Άνδρας και Γυναίκα, Johannes Vermeer (1632-1675)
2. Γιατί απειλείται σήμερα η διαφορά των φύλων;
Της Ευγενίας Μπαστιέ* δημοσιεύτηκε στον νέο Λόγιο Ερμή τ. 25
μετάφραση από τα γαλλικά: Γιώργος Καραμπελιάς – Χριστίνα Σταματοπούλου
Υπήρξαν τρία φεμινιστικά κύματα. Το πρώτο ήταν πολιτικό: συνίστατο στην παραχώρηση στις γυναίκες των δικαιωμάτων που είχαν κατακτηθεί για τους άνδρες από την επανάσταση και στη συνέχεια από τη Δημοκρατία (δικαίωμα ψήφου, ισότητα στην πρόσβαση σε αξιώματα, οικονομική ανεξαρτησία). Το δεύτερο ήταν μια ανθρωπολογική ανατροπή: πρόκειται για τη σεξουαλική επανάσταση των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Το τρίτο είναι αμιγώς ιδεολογικό. Αυτή η επαναστατική θεωρία έχει ένα όνομα, το οποίο περιέργως δεν αρέσει καθόλου στους υποστηρικτές της: θεωρία του κοινωνικού φύλου.
Η έλλειψη διαφοράς μεταξύ των φύλων, η απόλυτη ενσάρκωση της tabula rasa, κυριαρχεί. Από τη λέξη «δεσποινίς», η οποία έχει αφαιρεθεί από τα διοικητικά έντυπα, μέχρι τα παιδικά παιχνίδια, τα μαθήματα χορού στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (Sciences Po), όπου δεν μπορείς πλέον να λες «άνδρας-γυναίκα» αλλά «αρχηγός-ακόλουθος», παντού η ασυμμετρία των φύλων αποδομείται ανελέητα ως στίγμα κυριαρχίας.
Επιτρέψτε μου να σας μιλήσω για τον Τζον Μόνεϊ (John Money). Στους οπαδούς της θεωρίας του κοινωνικού φύλου δεν αρέσει καθόλου η αναφορά σε αυτή την οδυνηρή υπόθεση. Ωστόσο από αυτόν ξεκίνησαν όλα. Το 1955, επινόησε την έννοια του gender. Εργάστηκε με ερμαφρόδιτα παιδιά, στα οποία απέδιδε αυθαίρετα ένα φύλο, πρώτα «πολιτισμικά» και στη συνέχεια χειρουργικά. Ο καημένος ο Ντέιβιντ πλήρωσε το τίμημα: το πέος του είχε ακρωτηριαστεί από μια αποτυχημένη περιτομή. Ο Δρ Μόνεϊ είπε στους γονείς του ότι θα έπρεπε να μεγαλώσει ως κορίτσι και να μετονομαστεί σε Μπρέντα. Αλλά, στην εφηβεία, όταν ήρθε η ώρα για την εγχείρηση που υποτίθεται ότι θα έδινε στο παιδί τον κόλπο που ταίριαζε στη νέα του ταυτότητα, η Μπρέντα επαναστάτησε και πήρε το όνομα Μ πρους· εκείνος (εκείνη;) προσπάθησε να ανακτήσει την ανδρική του ταυτότητα. Ο Ντέιβιντ-Μπρέντα-Μπρους, ο οποίος ήταν «προβληματικός» ως προς το φύλο του, κατέληξε στην αυτοκτονία το 2002.
Η έννοια του κοινωνικού φύλου, η οποία εμφανίστηκε στον ψυχιατρικό τομέα, υιοθετήθηκε από τις φεμινίστριες στις κοινωνικές επιστήμες. Η Βρετανίδα φεμινίστρια Αν Ώκλευ (Anne Oakley) ήταν η πρώτη που διατύπωσε τη θεωρία της διάκρισης μεταξύ βιολογικού φύλου και πολιτισμικού (κοινωνικού) φύλου το 1972. Ωστόσο, το βιβλίο της ξεκινούσε με τη φράση: «Όλοι γνωρίζουν ότι οι άνδρες και οι γυναίκες είναι διαφορετικοί». Αυτή είναι μια δήλωση που το τρίτο φεμινιστικό κύμα θα έσπευδε να απορρίψει. Έτσι, η Τζούντιθ Μπάτλερ, η Αμερικανίδα επιστήμονας, πάπισσα της θεωρίας του κοινωνικού φύλου, που ασχολείται με τις σεξουαλικές μειονότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποφάσισε να μετατοπίσει το πεδίο της μάχης στο ίδιο το φύλο, το οποίο εκλαμβάνεται ως πολιτισμική κατασκευή. Αυτό που αμφισβητεί είναι η «δήθεν φυσική νομιμότητα της κατηγοριοποίησης των φύλων». Ο πραγματικός στόχος της Μπάτλερ είναι να μετατοπίσει τον φεμινιστικό αγώνα από τον αγώνα για πραγματική ισότητα στην καταστροφή των ετεροφυλοφιλικών προτύπων.
