Του Τάσου Αναστασίου από την Ρήξη φ. 156
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και κυρίως σε αυτή του ’80 άνθισε στην Ευρώπη μια μουσική σκηνή, η dark wave, ως υποείδος της new wave και της post punk. Bauhaus, Joy Division, Sisters of Mercy, Siouxsie and the Banshees είναι μερικές από τις μπάντες που γίνανε πιο γνωστές και εξαπλώθηκε η φήμη τους παγκοσμίως. Στεντόρειες μα πειθαρχημένες φωνές, διανθισμένες με ρυθμικότατα μπάσα και περήφανα κρουστά, παντρεύονται με απλά, αλλά επιβλητικά riffs στις κιθάρες και το ηχητικό αποτέλεσμα που παράγεται διακρίνεται από μια αντίφαση: Από τη μία προετοιμάζεται ο ακροατής για το μοιραίο που θα επέλθει, από την άλλη καλείται σε κίνηση-ροή, ζωή, παραδόξως. Ο τρόπος ντυσίματος μουσικών και ακροατών παραπέμπει σε τελετή κηδείας με την κυριαρχία του μαύρου χρώματος την ώρα που η αίσθηση της λύπης και της απώλειας λυρικοποιείται.
Η μουσική αυτή αποτέλεσε μια εναλλακτική μόδα στην κυρίαρχη ποπ μουσική, έναν παραπόταμο (από τους πολλούς) που θα διοχετευτεί η αντίθεση με το μουσικό mainstream και η εκτόνωση της νεανικής αντισυμβατικότητας. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι χρονικά συμπίπτει με την αρχή της παγίωσης του νεοφιλελευθερισμού στην Αγγλία αρχικά, μετά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, και στην επιτάχυνση των παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών. Με τρόπο μεταφυσικό, ανεπίγνωστα το πιθανότερο, αναδεικνύει τα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού και την κυριαρχία του μηδενισμού που ουσιαστικά προαναγγέλλει το τέλος ενός τρόπου ζωής που φαίνεται πιο πολύ να αργοσβήνει παρά να εξελίσσεται ή να μετασχηματίζεται.
Οι φορείς της dark wave δεν κηρύσσουν κάποια μορφή εξέγερσης ή αντίθεσης στα κακώς κείμενα της κοινωνίας –όπως προγενέστερα μουσικά ρεύματα, όπως η ροκ ή η πανκ- αλλά αντανακλούν μια μοιρολατρία και μια αγάπη προς το τέλος, τον θάνατο, την αποδοχή της ήττας. I can’t escape myself μας λένε οι Sound καταθέτοντας τη νίκη του ατομισμού συνοδευόμενοι από έναν χορό εξολοκλήρου ατομοκεντρικό, αφού δεν υπάρχει προσωπική επαφή, κανείς δεν πιάνει το χέρι του άλλου, ο καθένας χορεύει μόνος, οδηγούμενος σαν νεκροφόρα που παρελαύνει ενώπιον πιστών νεκροζώντανων να πανηγυρίζουν. I can’t remember feeling real παραδέχονται οι Trisomie 21 στο αριστουργηματικό Last Song (!), επιδιώκοντας την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ενός πολιτισμού που έχει το εξής αντιφατικό χαρακτηριστικό: ενώ εξαπλώνεται παγκοσμίως κατορθώνοντας να έχει κατακτήσει όλα σχεδόν τα μήκη και πλάτη της γης, ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται όχι μόνο από έλλειψη νοήματος και οράματος (άρα μέλλοντος), αλλά οδεύει και στον φυσικό αφανισμό των υποκειμένων του, διά της υπογεννητικότητας και της υποκατάστασής τους από μηχανές. Αυτό τελικά που επικρατεί είναι ότι, μέσω των συναισθημάτων που πηγάζουν ακούγοντάς την, υμνείται ένα δυστοπικό μέλλον ή αναμένεται ενθουσιωδώς ο επικείμενος θάνατος του δυτικού πολιτισμού.
Η μαγεία της dark wave είναι ότι εσωκλείει το περιπετειωδώς εφήμερο, τη γοητεία του φετίχ, γεγονός που δρα αγχολυτικά για τον ακροατή, δυστυχώς βραχυχρόνια. Προφανώς, το σκοτεινό, η δύση της μέρας, συμβολίζει και τη δύση της ζωής. Μια ερωτική σχέση με τον θάνατο, ένα αέναο φλερτ, παράλληλα με μια αίσθηση του ανικανοποίητου.
Σήμερα, επιζεί παρασιτικά σαν φολκλορική μουσική υποκουλτούρα, θυμίζοντας σε όποιον κατά τύχη πέσει πάνω της τη συμπλεγματική γοητεία του ναρκισσισμού που ενισχύεται από τον αντίστοιχο κώδικα ντυσίματος, κουρέματος και μακιγιάζ. Στην εποχή της αυτο-ϊκανοποίησης, του διαδικτυακού αυνανισμού, της απουσίας σχέσης και έρωτα, του πανικού των νέων γυναικών μπροστά στην πιθανότητα εγκυμοσύνης, της προπαγανδιζόμενης και ευκταίας υπογεννητικότητας, η μουσική αυτή σκηνή αποκτά έναν λόγο ύπαρξης σαν υπενθύμιση, σαν ένα χέρι στον ώμο που σε κάνεις να γυρίσεις, να αναρωτηθείς, να σκεφτείς ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ.