Αρχική » Ταξίδι στην άκρη της χώρας των Κούρδων

Ταξίδι στην άκρη της χώρας των Κούρδων

από admin

του Κρις Κουτσέρα

Στο τουρκικό Κουρδιστάν, 300.000 στρατιώτες επιβάλλουν την τάξη. Πόλεις σε κατάσταση πολιορκίας, αιματηρές μάχες εναντίον του ΡΚΚ, καταστολή και εκτοπίσεις κάνουν τους Κούρδους έναν από τους πιο μαρτυρικούς λαούς της Μέσης Ανατολής. Ρεπορτάζ σε απαγορευμένη ζώνη.

AL-WASAT,Λονδίνο

Από τους 800.000 άντρες των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, περισσότεροι από 300.000 σταθμεύουν στο Κουρδιστάν, στ’ Ανατολικά της χώρας: η πολεμική αυτή επιχείρηση στοιχίζει κάθε χρόνο στο Κράτος 8 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό είναι το κόστος για τη διατήρηση μιας ορισμένης τάξης στο Κουρδιστάν: οι μαχητές του ΡΚΚ δεν μπορούν πια ατιμωρητί να έρχονται στα χωριά για να προμηθευτούν τρόφιμα και ρούχα και για να οργανώσουν πολιτικές συναντήσεις. Όμως, αντίθετα μ’ αυτά που δηλώνει ο στρατός, το ΡΚΚ πόρρω απέχει από το να έχει αποδεκατιστεί. Πρόσφατα σοβαρά γεγονότα έδειξαν ότι δεν έχει σταματήσει να είναι παρόν και ενεργό σε όλες τις περιοχές: νάρκες που σκοτώνουν στρατιώτες και πολιτοφύλακες σχεδόν παντού, απαγωγή ενός δημάρχου κοντά στο Βαν, εμπρησμός ενός λεωφορείου κοντά στο Ερζερούμ, συγκρούσεις μέσα στο Ντέρσιμ, όλα δείχνουν ότι οι αντάρτες παραμένουν ασύλληπτοι παρά τα τεράστια μέσα που αναπτύσσει ο στρατός.

Μικρή πόλη 15 χιλιάδων κατοίκων, το Χακκάρι είναι ένα από τα προωθημένα φυλάκια του αγώνα εναντίον του ΡΚΚ: είναι το Γενικό Επιτελείο των δυνάμεων, που, από την Τζουκούρκα, εισβάλλουν τακτικά στο Ιράκ για να καταδιώξουν τους μαχητές του ΡΚΚ. Από το Χακκάρι εκτοξεύονται τακτικά οι επιχειρήσεις εναντίον του τομέα των «τριών συνόρων» (Ιράν, Ιράκ και Τουρκία), όπου σχεδόν πάντοτε οι Κούρδοι αντάρτες πετυχαίνουν να διεισδύουν στη γειτονική χώρα, εκμεταλλευόμενοι σύνορα που είναι αδύνατο να οριοθετηθούν μέσα σ’ αυτό το ορεινό σύμπλεγμα. Είναι επίσης από το Χακκάρι που ο στρατός και οι τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών επιβλέπουν τα σύνορα με το Ιράν, και την μικρή πόλη της Γιουκσέκοβα, την επονομαζόμενη «Heroine-City», και θύρα κάθε είδους διακίνησης. Εδώ και μερικούς μήνες, οι ιρανοί στρατιωτικοί διαπιστώνουν με κάποια αγωνία ότι αυτό το παραδοσιακά «πορώδες» σύνορο μαζί με όλη τη διακίνηση ναρκωτικών αφήνει εξίσου να περάσουν ελεύθερα οι μαχητές του ΡΚΚ, οι οποίοι στο εξής απολαμβάνουν ορισμένων διευκολύνσεων στο Ιράν.

