του Γ. Καραμπελιά
Α. Σε ό,τι αφορά στη συμβολή των Ελλήνων λογίων στην Αναγέννηση, θα πρέπει να αποφύγουμε γενικεύσεις και αφορισμούς που παραμορφώνουν την εικόνα. Μεταξύ της σχολής που θεωρεί πως η συμβολή των Ελλήνων υπήρξε η αποφασιστική για την εμφάνιση της Αναγέννησης στη Δύση και εκείνης που τη θεωρεί αμελητέα, δεν θα χρειαστεί να επιλέξουμε διότι είναι εξ ίσου λανθασμένες. Για να εκτιμήσουμε αντικειμενικότερα την ελληνική συνεισφορά, θα πρέπει να πάψουμε να μιλάμε για την Αναγέννηση γενικά και να αναφερθούμε ιδιαίτερα στην Αναγέννηση των αρχαίων σπουδών και της πλατωνικής φιλοσοφίας, αφ’ ενός, και στην Αναγέννηση της Τέχνης και των επιστημών αφ’ ετέρου. Στον πρώτο τομέα, η συμβολή των Ελλήνων υπήρξε τωόντιαποφασιστική. Οι Έλληνες λόγιοι ανανέωσαν και τόνωσαν το ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα, σχολίασαν και εξέδωσαν πολλούς αρχαίους συγγραφείς, εισήγαγαν κυριολεκτικά τη μελέτη του Πλάτωνα και ενίσχυσαν την ουμανιστική κατεύθυνση της Αναγεννήσεως. Ωστόσο είναι πολύ λιγότερα τα έργα των Ελλήνων που αφορούν γενικότερα φιλοσοφικά ζητήματα (εκτός βέβαια από τη διαμάχη αριστοτελισμού-πλατωνισμού στην οποία ενεπλάκησαν ουσιαστικά, με τον Πλήθωνα, τον Βησσαρίωνα τον Αποστόλη, τον Γαζή, τον Κάλλιστο). Δεν συμμετέχουν καθόλου στη λογοτεχνική κίνηση, ενώ συμβάλλουν ουσιωδώς αλλά όχι αποκλειστικά στη διαμόρφωση της Αναγεννησιακής ζωγραφικής και της επιστημονικής σκέψης. Οι Έλληνες λόγιοι μετέφεραν στη Δύση μια παράδοση αρχαιογνωσίας και μεθοδικής μελέτης των αρχαίων κειμένων, εισήγαγαν για πρώτη φορά τις πλατωνικές ιδέες και, σε μικρότερη κλίμακα, ανέπτυξαν και νέουςπροβληματισμούς.
Η Αναγέννηση υπήρξε ένα αυτόνομο φαινόμενο στην πορεία της Ιταλίας και της Δύσης γενικότερα και η εμφάνισή της δεν εξαρτήθηκε από τον ρόλο των Ελλήνων. Ωστόσο ημορφή και η κατεύθυνσή της (ανθρωπισμός, επιστροφή στους Αρχαίους) επηρεάσθηκε καθοριστικά από αυτούς.
Αν η στροφή προς τον Πλάτωνα και η απόρριψη του αριστοτελικού σχολαστικισμού συνδέθηκε με την ακμή της Αναγέννησης στη Φλωρεντία, με την αποτίναξη του ζυγού της νοησιαρχίας και της ξηρότητας του σχολαστικισμού, εισάγοντας ένα στοιχείο ιδεαλισμού και μυστικισμού, αυτή η στροφή θα εγκαινιαστεί από τους Έλληνες λογίους.
