορικό κέρδος. Και εισάγει έτσι και μια νέα ιστορική εποχή που θα λατρέψει την υπέρβαση των ορίων. Ο Σανούτος, «ηδύνατο να υποστή τας εσχάτας συμφοράς και καταδιώξεις και να μην καταβληθή. Ηδύνατο να εκτελέση τας ωμοτάτας του απανθρωπίας και να μη αποκάμη…Ήτο μετά μανίας φιλόδοξος».
Από εδώ πηγάζουν όλες οι υπερβασίες του Σανούτου, αλλά και των Λατίνων προφανώς. Ο κόσμος των προστατευμένων κοινοτήτων θα εισέλθει έκτοτε σε μια σκοτεινή εποχή, την εποχή του χρήματος, όπου δεν θα βρίσκουν πια καμιά προστασία παρά μόνον από τον εαυτό τους. Ο Παπαδιαμάντης απλώνει την προστατευτική ασπίδα της τέχνης του για να διασώσει την παραδομένη ορθόδοξη ελληνική κοινότητα, που, να μην το ξεχνούμε, στην εποχή του έχει ήδη δει τον εχθρό –την αγορά και το χρήμα– να την ξεκληρίζει, σπάζοντας την ενότητά της. Σ’ αυτό το σημείο ο συγγραφέας δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τον Κοσμά τον Αιτωλό και τους κληρικούς των περασμένων αιώνων, που κατακεραύνωναν τον αυξανόμενο εκχρηματισμό, την αγορά και το εμπόριο, προσπαθώντας να απαντήσουν στο πρόβλημα της αποδιαρθρώσεως των αγροτικών κοινοτήτων.
Ο άνθρωπος ο δικός του, ο άνθρωπος που έφτασε μέχρι τη βιομηχανική εποχή, κινδυνεύει να χάσει την ενότητα ανάμεσα στην ύπαρξη και το πνεύμα και να χαθεί υποτάσσοντας το είναι του αποκλειστικά στην κοινωνική σφαίρα. Και για το λόγο αυτό ιστορεί με τρόπο μοναδικό τις τελευταίες πράξεις αυτού του κόσμου, πιστεύοντας πως έτσι θα τον σώσει για πάντα.
Το χρήμα λοιπόν είναι ο εχθρός. Ένας υπότιτλος του μυθιστορήματος είναι ενδεικτικός: «δώρον, δάνειον και αρπαγή». Δεν είναι τυχαίες οι λέξεις. Ο Παπαδιαμάντης βάζει τον Σανούτο να συγχέει αυτά τα τρία, καθόσον δικαιολογεί το δάνειο ως δώρο και καταλήγει στην αρπαγή της Αυγούστας. Αυτός είναι ο σκοπός του, η αρπαγή. Έτσι κινείται η νέα εποχή, με την αντικατάσταση του ελέους από το ίδιον όφελος, όπως έλεγε και ο Άνταμ Σμιθ: «δεν αναμένουμε το δείπνο μας από την ευσπλαχνία του κρεοπώλη ή του φούρναρη… αλλά από τη φροντίδα που δείχνουν για τα δικά τους συμφέροντα».[7] Αυτός είναι ο μοχλός της νέας εποχής του κεφαλαίου. Πρόκειται για την νομιμοποίηση της αρπαγής. Η ενετοκρατία ήταν για τον Παπαδιαμάντη η απαρχή αυτής της μεγάλης ιστορικής στροφής.
Όταν ο ενετός άρχοντας θα κληθεί από την εξουσία στην Βενετία να συμβάλει στην κατάκτηση της Ανατολής, θα καταλάβει κι αυτός ότι υπεράνω όλων βρίσκεται η υποχρέωση της υποταγής στη λογική του χρήματος. Θα κληθεί να δώσει πλοία, όχι κατόπιν διαταγής, αλλά αυτοβούλως. Δεν διατάσσει η εξουσία. Διατάσσει η χρηματιστική λογική. Ο διάλογος μεταξύ του Δόγη της Βενετίας και του Σανούτου είναι χαρακτηριστικός
– Η θέλησις της Δημοκρατίας είναι πάντες οι ευπατρίδαι να λάβωσι μέρος εις την προκειμένην επιχείρησιν
– Αλλ’ αν η ΥΥ με διατάττη
– Δεν σε διατάττω. Θα υπάγης αφ’ εαυτού σου κόμη
– Εν ονόματι της Δημοκρατίας;
– Εν ονοματί σου.