Ένας τουρίστας δεν μπορεί να μπει εύκολα στο Χακκάρι: πράκτορες με πολιτικά των υπηρεσιών ασφαλείας τον σταματάνε μπροστά σ’ ένα οδόφραγμα στην είσοδο της πόλης· του συμπεριφέρονται ευγενικά βέβαια, αλλά ως ένα παρείσακτο, και αυτός πρέπει να εξηγήσει λεπτομερειακά ποιος είναι, να αποδείξει την ταυτότητά του, το επάγγελμά του, να επιμείνει πολύ για να μπορέσει τουλάχιστον να μπει σ’ αυτή την ημι-απαγορευμένη πόλη. Του ανακοινώνουν ότι, «για την ασφάλειά του από τους τρομοκράτες», θα τον συνοδεύει πάντοτε, μέρα και νύχτα, ένας πράκτορας των υπηρεσιών ασφαλείας: δεν θα μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα, στο ξενοδοχείο, στο δρόμο, στα εστιατόρια, χωρίς να συνοδεύεται από έναν αστυνομικό εξοπλισμένο μ’ ένα γουόκι-τόκι. «Σας συνόδευσε επίσης και στην τουαλέτα»; θα ρωτήσει ειρωνικά ένας Κούρδος από το Βαν. Όχι, όχι μέχρι εκεί! Αλλά οι Γάλλοι τουρίστες που επέμειναν να ανεβούν στα βουνά της περιοχής για να μελετήσουν την χλωρίδα και την πανίδα αναγκάστηκαν να υποστούν την συνοδεία του φύλακα αγγέλου τους, νυχθημερόν.

Υπάρχουν ανάμεσα περίπου 2 με 3 στρατιωτικοί για κάθε Κούρδο πολίτη. Το Χακκάρι το διατρέχουν συνεχώς περίπολοι του πυροβολικού με μυδραλιοβόλα (με θωρακισμένες Land-Rover), και μηχανοκίνητες μονάδες (BTR, σοβιετικής κατασκευής, μάλιστα). Ένα αυτοκίνητο με μυδραλιοβόλο ή ένα BRT προπορεύονται και συνοδεύουν όλα τα θωρακισμένα οχήματα που μεταφέρουν στρατιωτικό προσωπικό. Παρά τη βαριά αυτή στρατιωτική παρουσία, οι γυναίκες των αξιωματικών και των πρακτόρων των υπηρεσιών ασφαλείας δεν βγαίνουν πρακτικά έξω από τα σπίτια τους, όπου ζουν απομονωμένες, εκτός από σύντομες επισκέψεις στο εστιατόριο του «σπιτιού των αξιωματικών».

Το Χακκάρι δεν έχει κανένα δικό του πόρο και, παραδόξως, οι έμποροί του επιζούν χάρη στην παρουσία αυτής της σημαντικής φρουράς. Η μικρή ασήμαντη αγορά που απλώνεται στην κεντρική λεωφόρο της πόλης, κοντά στο αναπόφευκτο άγαλμα του Ατατούρκ, όπου αποσπάσματα της φρουράς παρίστανται κάθε Παρασκευή σε μία τελετή απόδοσης τιμών στη σημαία, δίνει μια καλή ιδέα της οικονομικής κατάστασης της πόλης: δεν υπάρχει δυνατότητα ευμάρειας αν δεν απολαμβάνεις την εύνοια της διοίκησης και του στρατού. Μοναδική νησίδα ομαλότητας σ’ αυτή την πόλη φάντασμα, η λέσχη των εκπαιδευτικών, μία μικρή γωνιά πρασίνου που υποδέχεται τους εκπαιδευτικούς και τους καθηγητές, όλοι τους Τούρκοι: οι Κούρδοι καθηγητές δεν έχουν το δικαίωμα να μείνουν στο Χακκάρι. Σε λίγες πόλεις του Κουρδιστάν, το χάσμα ανάμεσα στον τουρκικό και τον κουρδικό πληθυσμό είναι τόσο μεγάλο: είναι δύο κόσμοι που βρίσκονται δίπλα-δίπλα, χωρίς καμία επαφή. Κάθε απόγευμα, κατά τις 4, η πόλη και όλη η περιοχή απομονώνονται από την υπόλοιπη Τουρκία: στο δρόμο διακόπτεται η κυκλοφορία μετά την μικρή πόλη της Μπαχκάλ, για «λόγους ασφαλείας». Από εκείνη τη στιγμή και ύστερα, οι δυνάμεις ασφαλείας μπορούν να δρουν χωρίς κανένα μάρτυρα.

Το Ντέρσιμ είναι ένα πραγματικό φυσικό φρούριο: οι λίγοι δρόμοι του ακολουθούν τα ίχνη βαθιών κοιλάδων και θεαματικών φαραγγιών, μιας ομορφιάς ικανής να εμπνεύσει όλους τους αρχηγούς των ανταρτών. Είναι το Ντέρσιμ που αποτέλεσε την εστία, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, μιας από τις κουρδικές εξεγέρσεις που κλόνισαν την εξουσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Και είναι στο Ντέρσιμ, όπου ζει ένας κουρδικός πληθυσμός παραδοσιακά ανυπόταχτος, που ο τουρκικός στρατός εφαρμόζει σήμερα με τον πιο συστηματικό τρόπο την πολιτική του των εκτοπισμών με τον σκοπό να αποξηράνει το «έλος» μέσα στο οποία αναπτύσσεται φυσικά ένα αντάρτικο. Το Περτέκ είναι μια μικρή καινούρια πόλη που χτίστηκε στις πλαγιές του βουνού, όπου οι αρχές φρόντισαν να μεταφέρουν πέτρα-πέτρα, τρία τζαμιά της παλιάς πόλης του Περτέκ, σήμερα κάτω από τα νερά, ύστερα από την κατασκευή (το 1974) ενός φράγματος. Αλλά η φροντίδα των αρχών για τον τοπικό πληθυσμό σταματά εδώ: όλα τα χωριά στα περίχωρα αδειάζονται συστηματικά από τον πληθυσμό τους, και ο στρατός δεν ανέχεται παρά την παρουσία μερικών γερόντων, που πρέπει να δικαιολογήσουν όλες τις αγορές τους σε τρόφιμα και ρούχα από φόβο μήπως προμηθεύουν το αντάρτικο.

Ο μικρός δρόμος που συνδέει το Περτέκ με το Τούντζελι (την παλιά πόλη του Ντέρσιμ) διασχίζει, πάνω στο οροπέδιο, μια από τις πιο γόνιμες περιοχές του Κουρδιστάν. Σήμερα είναι μια πραγματική έρημος: δεν συναντάμε ούτε ένα αυτοκίνητο για 50 χλμ. περίπου· δεν υπάρχει ψυχή, ούτε καν ένας γάιδαρος… Τα εδάφη μένουν ακαλλιέργητα, και τα λίγα χωριά που δεν έχουν καταστραφεί είναι πρακτικά άδεια. Χρειάζεται μεγάλη επιμονή για να διασχίσει κανείς το Ντέρσιμ πηγαίνοντας προς το Τούντσελι στο μεγάλο δρόμο που συνδέει το Ερζουρούμ με το Ερζιντζάν (μια απόσταση μικρότερη από 100 χλμ.): μόλις μετά την έξοδο από το Τούντσελι, ο τουρίστας αποβιβάζεται απότομα από το λεωφορείο του – «για το καλό του», τον διαβεβαιώνουν, γιατί η περιοχή, είναι «γεμάτη τρομοκράτες» και «πολύ επικίνδυνη». Οι λίγοι έμποροι που ζουν ακόμα σε μικρούς οικισμούς κατά μήκος του δρόμου και οι λίγοι οδηγοί φορτηγών που κυκλοφορούν ανάμεσα στο Τούντσελι και το Ερζιντζάν πρέπει να κάνουν υπομονή τρεις με τέσσερις ώρες πριν σχηματιστεί ένα κομβόι , με ένα BRT στην κεφαλή και δύο οχήματα με μυδραλιοβόλα στην οπισοφυλακή. Αφού διασχίσει 30 χλμ., η συνοδεία σταματάει, χωρίς καμιά εξήγηση: πολύ πιθανόν επειδή είναι η ώρα της φαγητού και της ξεκούρασης, για τους στρατιωτικούς.

Νέα στάση τεσσάρων ωρών και, τελικά, το κομβόι αρχίζει να κινείται… για να σταματήσει 20 χλμ. μακρύτερα, κοντά στο Κιρμιζί Κιοπριού. Το χωριό αυτό, όπου ζούσαν μέχρι πριν και πέντε χρόνια ακόμα 500 άτομα και σήμερα δεν αριθμεί πάνω από 150, δίνει την εντύπωση ότι έχει ερημωθεί από τις μάχες. Μερικά από τα σπίτια του είναι χωρίς τοίχους και στέγη. Δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι όχι πολύ πριν από το 1992 υπήρχαν πέντε ξενοδοχεία σ’ αυτό το άλλοτε τόσο τουριστικό χωριό! Μόνο στις 8 η ώρα το πρωί το κομβόι παίρνει την άδεια να φύγει. Ξαφνικά, φτάνουμε στον μεγάλο δρόμο Ερζουρούμ-Ερζιντζάν, μέσα σε μια μεγάλη κοιλάδα που περιβάλλεται στα νότια από πολύ ψηλά βουνά που περικλείουν το Ντέρσιμ, ένας ξέχωρος κόσμος, του οποίου ορισμένες περιοχές, όπως αυτή του Οβατζίκ, είναι εντελώς απαγορευμένες. Πόσοι τουρίστες που κυκλοφορούν με μεγάλη ταχύτητα σ’ αυτόν τον οδικό άξονα που συνδέει την Άγκυρα με τις μεγαλουπόλεις του βορά της Ανατολίας να αναρωτιούνται ότι πίσω απ’ αυτές τις χιονισμένες βουνοκορφές απλώνεται μια από τις πιο αποκλεισμένες περιοχές του τουρκικού Κουρδιστάν, όπου ο στρατός ασκεί μια απόλυτη εξουσία προστατευμένος από κάθε αδιάκριτη ματιά;

Μεγάλος οικισμός, 5000 κατοίκων περίπου, η Ντίτζλε τραβάει την προσοχή μόνο και μόνο γιατί βρίσκεται 7 χλμ. μακριά από ένα φράγμα που θα κατασκευαστεί στον Τίγρη. Και γιατί το βασικό της πρόβλημα, είναι… η λειψυδρία! Οι αρχές βεβαιώνουν τις δημοτικές αρχές της πόλης ότι τα νερά που κατακρατούνται από το φράγμα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ηλεκτρισμού και πως δεν μπορούν να δώσουν μερικά κυβικά μέτρα για να αρδεύσουν τις καλλιέργειες των χωρικών της Ντίτζλε. Οι κάτοικοι συνεχίζουν να πηγαίνουν για νερό στην παλιά πηγή του χωριού…