Ο Πλήθων, στη διάρκεια των δύο χρόνων που βρέθηκε στη Δύση, θα γράψει το έργο που εγκαινίασε τη διαμάχη, Περί ών Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται, που αποτελεί τη σύνοψη των μαθημάτων του στη Φλωρεντία[1]. Ο Τραπεζούντιος θα απαντήσει με τις Comparationes philosophorum Aristotelis et Platonis, και ο Σχολάριος με τοΚατά των Πλήθωνος αποριών επ’ Αριστοτέλει που αποτελούν τις πιο μαχητικές επιθέσεις εναντίον του Πλήθωνος και του Πλατωνισμού. Ο Βησσαρίων θα γράψει στα 1464-71 το μεγάλο του έργο Έλεγχοι των κατά Πλάτωνος βλασφημιών, συστηματική ανασκευή του έργου του Τραπεζούντιου, το οποίο θα εκδοθεί μόνο στα Λατινικά, Ιn calumniatorem Platonis˙ αυτό το έργο, κατά τον Νικόλαο Ψημμένο, «χρησίμευσε στους Δυτικούς ως ένα είδος εγχειριδίου για τη γνώση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους»[2], ενώ, σύμφωνα με τον Βασίλειο Τατάκη, «αποκάλυψε τον Πλάτωνα στον δυτικό κόσμο, τον εισήγαγε στη Ρώμη, έκαμε τους Πάπες να τον δεχτούν, γιατί έδειχνε ότι καμιά από τις μεγάλες πλατωνικές διδασκαλίες δεν ήταν αντίθετη με την ορθοδοξία»[3]. Υπερασπίζεται τον Πλάτωνα και τον Πλήθωνα, ενώ στο έργο του De natura et Arte προσπάθησε να επιτύχει μία σύνθεση Αριστοτελισμού και Πλατωνισμού («τιμώ τον Αριστοτέλη και αγαπώ τον Πλάτωνα») και, παρόλο που στη σκέψη του ο Πλάτων υπερέχει του Αριστοτέλους, οι διαφορές τους είναι πολύ μικρότερες απ’ ό,τι τις παρουσίαζε ο Τραπεζούντιος. Ένα ανάλογο εγχείρημα, μιας κάποιας συνδιαλλαγής, θα πραγματοποιήσει και ο Θόδωρος Γαζής, από τη σκοπιά ενός ήπιου Αριστοτελισμού, στο έργο του Περί Εκουσίου και ακουσίου (De fato), όπου συνδέει τις αντιλήψεις του Αριστοτέλους και του Πλάτωνος για τη φύση και την αναγκαιότητα.
Β. Οι Έλληνες λόγιοι συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη του ενδιαφέροντος των δυτικών για την Ελλάδα, δημιουργώντας ένα πρώιμο ρεύμα φιλελληνισμού και αναπτύσσοντας το ενδιαφέρον για τη σύγχρονη Ελλάδα παρά την αρνητική εικόνα που είχε επιβάλει η θρησκευτική διαμάχη καθώς και οι παλαιότερες συγκρούσεις των Ελλήνων με τους Δυτικούς.
Γ. Οι Έλληνες λόγιοι θα τονίσουν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση και με τόση ενάργεια τη διαχρονική ενότητα του ελληνισμού. Και ήταν απολύτως φυσικό. Οι ίδιοι ήταν οι τελευταίοι Βυζαντινοί, οι πρώτοι νεοέλληνες και ταυτοχρόνως οι κατ’ εξοχήν εκφραστές και πρωταγωνιστές της ανανέωσης του ενδιαφέροντος για την αρχαία Ελλάδα. Αν στη συνέχεια χρειάστηκε να περιμένουμε τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο για να εκφραστεί καθαρά η ελληνική διαχρονία, εδώ, στις απαρχές, στη Δύση, η συνείδηση της ενότητας θα είναι αδιαμφισβήτητη και σαφής, από τον Πλήθωνα έως τον Ιανό Λάσκαρι: Έλληνες. Διότι βέβαια εδώ, στη λατινική Δύση, το ενδιαφέρον στρεφόταν στους «Έλληνες». Οι Ρωμαίοι-Ρωμιοί, ως συνέχεια του Βυζαντίου, θα επανεμφανιστούν στον χώρο της κατεχόμενης από τους Τούρκους Ελλάδας και μάλιστα μέσω της εκκλησίας, της οποίας το ποίμνιο, συμπεριλαμβάνοντας όλους τους ορθοδόξους, θα διευρυνθεί και πάλι σε ολόκληρο το μιλέτι των ρουμ. Ωστόσο, και εκ παραλλήλου, σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, και ιδιαίτερα στη Δυτική Ελλάδα, θα συνεχίσει να γίνεται, από τους λογίους αλλά και από τον λαό, αναφορά στους «Έλληνες», κυρίως στις σχέσεις με τη Δύση.
