του Walter Laqueur
Μια περιγραφή της τρομοκρατίας δεν είναι δυνατόν να συμπεριλάβει όλες τις μορφές της που εμφανίσθηκαν μέσα στην ιστορία. Χρήση συστηματικής τρομοκρατίας έγινε σε αγροτικές επαναστάσεις, σε εργατικούς αγώνες αλλά και σε περιόδους άνθησης της ληστείας. Το ίδιο ισχύει και για τους πολέμους, εμφυλίους, επαναστατικούς, εθνικοαπελευθερωτικούς και για τα κινήματα αντίστασης κατά των δυνάμεων κατοχής. Στις περισσότερες των περιπτώσεων όμως η τρομοκρατία ήταν μία μόνο από τις διαφορετικές τακτικές και συνήθως με δευτερεύουσα σημασία. Στο παρόν κείμενο γίνεται αναφορά σε κινήματα (σ.μ. που έδρασαν μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) που χρησιμοποίησαν την τρομοκρατία σαν βασικό όπλο. Γενικά υπάρχει η άποψη ότι η συστηματική, πολιτική τρομοκρατία είναι ένα φαινόμενο της σύγχρονης εποχής. Αυτό ισχύει μόνο ως προς το ότι η “φιλοσοφία της βόμβας” είναι πράγματι σχετικά νέο φαινόμενο. Δεν χρειάζεται ασφαλώς να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι, σε ολόκληρη την ιστορική πορεία, υπήρξε συστηματική εξόντωση πολιτικών αντιπάλων. (…) Πολλές χώρες είχαν τους δικούς τους “Σικελικούς Εσπερινούς” ή τη δική τους Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Ρωμαίοι Αυτοκράτορες, Οθωμανοί Σουλτάνοι, Ρώσοι Τσάροι και πολλοί άλλοι εξολόθρευαν τους πραγματικούς και τους φανταστικούς εχθρούς τους.
Τρομοκρατία “από τα κάτω” δημιουργήθηκε στις πλέον διαφορετικές μορφές και εξαιτίας των πιο διαφορετικών αιτιών, όπως θρησκευτικά κινήματα διαμαρτυρίας, πολιτικές επαναστάσεις και κοινωνικές εξεγέρσεις.
Ένα από τα πλέον παλαιότερα παραδείγματα τρομοκρατικού κινήματος είναι οι “Sicarii”, μια αυστηρά οργανωμένη θρησκευτική αίρεση που πήρε ενεργό μέρος στους αγώνες των Ζηλωτών στη Παλαιστίνη (66-73 μ.Χ.). Οι ιστορικές πηγές δεν είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές και εν μέρει είναι αντιφατικές. Γνωρίζουμε από τον (ιστορικό) Ιώσηπο ότι οι Sicarii έκαναν χρήση ασυνήθιστων τακτικών, π.χ. επετίθεντο στους αντιπάλους τους την ημέρα, κυρίως στις γιορτές όταν στα Ιεροσόλυμα μαζεύονταν πλήθη ανθρώπων. Το όπλο της προτίμησής τους ήταν ένα μικρό στιλέτο (Sica), που έκρυβαν κάτω από τα ρούχα τους. (…) Οι Sicarii κατέστρεψαν το σπίτι του ανώτατου κληρικού Ανανία και τα παλάτια της δυναστείας του Ηρώδη. Έκαψαν δημόσια αρχεία ώστε να κάνουν αδύνατη την επιστροφή των δανείων. Ο Τάκιτος αναφέρει επίσης ότι πυρπολούσαν σιτοβολώνες και έκαναν δολιοφθορές στην υδροδότηση των πόλεων. Οι Sicarii ήταν ένα εξτρεμιστικό, εθνικιστικό, αντιρωμαϊκό κόμμα και τα θύματά τους ήταν οι μετριοπαθείς, το Εβραϊκό κόμμα της ειρήνης, τόσο στην Παλαιστίνη, όσο και στην αιγυπτιακή διασπορά. Μερικοί συγγραφείς ισχυρίζονται ότι είχαν ένα επεξεργασμένο δόγμα, τη λεγόμενη “τέταρτη φιλοσοφία”, ένα είδος ιουδαϊκού προτεσταντισμού, σύμφωνα με το δίδαγμα του οποίου μόνο ο Θεός πρέπει να θεωρείται ο Άρχων. Άλλοι συγγραφείς θεωρούσαν τους Sicarii σαν κοινωνικό κίνημα διαμαρτυρίας, στόχος του οποίου ήταν να ξεσηκώσουν τους φτωχούς ενάντια στους πλούσιους. Ο Ιώσηπος αμφισβητεί αυτή την ιδεολογική αιτιολόγηση και ισχυρίζεται ότι οι Sicarii ήταν ληστές, που ενδιαφέρονταν μόνο για τη προσωπική τους ευημερία, που καθοδηγούνταν από εξωτερικές δυνάμεις πίσω από τον ιδεολογικό μανδύα του πατριωτισμού. Βέβαια ο Ιώσηπος παραδέχεται ότι μεταξύ τους είχαν διαδοθεί παράλογες απόψεις, όπως η τάση να θεωρούν το μαρτύριο σαν κάτι που κάποιος αξίζει να το επιζητά, απόψεις που βεβαίως δεν είναι και τόσο διαδεδομένες μεταξύ συνηθισμένων ληστών.
