του : Ν. Τσόμσκι
Παρά το αξιοσημείωτο επίπεδο της αμερικανικής υποστήριξης προς το Ισραήλ, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι το Ισραήλ εκφράζει τα μείζονα συμφέροντα των Η.Π.Α στη Μέση Ανατολή. Τα βασικά αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή παραμένουν τα ενεργειακά αποθέματα του πετρελαίου, κυρίως στην Αραβική χερσόνησο. Μια ανάλυση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το 1945, περιέγραφε τη Σαουδική Αραβία ως “…τη φοβερή πηγή στρατηγικής δύναμης και ένα από τα μεγαλύτερα υλικά έπαθλα στην παγκόσμια ιστορία1”. Οι Η.Π.Α έχουν δεσμευτεί να κερδίσουν και να διατηρήσουν αυτό το έπαθλο. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η διατήρηση του αμερικανικού ελέγχου επάνω στα ενεργειακά αποθέματα της Μέσης Ανατολής αποτελεί ένα αξίωμα της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α.
1. Απειλές στον έλεγχο των Η.Π.Α επάνω στο πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής
Σε ρητορικό επίπεδο, ως απειλή από την οποία έπρεπε να “προστατευθεί” η Μέση Ανατολή, υποδηλωνόταν γενικώς η Ε.Σ.Σ.Δ. (…) Στην πραγματικότητα, όμως, η Σοβιετική Ένωση πάντα δίσταζε να εμπλακεί στις περιοχές που υπόκεινταν σε αμερικανικό έλεγχο.
Το μοντέλο είχε τεθεί κατά τα πρώτα βήματα του ψυχρού πολέμου, όταν οι Η.Π.Α οργάνωσαν την πρώτη μείζονα αντι-στασιαστική εκστρατεία ενάντια στους Έλληνες αντάρτες το 1947.
Αυτή η αντι-στασιαστική επιχείρηση δεν ήταν μικρό εγχείρημα: στον πόλεμο που ακολούθησε, 160.000 Έλληνες σκοτώθηκαν, ενώ 800.000 έγιναν πρόσφυγες. Η Αμερικανική Αποστολή έθεσε ως στόχο την εξολόθρευση αυτών που ο Αμερικανός πρέσβης Λίνκολν Μακ Βη χαρακτήρισε ως “ανατρεπτικές κοινωνικές δυνάμεις”, οι οποίες είχαν τις ρίζες τους στην “ύπουλη νέα ανάπτυξη της ταξικής και προλεταριακής συνείδησης” –“μια ξένη και ανατρεπτική επιρροή”– όπως τις περιέγραψε και ο Αμερικανός υπεύθυνος Καρλ Ράνκιν, και απέναντι στις οποίες δεν θα πρέπει να δείξουν καμιά “επιείκεια” μέχρις ότου “το κράτος επιβάλει και πάλι επιτυχώς την κυριαρχία του” και η “εξέγερση των συμμοριτών καταπνιγεί” (η φράση του πρέσβη χρησιμοποιούνταν πάγια στα έγγραφα των Η.Π.Α, όπως και στα αντίστοιχα Σοβιετικά κατά τον πόλεμο του Αφγανιστάν). Η Αμερικανική Αποστολή με τους φασίστες πελάτες της (μαζί, βεβαίως, με τους πλουσίους και, αργότερα, με τις αμερικανικές εταιρείες, οι οποίες ήταν και εκείνες που πραγματικά επωφελήθηκαν) εκπροσωπούσαν το “γηγενές” (!) ελληνικό στοιχείο, σε αντίθεση με την “ξένη” επιρροή των Ελλήνων εργατών και αγροτών που είχαν υπονομευτεί από την ταξική τους συνείδηση. (…)
Ένα βασικό κίνητρο για την πραγματοποίηση αυτής της αντι-στασιαστικής εκστρατείας ήταν το ενδιαφέρον για τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Στον λόγο του, στις 12 Μαρτίου του 1947, που εξήγγειλε το Δόγμα Τρούμαν, ο Πρόεδρος παρατήρησε ότι: “Αρκεί κανείς να ρίξει μια ματιά στον χάρτη” για να κατανοήσει ότι εάν η Ελλάδα πέσει στα χέρια των ανταρτών, “το χάος και η αναταραχή θα εξαπλωθούν σε όλη τη Μέση Ανατολή”. Μια μελέτη της CIA, τον Φεβρουάριο του 1948, προειδοποιούσε ότι, σε περίπτωση νίκης των ανταρτών, οι Η.Π.Α θα αντιμετώπιζαν την “πιθανή απώλεια των πετρελαϊκών αποθεμάτων της Μέσης Ανατολής (τα οποία αποτελούν το 40% των παγκόσμιων ενεργειακών αποθεμάτων)”. Προκειμένου να νομιμοποιηθεί η επέμβαση των Η.Π.Α, κατασκευάστηκε η “ρωσική απειλή”, αλλά χωρίς καμία πραγματική βάση. (…) Η διόγκωση της ρωσικής απειλής θα πρέπει να κατανοηθεί σαν ένα πρώιμο παράδειγμα της λειτουργίας του ψυχροπολεμικού συστήματος, μέσω του οποίου η κάθε υπερδύναμη αξιοποιεί την απειλή του μεγάλου της αντιπάλου (του “μεγάλου σατανά”, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Αγιατολάχ Χομεϊνί), προκειμένου να κινητοποιήσει την υποστήριξη για τις δικές της δραστηριότητες.