Δ. Η φυγή των Βυζαντινών λογίων θα δημιουργήσει μια πνευματική παράδοση, παρουσίας και εκπαίδευσης των Ελλήνων, ιδιαίτερα στην Ιταλία. Το πρώτο ελληνικό σχολείο θα είναι το Κολλέγιο της Ρώμης, και θα ακολουθήσουν ελληνικές σχολές στη Βενετία, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη με το Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου κλπ. Οι Έλληνες λόγιοι της τουρκοκρατίας θα σπουδάζουν σχεδόν αποκλειστικά στηνΠάδοβα Η Βενετία, για διακόσια ή τριακόσια χρόνια, θα αποτελεί το κέντρο εκδόσεως ελληνικών βιβλίων.
Αυτή η «ειδίκευση» των Ελλήνων λογίων της περιόδου στη Δύση αποκλειστικά στην αρχαία παράδοση θα έχει ως συνέπεια την ενίσχυση της αρχαίας ελληνικής γλωσσικής μορφής έναντι της σύγχρονης. Σε όλη τη μεταγενέστερη πορεία του ελληνισμού, οι λόγιοι που θα σπουδάζουν στη Δύση θα προσπαθούν να αρθούν στο ύψος των αρχαίων Ελλήνων, μέσα από τη χρήση μιας ανάλογης γλωσσικής μορφής. Αν η εκ νέου ανακάλυψη της αρχαιότητας θα τροφοδοτήσει στη Δύση την ανάπτυξη του ουμανισμού, και όχι βέβαια κάποια απόπειρα υποκατάστασης των σύγχρονων γλωσσικών ιδιωμάτων, στον ελληνικό χώρο, όπου επρόκειτο για διαφορετικές μορφές της ίδιας γλώσσας, θα γεννηθεί η αυταπάτη μιας τέτοιας υποκατάστασης˙ θα ενισχυθεί δε ιδιαίτερα από την αρχαιογνωσία και τον θεσμικό ρόλο των Ελλήνων λογίων στη Δύση, ως εκφραστών και ερμηνευτών της ελληνικής αρχαιότητας. Δεδομένης μάλιστα της έσχατης παρακμής του ελληνισμού, αυτό το εγχείρημα φάνταζε ακόμα πιο έγκυρο. Ο ελληνισμός, ιδιαίτερα στους πρώτους σκοτεινούς αιώνες, θα διασωζόταν από τρεις πηγές, τη λαϊκή παράδοση, τηνεκκλησία, που θα συντηρήσει το γένος στις δυσκολότερες στιγμές του, τέλος, την αναφορά στο αρχαίο κλέος και τη διαμόρφωση μιας αντίστοιχης λογίας παράδοσης, που στην επόμενη περίοδο θα διαπλακεί με τον ρόλο της εκκλησίας. Οι Έλληνες λόγιοι της Αναγέννησης θα εγκαινιάσουν λοιπόν ένα κίνημα που θα έχει την αντίθετη φορά από το αντίστοιχο Ιταλικό της περιόδου: θα αρνείται το άθλιο παρόν και θα επιθυμεί να «αναγεννήσει» το κλέος των αρχαίων προγόνων. Οι δύο γραμματικές της ελληνικής που θα χρησιμοποιούν οι Ελληνόπαιδες, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, του Γαζή και του Λάσκαρι, ήταν γραμματικές της αρχαίας ελληνικής, και συντάχθηκαν αυτή την περίοδο.
[1] Τατάκης σ. 265, Νικόλαος Ψημμένος, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας
[2] Ψημμένος τομ. Α΄, σ. 63.
[3] Τατάκης σ. 279