του Γ. Καραμπελιά
Στις αρχές του φετινού Καλοκαιριού έφυγε ένας φίλος. Ο Τάκης Παππάς. Τον θυμάμαι από τη στιγμή που εγώ έμπαινα στο Πανεπιστήμιο και τους Λαμπράκηδες. Ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερος, αλλά αυτά τα ελάχιστα χρόνια αρκούσαν για να αντιμετωπίζει την κομματική μου ζέση του νεοφώτιστου της «σπουδάζουσας» με συγκατάβαση και χαμόγελο, αυτός ένας αμφισβητίας που είχε ήδη ολοκληρώσει την κομματική του τροχιά!
Ανήκε σ’ εκείνη τη γενιά που προδιέγραφε ένα νέο κίνημα, αυτό που θα ονομαστεί «κίνημα του ’68» στην Ευρώπη, και που σε μας, καταπιεσμένο από τη χούντα, θα εκραγεί με άλλο τρόπο το 1973, στο Πολυτεχνείο! Εκ των υστέρων, και με την εμπειρία μου από το ευρωπαϊκό ’68, μπόρεσα να καταλάβω πως ο Τάκης ήταν ένας αυθεντικός εκπρόσωπος αυτού του κινήματος, γηγενής και οικουμενικός ταυτόχρονα. Γηγενής γιατί έμεινε πάντα στενά δεμένος με την παράδοση των αγώνων του τόπου μας. Οικουμενικός, πολύ περισσότερο από άλλους που έμειναν πολλά χρόνια στο εξωτερικό, γιατί ήταν βαθύτατα εθνικός και διεθνικός. Είχε ήδη αυτή την αυτοκριτική ειρωνεία που χαρακτήριζε το νέο κίνημα, χωρίς ταυτόχρονα –καθόλου– να χάνει την αγωνιστικότητά του. Υπήρξε μαοϊκός χωρίς να είναι «κινεζόφιλος», γκεβαρικός, χωρίς να γίνει «καστρικός», εξεγερμένος χωρίς να γίνεται μανιχαϊστής ή περιθωριακός, στη λέσχη των Κορδελιέρων και όχι των Ιακωβίνων. Μπορούσε να στέκεται αποστασιοποιημένος απέναντι από τον εαυτό του και το κίνημα, ενώ ταυτόχρονα ήταν ο εαυτός του και το κίνημα. Γι’ αυτό και δεν ήταν φτιαγμένος από τη στόφα του εξουσιαστή, του τυφλού φανατικού ή του αδίστακτου καριερίστα. Γι’ αυτό και άντεξε με το φοβερό του χιούμορ, άκαμπτος, τα φριχτά βασανιστήρια της δικτατορίας.
Τα χρόνια μας χώρισαν. Και ξανασμίξαμε τώρα, τα τελευταία χρόνια. Μετά από διαδρομές τόσο διαφορετικές. Και όμως μπορούσαμε μετά από 30 χρόνια να συνεννοούμαστε χωρίς καν μια λέξη, λες και ήταν μόλις χθες που μιλούσαμε για την Κύπρο και τον Μάο, για το «1-1-4» και το Μπέρκλεϋ στις ΗΠΑ, λες και βαδίζαμε μαζί στην αποθέωση του Γρηγόρη Λαμπράκη και του Σωτήρη Πέτρουλα. Ξαναβρεθήκαμε στον Οτσαλάν και τη Γιουγκοσλαβία, στο μνημόσυνο της Πόπης, στο Άρδην, στην «Επιτροπή Πολιτών Ενάντια στη Νέα Τάξη». Και στο γραφείο να συζητάμε, μαζί με την Κορίνα, και τόσους φίλους που τον αγαπούσαν, για τις απίθανες μέρες που ζούμε, για την ανάγκη να βρεθούμε και πάλι στη σφενδόνη, για ένα ξεκίνημα διαρκώς νέο, διαρκώς ζητούμενο, διαρκώς φευγαλέο. Και είμαστε «δυστυχώς» και οι δύο χωρίς αυταπάτες, με τις ουλές των μαχών που πέρασαν, τα σημάδια του χρόνου στις ψυχές μας. Και όμως ο Τάκης έμενε εκεί, παρά τις πικρίες και τις ματαιώσεις, που άφθονες τις γεύτηκε τα τελευταία χρόνια, αγέρωχος, να μας καλεί και πάλι να ξαναδοκιμάσουμε.
Και τώρα που τα μολυβένια χρόνια της δεκαετίας του ’90 βρίσκονται πίσω μας, τότε που κορυβαντιούσαν οι νάνοι και οι υπάλληλοι, τώρα που και πάλι «οι σημαίες οι φοβερές υψώνονται», τώρα ο Τάκης δεν είναι εδώ.
Ακόμα δεν το έχω συνειδητοποιήσει. Κάθομαι πάλι και κάνω σχέδια, για πρώτη φορά ενός ορισμένου τύπου μετά από αρκετά χρόνια, και ασυναίσθητα βάζω τον Τάκη στο κέντρο, και η αίσθηση της απώλειας είναι οξύτερη, γιατί σε χρειαζόμαστε, σύντροφε, τώρα. Και έτσι μένω πάντα να θυμάμαι τον λυγερό πανύψηλο Ανδαλουσιάνο, με το ειρωνικό υπομειδίαμα μέσα στην αχλύ ενός καλοκαιρινού απογεύματος, τον Ιούλη του 1965.
Υ. Γ. Φεύγοντας, φίλε μου, μαζί με την Κορίνα από τον τάφο σου, ξαφνικά βάλαμε τα γέλια. Αντικρίζοντας τα ονόματα σε κάποια από τα αναρίθμητα στεφάνια που ήταν στοιβαγμένα στο Α’ Νεκροταφείο. Σκεφτήκαμε πως πολλοί από τους εχθρούς σου και τους άσπονδους φίλους σου έστελναν στεφάνια ανακουφισμένοι που σε ξεφορτώθηκαν επί τέλους! Αναλογίζομαι όμως μήπως γινόμαστε άδικοι και ακόμα και ο πιο τιποτένιος αισθάνθηκε την ανάγκη να υποκλιθεί, έστω την ύστατη στιγμή, σε αυτό που δεν μπορεί να αγγίξει;
Γιώργος Καραμπελιάς