του Β. Στοϊλόπουλου
Μετά τη διεθνοποίηση της κρίσης του Κοσσυφοπεδίου και την υιοθέτηση από τις ΗΠΑ θέσεων που εξυπηρετούν τους εθνικούς στόχους της Αλβανίας, χρειάστηκε και μια, κατά τα φαινόμενα, κακοσκηνοθετημένη «σφαγή», για να κλείσει οριστικά άλλη μια ιστορική περίοδος της πολύπαθης αυτής περιοχής. Κανείς δεν αμφιβάλλει πλέον ότι η σχεδιαζόμενη διευρυνόμενη αυτονομία στο Κοσσυφοπέδιο, ουσιαστικά αποτελεί το αποφασιστικότερο βήμα για τη μελλοντική απόσχιση από τη σερβική επικράτεια και ενσωμάτωση στην Αλβανία. Ασφαλώς, πρόκειται για μια δυσμενέστατη εξέλιξη για τη Σερβία, όχι βέβαια μόνο εξαιτίας των στρατηγικών σχεδιασμών εξωβαλκανικών δυνάμεων για τον κατακερματισμό της, αλλά και της αδιέξοδης πολιτικών των κατασταλτικών μέτρων που εφάρμοσε, ιδιαίτερα μετά το 1989, στο Κοσσυφοπέδιο το καθεστώς Μιλόσεβιτς.
Παρότι νομικά σε πλεονεκτική θέση, το Βελιγράδι εμφανίζεται ανίκανο πλέον ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την άμεση απειλή ακρωτηριασμού ενός τμήματος του εθνικού της κορμού, που έχει ανακηρυχθεί σε «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων». Ενδεικτικό της θλιβερής κατάστασης στο σερβικό στρατόπεδο είναι το γεγονός ότι ο Σέρβος Πατριάρχης και το Ποίμνιό του, αποδεχόμενοι το «μοιραίο», θρηνούν ήδη την οριστική απώλεια του Κοσσυφοπεδίου. Δεν είναι λίγοι Δε οι Σέρβοι που αναμένουν ότι η χώρα τους στα επόμενα χρόνια θα συρρικνωθεί στα γεωγραφικά όρια του οθωμανικού Πασαλικιού του Βελιγραδίου, διαβλέποντας ότι είναι πλέον αργά ακόμη και για το διαμελισμό του Κοσσυφοπεδίου μεταξύ των αντιμαχόμενων παρατάξεων, μέσω διαπραγματεύσεων.
Η ταυτότητα του «Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου»
Κατά γενική ομολογία, αυτό που μέσα σ’ ένα χρόνο άλλαξε άρδην την Τάξη Πραγμάτων στο Κοσσυφοπέδιο ήταν η στρατιωτική δράση του λεγόμενου «Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου» (Ushtria Critimtare e Kosoves), οπλισμένα μέλη του οποίου εμφανίστηκαν δημοσίως για πρώτη φορά στις 28 Νοεμβρίου του 1997 για ν’ αποδώσουν τιμές στην κηδεία ενός Αλβανού δασκάλου που σκοτώθηκε από σερβικά πυρά. Αν και η αυθεντικότητα του Α.Σ.Κ. αμφισβητήθηκε για μεγάλο διάστημα από τους κύκλους του «μετριοπαθούς» Ρουγκόβα, σε σημείο μάλιστα να γίνεται λόγος και για κατασκεύασμα των μυστικών υπηρεσιών του Βελιγραδίου, η δράση του πρέπει να ειδωθεί σαν συμπληρωματική της «παθητικής αντίστασης» του Ρουγκόβα.
Με δεδομένη τη σερβική στρατιωτική υπεροπλία, η στρατηγική του Α.Σ.Κ. αποσκοπούσε εξ αρχής στη διεθνοποίηση του θέματος, στην πρόκληση στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ και στις διαπραγματεύσεις για το Κοσσυφοπέδιο. Μια διάφανη και δοκιμασμένη στρατηγική, που συμπληρώθηκε με την προβολή μαξιμαλιστικών θέσεων περί ανεξαρτησίας, η οποία όμως ουδόλως επηρεάστηκε από τη στρατιωτική ήττα της περασμένης χρονιάς, που κόστισε την απώλεια 500 «μαχητών της ελευθερίας» του Α.Σ.Κ. Και αυτό όχι μόνο γιατί στις τάξεις του Α.Σ.Κ. υπάρχουν ήδη περισσότεροι από 35.000 ένοπλοι αλλά γιατί υφίστανται ανεξάντλητες εφεδρείες, τόσο στην Αλβανία και στην Π.Γ.Δ.Μ., όσο και στην αλβανική Διασπορά και κυρίως στη Γερμανία και Ελβετία.
