Με αυτό το πρώτο αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι, εγκαινιάζουμε μια σειρά αφιερωμάτων στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, που θα συνεχιστούν με το δημοτικό τραγούδι, την ελληνική λαογραφία και τη σημασία της, το θέατρο σκιών, κ.ά.
Αποτελεί, τωόντι, μεγάλο κενό στο εγχείρημα του Άρδην μέχρι σήμερα το ότι δεν έχουμε πραγματοποιήσει ανάλογο αφιέρωμα στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, παρότι έχουμε εκατοντάδες –κυριολεκτικά– φορές επισημάνει την βαθύτατη διχοτόμηση μεταξύ της λόγιας και της λαϊκής παράδοσης και την υποτίμηση της τελευταίας από τους λογίους και τις κυρίαρχες ελίτ.
Αυτή η υποτίμηση έχει εκφραστεί διαχρονικά με την ανάλογη στάση πολλών διανοουμένων του ελληνικού «διαφωτισμού» απέναντι στο δημοτικό τραγούδι –όπως συνέβαινε και με τον Κοραή– και έπρεπε να εμφανιστεί ο Γάλλος Φωριέλ, το 1824, και να ακολουθήσει ο Διονύσιος Σολωμός και η Επτανησιακή Σχολή, για να αρχίσει σιγά-σιγά να αλλάζει η στάση των λογίων και των πεπαιδευμένων απέναντι στο μεγαλύτερο πνευματικό κατόρθωμα του ελληνικού λαού.
Το ίδιο, σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα, έχει συμβεί με το ρεμπέτικο τραγούδι. Εδώ μάλιστα, το σύνολο σχεδόν των πολιτικών και των πνευματικών δυνάμεων της χώρας θα στραφούν αρχικά εν σώματι εναντίον του ρεμπέτικου τραγουδιού, χρησιμοποιώντας ως βασικό επιχείρημα ότι πρόκειται για μια μουσική «ανατολίτικη» και ξενόφερτη που εκφράζει το κοινωνικό περιθώριο, απόψεις που εκ των υστέρων θα αποδειχτούν εσφαλμένες. Έτσι, ο Μεταξάς εξόριζε τους κομμουνιστές, αλλά συμφωνούσε μαζί τους στην κοινή απέχθεια προς το ρεμπέτικο.
Και μόνο οι μουσικοί μας, όπως ο Μανώλης Καλομοίρης και ο Δημήτρης Μητρόπουλος ή μουσικολόγοι όπως ο Κ. Ψάχος θα εναντιώνονται στη διάρκεια του μεσοπολέμου σε αυτή την καταδικαστική ομοφωνία. Εξ άλλου, πάλι από μουσικούς όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, με την περίφημη διάλεξη του 1949 καθώς και μουσικολόγους όπως ο Φοίβος Ανωγειανάκης, θα αρχίσει μετά τον πόλεμο μια διαδικασία αποκατάστασης του «ρεμπέτικου» που, μέσα σε τριάντα χρόνια, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, θα νικήσει κατά κράτος την παλιά ρεμπετοφοβία και θα επιτρέψει στη λόγια (τη λεγόμενη «έντεχνη») ελληνική μουσική να βυθιστεί στην παράδοση του λαϊκού τραγουδιού και να επιχειρήσει τη μουσική σύνθεση των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Μια μουσική σύνθεση που, με τον Χατζιδάκι, αρχικώς, και με βαρύ πυροβολικό τον Επιτάφιο του Θεοδωράκη, στα 1960, θα πραγματοποιήσει μια θριαμβευτική είσοδο στη μουσική σκηνή και θα αλλάξει όχι μόνο τον τρόπο που τραγουδούμε αλλά και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το ελληνικό τραγούδι και την ελληνική παράδοση. Και θα ακολουθήσει μια πληθώρα μουσικών, Σαββόπουλος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, κ.λπ.
Η ελληνική μουσική θα αλλάξει οριστικά, και το ρεμπέτικο τραγούδι θα αποτελέσει ίσως τη βασικότερη συνιστώσα αυτής της νέας σύνθεσης. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο Διονύσιος Σολωμός θα χρησιμοποιήσει τον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού για να «ανυψωθεί κάθετα» στους «Ελευθέρους Πολιορκημένους», και ο Σεφέρης, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας και ο Κόντογλου θα «ανακαλύψουν» τον Μακρυγιάννη, τον Θεόφιλο και την αγιογραφία, έτσι και η γενιά του ’60 του «έντεχνου τραγουδιού», ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Σαββόπουλος, θα πατήσει πάνω στην καταπληκτική μουσική παράδοση που έφερνε το ρεμπέτικο.
Πολλοί αμφισβητούν τη σύγκριση του δημοτικού με το ρεμπέτικο και κάποτε την θεωρούν και «ιεροσυλία». Διότι το δημοτικό τραγούδι «δουλεύτηκε» μέσα από αιώνες παράδοσης και τελειοποιήθηκε μουσικά και στιχουργικά μέσα από την απόρριψη του περιττού και την βελτίωσή του, για να πάρει την καταπληκτική του στιλπνότητα. Ενώ, αντίθετα, το ρεμπέτικο τραγούδι είναι τραγούδι επώνυμων δημιουργών, και η αποτύπωσή του στον δίσκο, και η επανάληψή του με βάση αυτή την αποτύπωση δεν επιτρέπει κάποια περαιτέρω επεξεργασία του από το λαϊκό σώμα. Επί πλέον, το δημοτικό τραγούδι είναι δημιούργημα του αγροτικού χώρου και δεν μπορεί να υπάρξει κάποιο αστικό αντίστοιχό του.
Ωστόσο, και το δημοτικό τραγούδι όπως και το αστικό λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο έχουν πάντα ως αφετηρία κάποιον επώνυμο στιχουργό-τραγουδοποιό, ήδη από την εποχή του… Ομήρου, με τη μόνη διαφορά ότι το αποτυπωμένο σε μηχανήματα αναπαραγωγής άσμα παύει να εξελίσσεται. Η αφετηρία όμως παραμένει ίδια. Και, πιθανότατα, ένας μεγάλος αριθμός από ρεμπέτικες και λαϊκές μελωδίες είχαν ήδη «δουλευτεί» από περισσότερους δημιουργούς, πριν παγιωθούν σε ένα τελικό αποκρυστάλλωμα. Όσο για την αδυναμία παραγωγής λαϊκού τραγουδιού στον αστικό χώρο, και αυτό παραμένει αμφισβητήσιμο, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά λαϊκές γειτονιές, γκέτο προσφύγων ή μεταναστευτικών ομάδων κ.λπ. Πάντως και τα δύο προέρχονται από το λαϊκό σώμα, δηλαδή από δημιουργούς αυτοδίδακτους, γι’ αυτό τόσο το δημοτικό όσο και το ρεμπέτικο τραγούδι ανταποκρίνονται στον κοινό, ευρύτερο όρο, «λαϊκό».
Το αφιέρωμα του Άρδην στο ρεμπέτικο θα αρθρωθεί σε δύο μέρη – τουλάχιστον. Στο πρώτο γίνεται μια αρχική παρουσίαση της εξέλιξής του και των αντιδράσεων που συνάντησε μέχρι τη δεκαετία του 1950, ενώ στο δεύτερο, που θα ακολουθήσει στο αμέσως επόμενο τεύχος, θα εξεταστούν τόσο ζητήματα προέλευσης και συναφειών, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, όσο, κυρίως, το τι έχει να μας πει σήμερα το ρεμπέτικο, ώστε να μην αντιμετωπίζεται μόνο ως μουσειακή παράδοση.
Σε αυτό το πρώτο αφιέρωμα συνέβαλαν ουσιωδώς ο Νίκος Βαλκάνος, που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που παρουσιάζουμε, ο Παναγιώτης Κουνάδης, που συνέβαλε τόσο με το κείμενό του, όσο και με ιδέες για τη συνέχεια της έρευνας, καθώς και ο Κώστας Βλησίδης, με τα κείμενα που μας παραχώρησε, τους οποίους και ευχαριστούμε.
Ζεϊμπέκικο
Στίχοι:-μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Σωτηρία Μπέλλου & Διονύσης Σαββόπουλος (Ντουέτο)
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς
Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές
Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό
ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ‘22 ( θα χαθώ απ’τα μάτια σου τα δυο)
κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)
σ’ ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ’ ένα κατώι μυστικό)
Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε)
τρώνε βρώμικο ψωμί (τρώνε βρώμικο ψωμί)
(του λόγου σου οι πιστοί)
κι οι πόθοι τους ακολουθούνε (κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)
υπόγεια διαδρομή
Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο
σαν ξωτικό να τριγυρνά
πάνω στη μοτοσικλέτα
και πίσω τρέχανε σκυλιά
Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο)
βάλε στα όργανα φωτιά ( βάλε στα όργανα φωτιά)
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα (να κλείσει η λαβωματιά μα τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα)
η τρομερή μας η λαλιά (η τρομερή μας η λαλιά)