Ένα παρόμοιο μίγμα μεσσιανικής ελπίδας και πολιτικής τρομοκρατίας ήταν επίσης το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μιας πολύ πιο γνωστής αίρεσης, των Ασσασσίνων, μιας ομάδας των Ισμαηλιτών, που δημιουργήθηκε τον 11ο αιώνα και νικήθηκε από τους Μογγόλους, μόλις τον 13ο αιώνα. Οι Ασσασσίνοι ασκούν από καιρό στη Δύση μια γοητεία, διότι μερικές ιδιαιτερότητες αυτού του κινήματος θυμίζουν σημερινές ομάδες. Ερχόμενοι από την Περσία, οι Ασσασσίνοι εξαπλώθηκαν στη Συρία και δολοφονούσαν νομάρχες, τοποτηρητές, χαλίφηδες και μάλιστα τον σταυροφόρο και βασιλιά των Ιεροσολύμων Konrad de Montferrat. Δύο φορές προσπάθησαν ανεπιτυχώς να δολοφονήσουν τον Σαλαντίν. Ο πρώτος τους ηγέτης, ο Χασάν Σιμπάι, αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα ότι η ομάδα του ήταν πολύ μικρή για ν΄ αντιμετωπίσει τον εχθρό σε μια κατά μέτωπο μάχη, όμως μια συστηματικά σχεδιασμένη και μακρόχρονη τρομοκρατική επίθεση θα μπορούσε, με τη βοήθεια ενός μικρού πειθαρχημένου στρατού, να είναι ένα αποτελεσματικό πολιτικό όπλο. Ενεργούσαν πάντοτε με τη μεγαλύτερη μυστικότητα. Οι αγωνιστές “φενταγίν” μεταμφιέζονταν σε ξένους ή ακόμα και σε χριστιανούς. Οι Ασσασσίνοι χρησιμοποιούσαν πάντα στιλέτο, όχι μόνο επειδή το στιλέτο θεωρούνταν σίγουρο όπλο αλλά επειδή έβλεπαν τη δολοφονία σαν ιερή πράξη. Σύγχρονες πηγές περιγράφουν τους Ασσασσίνους σαν μια αίρεση με σχεδόν ασκητική πειθαρχία. Επιζητούσαν το θάνατο και το μαρτύριο και πίστευαν βαθιά σε μια νέα εποχή. Οι Ασσασσίνοι ήταν μια σχετικά μικρή αίρεση που ματαίως προσπαθούσε, προσφεύγοντας στη τρομοκρατία, να προστατεύσει τη θρησκευτική της αυτοτέλεια (και τον δικό της τρόπο ζωής) από τους Σελτζούκους, οι οποίοι τους καταπίεζαν. Όμως τα μέσα τους ήταν, τουλάχιστον για ένα διάστημα, αποτελεσματικά και η παράδοση του “ηλικιωμένου άνδρα από τα βουνά” εντυπωσίαζε σύγχρονους αλλά και τις νεώτερες γενιές.
Μυστικές ομοσπονδίες διαφορετικών ειδών υπήρχαν για αιώνες στην Ινδία και στην Άπω Ανατολή. Οι Αγγλο-ινδικές υπηρεσίες αμφισβητούσαν την ύπαρξη των “Thugs”, μέχρι που ο ταγματάρχης William Sleeman έκανε μια συστηματική έρευνα και τελικά εξαφάνισε αυτή την αίρεση. Οι Thugs στραγγάλιζαν τα θύματά τους με μεταξωτά μαντήλια. Οι Ευρωπαίοι συγκαταλέγονταν σπανίως ανάμεσα στα θύματα, όμως κατά τα άλλα οι Thugs ήταν αμείλικτοι στην επιλογή των θυμάτων τους. Οι οπαδοί τους πίστευαν ότι η απαρχή των “Thuggee” βρίσκεται στην τελετή των θυμάτων για τη θεά Κάλι, η οποία ασκούσε μια θανατηφόρο έλξη. Οι Thugs περιφρονούσαν τον θάνατο. Οι πολιτικοί τους στόχοι δεν μπορούν να τεκμηριωθούν εύκολα, όμως πιθανώς δεν συνίσταντο στο να τρομοκρατούν την κυβέρνηση και τους πολίτες.
