Αρχική » Κινηματογράφος: Ο No 1 καταζητούμενος

Κινηματογράφος: Ο No 1 καταζητούμενος

από Άρδην - Ρήξη

most-wanted-man-4

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 107

Μεγάλο λαυράκι πιστεύουν πως έχουν πιάσει οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, όταν η ομάδα του Γκίντερ Μπάκμαν εντοπίζει, στο λιμάνι του Αμβούργου, τον Ίσα Καρπόφ, ένα νεαρό Ρωσοτσετσένο μουσουλμάνο, απελαθέντα εκ Ρωσίας ως τρομοκράτη.
Ο επικεφαλής της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας ζητά την άμεση σύλληψη του νεαρού, καθώς τον θεωρεί επικίνδυνο για διάπραξη βομβιστικής επίθεσης. Ο Μπάκμαν, που με την ομάδα του παρακολουθεί έναν ευηπόληπτο Άραβα επιχειρηματία, ύποπτο για τη χρηματοδότηση τζιχαντιστών στη Μέση Ανατολή, βλέπει στον νεαρό ένα πρώτης τάξεως δόλωμα για να φτάσει στο μεγάλο ψάρι. Θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να τον παγιδεύσει, ακόμα και τη νεαρή ακτιβίστρια δικηγόρο του, όταν ο Καρπόφ, που ζητά πολιτικό άσυλο, θα προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με έναν μεγαλοτραπεζίτη. Πλην όμως, τόσο ο Γερμανός επικεφαλής της αντιτρομοκρατικής, όσο και οι Αμερικανοί, που ενδιαφέρονται το ίδιο θερμά για την υπόθεση, είναι εξαιρετικά ανυπόμονοι…
Ναι, πρόκειται για μια ακόμα ιστορία του μαιτρ του είδους, Τζων Λε Καρέ, που εκδόθηκε το 2008. Πρόκειται για μια καλοφτιαγμένη κατασκοπική ταινία, σαν τον παλιό καλό καιρό, χωρίς τις θεαματικές υπερβολές του Τζέιμς Μποντ, με αρκετό παρ’ όλα αυτά σασπένς, που σου κόβει την ανάσα με τις ανατροπές της, ιδιαίτερα στο φινάλε. Και που τραβά, πολύ λίγο έστω, την κουρτίνα μπροστά από έναν αθέατο πόλεμο μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος μαίνεται στα παρασκήνια. Τον Ψυχρό Πόλεμο κατά των κομμουνιστών έχει αντικαταστήσει ο κηρυγμένος, αλλά άδηλος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας. Κι αν θέλετε να έχετε μια συνάφεια με όσα γίνονται τον τελευταίο καιρό στο μέτωπο Δύσης-Ρωσίας, από την ταινία οι Ρώσοι απουσιάζουν παντελώς, πέραν του μακαρίτη στρατηγού Καρπόφ, πατέρα του Ίσα, ο οποίος ήταν, λέει, δολοφόνος, καθώς και των βασανιστηρίων στα οποία υποβλήθηκε, σύμφωνα με το σενάριο, ο απελαθείς Ίσα. Ή, για να το πω διαφορετικά, η ταινία μπορεί να ιδωθεί ως ένα κινηματογραφικό απείκασμα του αμερικανογερμανικού αποκλεισμού κατά της Ρωσίας.
Αλλά ας αφήσουμε την πολιτική κι ας έρθουμε στην ίδια την ταινία, που την υπογράφει σκηνοθετικά ο Ολλανδός Άντον Κόρμπιν, με προϋπηρεσία στο είδος –έκανε το 2010 τον Αμερικάνο, με τον Τζωρτζ Κλούνεϊ. Χρησιμοποιώντας μια καθαρή και απλή στη δομή της κινηματογραφική φόρμα, με συνεχή δράση και με μοντάζ που παίζει πολύ με τα ρακόρ, χωρίς να φλυαρεί, αλλά με μικρά σεναριακά ανοίγματα στην ψυχολογία-μελαγχολία των ηρώων και κάμποσο λεκτικό χιούμορ, ακολουθεί με συνέπεια τους κώδικες του είδους. Το πολύ επιτυχημένο κάστινγκ και οι εύστοχες ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς του βοηθούν την ταινία να ρέει γοργά και να μην κουράζει, παρά τη δίωρη διάρκειά της.
Κακά τα ψέματα όμως. Το μεγάλο ατού του έργου λέγεται Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, κι είναι ο βραβευμένος με Όσκαρ πρωταγωνιστής, ο οποίος πέθανε πρόωρα τον περασμένο Φεβρουάριο. Δεν ξέρω αν με επηρέασε ο πρόσφατος θάνατός του, αλλά μοιάζει τόσο ταυτισμένος με τον ρόλο του μελαγχολικού αρχιπράκτορα Γκίντερ Μπάκμαν, ώστε το πλάνο στο τέλος, όταν ο ήρωας φεύγει μόνος του και χάνεται στους δρόμους του Αμβούργου, να μοιάζει με προφητεία και εικόνα του τέλους του ίδιου του ηθοποιού.