Στο πεζοδρόμιο του κεντρικού δρόμου της πόλης, δεκάδες άνθρωποι κάθονται σε σκαμνάκια και πίνουν τσάι περιμένοντας να κυλήσει η μέρα και ο ήλιος να τους αναγκάσει να πάνε να ψάξουν για σκιά στο απέναντι πεζοδρόμιο… «Οι στρατιώτες έρχονται και λένε: ‘Βγείτε από τα σπίτια’, και καταστρέφουν τα πάντα», διηγείται ένας απ’ αυτούς. Γιατί; «Γιατί αρνούμαστε να πάρουμε τα όπλα και να γίνουμε πολιτοφύλακες. Μας λένε ότι δεν μπορούν να κατασκευάσουν καρακόλ (φυλάκια της χωροφυλακής) παντού, και καίνε τα σπίτια μας.» Από τα 65 χωριά της περιοχής της Ντίτζλε, τα 18 έχουν καταστραφεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με τους υπεύθυνους του χωριού, ένας διοικητής της χωροφυλακής τους είπε: «Είστε όλοι τρομοκράτες, όλοι, οι άντρες, οι γυναίκες, όλος ο κόσμος!» Αυτά που διηγούνται οι χωρικοί εξηγούν γιατί τάχθηκαν με το στρατόπεδο των συμπαθούντων του ΡΚΚ. «Δεν σταματούν να μας παρενοχλούν, διηγείται ένας χωρικός. Όταν περνάμε μπροστά από ένα από τα φυλάκια τους με ένα τρακτέρ φορτωμένο με τσουβάλια σιτάρι, αδειάζουν τα τσουβάλια στον δρόμο, λέγοντας: ‘Απλώς βεβαιωνόμαστε ότι δεν έχετε κρύψει όπλα’.» Οι νέοι, χωρίς δουλειά, περνάνε τον καιρό τους απαντώντας στις κλήσεις της χωροφυλακής· αγανακτισμένοι από τις συνεχείς ανακρίσεις, συχνά βίαιες, τελικά προσχωρούν στο αντάρτικο, που διαθέτει στρατόπεδα στο βουνό, στα βόρεια του νομού. Στο νεκροταφείο θα πρέπει να υπάρχουν δεκάδες φρεσκοσκαμμένοι τάφοι νεαρών ανταρτών που σκοτώθηκαν και θάφτηκαν σαν τα σκυλιά, χωρίς οι οικογένειες τους να μπορούν να οργανώσουν μια θρησκευτική τελετή. Και ψιθυρίζεται στο χωριό ότι αυτοί οι νέοι έχουν συχνά ακρωτηριαστεί, και οι πολιτοφύλακες των χωριών φέρνουν πίσω αυτιά, μύτες και άλλα μέρη του σώματος ως αποδείξεις των κατορθωμάτων τους…

Οι κάτοικοι του Μπαγιαζίτ τιμωρήθηκαν επειδή υποστήριξαν μια εξέγερση στα 1930, και εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να εγκατασταθούν στην καινούργια πόλη του Ντογού Μπαγιαζίτ. Ορατά ακόμα και σήμερα, τα ερείπια της παλιάς πόλης του Μπαγιαζίτ υπενθυμίζουν, αν χρειαστεί, πως η πολιτική του εκτοπισμού του κουρδικού πληθυσμού έχει μια μακρά ιστορία…

Τριάντα χλμ. από τα σύνορα με το Ιράν, το Ντογού Μπαγιαζίτ είναι μια πόλη όπου ο στρατός, όπως σε όλες τις πόλεις του Κουρδιστάν, κατέχει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στο κέντρο της πόλης, περιτριγυρισμένο από συρματοπλέγματα ενώ γύρω του περιπολούν αυτοκίνητα με μυδραλιοβόλα. Στα βόρεια της πόλης, μία τεράστια βάση απλώνεται σε πολλά δεκάδες εκτάρια: δεκάδες άρματα, εκατοντάδες φορτηγά βρίσκονται εκεί. Αλλά, σύμφωνα με τους Κούρδους της πόλης, όλο αυτό το υλικό θα παραμείνει στο γκαράζ: αντίθετα με τον προκάτοχό του, που ήταν ένας πραγματικός «φασίστας», ο νέος γενικός διοικητής της φρουράς είναι ένας φωτισμένος αξιωματικός που πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα στη Δυτική Ευρώπη, με το ΝΑΤΟ, και έχει καταλήξει σε μια λίγο-πολύ σιωπηρή συμφωνία με τους αντάρτες του ΡΚΚ: «Αν δεν έρθετε να ψάξετε για μένα, δεν θα έρθω κι εγώ να ψάξω για σας»… Όλος ο κόσμος μπορεί λοιπόν να επιδοθεί σε μια εξαιρετικά επικερδή δραστηριότητα: την εισαγωγή βενζίνης, τσαγιού και άλλων εμπορευμάτων από το Ιράν. «Είναι απλό», λέει ένας Κούρδος που δεν κρύβει την ευχαρίστησή του για το ότι πάνε καλά οι δουλειές, «εδώ, δεν ξέρουμε παρά το δολάριο: εισάγω βενζίνη, που προέρχεται από το Αζερμπαϊτζάν ή το Ουζμπεκιστάν, και μεταφέρεται από τα ιρανικά φορτηγά· λαδώνω όλον τον κόσμο: την αστυνομία, τα τελωνεία, την πολιτική ασφάλεια (επιφορτισμένη με τον αγώνα εναντίον του ΡΚΚ), 500 δολάρια από ’δω, 500 δολάρια από ’κει, και όλος ο κόσμος είναι ευχαριστημένος»… «Αν η κατάσταση είναι ήρεμη, λέει ένας Κούρδος λαθρέμπορος, μπορούμε να δώσουμε τρόφιμα, ρούχα και χρήματα στο ΡΚΚ· αντιθέτως, αν υπάρχουν φασαρίες, οι δουλειές σταματούν, και δεν υπάρχει πια χρήμα.» Και τα ναρκωτικά; «Τα ναρκωτικά, περνάνε από τη Γιουκσέκοβα»…