Σε μια απόλυτα μεταμοντέρνα λογική, η οποία δεν αποδέχεται κανέναν καθολικό ορισμό της καλής ζωής, ο αποκλειστικός στόχος της Μπάτλερ είναι να κάνει τις ζωές πιο «βιώσιμες», δηλαδή χωρίς κανόνες, επειδή οι καθορισμένοι κανόνες, που υπαγορεύονται από την πλειοψηφία, εμποδίζουν ορισμένες μειονότητες να ευημερήσουν. Θα πρέπει να λάβει τέλος η γενικευμένη πόλωση της ανθρώπινης φυλής σε δύο φύλα, η οποία κρίνεται τεχνητή, αυθαίρετη και στιγματιστική, προς όφελος μιας ασαφούς «μεταταυτότητας» (queer), ή για πολύ συγκεκριμένες ταυτότητες που δεν αφορούν το φύλο, αλλά τον «σεξουαλικό προσανατολισμό» (gay, λεσβία, bi κ.λπ.). Τα δύο μπορούν, φυσικά, να συνδυαστούν. «Do you have a vagina?» («Μήπως έχετε έναν κόλπο;») Σε αυτή την ερώτηση, η Μονίκ Βιτίγκ (Monique Wittig), η ριζοσπαστική Γαλλίδα λεσβία, που ενέπνευσε την Μπάτλερ, απάντησε απλά: «Όχι». Αυτός ο ακραίος ιδεαλισμός (η Μπάτλερ έκανε τη διατριβή της στον Χέγκελ, τον αδιαμφισβήτητο δάσκαλο του γερμανικού ιδεαλισμού), ο οποίος έρχεται σε ρήξη με τον βιολογικό ρεαλισμό, είναι ταυτόχρονα και ένας σχετικισμός. Πράγματι, αν τα πάντα είναι πολιτισμός, τα πάντα είναι γλωσσική έκφραση, δεν υπάρχουν καθόλου εξωτερικοί κανόνες για την υποκειμενικότητα του ατόμου. Το πραγματικό πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στη θέλησή του. Ή μάλλον: η πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνο που αποφασίζει η θέληση του ατόμου.
Ο Πίκο ντέλα Μιράντολα (Pico della Mirandola), το 1487, είχε ήδη διατυπώσει το παράδειγμα των μοντέρνων καιρών: «Δεν σου έδωσα καμία σταθερή θέση, κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο, κανένα ιδιαίτερο δώρο, ω Αδάμ, ώστε να επιλέξεις τη θέση, το πρόσωπό και τα χαρίσματα που θέλεις». Η θεωρία των φύλων είναι απλώς η ριζοσπαστική έκφραση της σύγχρονης απροσδιοριστίας. Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. «Ονειρεύτηκα τον εαυτό μου ως το απόλυτο θεμέλιο του εαυτού μου και ως τη δική μου αποθέωση», γράφει η Σιμόν ντε Μποβουάρ στο Mémoires d’une jeune fille rangée[1]. «Δεν γεννιέται κανείς γυναίκα, αλλά γίνεται», λέει στο βιβλίο της, Το δεύτερο φύλο. «Γιατί να γίνεις, λοιπόν;», προσθέτει η Μπάτλερ. Αν το φύλο είναι κατασκευασμένο, τότε είναι δυνατόν να το αναιρέσουμε και να αρνηθούμε αυτή την «κατασκευσμένη» ταυτότητα. Από την αποκάλυψη της κατασκευής, περνάμε στην επιτακτική ανάγκη της Αποδόμησης. Από εκεί και πέρα, το σουπερμάρκετ των ταυτοτήτων είναι ανοιχτό, και ο Αδάμ μπορεί να επιλέξει το πρόσωπό του, τα χαρίσματά του, αλλά και το φύλο και τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, σε συνδυασμούς τόσο άπειρους όσο ένα μενού fast-food. Ούτε φύση ούτε πολιτισμός, όλα είναι θέμα βούλησης.