Σε μια έρευνα για την πολιτική τρομοκρατία τέτοια φαινόμενα δεν μπορεί παρά να είναι μια λεπτομέρεια. Το ίδιο ισχύει για τους μυστικούς συνδέσμους μιλιταριστικού τύπου στη Κίνα, οι οποίοι δρούσαν μεταξύ των πειρατών των ποταμών και των ορεσίβιων συμμοριών, όπως και μεταξύ των ευυπόληπτων κατοίκων των πόλεων. Κάθε σύνδεσμος είχε τον δικό του “αυστηρό καθοδηγητή”, συνήθως έναν πυγμάχο (boxer). Μερικοί κατέφευγαν σε εκβιασμούς. Μεταξύ τους υπήρχαν πληρωμένοι δολοφόνοι. Οι σύνδεσμοι διατηρούσαν αίθουσες τυχερών παιχνιδιών και διακινούσαν παράνομα αλάτι. Μερικοί από τους σπουδαιότερους συνδέσμους είχαν εκφράσει πολιτικούς στόχους: στρέφονταν κατά των Μαντσού και μισούσαν τους ξένους. Πίσω από την εξέγερση των Μπόξερ βρίσκονταν άνθρωποι των μυστικών συνδέσμων που βοήθησαν τον Σουν Γιατ Σεν στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Τα “Κόκκινα Δόρατα” της δεκαετίας του είκοσι συνέδεαν την πολιτική με ασκήσεις αναπνοής και μαγικές ρήσεις, σχεδόν όπως οι “αντικομφορμιστές” της δεκαετίας του εξήντα. Η πολιτική ήταν όμως μόνο μία από τις ασχολίες τους και, ιδωμένες από αυτή την οπτική γωνία, μοιάζουν περισσότερο με τη μαφία απ’ ότι με τις σύγχρονες πολιτικές τρομοκρατικές οργανώσεις.
Η σύγχρονη εποχή
Σε σύγκριση με τους Sicarii, τους Ασσασσίνους, τους Thugs, κλπ., οι τρομοκρατικές ομάδες στη νεότερη ιστορία φαίνεται να έχουν διαφορετική μορφή. Στην εποχή της Απολυταρχίας κι αφότου οι θρησκευτικές αντιθέσεις έχασαν τη σπουδαιότητά τους, οι πολιτικές δολοφονίες εξεχόντων πολιτικών προσώπων ήταν σχετικά σπάνιο φαινόμενο. Πάνω από τις αντιθέσεις τους και τις συγκρούσεις συμφερόντων υπήρχε η αλληλεγγύη μεταξύ των Μοναρχών, ώστε να μην αποβλέπουν στην αλληλοεξόντωσή τους. Για ένα διάστημα, η δολοφονία βασιλιάδων δεν ήταν της μόδας, αν και υπάρχουν ορισμένες αξιοπρόσεκτες εξαιρέσεις. Αυτή η κατάσταση άλλαξε μόνο μετά τη Γαλλική Επανάσταση και την επικράτηση του Εθνικισμού στην Ευρώπη. Εκτός Ευρώπης υπήρχαν, όπως πάντα, περιπτώσεις πολιτικής δολοφονίας.
Η συστηματική τρομοκρατία ξεκινά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και από την αρχή υπήρχαν διαφορετικές κατηγορίες. Οι Ρώσοι επαναστάτες αγωνίζονταν ενάντια σε μια αυταρχική κυβέρνηση την περίοδο 1878-81 και στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Εξτρεμιστικές ενώσεις εθνικιστών, όπως οι Ιρλανδοί, οι Σλαβομακεδόνες (σ.μ. κατ’ άλλους Βούλγαροι), οι Σέρβοι και οι Αρμένιοι, έκαναν χρήση τρομοκρατικών τακτικών στον αγώνα τους για αυτοδιάθεση και εθνική ανεξαρτησία. Τέλος υπήρχε η αναρχική “Προπαγάνδα δια της Πράξης”, κυρίως την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και στις ΗΠΑ. Οι λιγοστές απόπειρες στη Γαλλία και στην Ιταλία προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση, όμως στην πραγματικότητα δεν αποτελούσαν μέρος μιας συστηματικής συνολικής στρατηγικής. Ο χαρακτήρας της τρομοκρατίας στις ΗΠΑ και την Ισπανία ήταν διαφορετικός στο σημείο που στόχευε στην υποστήριξη συγκεκριμένων τμημάτων του πληθυσμού. Στις ΗΠΑ αναπτύχθηκε τρομοκρατία από την εργατική τάξη (Molly Maguires και αργότερα η “Δυτική Ένωση των εργατών ορυχείων”). Στην Ισπανία υπήρχε τρομοκρατία τόσο σε αγροτικές όσο και σε βιομηχανικές περιοχές. Οι διαφορετικές μορφές έκφρασης της πολιτικής τρομοκρατίας, όσο και διαφορετικοί να είναι οι στόχοι και οι πολιτικές σχέσεις, έχουν ένα κοινό σημείο εκκίνησης: Σχετίζονται με την άνοδο της Δημοκρατίας και του Εθνικισμού.
Οι αιτίες υπήρχαν ανέκαθεν: Μειονότητες καταπιέζονταν, έθνη στερούνταν της ανεξαρτησίας τους, αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης ήταν στην ημερήσια διάταξη. Όταν όμως διαδόθηκαν οι ιδέες του διαφωτισμού και ο εθνικισμός κέρδισε έδαφος, καταστάσεις που για αιώνες ήταν αποδεκτές, έγιναν αβάσταχτες.