Ο Παπαδιαμάντης εδώ θέτει το κορυφαίο ζήτημα της νεωτερικότητος, την υποταγή στην εσωτερική ηθική προτροπή. Η νέα φιλοσοφική θεμελίωση της ατομικότητος ίσως να είναι γνωστή στον συγγραφέα, διαφορετικά έχουμε να κάνουμε με μία ιδιαιτέρας εμπνεύσεως ιστορικο-φιλοσοφική παρατήρηση: το άτομο υπακούει μόνον στον εσωτερικό του ηθικό κανόνα, σε καθήκοντα που το ίδιο θέτει στον εαυτό του. Διότι μόνον έτσι μπορεί να απελευθερωθεί η λογική της χρηματιστικής, το νόμισμα εκ νομίσματος, που δεν πρέπει να υπακούει παρά μόνον στην δική του εσωτερική λογική. Άνθρωπος και χρήμα ταυτίζονται, σ’αυτόν τον αποκρουστικό για τον Παπαδιαμάντη νέο κόσμο της λατινικής Δύσεως.
Θα το πει με κάθε τρόπο αυτό και στα διηγήματά του: «Σ’ αυτή την εποχή που βρεθήκαμε… μεγάλο κεσάτι, μεγάλη δυστυχία στον κόσμο! Ο παράς δεν ξέρω που πάει και χώνεται, και δεν βγαίνει στο μεϊντάνι».[8] Διότι το χρήμα συσχετίζει τους ανθρώπους, δημιουργεί δυο βασικούς τύπους μέσα στην κίνησή του: αφενός αυτόν που διακινεί το χρήμα κερδίζοντας, αλλά, αφετέρου, και αυτόν που είναι υπόλογος στις απαιτήσεις της εκχρηματισμένης αγοράς.
Χρησιμοποιήσαμε αυτό το παράθεμα του Παπαδιαμάντη διότι σκιαγραφεί συνοπτικά αυτή τη σύνθετη εικόνα. Στη δική του λοιπόν παραδειγματική εικόνα, όπως προκύπτει από το κλασικό του Χριστουγεννιάτικο διήγημα Ο πολιτισμός εις το χωρίον, υπάρχουν και οι δύο πρωταγωνιστές της υποθέσεως: αυτός που ζητάει δανεικά για τα έξοδα της κηδείας του παιδιού του και επίσης αυτός που δανείζει, ο τοπικός τοκογλύφος. Το παράθεμα που προτάξαμε είναι η κατ’ αρχήν απάντηση του τοκογλύφου, η εισαγωγή του που θα δικαιολογήσει τον υπέρογκο τόκο. Αυτό όμως είναι η μία πλευρά· διότι πίσω από τις πονηριές του τοκογλύφου περί στενότητος και δυστυχίας, αναδύεται η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα ακέραιη: ο τοκογλύφος δεν μιλάει στο βρόντο – κανείς έμπορος και χρηματιστής δεν μιλάει στο κενό, χωρίς προφάνειες. Τα λόγια του τοκογλύφου οφείλουμε λοιπόν να τα παίρνουμε στα σοβαρά, όπως ακριβώς πρόκειται να τα πάρει στα σοβαρά και ο φτωχός χωριάτης που ζητάει δανεικά.
