Στις 9 Ιανουαρίου 2017 πέθανε ο Πολωνός κοινωνιολόγος και στοχαστής Ζίγκμουντ Μπάουμαν.
Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από την Ρήξη φ. 130
Στην εποχή, που οι κοινωνικοί επιστήμονες, ολοένα και περισσότερο μετατρέπονται σε «τεχνικούς» του παγκόσμιου συστήματος κυριαρχίας, θα χαρακτηρίζαμε τον Μπάουμαν, ως τον τελευταίο ρομαντικό κοινωνιολόγο.
Ενθυμούμενοι τον Νίκο Ψυρρούκη, θα λέγαμε ότι ο Μπάουμαν στοχαζόταν με επιστημονικό και όχι γραφειοκρατικό ήθος. Μας προέτρεπε, να αναλάβουμε ξανά την ευθύνη απέναντι στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, αντιστεκόμενοι σε κάθε πολιτική, τεχνολογία, θεσμό ή δραστηριότητα, που τείνουν να τον καταργήσουν. Άλλωστε, επισήμανε ότι: «Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους».
Ο Μπάουμαν γεννήθηκε στην Πολωνία το 1925.Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, διέφυγε στην Σοβιετική Ένωση και στρατολογήθηκε στον Πολωνικό Κόκκινο στρατό, που τελούσε υπό σοβιετική καθοδήγηση, πήρε μέρος σε αρκετές μάχες και του απονεμήθηκε ο Στρατιωτικό σταυρός ανδρείας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, αλλά η απογοήτευσή του από το Πολωνικό κομμουνιστικό καθεστώς και τις τάσεις αντισημιτισμού που ενισχύονταν τον οδήγησαν να φύγει από την Πολωνία το 1968, αρχικά για το Ισραήλ, χωρίς να προσχωρήσει στον σιωνισμό, και το 1972 για το Λήντς της Αγγλίας.
Η σκέψη του δέχτηκε επιρροές από τον Κάρλ Μάρξ, τον Μάρξ Βέμπερ, τον Τεοντόρ Αντόρνο και τον Κορνήλιο Καστοριάδη.
Βασικός καμβάς του έργου του ήταν η κριτική της νεωτερικής και μετανεωτερικής εποχής μας. Εντός του οποίου, ανατέμνει τα φαινόμενα του Ολοκαυτώματος, του ολοκληρωτισμού, του καταναλωτισμού και της τεράστιας ανισότητας που κυριεύει τον κόσμο της παγκοσμιοποίησης. Σημαντική σημασία στο έργο του, αποκτά η αίσθηση της ρευστότητας που επικρατεί στον μεταμοντέρνο καταναλωτικό κόσμο μας. Μια ρευστότητα, που ενισχύει τον φόβο και θρυμματίζει τις χώρες και τον κόσμο μας, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα στην πλούσια ελίτ και την υπόλοιπη κοινωνία. Τόνιζε, ότι βασική ιδεολογία του καιρού μας είναι η αντίληψη, ότι ο πλούτος των ολίγων, μας ωφελεί όλους! Αν επιτρέψουμε στους πλούσιους να γίνουν πλουσιότεροι, τότε θα βοηθήσουμε τους φτωχούς. Παρά τα αντίθετα εμπειρικά δεδομένα και την απλή λογική, η πεποίθηση αυτή δεν καταλύεται από τα αυξανόμενα τεκμήρια που αποδεικνύουν το αντίθετο. Επιπλέον, εξετάζοντας την ιστορία της φτώχειας, ο Μπάουμαν εστιάζει στην διαφορά του να είσαι φτωχός σε μια κοινωνία παραγωγής και πλήρους απασχόλησης και σε μια κοινωνία καταναλωτών.
Η απόλυτη ελευθερία του ατόμου είναι η κυρίαρχη αξία του μετανεωτερικού φιλελευθερισμού, ωστόσο η αξία αυτή καταλήγει στην αποδόμηση και την απώλεια της ασφάλειας στην καθημερινή ζωή, αυξάνοντας την ρευστότητα, την ανησυχία και την απομάκρυνση στις σχέσεις των ανθρώπων.
Η αρνητική παγκοσμιοποίηση είναι σύμφυτη με το τραγικό ξερίζωμα των ανθρώπων και τα μεταναστευτικά ρεύματα. Η παραγωγή «ανθρώπινων απορριμμάτων», «περιττών» πληθυσμών, όπως τους περιγράφει ο Μπάουμαν, από μετανάστες, πρόσφυγες και άλλους αποκλεισμένους, αποτελεί δομικό στοιχείο της νεωτερικότητας και της «τακτοποίησης» του κόσμου, που θέλει να επιβάλλει ο απόλυτος «εκσυγχρονισμός» της. Ένας εκσυγχρονισμός που κυρίευσε τα πιο απομακρυσμένα σημεία του πλανήτη, παράγοντας έναν «περιττό» πληθυσμό, παντού, αδυνατώντας να δοθούν τοπικές λύσεις στα παγκόσμια προβλήματα υπερπληθυσμού, μετακινήσεων και ξεριζωμού.
Επιπλέον, το οντολογικό πρότυπο της ρευστής νεωτερικότητας (Liquid Modernity), είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί χαλαρούς δεσμούς, ώστε να λύνονται εύκολα, γρήγορα και χωρίς πόνο. Ένας ελάχιστος εαυτός (για να θυμηθούμε τον Κρίστοφερ Λας), που απεγνωσμένα ψάχνει ταυτότητα και ανθεκτικούς δεσμούς και ταυτόχρονα τον κυριεύει βαθύς φόβος. Το αναζητούμενο αυτόνομο άτομο της νεωτερικότητας, ηττήθηκε από τον θρίαμβο του ατομικισμού, σε έναν κόσμο, χωρίς δεσμεύσεις, εμπιστοσύνη και με διάχυτο καταναλωτικό κομφορμισμό.
Η παρακαταθήκη του Μπάουμαν, αποτελεί ένα υλικό πολύτιμο για λαούς, όπως ο δικός μας, που συνειδητοποιεί το τεράστιο έργο που μας αναλογεί, για να ξεπεράσουμε τους φόβους που μας κατατρέχουν, ώστε να πετύχουμε τους όρους, κυριολεκτικά, της επιβίωσής μας.