Από τη Ναρόντναγια Βόλια στην VMRO
Απ’ όλα αυτά τα κινήματα με απόσταση το σημαντικότερο ήταν η Ναρόντναγια Βόλια, αν και έδρασε μόνο από τον Ιανουάριο του 1878 έως το Μάρτιο του 1881. Ο ένοπλος αγώνας άρχισε όταν ο Κοβαλίσκι, ένα από τα μέλη της, αντιστάθηκε στη σύλληψή του. Μετά από αυτό, η Βέρα Ζασσούλιτς εκτέλεσε τον κυβερνήτη της Αγίας Πετρούπολης. Ένα άλλο σημαντικό γεγονός ήταν η δολοφονία του στρατηγού Μεσεντσόβας, αρχηγού του “Τρίτου Τμήματος” της τσαρικής πολιτικής αστυνομίας, τον Αύγουστο του 1878. Τον Σεπτέμβριο του 1879, το επαναστατικό λαϊκό δικαστήριο της Ναρόντναγια Βόλια καταδίκασε τον τσάρο Αλέξανδρο ΙΙ σε θάνατο. Λίγο πριν, τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, ο Σολόβιεφ προσπάθησε, ενεργώντας μόνος του, να δολοφονήσει τον Τσάρο, όμως απέτυχε. Και άλλες απόπειρες υπήρξαν αποτυχημένες. (…) Κατά παράδοξο τρόπο η επιτυχία ήρθε τον Μάρτιο του 1881 κι ενώ τα περισσότερα μέλη της ομάδας είχαν ήδη συλληφθεί. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της τρομοκρατίας αλλά και το τέλος της, για περισσότερο από δυο δεκαετίες.
Το δεύτερο μεγάλο κύμα τρομοκρατίας προήλθε από τους Σοσιαλεπαναστάτες με την δολοφονική απόπειρα του Μπαλμάσωφ κατά του Υπουργού Εσωτερικών Σιπιάγκιν το 1902. Ένα χρόνο νωρίτερα, ένας νέος ευγενικής καταγωγής ονόματι Καρπόβιτς δολοφόνησε τον Υπουργό Εκπαίδευσης Μπογκολιέπωφ. Το 1903 οι Σοσιαλεπαναστάτες διέπραξαν μόνο τρεις δολοφονικές απόπειρες, μεταξύ των οποίων τη δολοφονία των τοπικών κυβερνητών Ομπολένσκι και Μπογντάνοβιτς. Το 1904 ακολούθησαν δύο απόπειρες, όμως το 1905 (έτος πολέμου με την Ιαπωνία) ο αριθμός αυξήθηκε στις 54. Το 1906 ήταν 82, το 1907 ακόμη 71. Μετά ο αριθμός έπεσε αισθητά : τρεις το 1908, δύο το 1909 και μία το 1910. Η σημαντικότερη απόπειρα ήταν η δολοφονία του Υπουργού Εσωτερικών και “ισχυρού ανδρός” της κυβέρνησης Πλέβε, σε ανοιχτό δρόμο στο Πέτερσμπουργκ, το 1904. (…) Εκτός από μερικές σποραδικές ενέργειες, μετά το 1911 δεν υπήρξε πια ατομική τρομοκρατία. Ένα τρίτο, πολύ μικρότερο κύμα της τρομοκρατίας ξέσπασε μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους το Νοέμβριο του 1917. Κατά ένα μέρος στόχευε εναντίον των κομμουνιστών –δολοφονήθηκαν ο Ουρίτσκι και ο Βολοντάρσκι και τραυματίστηκε ο Λένιν– αλλά και εναντίον Γερμανών διπλωματών και στρατιωτικών, για να υπονομευτούν οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας (σ.τ. μ. Συνθήκη του Ράπαλο, 1922). Η κομμουνιστική εξουσία μπόρεσε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να καταστείλει αυτή τη πρόκληση.
Στα θύματα της ρωσικής τρομοκρατίας περιλαμβάνεται ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙ, ηγετικά μέλη της τσαρικής οικογένειας, Υπουργοί, ανώτατοι αστυνομικοί, τοπικοί κυβερνήτες και αξιωματικοί του στρατού. Ο ένοπλος αγώνας όμως κόστισε και τη ζωή εκείνων που πολεμούσαν το καθεστώς. Η διάρκεια ζωής ενός τρομοκράτη ήταν κατά κανόνα σχετικά μικρή και οι τρομοκρατικές οργανώσεις δεν είχαν διάρκεια ζωής περισσότερο από τρία ή τέσσερα χρόνια.