Ο Μπάκμαν είναι ένας μεσήλικας ειδικός στη δημιουργία δικτύων πρακτόρων, με δεκάδες πληροφοριοδότες, που τους χρησιμοποιεί για να φτάσει στον στόχο του. Έχει αποτύχει σε μια αντίστοιχη επιχείρηση στη Βηρυττό, χάνοντας όλο το δίκτυό του και η επιχείρηση παγίδευσης του Άραβα μεγιστάνα Αμπτουλάχ είναι ακριβώς η μεγάλη του ευκαιρία να επιστρέψει νικητής. Ένας μοναχικός λύκος, που εμπιστεύεται μόνο τους πολύ δικούς του, έχει πλέον μάθει πως το παιχνίδι που παίζει είναι ένα παιχνίδι με πολλούς και πανίσχυρους παίχτες, που πολύ λίγο νοιάζονται για τους ανθρώπους του και για την επιτυχία των δικών του στόχων. Μοιάζει να ανήκει σε μια κάπως πιο παλιά και πιο στοχαστική γενιά πρακτόρων, που δρα περισσότερο <<χειρουργικά>> και που συγκρούεται με τη νέα λογική μιας πιο σκληρής-κυνικής «αντιτρομοκρατικής» τακτικής, που διψά για άμεσα, έστω και αμφίβολα, αποτελέσματα.
Αυτός είναι ο Μπάκμαν και ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν έχει τόσο πολύ εγκολπωθεί τον ρόλο του, ώστε να κινείται με άνεση, ακόμα και στις στιγμές της αμήχανης μοναξιάς του. Πίνοντας και καπνίζοντας ασταμάτητα, μέσα σ’ ένα γκρίζο περίκλειστο σκηνικό εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, γίνεται ο οδηγός της αφήγησης. Η ίδια του η παρουσία και οι ατάκες του δημιουργούν έναν ιδιότυπο εσωτερικό μονόλογο που θυμίζει φιλμ νουάρ. Η σωματικότητα της ερμηνείας του επιβάλλεται ακόμα και όταν μας έχει γυρισμένη την πλάτη, ή κι όταν βρίσκεται έξω από το κάδρο, με την παρουσία του πάντα να βαραίνει. Σίγουρα είναι μια από τις πιο καλές του ερμηνείες, κύκνειο άσμα ενός καλού ηθοποιού.
Η παραγωγή είναι αμερικανο-αγγλογερμανική και γύρω από τον Χόφμαν ένα διεθνές καστ ηθοποιών συμπληρώνει αρκετά πειστικά τους ρόλους: ο Σιβηριανός Γκριγκόρι Ντομπρίτζιν, που είχε διακριθεί στο Πώς τελείωσε αυτό το καλοκαίρι (2010), παίζει τον Ίσα Καρπόφ, η Γερμανίδα Νίνα Χος (τη θυμάστε στη Γιέλλα;) είναι η πράκτορας βοηθός του Μπάκμαν, Ίρνα, η Καναδή Ρέιτσελ Μακάνταμς, στον ρόλο της δικηγόρου Άναμπελ Ρίχτερ, ο πολύς Γουίλεμ Νταφόε φυσικά να παίζει τον τραπεζίτη Τόμι Μπρου, η Αμερικανίδα Ρόμπιν Ράιτ, στον ρόλο της Αμερικανίδας πράκτορος Μάρθας Σάλιβαν και ο Ιρανός Χουμαγιούν Ερσαντί –αλήθεια, γιατί στα σημειώματα για την ταινία αναγράφονται μόνον οι Δυτικοί πρωταγωνιστές;– στον ρόλο του Άραβα Αμπντουλάχ.
Η μουσική είναι του Γερμανού συνθέτη Χέρμπερτ Γκρονεμάγιερ και δίνει το τέμπο στο μελαγχολικό χρώμα της ιστορίας. Εδώ η ταινία αναπαράγει πιστά το κλίμα των ιστοριών του Τζων Λε Καρέ, που τον έχουν κάνει ιδιαίτερα αγαπητό στους λάτρεις του είδους. Όλα αυτά, για να πω πολύ απλά: Μην περιμένετε χάπι εντ. Τέτοιες ιστορίες δεν βγάζουν συνήθως σε νίκες. Αλλιώτικα θα είχαμε μια ψεύτικη ταινία.

* * *
Στον αντίποδα αυτού του παλιομοδίτικου ανθρωπισμού του Άντον Κόρμπιν, σε λίγες μέρες θα έχουμε την επιδρομή της Αμαρτωλής πόλης 2, με ιστορίες από το κόμικς του Φρανκ Μίλερ, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μίλερ και του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ. Sin City: Η κυρία θέλει φόνο, είναι ο τίτλος του νέου αυτού (χάρτινου) κύματος από αίμα. Η απόλυτη εμμονή της εξουσίας για βρόμικο χρήμα και σεξ, σε ασπρόμαυρο βιντεογκέιμ! Εντυπωσιακό εκ πρώτης όψεως, πλην όμως, πέραν των ζωγραφιστών (κομπιουτερίστικων) εφέ, καταντά εν τέλει, συγνώμη, δηλαδή, φασίζων γκοθο-χουλιγκανισμός. Κάτι σαν οι τζιχαντιστές του I.S.I.S. να προσγειώθηκαν στο Μπρονξ.
Άντε, καλή χρονιά!

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