Ο Παπαδιαμάντης μιλάει μεν για την –τουρκοκρατούμενη ακόμα– κοινωνία της Σκιάθου των μέσων του 19ου αιώνα, αλλά με τους όρους όμως ακόμα των περασμένων αιώνων, καθώς από το όλο έργο του ανακατασκευάζεται κυρίως ένας κόσμος μακράς διάρκειας και όχι μόνον ένας κόσμος αλλαγών. Καθώς οι ιστορίες του δεν είναι ιστορίες της αγοράς αλλά της εστίας –διαδραματίζονται σχεδόν πάντα εν οίκω κυρίως– αποκαλύπτουν την αγωνία του αγροτικού κόσμου μπροστά στους κοινωνικούς νεωτερισμούς που σέρνει μαζί του το χρήμα και η αγορά. Ο Παπαδιαμάντης δεν μιλάει λοιπόν για μια σύγχρονή του αγροτική νησιώτικη κοινότητα των μέσων του 19ου αιώνα, αλλά για ό,τι ακόμα διατηρείται ζωντανό από τους περασμένους αιώνες στη ζωή αυτής της σύγχρονής του κοινότητος και παλεύει να υπάρξει ζωντανό στη νέα εποχή. Ο φτωχός του και ο τοκογλύφος του, που είδαμε στο παράθεμα, όπως επίσης ο Μούχρας και ο Σανούτος στους Εμπόρους των Εθνών, είναι τα αρχετυπικά πρόσωπα που έρχονται από το παρελθόν για να προσωποποιήσουν τη βασική σύγκρουση που είναι εν εξελίξει.
Οι Έμποροι των Εθνών είναι ένα μοναδικό δείγμα λογοτεχνικής μεταπλάσεως ιστορικού υλικού και μ’ αυτήν την έννοια αποκαλύπτουν και την παπαδιαμαντική στάση απέναντι στο ζήτημα των σχέσεων του ελληνικού και του λατινικού κόσμου κατά την μεσαιωνική περίοδο – αλλά όχι μόνον. Για μας μιλάει ο μύθος.
[1] Χρήστου Βακαλόπουλου, Από το χάος στο χαρτί, Εστία, Αθήνα 2000, σ. 200.
[2] Ο Παύλος Καλλιγάς, φανατικός υποστηρικτής του ακραίου θετικισμού και σφοδρός πολέμιος του Παπαρρηγόπουλου, έγραφε: «Όπως ο βοτανικός επί του λευκώματος αυτού προσπηγνύει τα αποξηραθέντα και επιπεδωθέντα φυτά, ούτω και ο ιστορικός, ο παραλείπων την ηθικήν κατάστασιν, προβάλλει τα ιστορικά συμβάντα…επί αχρώου πίνακος….ο φυσικός διά της παρατηρήσεως αναλύων μετ’ επιστασίας τα φαινόμενα, εξάγει τον διέποντα αυτά νόμον…ωσαύτως και ημείς». (βλ. Marie- Paule Masson- Vincourt, Ο Παύλος Καλλιγάς (1814-1896) και η ίδρυση του ελληνικού κράτους, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2009, σ. 578).
[3] Τέλλου Άγρα, Κριτικά. Μορφές και κείμενα της πεζογραφίας μας, Ερμής, Αθήνα 1984, τ. 3, σ. 71.
[4] J. Le Goff, La nouvelle histoire, Complexe, Παρίσι 1988, σ. 38.
[5] Γιώργου Βαλέτα, «Η ζωή και το έργο του Παπαδιαμάντη», στο Αλ. Παπαδιαμάντη, Τα Άπαντα, επιμ. Γιώργου Βαλέτα, Δημητράκος, Αθήνα 1954, τ.1, σ. λα.
[6] Τα παραθέματα του Παπαδιαμάντη από την έκδοση των Απάντων του σε επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Δόμος, Αθήνα 1988.
[7] Adam Smith, The Wealth of Nations, Penguin Books, Λονδίνο 1982, σ. 21.
[8] Αλ. Παπαδιαμάντη, «Ο πολιτισμός εις το χωρίον», Εφημερίς, Αθήνα, Χριστούγεννα 1891.