Στην Ιρλανδία, τα αποτελέσματα της τρομοκρατίας ήταν πολύ μικρότερα, αν και ο ένοπλος αγώνας κράτησε πολύ μεγαλύτερο διάστημα. Από την United Irishmen το 1791, που εν μέρει υπήρξε αποτέλεσμα αγροτικών αναταραχών, ακολούθησαν εποχές τρομοκρατίας και εποχές σχετικής ηρεμίας. Η πολιτική του “ανοιχτού αγώνα”, γύρω στο 1860, ήταν αναμφισβήτητα ένα λάθος. Οι ενέργειες της “Ομάδας Δυναμίτης”, στη δεκαετία του ’70 και του ’80 του 19ου αιώνα, επικεντρώθηκε σ΄ ένα συνταρακτικό γεγονός, στις δολοφονίες στο πάρκο των φοινίκων. Μετά ακολούθησαν αρκετές δεκαετίες ηρεμίας μέχρι τις επαναστάσεις του 1916, και του 1919-21, καθώς και πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τελευταία από τη δεκαετία του ’70 και μετά.
Η τρομοκρατία των Αρμενίων κατά της τουρκικής καταπίεσης ξεκίνησε τη δεκαετία του ’90 του 19ου αιώνα. Ήταν μικρής διάρκειας και διαλύθηκε επειδή οι Αρμένιοι είχαν να κάνουν μ’ ένα λιγότερο υπομονετικό αντίπαλο απ’ ό,τι οι Ιρλανδοί. Για ακόμη μια φορά εμφανίστηκε η τρομοκρατία μετά το 1918 με θύματα κάποιους Τούρκους αξιωματούχους, που ξεχώρισαν κατά τη διάρκεια των σφαγών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η τρομοκρατική παράδοση συνεχίστηκε σποραδικά μέχρι τις μέρες μας. Πολιτικοί αρχηγοί και προσωπικότητες της εκκλησίας δολοφονήθηκαν από τους αντιπάλους τους και το 1975 δολοφονήθηκαν, κατά τη διάρκεια ενός νέου κύματος τρομοκρατίας, οι Τούρκοι πρέσβεις στη Βιέννη και το Παρίσι, καθώς και ο πρώτος γραμματέας της τουρκικής πρεσβείας στη Βηρυτό.
Την ίδια εποχή που ξεκίνησαν οι Αρμένιοι τρομοκράτες τις ενέργειές τους, δημιουργήθηκε ένα ακόμη αποσχιστικό κίνημα, που στόχευε κατά των Τούρκων, η σλαβομακεδονική (σ.μ. κατ’ άλλους βουλγαρική) VMRO υπό την ηγεσία του Νταμιάν Γκρούεφ. Αρχικά μια προπαγανδιστική εταιρεία, η οποία σε μερικά χρόνια είχε μεταμορφωθεί σε ένα μιλιταριστικό κίνημα συστηματικής τρομοκρατίας και λαϊκής επανάστασης. Η λαϊκή εξέγερση (Ίλιντεν) είχε μια καταστροφική εξέλιξη, όμως οι εξεγερμένοι είχαν καλύτερη τύχη από τους Αρμένιους. (….) Η VMRO συνέχισε (σ.μ. μετά τους βαλκανικούς πολέμους) τον αγώνα της από την βουλγαρική επαρχία του Πετριτσίου. Μερικές από τις ενέργειές της στόχευαν κατά της Γιουγκοσλαβίας, όμως στην πραγματικότητα μεταβλήθηκαν σε όργανο διαδοχικών βουλγαρικών κυβερνήσεων. Στη δεκαετία μεταξύ 1924 και 1934, ο αριθμός των δικών τους θυμάτων (και των Βουλγάρων αντιπολιτευόμενων) ξεπέρασε κατά πολύ τον αριθμό των δολοφονημένων εχθρών τους. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’30 τελικά η βουλγαρική κυβέρνηση τη διέλυσε, το μόνο κοινό που είχε η VMRO με την οργάνωση που δημιουργήθηκε τέσσερις δεκαετίες πριν ήταν το όνομα.
Οι Πολωνοί σοσιαλιστές και μερικές Ινδικές ομάδες, ιδιαίτερα στη Βεγγάλη, ανήκαν σε άλλης μορφής εθνικιστικά-τρομοκρατικά κινήματα, που δημιουργήθηκαν πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και στις δυο περιπτώσεις συνεχίστηκε η τρομοκρατική παράδοση και μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας. O Νεχρού προειδοποιούσε για τις επιπτώσεις της τρομοκρατίας και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σεχταριστικός χαρακτήρας της τρομοκρατίας δυσχέραινε επιπλέον τη σχέση ανάμεσα στις κοινότητες, κάτι που τελικά συνέβαλε στη διάσπαση της Ινδίας. Η οργανωμένη τρομοκρατία στην Πολωνία επέζησε για μια δεκαετία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μάλιστα στις ανατολικές περιοχές της, όπου οι Ουκρανοί κάτοικοι εναντιώνονταν κατά της κυβέρνησης της Βαρσοβίας, αφού οι απαιτήσεις τους για αυτονομία δεν ελήφθησαν υπόψη.
