Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από την Ρήξη φ. 144
«Χωρίς ευσπλαχνία, ο άνθρωπος είναι σαν ζώο. Ακόμη κι αν είσαι σκληρός με τον εaυτό σου, να είσαι ευσπλαχνικός με τους άλλους. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Ο καθένας έχει δικαίωμα στην ευτυχία.»
Μελόδραμα; Ακριβώς! Με ρίζες δραματικές από τη θεατρική παράδοση των έργων «σίνπα», πάνω σε ένα είδος ταινιών εποχής, που οι Γιαπωνέζοι λένε «γκεντάι-γκέκι», επιπλέον, κοντά στο ήθος του αρχαίου ελληνικού ποιητικού δράματος, ο Κένζι Μιζογκούτσι, ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κινηματογράφου όλων των εποχών, δίνει στα 1954, λίγο πριν τον θάνατό του, ένα από τα πιο μεγαλοφυή σχόλια του σινεμά πάνω στην «εκμετάλευση ανθρώπου από άνθρωπο». Τον θυμηθήκαμε, μαζί με την ταινία του, Ο επιστάτης Σάνσο (Sanshô dayû), από το αφιέρωμα του κινηματογράφου «Στούντιο», στα 120 χρόνια από τη γέννησή του – 16 Μαΐου 1898.
Όπως καταλάβατε, ο Μιζογκούτσι, σοσιαλιστής ο ίδιος, το πάει αλλού από τα συνήθη των επαγγελματιών της επανάστασης. Χρήσιμο δεν είναι να τον θυμηθούμε; Μοναδική λύση του αινίγματος της απανθρωπίας του ανθρώπου είναι η ευσπλαχνία, η οποία ωστόσο απολιθώνεται στο έργο, όπως και στην Ιστορία εν γένει, μέσα σε πράξεις ανείπωτης σκληρότητας. Κάπως σαν το Ω της Ιλιάδας, μεταφερμένο στις μακρινές ακτές της Άπω Ανατολής.
Η ιστορία της ταινίας τοποθετείται στο τέλος της περιόδου «Χεϊάν», στα 1185, στη φεουδαρχική Ιαπωνία, «όταν ο άνθρωπος δεν είχε διαμορφωθεί πλήρως», όπως λένε οι τίτλοι της αρχής –τουτέστιν ακόμα σήμερα. Στην ιστορία της ταινίας, που είναι «σαν ένα από τα μεγάλα λαϊκά παραμύθια του κόσμου, γεμάτο θλίψη», ο σπλαχνικός κυβερνήτης μιας επαρχίας, καταδικασμένος σε εξορία, βάζει τον μικρό γιο του να αποστηθίσει αυτά τα λόγια, όταν χωρίζουν. Τα λόγια αυτά, μαζί με το ρεφρέν από το τραγούδι της γκέισας, «Δεν είναι η ζωή μαρτύριο;» είναι τα μοτίβα της ταινίας. Ο κυβερνήτης καταδικάζεται σε εξορία, γιατί προσπάθησε να προστατεύσει τους αγρότες της επαρχίας του και αντιτάχθηκε στον στρατηγό που ήθελε να τους επιστρατεύσει σε έναν από τους εμφύλιους πολέμους. Η γυναίκα του Ταμάκι, μαζί με τα δύο μικρά παιδιά τους, τον Ζούσιο και την Ανζού, ξεκινά ένα επικίνδυνο ταξίδι για να επιστρέψει στους γονείς της. Στο δρόμο τους απαγάγουν ληστές και τους πουλούν, την Ταμάκι γκέισα σε πορνείο και τα παιδιά σκλάβους στο ιδιωτικό αγρόκτημα του υπουργού της Δικαιοσύνης, όπου επιστάτης είναι ο σκληρός Σάνσο. Τα παιδιά μεγαλώνουν, ώσπου ο Ζούσιο, λησμονώντας προσώρας τα λόγια του πατέρα του, γίνεται κι αυτός ένας σκληρός βοηθός του Σάνσο. Η πάντα λυπημένη Ανζού, όμως, θα καταφέρει να του θυμίσει ποιος είναι και θα τον βοηθήσει να το σκάσει. Η ίδια θα θυσιαστεί και ο Ζούσιο θα καταφέρει να γίνει κυβερνήτης της επαρχίας, όπου βρίσκεται το αγρόκτημα που πριν ήταν σκλάβος. Ως κυβερνήτης πλέον, θα εκδώσει διάταγμα για την απαγόρευση της δουλείας και την απελευθέρωση των σκλάβων. Ο Σάνσο συλλαμβάνεται και οι απελευθερωμένοι σκλάβοι καίνε το αγρόκτημα. Καθώς η Ανζού έχει πια πεθάνει, ο Ζούσιο θα παραιτηθεί από τη θέση του για να αναζητήσει τη μητέρα του, τη μοναδική επιζήσασα της οικογένειας. Μελόδραμα; Ακριβώς!