Ανδρόγυνος, τρανσέξουαλ, διγενής, ερμαφρόδιτος, άνδρας ή γυναίκα: στο Facebook, μπορώ να επιλέξω πάνω από 56 σεξουαλικές ταυτότητες για να ορίσω τον εαυτό μου.
Με αυτή την έννοια, ο τρανς –η εμβληματική φιγούρα της νέας επανάστασης του φύλου, όπως ήταν ο εργάτης κατά τη διάρκεια της μαρξιστικής επανάστασης–, δεν είναι παρά η τελική απόληξη του ατόμου. Αυτό είναι το νόημα της έννοιας της «επιτελεστικότητας του φύλου» που επινόησε η Τζούντιθ Μπάτλερ. Οι έμφυλες ταυτότητες είναι μόνο θεατρικά παιχνίδια, εφευρέσεις του υποκειμένου. Τα ατομικά παίγνια πρέπει να αντικαταστήσουν τους τυποποιημένους πολιτιστικούς ρόλους που επιβάλλει η κοινωνία. Ο καθένας πρέπει να επινοήσει τη δική του παρτιτούρα.
Το παράδοξο είναι ότι, καθώς αποδομείται η δυαδικότητα της έμφυλης διαφοράς, οι ετικέτες πολλαπλασιάζονται. ΛΟΑΤΚΙ+. Ότι το αίτημα για ελευθερία μετατρέπεται σε άσκηση γενικευμένης επιτήρησης των αποκλινουσών απόψεων. Πρόσφατα παραδείγματα είναι η διακοπή, ή ακόμα και η ακύρωση, ομιλιών των κυριών Agacinski, Elliachef και Heinich, οι οποίες κατηγορήθηκαν και οι τρεις για ομοφοβική ή τρανσφοβική συμπεριφορά. Παντού, η κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture), επιτίθεται με σφοδρότητα εναντίον όσων ασκούν κριτική στη θεωρία του φύλου.
Η έσχατη ειρωνεία συνίσταται στο ότι η απελευθέρωση από τη βιοεξουσία του κράτους, που κάποτε υποστήριζε ο Μισέλ Φουκώ, μετατρέπεται, επί παραδείγματι, σε αίτημα αναγνώρισης από το κράτος. Έτσι, η Τζούντιθ Μπάτλερ απέκτησε «πιστοποιητικό ατόμου απροσδιόριστου φύλου στην Καλιφόρνια». Αυτό που κάποτε διεκδικούνταν ως μια μορφή περιθωριακότητας μεταβάλλεται στη διεκδίκηση ενός νέου κανόνα. Αντίο Προυστ, Ζιντ, Ζενέ, η υπαρξιακή και λογοτεχνική υπέρβαση αντικαθίσταται τώρα από τον επιδοτούμενο ακτιβισμό, που ενθαρρύνεται από τις μεγάλες πολυεθνικές και προωθείται από τις επίσημες αρχές.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το «queer factory» προσλαμβάνει μια ολοκληρωτική διάσταση. Γιατί «όποιος θέλει να γίνει άγγελος, γίνεται θηρίο»: τα αγόρια δεν αρχίζουν αυθόρμητα να παίζουν με κούκλες, ούτε τα κορίτσια γίνονται πυροσβέστες. Πρέπει να καταστρέψουμε. Η αποδόμηση πρέπει να εμπεδωθεί μέσω της Αλφαβήτας και της προπαγάνδας. Η πρωτοτυπία της θεωρίας του φύλου έγκειται στο να περάσουμε από την ιστορικότητα της έμφυλης διαφοράς στην απόρριψή της. Να περάσουμε από το «είναι κατασκευασμένο» στο «πρέπει να το αποδομήσουμε». Να περάσουμε από την ανάδειξη των κωδικοποιημένων κοινωνικών σχέσεων στην προγραμματισμένη ατομικοποίησή τους.