Η “Προπαγάνδα δια της Πράξης”
Η αναρχική “Προπαγάνδα δια της Πράξης” κατά τη δεκαετία του ’90 του 19ου αιώνα αποτέλεσε το αποκορύφωμα της τρομοκρατίας στην Ευρώπη. Οι πράξεις του Ravachol, Auguste Vaillant και Emile Henry μεταξύ του 1892 και του 1894 προκάλεσαν “υπερβολική φασαρία”. Επειδή οι ατομικές βομβιστικές ενέργειες συνέπεσαν χρονικά με την αναρχική προπαγάνδα που υποστήριζε την βία, δημιουργήθηκε η εντύπωση μιας μεγάλης διεθνούς συνωμοσίας, που δεν υπήρχε στην πραγματικότητα.(…) Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού είχαν εντυπωσιασθεί από τον μυστικό και μυστηριώδη χαρακτήρα των αναρχικών ομάδων. Αναρχικοί, σοσιαλιστές, μηδενιστές και εξτρεμιστές, όλοι είχαν ριχθεί σ’ ένα τσουβάλι. Παρότι η κυβέρνηση και η αστυνομία είχαν μια καλύτερη εικόνα της κατάστασης, δεν έβλεπαν το λόγο να ξεκαθαρίσουν τέτοιου είδους παρεξηγήσεις.
Μεταξύ του 1880 και του 1910 διαπράχθηκαν πολλές απόπειρες ενάντια σε ηγετικά πολιτικά πρόσωπα στην Ευρώπη και την Αμερική. Μεταξύ των θυμάτων ήταν οι Πρόεδροι Garfield και McKinley. Πολλές αποτυχημένες απόπειρες έγιναν ενάντια στον Bismarck και τον Γερμανό αυτοκράτορα. Το 1894 δολοφονήθηκε ο Γάλλος πρόεδρος Καρνό, ο Ισπανός πρωθυπουργός Antonio Canovas το 1897, η αυτοκράτειρα των Αψβούργων Ελισάβετ το 1898 και ο Ιταλός βασιλιάς Umberto το 1900. Στις περιπτώσεις που οι δολοφόνοι ήταν Αναρχικοί –πολλοί δεν ήταν– αυτοί ενεργούσαν μόνοι τους, χωρίς γνώση και υποστήριξη των ομάδων στις οποίες ανήκαν. Επίσης, πολύ συχνά και με ιδιαίτερη ευκολία ξεχνιόταν το γεγονός ότι η δολοφονία ή η απόπειρα δολοφονίας βασιλιάδων είχαν μακρόχρονη παράδοση στην Ευρώπη και ότι είχαν γίνει ένα πλήθος από απόπειρες κατά του Ναπολέοντα Ι και του Ναπολέοντα ΙΙΙ. Ένας σύγχρονος παρατηρητής εκείνης της εποχής, που δεν είχε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους αναρχικούς, σημειώνει: “Είναι δύσκολο όλα τα κακά του κόσμου και ιδιαίτερα τη δολοφονία των κυρίαρχων ελίτ να τα φορτώνουν στους αναρχικούς”.
Αν και ενδιαφέρουσα από ψυχολογικής πλευράς, πολιτικά η “εποχή των αποπειρών” δεν είχε μεγάλη βαρύτητα. Γύρω στα 1905, το κύμα δολοφονιών και αποπειρών δολοφονίας εκτός της Ρωσίας έπαψε να υπάρχει. Μπορεί να υπήρχαν ακόμη κάποια εντυπωσιακά γεγονότα στα χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως οι ενέργειες της συμμορίας Bοnnot ή οι πολωνικές και οι λετονικές (Ο Πέτερ ο μπογιατζής) ομάδες στο Αν. Λονδίνο, όμως το κίνητρο ήταν κυρίως προσωπικό και το αναρχικό στοιχείο, ακόμη και όταν υπήρχε, συνήθως ήταν υπερβολικό. Συμπερασματικά μπορεί να ειπωθεί ότι, στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, δεν υπήρξε συστηματική τρομοκρατική δραστηριότητα, αντ’ αυτού όμως υπήρξε στα σύνορα της Ευρώπης, στη Ρωσία, στα Βαλκάνια και σε νέα μορφή στην Ισπανία.
Οι εργατικοί αγώνες στην Αμερική ήταν σχεδόν από την αρχή εντονότερα μιλιταριστικοί απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Η ιστορία των Molly Maguires γύρω στα 1870 είναι ένα μόνο από τα ιστορικά παραδείγματα. Στην εποχή της, η ομάδα αυτή χαρακτηρίστηκε –αδίκως– σαν κομμουνιστική. Δεν είχε να κάνει σε τίποτε με τον κομμουνισμό αλλά με την παραδοσιακή χρήση βίας από την πλευρά μιας ομάδας Ιρλανδών, οι οποίοι μετεφέρθησαν σε μια νέα χώρα όπου ζούσαν την αδικία και την εκμετάλλευση. Αυτοί δεν πολεμούσαν μόνο τους ιδιοκτήτες των ορυχείων, αλλά και τους συναδέλφους τους γερμανικής και ουαλικής καταγωγής. Το 1886, έγινε μια βομβιστική απόπειρα στο Haymarket Square και επακολούθησαν αρκετές αιματηρές αντιπαραθέσεις μεταξύ της αστυνομίας του εργοστασίου από τη μια και των εργατών από την άλλη. Η IWW δεν αρνήθηκε ποτέ ότι “ο αγώνας στη Ρωσία” ήταν το πρότυπό τους. Το 1910, οι αδελφοί McNamara έκαναν μια βομβιστική επίθεση στο κτήριο της Los Angeles Times. Παρόμοια γεγονότα που έγιναν είναι σήμερα γνωστά μόνο σε ειδικούς του αμερικανικού εργατικού κινήματος. Ποτέ δεν υπήρξε η πρόθεση για ανατροπή της κυβέρνησης, για δολοφονία της πολιτικής ηγεσίας ή για αλλαγή του πολιτικού συστήματος.
