Η καταστροφική εμμονή του δικτάτορα και το τέλος της Λουφτβάφε
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη φ. 98
Τέσσερις ημέρες πριν την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 27 Αυγούστου 1939, ο πιλότος δοκιμών της Λουφτβάφε, σμηναγός Έρικ Βάρσιτς, πέταξε με το πρώτο αεριωθούμενο στον κόσμο, το γερμανικό Χέινκελ 178. Λόγω της διεθνούς κατάστασης εκείνες τις ημέρες, μόνο ένας μικρός κύκλος ανθρώπων ασχολήθηκε με το γεγονός, η ιστορική βαρύτητα του οποίου θα γινόταν αισθητή μετά από αρκετά χρόνια. Για να καταλάβει κανείς την τεχνολογική πρωτοπορία των Γερμανών στον συγκεκριμένο τομέα, το πρώτο βρετανικό αεριωθούμενο, Γκλόστερ Γουίτλ Ε28/39, πέταξε μόλις τη 15η Μαΐου του 1941. Παρ’ όλα αυτά, κανένα τακτικό ή στρατηγικό πλεονέκτημα δεν προέκυψε από τη 18μηνη υπεροχή των Γερμανών στο πεδίο της αεριώθησης και η τελική συνεισφορά των τζετ στη γερμανική πολεμική προσπάθεια ήταν αμελητέα. Αντιθέτως, το αεριωθούμενο παραμελήθηκε συστηματικά και μια σειρά από καταστρεπτικές αποφάσεις των Χίτλερ και Γκέρινγκ είχαν σαν αποτέλεσμα την παραγωγή του όταν ήταν πλέον πολύ αργά και η τελική κατάρρευση του Γ΄ Ράιχ αμετάκλητη.
Η πρώτη από τις τραγικές αποφάσεις που είχαν δυσμενέστατη επίπτωση στην τεχνολογική έρευνα της γερμανικής αεροπορίας πάρθηκε το καλοκαίρι του 1940. Η ήττα της Γαλλίας μέσα σε συντομότατο χρονικό διάστημα και η συντριβή του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος έκανε τους ναζί να θεωρήσουν, εσφαλμένα, ότι ο πόλεμος θα τελείωνε σύντομα. Σημειωτέον πως το γερμανικό καταδιωκτικό της εποχής, Μέσερσμιτ 109 Ε, θεωρούνταν το ύψιστο όπλο για αερομαχίες και η τακτική φύση της χρήσης του από τη Λουφτβάφε δεν είχε αποκαλύψει ακόμη τα μειονεκτήματά του. Ένας συνδυασμός, λοιπόν, από υπεροψία, εφησυχασμό και λανθασμένες συμβουλές, έκανε τον Χίτλερ να εκδώσει την οδηγία ΧΙΙ/1940 με την οποία ακύρωνε κάθε πειραματικό σχέδιο, οποιουδήποτε σχεδιαστή αεροσκαφών, το οποίο δεν θα ήταν σε φάση μαζικής παραγωγής μέσα σε ένα χρόνο. Έτσι, το αεριωθούμενο καταδιωκτικό συμπεριλήφθηκε στα σχέδια προς κατάργηση, με την αιτιολογία ότι «ο πόλεμος έχει σχεδόν κερδηθεί».
Παρ’ όλα αυτά, ο σχεδιαστής Βίλυ Μέσερσμιτ αποφάσισε να εξελίξει το τζετ με δικά του έξοδα και σε καθεστώς πλήρους μυστικότητας και σύντομα είχε κατασκευάσει ένα πρωτότυπο αεριωθούμενο με την επωνυμία ΜΕ262. Το αεροσκάφος είχε ακόμη πολλά προβλήματα, ιδιαίτερα με τους κινητήρες, οι οποίοι είχαν την τάση να αναφλέγονται απροειδοποίητα, αλλά είχε εντυπωσιακά πτητικά χαρακτηριστικά και ήταν ταχύτατο. Για την ακρίβεια, η μέγιστη ταχύτητά του σε ευθεία πτήση έφτανε τα 840 χλμ την ώρα, πράγμα που το καθιστούσε ταχύτερο από το γρηγορότερο ελικοφόρο συμμαχικό καταδιωκτικό κατά 194 χλμ την ώρα, ένα εξαιρετικό πλεονέκτημα για την εποχή. Τον Μάιο του ’43, με τις δοκιμές να έχουν ολοκληρωθεί, ο Μέσερσμιτ και ο βοηθός του Κοκοτάκης, προσκάλεσαν τον άσο της Λουφτβάφε και επικεφαλής της δύναμης καταδιωκτικών, Άντολφ Γκάλαντ, να πετάξει με το αεροσκάφος. Η πτήση έγινε στο αεροδρόμιο του Λέχφελντ και η αφήγηση ανήκει στον ίδιο τον Γκάλαντ: «Αισθάνθηκα σαν να έσπρωχναν το αεροπλάνο άγγελοι, καμία δόνηση από τον κινητήρα, καμία περιστροφική τάση ή θόρυβος από την έλικα… εκείνη την στιγμή προσγειωνόταν ένα βομβαρδιστικό και γύρισα το αεροπλάνο για να κάνω μια υποθετική επίθεση και το είχα προσπεράσει χωρίς να το καταλάβω… το ΜΕ262 ανοίγει τελείως νέες προοπτικές… εδώ έχουμε ένα όπλο με το οποίο μπορούμε να ξαναπάρουμε το πάνω χέρι στον αέρα». Με το που προσγειώθηκε ο Γκάλαντ, άρχισε τα τηλέφωνα. Ενημέρωσε τον στρατάρχη Μιλχ, επικεφαλής της παραγωγής αεροσκαφών του Γ΄ Ράιχ, και ταξίδεψε προσωπικά ως την οικία του Γκέρινγκ για να τον συναντήσει. Την επομένη, ο Γκέρινγκ ζήτησε ακρόαση από τον Χίτλερ για να τεθεί σε κίνηση η γραφειοκρατική μηχανή του Ράιχ και να επισπευσθεί η μαζική παραγωγή του ΜΕ262. Ο Γκάλαντ μάταια περίμενε καλά νέα από τη συνάντηση με τον φύρερ. Ο Χίτλερ είχε αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεσή του και κάθε σκέψη για επείγουσα μαζική παραγωγή καταδιωκτικών τζετ απορρίφθηκε. Ο επιτελάρχης του Γκέρινγκ, Μπόντενσαντζ, έμαθε το λόγο της απόρριψης του ΜΕ262 από τον Γκέμπελς: «Ο χοντρός (Γκέρινγκ) είναι στο μαύρο βιβλίο του φύρερ μετά το Στάλινγκραντ και το φιάσκο με το βαρύ βομβαρδιστικό ΗΕ177… δεν θέλει ούτε να τον βλέπει… ό, τι προέρχεται απ’ αυτόν θα απορρίπτεται επί τόπου, οπότε βρείτε κανέναν άλλον να κάνει τις σοβαρές προτάσεις».