Αναπόφευκτα, ο δρόμος μας οδηγεί προς το Ντιγιαρμπακίρ: εκεί καταλήγουν, τελικά, όλοι αυτοί που έχουν εκδιωχτεί από τα χωριά τους από τον στρατό – όπως η Σαμπαχάτ, μια γυναίκα 33 χρόνων, της οποίας ο άντρας σκοτώθηκε τον Απρίλιο του 1994: δύο μήνες αργότερα, έκαιγαν το σπίτι της, πετώντας την Σαμπαχάτ και τα έξι παιδιά της (περίμενε το έβδομο) στο δρόμο. Σχετικά τυχερή, τη Σαμπαχάτ την μάζεψε η οικογένεια της στο Ντιγιαρμπακίρ.

Μία επίσημη έκθεση βεβαιώνει ότι 900 χωριά έχουν «εκκενωθεί» από τις δυνάμεις ασφαλείας

Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν: το μεγαλύτερο μέρος των χωριών καταστράφηκαν ανάμεσα στο 1992 και το 1994. Πολυάριθμες πληροφορίες δείχνουν ότι αυτή η πολιτική των εκτοπίσεων συνεχίζεται – σε πιο μειωμένους ρυθμούς, σίγουρα, αλλά συνεχίζεται: μια γειτόνισσα της Σαμπαχάτ διηγείται πώς συνέλαβαν την 22άχρονη αδελφή της τον περασμένο Ιούνιο στο χωριό της. Φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι παρότρυνε έναν χωρικό να προσχωρήσει στο ΡΚΚ. Δύο μήνες μετά τη σύλληψή της, οι χωροφύλακες ήρθαν να δουν την οικογένειά της και τους είπαν: «Αν δεν φύγετε, θα κάψουμε το σπίτι σας.»

Μία επίσημη έκθεση μιας εξεταστικής επιτροπής του τουρκικού Κοινοβουλίου που δημιουργήθηκε το 1997, εξακρίβωσε ότι 900 χωριά και 3000 οικισμοί «εκκενώθηκαν» από τις δυνάμεις ασφαλείας. Σύμφωνα με την έκθεση, ο δήμαρχος του Τούντζελι αποκάλυψε ότι το 70 με 80% από τα 374 χωριά της περιοχής του είχαν εκκενωθεί. Η εξεταστική επιτροπή παραθέτει εξίσου μία έκθεση της ένωσης αρχιτεκτόνων και μηχανικών, που δείχνει ότι ο πληθυσμός του Ντιγιαρμπακίρ έχει κάτι περισσότερο από διπλασιαστεί μέσα σε πέντε χρόνια και ότι αυτή η πόλη έχει γίνει ένα τεράστιο «χωριό», όπου πάνω από το 30% του πληθυσμού είναι χωρίς δουλειά. Ενώ στην Τουρκία το όριο της φτώχειας κυμαίνεται γύρω στα 400 δολάρια, στο Κουρδιστάν βρίσκεται πολύ χαμηλότερα (στα 200 δολάρια), και πολλές οικογένειες επιζούν μ’ ένα ετήσιο εισόδημα 70 έως 80 δολαρία! Η κατάσταση είναι εξίσου σοβαρή στο Βαν, όπου ο πληθυσμός έχει περάσει από τους 150.000 στους 600.000 κατοίκους.