Η Ισπανία ήταν η άλλη χώρα όπου η συστηματική τρομοκρατία προσέλαβε πολιτική σημασία. Πράξεις βίας με πολιτικά κίνητρα ήταν καθημερινότητα στην Ισπανία του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα στον πόλεμο των Καρλιστών. Η δημιουργία ενός εργατικού κινήματος υπό την επιρροή του Μπακούνιν συνοδεύτηκε από πολλούς αγώνες. Η τρομοκρατία έγινε μέρος των συνδικαλιστικών αγώνων. Ταραχές υπήρχαν επίσης και σε αγροτικές περιοχές, κυρίως στην Ανδαλουσία στη Νότιο Ισπανία. Όπως και η Γαλλία έτσι και η Ισπανία είχε τη δική της “εποχή των αποπειρών” στη δεκαετία του ’90 του 19ου αιώνα. Σε αντίθεση όμως με την Γαλλία υπήρξαν και νέες επαναστάσεις στο διάστημα 1904-1908, όπως και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και μετά το τέλος του. Υπήρχε ένας μεγάλος αριθμός αναρχικών ομάδων, όμως η πλέον μιλιταριστική, η FAI, ήταν η κινητήρια δύναμη. Από τους ηγέτες της ξεχώριζε ιδιαίτερα ο Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι (1896-1936) (“Δεν φοβόμαστε τα ερείπια”). Από πολιτικής άποψης η τρομοκρατία αυτή τελικά υπήρξε αναποτελεσματική, οδήγησε όμως σε πολλές εγκληματικές αντιπαραθέσεις μέσα στην Αριστερά και τελικά στα μοιραία γεγονότα του 1936-39. Η Καταλονία υπήρξε ο βασικός χώρος της τρομοκρατίας μέχρι την έναρξη αλλά και κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου. Προς τα τέλη της δικτατορίας του Φράνκο, η τρομοκρατία μετατοπίστηκε προς τη χώρα των Βάσκων. Από την Ισπανία ο τρομοκρατικός αναρχισμός ξαπλώθηκε στη Λατινική Αμερική και ιδιαίτερα στην Αργεντινή. Η Βαρκελώνη είχε τη δική της “τραγική εβδομάδα” το 1909. Η “Semana Tragica” στο Μπουένος Άιρες διαδραματίστηκε μια δεκαετία αργότερα. Ο Ντουρρούτι σκότωσε τον Επίσκοπο της Σαραγόσα, ο ακούραστος Simon Radowitsky δολοφόνησε τον αρχηγό της αστυνομίας του Μπουένος Άιρες.
Η δεξιά τρομοκρατία
Μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η τρομοκρατία θεωρούνταν ένα φαινόμενο που χαρακτήριζε την Αριστερά, παρότι ο ατομικιστικός χαρακτήρας της τρομοκρατίας δεν προσαρμόζονταν πλήρως στο ιδεολογικό της πλαίσιο. Όμως ούτε οι Ιρλανδοί, ούτε οι Σλαβομακεδόνες (σ.τ.μ. κατ’ άλλους Βούλγαροι), ούτε οι Αρμένιοι ή οι Βεγκαλέζοι τρομοκράτες είχαν σοσιαλιστικούς ή αναρχικούς στόχους. Η “Μαύρη Εκατονταρχία” ήταν σίγουρα μια τρομοκρατική οργάνωση, ο βασικός στόχος της οποίας ήταν η καταπολέμηση της ρωσικής επανάστασης, η υποκίνηση πογκρόμ κατά των Εβραίων και η δολοφονία των αρχηγών της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης του Τσάρου. Η οργάνωση αυτή αποτελούσε την εξτρεμιστική Δεξιά της ρωσικής εσωτερικής πολιτικής και δημιουργήθηκε πράγματι με τη βοήθεια της αστυνομίας. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία της τρομοκρατίας, το κατασκεύασμα της αστυνομίας απέκτησε την δική του αυτονομία. Γρήγορα προέβαλε απαιτήσεις για μοίρασμα της γης, για μείωση του ωραρίου εργασίας και τα μέλη μιας οργάνωσης, που δημιουργήθηκε για την υπεράσπιση της μοναρχίας, διαμαρτύρονταν ότι ήταν προτιμότερο να μην έχουν καμία κυβέρνηση παρά την υπάρχουσα. Διέρρεαν δε ότι ήταν απαραίτητο να υπάρξουν μερικοί αποφασιστικοί αξιωματικοί, σαν αυτούς που υπήρχαν στη Σερβία –ασφαλώς μια ένδειξη για τις σερβικές δολοφονίες των βασιλιάδων.