Η επόμενη πράξη της φαρσοκωμωδίας του ΜΕ262 παίχτηκε εφτά μήνες αργότερα στο Ίνστερμπουργκ της Πρωσίας. Ο Χίτλερ είχε έρθει από το αρχηγείο του για να δει το ΜΕ262 ιδίοις όμασι και αφού επιθεώρησε το αεροσκάφος, έριξε την ερώτηση-βόμβα: «Μπορεί αυτό το αεροπλάνο να μεταφέρει βόμβες;» Ο Γκέρινγκ βιάστηκε να απαντήσει, «Μάλιστα, φύρερ μου» για να αρχίσει ένας χιτλερικός μονόλογος που έχει διασωθεί από τον παρόντα εκεί, Άντολφ Γκάλαντ: «Για χρόνια ζητούσα από τη Λουφτβάφε ένα ταχύ βομβαρδιστικό, ικανό να φτάνει στο στόχο του παρά τα εχθρικά καταδιωκτικά. Αυτό είναι το αεροπλάνο με το οποίο θα σταματήσω την εισβολή στην αρχική και πιο αδύναμη φάση της. Θα χτυπήσουμε τις αποβιβαζόμενες μάζες σκορπίζοντας τον πανικό, την καταστροφή και το θάνατο. Επιτέλους, αυτό είναι το βομβαρδιστικό αστραπή που έψαχνα. Φυσικά, κανείς από σας δεν το σκέφτηκε αυτό». Οι παριστάμενοι είχαν μείνει εμβρόντητοι και μόνο ο Μέσερσμιτ πήγε να ψελλίσει κάτι, αλλά ο Χίτλερ τον έκοψε με ένα νεύμα, λέγοντας, «η απόφασή μου πάρθηκε και δεν αλλάζει, υλοποιήστε την».
Το θέμα ήταν ότι, για να υλοποιηθεί η απόφαση, έπρεπε να γίνουν τεράστιες αλλαγές τόσο σε παραγωγικό, όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο, και όλα αυτά υπό τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των συμμάχων, που κατέστρεφαν το ένα εργοστάσιο μετά το άλλο. Επιπλέον, επειδή το αεροπλάνο θα ανήκε στη διοίκηση βομβαρδιστικών, έπρεπε να επανεκπαιδευτούν οι χειριστές βομβαρδιστικών, που ήταν συνηθισμένοι να πετούν μεγάλα αεροπλάνα, σε ένα μικρό τζετ όπως το ΜΕ262. Τα προβλήματα ήταν τεράστια, καθώς τα πτητικά χαρακτηριστικά του αεροσκάφους απέκλειαν τη διενέργεια βομβαρδισμού σε βύθιση, διότι το αεροπλάνο ξεπερνούσε τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα, αλλά και σε χαμηλό ύψος, διότι η κατανάλωση καυσίμου ήταν τόσο μεγάλη που η ακτίνα δράσης περιοριζόταν δραστικά. Άρα, η μόνη επιλογή ήταν ο βομβαρδισμός από μεγάλο ύψος, αλλά το σκάφος μπορούσε να μεταφέρει μόνο το εξωφρενικά μικρό φορτίο δύο βομβών των 1000 λιβρών.
Τελικά, όταν έγινε η απόβαση στη Νορμανδία, ο αεροπορικός στόλος των ΜΕ262 δεν έριξε ούτε μία βόμβα στις ακτές της απόβασης. Τέσσερις αεροπορικές πτέρυγες εφοδιάστηκαν βιαστικά με βομβαρδιστικά ΜΕ262 με μηδενική συνεισφορά στον πόλεμο, ενώ το βασικό καταδιωκτικό της Λουφτβάφε το 1945 παρέμεινε το απαρχαιωμένο, πλέον, ΜΕ109, ο ίδιος τύπος αεροσκάφους με το οποίο μπήκε στον πόλεμο το 1939. Για τον Γκάλαντ, «η τραγική απόφαση του Χίτλερ να μετατρέψει σε βομβαρδιστικό το ΜΕ262 ισοδυναμούσε με το να βαφτίσεις ένα άλογο αγελάδα» και είχε ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην ήττα της Λουφτβάφε και την τελική κατάρρευση του Γ΄ Ράιχ.