Η επιτυχία της αντί-αντάρτικης εκστρατείας στην Ελλάδα, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, σφράγισε τη μελλοντική πορεία της αμερικανικής πολιτικής πρακτικής. Από την εποχή εκείνη, γινόταν επανειλημμένως αναφορά στις προσπάθειες της Ρωσίας να κατακτήσει τον έλεγχο πάνω στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, τη σοβιετική δραστηριότητα στον Περσικό Κόλπο κ.λπ. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να διακινδυνεύσει η ΕΣΣΔ έναν πυρηνικό πόλεμο –γιατί αυτή να θα ήταν η πιθανή συνέπεια– επιδιώκοντας έναν τέτοιο στόχο.
Μια πιο ρεαλιστική απειλή για την κυριαρχία των Η.Π.Α στην περιοχή ήταν ευρωπαϊκής προέλευσης. Κατά τη δεκαετία του 1940, οι Η.Π.Α πέτυχαν να υποσκελίσουν τη Γαλλία, και σε σημαντικό βαθμό και τη Βρετανία, εν μέρει κατόπιν συνειδητού σχεδιασμού και εν μέρει σαν μια αντανάκλαση του νέου συσχετισμού δυνάμεων. Μια συνέπεια του καθοδηγούμενου από τη CIA πραξικοπήματος που επανέφερε τον Σάχη στο Ιράν, το 1953, υπήρξε η μεταφορά του 40% του ιρανικού πετρελαίου από βρετανικά σε αμερικανικά χέρια, πράγμα που έκανε τους New York Times να εκφράσουν την ανησυχία τους ότι κάποιοι βρετανικοί κύκλοι θα παρεξηγούσαν την εξέλιξη αυτή ως μια “πράξη του αμερικανικού ‘ιμπεριαλισμού’ που παραγκωνίζει την Βρετανία από ένα ιστορικό της προπύργιο.” Την ίδια στιγμή, οι συντάκτες της εφημερίδας θριαμβολογούσαν ότι “οι υπανάπτυκτες χώρες με τις πλούσιες ενεργειακές πηγές πήραν ένα σαφές μάθημα για το πόσο βαρύ τίμημα θα πρέπει να πληρώσει όποια από αυτές παρασυρθεί από τον φανατικό εθνικισμό2.”