Δηλαδή, κάτι πολύ περισσότερο από μελόδραμα. Τραγωδία. Η ρημαγμένη ζωή του Ζούσιο και η απόλυτη παράδοση της τυφλής και ανάπηρης πλέον μάνας στον θρήνο θυμίζει Σοφοκλή, στην «Αντιγόνη» του, ή στον «Οιδίποδα Τύραννο». Δεν χρειάζεται να πω πολλά για τη λεπτή μαστοριά του Μιζογκούτσι, αναγνωρισμένη άλλωστε πρώτα πρώτα από μέγιστους ομότεχνούς του, όπως ο Ταρκόφσκι. Αρκεί να ξεκινήσει η ταινία, που ακόμα από τους τίτλους της σε παρασύρει στον ρυθμό αυτού του πικρού παραμυθιού, που είναι η ίδια η ζωή. Οι πολλές ανατροπές στην αφήγηση, ο λυρισμός των εικόνων του –η πρώτη δουλειά του Μιζογκούσι ήταν ζωγράφος σκηνικών στο θέατρο–, ο, εσωτερικός τις πιο πολλές φορές, σπαραγμός των ηθοποιών, τα μεγάλης διάρκειας αφηγηματικά πλάνα του, στα οποία υπήρξε από τους πρώτους διδάξαντες, η καίρια χρήση της μουσικής, τα κοστούμια, η τελετουργία της μεσαιωνικής Ιαπωνίας –γειτονική κινησιολογία στον δικό μας «βυζαντινισμό»–, η ένταξη της φύσης στο δράμα, μα, το κυριότερο, το ήθος του δημιουργού, βάζουν τον θεατή σε ένα σπάνιο κόσμο συγκίνησης.