Η έκθεση αυτή βρίθει από ενδιαφέροντα στοιχεία και από αποσπάσματα συνεντεύξεων δημάρχων πόλεων στα ανατολικά της χώρας, που περιέχουν τρομαχτικές μαρτυρίες. Αλλά αυτό που δεν λέει η αναφορά, στον επίλογό της, είναι ότι από το 1990 οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις προχωρούν στο μεγαλύτερο κύμα εκτοπίσεων που γνώρισε η Τουρκία μετά το τέλος της δεκαετίας του ’30, με έναν σκοπό: να ξεριζώσουν τον κουρδικό λαό από το έδαφός του, να τον κάνουν να χάσει την ταυτότητά του.

Περισσότερο από μισό εκατομμύριο Κούρδοι περιπλανώνται έτσι στους δρόμους της Τουρκίας, ανάλογα με τις εποχές, αρχίζοντας να δουλεύουν τον Απρίλιο, ξεχερσώνοντας τα χωράφια με το βαμβάκι, μαζεύοντας έπειτα αγγούρια ντομάτες, και φουντούκια, επιστρέφοντας ύστερα για να μαζέψουν το βαμβάκι. Κάνοντας μια χειρωνακτική εργασία, πληρώνονται συχνά 1 εκατομμύρια τουρκικές λίρες για μια μέρα (1.000 δρχ ). Ζώντας σε καλύβες από χαρτόκουτα, παλεύουν μέσα σε μια φυσική και ηθική μιζέρια που βρίσκεται κάπου ανάμεσα σ’ αυτή των ηρώων της προβιομηχανικής Αγγλίας των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και σε εκείνη των ανθρώπων στην προεπαναστατική Ρωσία του Γκόργκι: κύρια θύματα, τα παιδιά, τα οποία, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν πάνε στο σχολείο γιατί οι γονείς δεν έχουν τα μέσα ν’ αγοράσουν στολές και εξοπολισμό, αλλά κυρίως γιατί, γι’ αυτές τις οικογένειες τις ξεριζωμένες από τον παραδοσιακό τους τρόπο ζωής, τα παιδιά αποτελούν την κύρια εργατική δύναμη και συχνά την μοναδική πηγή εισοδήματος. Βρίσκονται στα χωράφια, από την ηλικία των 9-10 χρόνων, μαζεύοντας λαχανικά και φρούτα κατά τη διάρκεια ατέλειωτων ημερών, κάτω από έναν ανυπόφορο ήλιο, ή στους δρόμους πουλώντας πακέτα Κλινέξ και τσιγάρα, ή ακόμα σε εργαστήρια…

Ο Νεβζάτ, 32 χρονών, που κατάγεται από ένα κουρδικό χωριό της περιοχής του Ερζουρούμ, εκδιώχτηκε από το χωριό του το 1989 γιατί αρνήθηκε να γίνει πολιτοφύλακας. «Δεν σκεφτόμουν ότι θα έμενα εδώ», λέει ο Νεβζάτ, υποδεχόμενος τους επισκέπτες του στο κατώφλι του μικρού του σπιτιού που έχει χτίσει σε μια παραγκούπολη της Κωνσταντινούπολης. Ένα σπίτι που έχει αναγκαστεί να ξαναχτίσει 4 φορές, καθώς έχει καταστραφεί 4 φορές διαδοχικά από τις μπουλντόζες του δήμου… «Άλλοτε, σκεφτόμουν ότι θα ξαναγυρίζαμε στο χωριό, αλλά σήμερα δεν το πιστεύω πια.» Και ο Νεβζάτ τελειώνει λέγοντας: «Αν όλοι οι βάλτοι του Κουρδιστάν γινόντουσαν μελάνι, αν όλες οι λεύκες του γινόντουσαν χαρτί, αν αρχίζαμε να γράφαμε τις δυστυχίες των Κούρδων, όλα αυτά δεν θα έφθαναν.»

Courrier International 26/11 – 2/12 ’98

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