Τα ίχνη του Α.Σ.Κ. φθάνουν μέχρι τη δεκαετία του ’60 και ουσιαστικά αποτελεί σύνδεσμο παλαιών μικρών όσο και ετερόκλητων οργανώσεων, κυρίως μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας αλλά και ακροδεξιών φατριών. Οι ομάδες αυτές προσπάθησαν ανεπιτυχώς, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, να συγκροτήσουν στρατιωτικά τμήματα για τη στήριξη της αλβανικής «σκιώδους κυβέρνησης» της Πρίστινα. Το 1993 υπολείμματα των παραπάνω οργανώσεων επανασυνδέθηκαν και τον Απρίλιο του 1996 ανακοινώθηκε σε αλβανόφωνη εφημερίδα του Κοσσυφοπεδίου και τρεις μήνες αργότερα στη Ντόιτσε Βέλλε, η συγκρότηση του Α.Σ.Κ., που επεδίωκε την ένοπλη «απελευθέρωση από τη σερβική ηγεμονία και την ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους στο Κόσοβο».
Οι προσβάσεις του Α.Σ.Κ., που σημειωτέον μετά τη Συμφωνία Χόλμπρουκ-Μιλόσεβιτς εξοπλίζεται και με βαρύ οπλισμό, φθάνουν μέχρι τα ενδότερα του Λευκού Οίκου αλλά και της Αλβανικής Μαφίας, που ελέγχει πλήρως το μεγαλύτερο διακομιστικό κέντρο ναρκωτικών της Γερμανίας, το Ανόβερο, αλλά και την αγορά του Μονάχου, ενώ έχει ήδη εξαπλωθεί και σ’ αυτήν της Βουδαπέστης. Η χρηματοδότηση του ένοπλου αγώνα του Α.Σ.Κ. είναι εξασφαλισμένη, σε αντίθεση με τις Σερβικές Δυνάμεις Ασφαλείας στο Κοσσυφοπέδιο, η παρουσία των οποίων επιβαρύνει την ήδη εξαντλημένη οικονομία της Σερβίας με 3,5 εκατ. μάρκα.
Παρά τη μέτρια στρατιωτική παρουσία ο Α.Σ.Κ. φαίνεται πως εκπλήρωσε σε μεγάλο βαθμό την αποστολή του, αρκεί να υπογραμμίσει κανείς την ισότιμη συμμετοχή εκπροσώπων του Α.Σ.Κ. σε διεθνείς διαπραγματεύσεις για το Κοσσυφοπέδιο. Ιδιαίτερα μάλιστα αν αναλογιστεί κανείς ότι σύμφωνα με την επικρατούσα παγκοσμίως αμερικανική θεώρηση της Νέας Εποχής, η δράση του Α.Σ.Κ. δεν διαφέρει και πολύ από αυτή άλλων γνωστών «τρομοκρατών», όπως για παράδειγμα του ΡΚΚ.
Αρχή νέων αποσχίσεων
Η αλβανοσερβική αντιπαράθεση στο Κοσσυφοπέδιο είναι σαφώς πολύ μικρότερης εμβέλειας, συγκριτικά με παρεμφερή ζητήματα, όπως το Κουρδικό ή το Παλαιστινιακό. Εντούτοις, δεν χρειάστηκαν παρά κάποιες συγκρούσεις «χαμηλής έντασης» τους τελευταίους μήνες για ν’ αναγορευτεί η κρίση στο Κοσσυφοπέδιο σε αντικείμενο με διεθνείς προεκτάσεις. Είναι σαφές ότι για τις ηγεμονικές χώρες της Δύσης ο «γόρδιος δεσμός» του Κοσσυφοπεδίου, έπαψε από καιρό να εντάσσεται στις περιπτώσεις εθνικών αντιπαλοτήτων χαμηλού ενδιαφέροντος, γι’ αυτό και το ΝΑΤΟ, έχοντας ως σύνθημα τα ανθρώπινα δικαιώματα και παρασύνθημα τη «διπλή ηθική», παραμένει για εβδομάδες σε υψηλή επιχειρησιακή ετοιμότητα, προωθώντας, εν είδει τελεσιγράφου, σχέδιο οριστικού «διαζυγίου» Αλβανών και Σέρβων, χωρίς ν΄ αποκλείεται και η μελλοντική ανάδυση και άλλων μειονοτικών ζητημάτων στη ευρύτερη περιοχή.