Στα χρόνια μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα τρομοκρατικά κινήματα υποστηρίχθηκαν κυρίως από δεξιές και αποσχιστικές-εθνικιστικές ομάδες. Στις ομάδες αυτές συγκαταλέγεται η κροατική Ουστάσι, που υποστηριζόταν κυρίως από την Ιταλία και την Ουγγαρία. Οι Κροάτες επεδίωκαν την ανεξαρτησία τους και δεν είχαν ενδοιασμούς να παίρνουν βοήθεια απ’ οπουδήποτε. Συστηματική τρομοκρατία στη δεκαετία του είκοσι εντοπίζεται κυρίως στα φασιστικά κινήματα ή στους προδρόμους τους, όπως για παράδειγμα τα “Freikorps” στη Γερμανία, ορισμένες φασιστικές ομάδες στη Γαλλία και στην Ουγγαρία και ιδιαίτερα η “Σιδηρά Φρουρά” στη Ρουμανία. Γενικά υπήρχαν μόνο μεμονωμένα τρομοκρατικά κινήματα, διότι ήταν η εποχή των μαζικών κομμάτων της Δεξιάς και της Αριστεράς. Ο Αναρχισμός είχε ξεπεράσει από καιρό την τρομοκρατική του φάση. Υπήρξαν ορισμένες πολιτικές δολοφονίες, όπως του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ το 1919, του Ρατενάου το 1922, του βασιλιά Αλέξανδρου της Γιουγκοσλαβίας και του Μπαρτού στη Μασσαλία το 1934. Επειδή στην τελευταία περίπτωση επρόκειτο για μια περίπτωση διεθνούς τρομοκρατίας, στην οποία συμμετείχαν τουλάχιστον τέσσερις κυβερνήσεις, παρενέβη και η «Κοινωνία των Εθνών» (…) Όλες οι προσπάθειες υπήρξαν φυσικά αναποτελεσματικές καθόσον άλλες κυβερνήσεις ήταν κατά της τρομοκρατίας, ενώ άλλες την υποστήριζαν, όσο καιρό εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους.
Αλλά και εκτός Ευρώπης οι τρομοκρατικές ενέργειες ήταν σπάνιες. Η δολοφονία του Αιγυπτίου πρωθυπουργού Μπούτρος (1910) ήταν μια ατομική πράξη. Το ίδιο ισχύει και για την απόπειρα κατά του αρχηγού του αιγυπτιακού στρατού Sir Lee Stack. Στη δεκαετία του τριάντα και ιδιαίτερα του σαράντα, έκαναν χρήση της τρομοκρατίας η “Μουσουλμανική Αδελφότητα” και άλλες ακροδεξιές ομάδες, όπως η “Νέα Αίγυπτος” που δολοφόνησε δύο πρωθυπουργούς και περισσότερους ανώτατους υπαλλήλους. Κατά τη διάρκεια της βρετανικής παρουσίας στην Παλαιστίνη, η “Ignun Zwai Leumi” και “Lehi” (Αγωνιστές για την ελευθερία του Ισραήλ) χρησιμοποίησαν την ατομική τρομοκρατία. Η Ignun σταμάτησε τις αντιβρετανικές της ενέργειες το 1939, όμως η μιλιταριστικού τύπου Lehi συνέχισε τον ένοπλο αγώνα. Η δολοφονία του λόρδου Moyne ήταν η εντυπωσιακότερη ενέργειά της. (…) Στη δεκαετία του τριάντα μια ομάδα νεαρών αξιωματικών του ιαπωνικού στρατού ασκούσε τρομοκρατία και επηρέαζε έτσι σε σημαντικό βαθμό την εξωτερική πολιτική της Ιαπωνίας. (…)
Από ιστορικής άποψης, (σ.τ.μ. και σε ό,τι αφορά το σύγχρονο αντάρτικο πόλης) πρόκειται για την επαναφορά στη ζωή συγκεκριμένων μορφών πολιτικής βίας, που ήταν συνηθισμένο φαινόμενο από παλιότερα σε διάφορα μέρη του κόσμου. Αυτές οι μέθοδοι είχαν εκείνη την εποχή περιγραφεί, αναλυθεί και συζητηθεί από κάθε οπτική γωνία. Αν λάβουμε υπόψη την αδύναμη μνήμη του ανθρώπου, πράγματι δεν είναι παράξενο ότι η επιστροφή της τρομοκρατίας τις τελευταίες δεκαετίες εκλαμβάνεται σαν ένα νέο φαινόμενο και ότι γίνεται διάλογος για αιτίες και λύσεις σαν να μην υπήρχαν ποτέ τέτοια φαινόμενα.
*Από το βιβλίο του Walter Laqueur, “TERRORISMUS”, Re‑gensburg, 1977.
Μετάφραση: Βασίλης Στοϊλόπουλος