Σε ένα ελεύθερο βήμα που δημοσιεύθηκε στη Le Monde, τον Φεβρουάριο του 2014, οι υπέρμαχοι της θεωρίας του φύλου καταδίκασαν την «άγνοια και τον αντιδιανοητικισμό που καταγγέλλει την επιστήμη στο όνομα της κοινής λογικής». Ωστόσο, όπως δείξαμε στο Μέρος 1, οι μελέτες φύλου είναι αυτές που είναι σε συντριπτικό βαθμό αντιεπιστημονικές, καθώς αμφισβητούν τη βιολογία. Στο δοκίμιό του Ο νόμος του φύλου, ο φιλόσοφος Ντριέ Γκοντφριντί (Drieu Godefridi) έχει μια σωστή διαίσθηση: αντιμετωπίζει τη «θεωρία του φύλου» με το κριτήριο της επιστημονικότητας του Καρλ Πόπερ. Για τον Καρλ Πόπερ, αυτό που διακρίνει μια επιστημονική θεωρία από μια μεταφυσική θεωρία (ή μια ιδεολογία) είναι η δυνατότητά της να καταρριφθεί ή να διαψευσθεί. Μια μη διαψεύσιμη, δηλαδή μη επιστημονική, θεωρία είναι μια θεωρία που αντιστέκεται στην απόδειξη του αντιθέτου και περιλαμβάνει αυτή την αναίρεση ως μέρος της θεωρίας. Παράδειγμα: αν επικρίνεις τον μαρξισμό, είσαι αστός. Αν επικρίνετε την ψυχανάλυση, είστε νευρωτικός. Αν επικρίνετε τη θεωρία των φύλων, είναι απόδειξη ότι ο κόσμος πράγματι κυβερνάται από την «ετεροφυλόφιλη κάστα» που προσπαθεί να διατηρήσει την εξουσία της με κάθε μέσο. Πρόκειται για μια αδυσώπητη και οργουελική λογική, η οποία αρνείται κάθε δυνατότητα κριτικής, παραπέμποντάς την σκωπτικά στις φαντασιώσεις του «djendeur». Διότι αυτή είναι μία από τις ιδιαιτερότητες της θεωρίας του φύλου: οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει. Στα μάτια τους, η διάκριση του φύλου και του gender αποτελεί απλώς ζήτημα παρατήρησης της πραγματικότητας.
Η θεωρία του κοινωνικού φύλου παίρνει έτσι τη σκυτάλη από τις μεγάλες ουτοπίες του 20ού αιώνα. Ο μαρξισμός είναι νεκρός, η μεγάλη συλλογική νύχτα της επανάστασης αναβάλλεται, τώρα πια μπορεί ο καθένας να κάνει τη δική του ατομική επανάσταση, να γράψει τη δική του ιστορία. Δεν τίθεται πια ζήτημα να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά τη ζωή του καθενός. Αυτό το αφήγημα είναι πολύ αποτελεσματικό, διότι, σε αντίθεση με την ταξική πάλη, μπορεί να βρει ανταπόκριση σε κάθε άτομο.
Το 1987, ο κοινωνιολόγος Ζαν Μπωντιγιάρ (Jean Baudrillard) είχε ήδη γράψει: «Είμαστε όλοι τρανσέξουαλ». Τόνισε ότι η ίδια η ουσία του μεταμοντέρνου υποκειμένου ήταν να μην έχει ουσία, να ζει διασκορπισμένο ανάμεσα σε εναλλασσόμενες à la carte ταυτότητες. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο απόλυτος φιλελευθερισμός που προωθεί η παγκοσμιοποίηση βρίσκει μια φυσική διέξοδο σε μια θεωρία του φύλου, η οποία καλεί τον καθένα να γίνει το δικό του σήμα κατατεθέν, να επινοήσει τη δική του αυτοαφήγηση. Γι’ αυτό, εξάλλου, οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες το έχουν κάνει δόγμα τους. Πολλαπλασιασμός των επιλογών ταυτότητας σημαίνει τη δημιουργία και αντίστοιχων μεριδίων αγοράς.
Διαβάστε και το πρώτο μέρος
[1] Βλ. Σιμόν ντε Μποβουάρ, Οι αναμνήσεις μιας καθώς πρέπει κόρης, Γλάρος, Αθήνα (σ.τ.μ.)..