Η ανησυχία για την εμπλοκή της Ευρώπης στην περιοχή συνεχίστηκε. Οι Η.Π.Α αντιτάχθηκαν σθεναρά στην προσπάθεια της Βρετανίας και της Γαλλίας να επαναβεβαιώσουν την επιρροή τους στην περιοχή με την εισβολή στο Σουέζ το 1956 (σε συμφωνία με το Ισραήλ). (…) Το 1973, ο Χένρυ Κίσινγκερ προειδοποίησε για τους κινδύνους που εμπεριείχε ένας ενδεχόμενος εμπορικός συνασπισμός με ευρωπαϊκή κυριαρχία που θα περιλάμβανε τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική και από τον οποίο θα αποκλείονταν οι Η.Π.Α. Αργότερα, σε μια ιδιωτική συνάντηση, εξομολογήθηκε ότι βασικό στοιχείο στην μετά το 1973 διπλωματική του δραστηριότητα ήταν “να διασφαλίσει ότι οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες δεν θα εμπλέκονταν στη διπλωματία” που αφορούσε στη Μέση Ανατολή3. Συνακόλουθα, η αμερικανική αντίθεση στον “Ευρω-Αραβικό” διάλογο πηγάζει από τις ίδιες ανησυχίες. (…)
2. Η γηγενής απειλή: Το Ισραήλ ως στρατηγικό πλεονέκτημα
Μια τρίτη απειλή από την οποία η περιοχή πρέπει να “προστατευθεί” είναι γηγενής: η απειλή του ριζοσπαστικού εθνικισμού. Σ’ αυτή τη βάση ωρίμασε και η “ειδική σχέση” ανάμεσα στις Η.Π.Α και το Ισραήλ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, η σχέση Η.Π.Α – Ισραήλ ήταν οπωσδήποτε ταραγμένη, και για κάποια στιγμή φάνηκε ότι η Ουάσιγκτον θα δενόταν πιο στενά με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ, ο οποίος είχε κάποια υποστήριξη και από τη CIA. Οι προοπτικές αυτές ανησύχησαν σε τέτοιο βαθμό το Ισραήλ που οργάνωσε τρομοκρατικούς πυρήνες μέσα στην Αίγυπτο για να πραγματοποιήσουν επιθέσεις σε αμερικανικές και αιγυπτιακές εγκαταστάσεις, σε μια προσπάθεια να προκαλέσουν κρίση στις σχέσεις μεταξύ Αιγύπτου και ΗΠΑ, σκοπεύοντας αυτές οι ενέργειες να χρεωθούν σε φανατικούς Αιγυπτίους υπερεθνικιστές4.
Παρόλα αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι Η.Π.Α, σταδιακά, αποδέχτηκαν την ισραηλινή θέση ότι ένα ισχυρό Ισραήλ είναι “στρατηγικό πλεονέκτημα” για τις Η.Π.Α, καθώς θα λειτουργεί ως φραγμός στις γηγενείς ριζοσπαστικές εθνικιστικές απειλές για τα αμερικανικά συμφέροντα. Ένα απόρρητο μνημόνιο του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, του 1958, που βγήκε πρόσφατα στη δημοσιότητα, επεσήμαινε ότι ένα “λογικό επακόλουθο” της αντίδρασης στον ριζοσπαστικό αραβικό εθνικισμό “θα ήταν η υποστήριξη στο Ισραήλ, ως της μόνης ισχυρής φιλο-δυτικής δύναμης που απέμεινε στην εγγύς Ανατολή5.” (…)
Κατά τη δεκαετία του 1970, Αμερικανοί αναλυτές υποστήριζαν ότι το Ισραήλ και το Ιράν, κάτω από την εξουσία του Σάχη, χρειάζονται για να προστατεύουν τον αμερικανικό έλεγχο πάνω στις πετρελαιοπαραγωγές περιοχές του Περσικού Κόλπου. Μετά την πτώση του Σάχη, ο ρόλος του Ισραήλ, ως η Σπάρτη της Μέσης Ανατολής στην υπηρεσία της αμερικανικής ισχύος, αναβαθμίστηκε.
Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ βοήθησε τις Η.Π.Α να διεισδύσουν στη μαύρη Αφρική, με ουσιαστική μυστική ενίσχυση στη CIA, –στηρίζοντας τον Χαϊλέ Σελασιέ στην Αιθιοπία, τον Ιντί Αμίν στην Ουγκάντα, τον Μομπούτου στο Ζαΐρ, τον Μποκάσα στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, και άλλων6– καθώς και με την καταστρατήγηση του εμπάργκο στη Ροδεσία και τη Νότιο Αφρική. Πιο πρόσφατα, το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε με την παροχή στρατιωτικής, τεχνολογικής και υλικοτεχνικής βοήθειας στα συνεργαζόμενα με τις ΗΠΑ καθεστώτα της Κεντρικής Αμερικής.