Η Σερβία, αν και αποδεκατισμένη και οικονομικά αδύναμη όσο ποτέ τα τελευταία χρόνια, εξακολουθεί να θεωρείται από τις ΗΠΑ εμπόδιο στην παγίωση της αμερικανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και στην κατασκευή νατοϊκών προτεκτοράτων, τύπου Βοσνίας ή Σκοπίων. Με δεδομένο τον παραγκωνισμό της Ρωσίας, οι Γαλλοβρετανοί έχουν αναγάγει το όλο θέμα σε ιδανικό πεδίο προώθησης της ανύπαρκτης ακόμη ευρωπαϊκής ενότητας απέναντι στην αμερικανική ηγεμονία, συνεπικουρούμενοι ως ένα βαθμό από τη Γερμανία, η οποία, απαλλαγμένη πλέον από τους αυτοπεριορισμούς του παρελθόντος, δηλώνει με αξιοθαύμαστη αυτοπεποίθηση ότι οι στρατιώτες της θα ξαναβρεθούν και πάλι στην «καρδιά» της Σερβίας. Η Βουλγαρία για άλλη μια φορά αναθερμαίνει τα «μακεδονικά» της όνειρα, καθώς, ως γνωστόν, κάθε αναταραχή στην περιοχή προκαλεί επικίνδυνους τριγμούς στη ευάλωτη κρατική υπόσταση της Π.Γ.Δ.Μ. Με τη σιγουριά της βέβαιας εκπλήρωσης των στόχων της εμφανίζεται η Αλβανία, η οποία έχοντας εξασφαλίσει τη στήριξη της Δύσης, προετοιμάζει ανενόχλητη μέτωπο Αλβανών σε όλα τα Βαλκάνια, έχει μετατρέψει το βόρειο τμήμα της σε βάση ανεφοδιασμού των Αλβανών Κοσοβάρων, θεωρεί άσκοπο να ελέγχει τα διάτρητα σύνορά της προς το Κοσσυφοπέδιο και αναγνωρίζει επισήμως τον «Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσόβου» ως νόμιμη στρατιωτική δύναμη για την απελευθέρωση του Κοσσυφοπεδίου.
Όσο για την Ελλάδα, η αδυναμία της να υπερασπιστεί με σθένος τα εθνικά της συμφέροντα και να διαδραματίσει αυτοτελή ρόλο στα Βαλκάνια, πέρα από τις νατοϊκές επιταγές και το «μονόδρομο» της ΟΝΕ, είναι περισσότερο από εμφανής, παρότι μια ενδεχόμενη γενίκευση του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο θα έχει άμεσες και σοβαρές επιπτώσεις και για την ίδια. Εξάλλου είναι ενδεικτικό ότι παρά τη γενικευμένη ανησυχία που προκαλεί η κρίση στο Κοσσυφοπέδιο κανείς δεν αναφέρεται στις επιπτώσεις της κρίσης για τον Ελληνισμό της Βορείου Ηπείρου. Κι όλα αυτά την ώρα που η Τουρκία δεν χάνει ευκαιρία να υποσκάπτει συστηματικά τη σταθερότητα της περιοχής, προσδοκώντας ακόμα και εδαφικά οφέλη. Ο φόβος πάντως των πολιτικών ελίτ ότι το Κοσσυφοπέδιο είναι μόνο η αρχή νέων συνοριακών ανακατατάξεων στα Βαλκάνια, με μοχλό ξανά τις εθνικές μειονότητες, είναι ήδη διάχυτος. Αυτό που παραμένει το ζητούμενο είναι πως μπορεί ν’ ανακοπεί μια τέτοια πορεία, που φέρνει πιθανότητα και την εφησυχασμένη ελληνική κοινωνία πολύ κοντά στον Πόλεμο.