Στο εξής, η στήριξη του σχεδίου για ένα Ισραήλ που θα έπαιζε τον ρόλο του “στρατηγικού πλεονεκτήματος” των Η.Π.Α υπήρξε πολύ σημαντικό ζήτημα γι’ αυτούς που ασκούν πραγματική εξουσία στις Η.Π.Α. Ωστόσο, η θέση αυτή δεν έμεινε χωρίς αμφισβήτηση. Υπήρξαν, επίσης, ισχυρές δυνάμεις που υποστήριζαν ένα είδος ειρηνικού πολιτικού συμβιβασμού που ήταν εφικτός για μεγάλο χρονικό διάστημα. (…)
Ο Μάικλ Κλέαρ είχε προτείνει μια χρήσιμη διάκριση ανάμεσα στους “Πρώσους” –που υπερασπίζονται την απειλή ή τη χρήση βίας προκειμένου να επιτύχουν τους επιθυμητούς πολιτικούς στόχους– και στους “Εμπόρους” οι οποίοι, αν και έχουν τους ίδιους στόχους, πιστεύουν ότι τα ειρηνικά μέσα μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικά7. Αυτές είναι εκτιμήσεις που αφορούν την τακτική και, επομένως, οι τοποθετήσεις μπορούν να αλλάξουν. Σε μια πρώτη προσέγγιση, είναι σωστό να πει κανείς ότι οι “Πρώσοι” υποστήριζαν το Ισραήλ ως “στρατηγικό πλεονέκτημα”, ενώ οι “Έμποροι” αναζητούσαν κάποιο είδος πολιτικού συμβιβασμού.
Το σημείο αυτό αναγνωρίζεται συχνά, υπόρρητα, στην φιλο-ισραηλινή προπαγάνδα. Όπως, για παράδειγμα, μια ολοσέλιδη διαφήμιση στους New York Times, που υπογράφεται από πολλές προσωπικότητες (ανάμεσά τους και πολλούς που, σε άλλες συγκυρίες, είναι ειρηνιστές), η οποία καλεί για τη δημιουργία μιας φιλο-ισραηλινής δύναμης πίεσης (NAT PAC), με το σύνθημα “Η εμπιστοσύνη για το Ισραήλ ενισχύει την Αμερική”. Για να υποστηρίξουν τη θέση τους, γράφουν: “…εάν απειλούνταν τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, θα χρειάζονταν μήνες για να συγκεντρωθούν σημαντικές δυνάμεις επί τόπου. Με το Ισραήλ ως σύμμαχο, χρειάζονται μόνο λίγες ημέρες.” (…)
Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου
Γιώργος Ρακκάς
1. Αναφέρεται από τους Joyce & Gabriel Kolko, The limits of Power (Harper & Row, Nέα Υόρκη, 1972, σελ. 242).
2. New York Times, 6 Αυγούστου 1954, βλέπε TNCW, σελ. 99 για περισσότερα αποσπάσματα και σχόλια.
3. Αναφέρεται στο TNCW, σελ. 457, από το MERIP Reports, Μάιος 1981· επίσης, Journal of Palestine Studies, Άνοιξη 1981.
4. Ο υπεύθυνος γι’ αυτές τις επιχειρήσεις ο Υπουργός Άμυνας Πίνας Λαβόν έγινε Γενικός Γραμματέας της Χισταντρούτ (της σοσιαλιστικής εργατικής ομοσπονδίας). Σύμφωνα με τον έγκυρο ισραηλινό δημοσιογράφο Ναούμ Μπερνέα, ο Λαβόν έδωσε εντολές που περιλάμβαναν ακόμα και “τη δηλητηρίαση των υδάτινων πηγών στη Λωρίδα της Γάζας και τις αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες”. (Davar, 26 Ιανουαρίου 1979.)
5. “Issues Arising Out of the Situation in the Near East”, επετράπη η πρόσβαση στις 12/10/81, αναφέρεται στο NSC 581/1, Ιαν. 24, 1958.
6. Βλέπε επίσης τη μελέτη της CIA που ήδη αναφέραμε η οποία επισημαίνει ότι “Οι Ισραηλινοί πραγματοποίησαν ευρύτατες κεκαλυμμένες επιχειρήσεις, πολιτικές, οικονομικές και παραστρατιωτικές– ιδιαίτερα στην Αφρική.”
7. Michael Klare, Beyond the ‘Vietnam Syndrome’ (Institute for Policy Studies, Ουάσινγκτον, 1981).