Ο σκηνοθέτης, παρά τις δόξες του, στα τελευταία του χρόνια, σε φεστιβάλ, ανάμεσα στους ομότεχνούς του και στην κριτική –η ταινία του Ουγκέτσου Μονογκατάρι (1953), που επίσης προβάλλεται στο αφιέρωμα, βρίσκεται μονίμως στις λίστες με τις δέκα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών– παραμένει άγνωστος στο μεγάλο κοινό, παρότι οι ταινίες του ανήκουν στο λαϊκό είδος κινηματογράφου. Εκτός από ένα αφιέρωμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2000, οι ταινίες του σπάνια παίζονται. Ο Σάνσο, μάλιστα, δεν είχε προβληθεί ποτέ σε διανομή στις αθηναϊκές αίθουσες μέχρι τη δεκαετία του 2000. Το πόσο επίκαιρη είναι σήμερα η ταινία αυτή, για να μείνω λίγο ακόμα στον Σάνσο, νομίζω δεν χρειάζεται να το τονίσω. Μπορεί η σκληρότητα να έχει λίγο χαθεί από το προσκήνιο του αναπτυγμένου κόσμου, ωστόσο είναι μόνιμη απέναντι στους «δούλους». Δείτε, φερ’ ειπείν, τι γίνεται σήμερα με τους πρόσφυγες-μετανάστες. Αλλά μήπως οι λαϊκές συνθήκες ζωής και εργασίας, σε αναπτυγμένο ή αναπτυσσόμενο κόσμο, δεν οδηγούνται ολοένα και περισσότερο σήμερα σε νέου τύπου φεουδαλισμό;
Ο Μιζογκούτσι καταφέρνει να μιλήσει για όλα αυτά με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Δεν είναι «μηχανικός συστημάτων», που «πρέπει να αλλάξουν» και άλλα «μπλα-μπλα». Είναι καλλιτέχνης, τραγωδός και ποιητής. Και για τους ποιητές όλων των εποχών είναι πάντα καίριο το «χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος». Η λυδία λίθος δεν είναι το «σύστημα», αλλά ο άνθρωπος, που «χωρίς ευσπλαχνία είναι σαν ζώο». Η θυσία της γυναίκας χάριν της ζωής και η αργή επιστροφή και μετάνοια του άνδρα –ο Ζούσιο επιστρέφει κλαίγοντας, για να περιμαζέψει τη μάνα του και ο Τάρο, ο γιος του Σάνσο, καλογερεύει σε βουδιστικό μοναστήρι– είναι ο δρόμος μιας απάντησης, που κάποτε θα λύσει το αίνιγμα που δένει πισθάγκωνα τον άνθρωπο στην απανθρωπία, στην εκμηδένισή του μ’ άλλα λόγια. Μόνο ένας μεγάλος σύγχρονος τραγικός μπορεί να δει τα ανθρώπινα πράγματα σ’ αυτή την ιλιγγιώδη διάσταση. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο τραγικός αυτός, στον εικοστό αιώνα, ήταν Ιάπων και κινηματογραφιστής, αρχαίος και σύγχρονος συνάμα.
Αφιέρωμα στα 120 χρόνια του Μιζογκούτσι
Υπέροχη σύμπτωση είναι κιόλας, που το μικρό αυτό αφιέρωμα στα 120 χρόνια από τη γέννηση του σκηνοθέτη –αλήθεια εκείνη η Ταινιοθήκη της Ελλάδος τι κάνει;– γίνεται ετούτο τον Μάιο, που γιορτάζονται τα πενηντάχρονα του γαλλικού Μάη. Ο Μιζογκούτσι, πεθαμένος από το 1956, είναι ένας από τους προάγγελους εκείνης της εποχής. Μόνο που δεν ακούστηκε όσο θα έπρεπε. Πώς μπορούσαν κιόλας να χωρέσουν σε μαοϊκά ανεγκέφαλα κεφάλια όλα τα παραπάνω; Κι όμως ο Μιζογκούτσι είναι πιο μαγιάτικος απ’ όλους.
Στο μοναδικό Ουγκέτσου Μονογκατάρι, το θέμα της απληστίας και των συνεπειών του πολέμου, ξετυλίγεται πάλι μέσα από τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Το προσωπικό είναι το πιο πολιτικό που υπάρχει, μας λέει ο σύγχρονος του Μάη Μιζογκούτσι. Και ο έρωτας είναι η μεγαλύτερη επανάσταση. Αυτό το βλέπουμε πιο καθαρά στην τρίτη ταινία που θα προβάλλεται αυτές τις μέρες στο «Στούντιο», τους Σταυρωμένους εραστές (1954). Ο έρωτας του Μοχέι για την κυρία Οσάν –που στη μεσαιωνική Ιαπωνία τιμωρείται με σταύρωση– είναι η μεγάλη ανατροπή στο μεγάλο αυτό παγκόσμιο δράμα. Δεν έχω λόγια να σας περιγράψω τη συγκίνηση αυτής της ταινίας. Ίσως είναι ο ευγενέστερος, δυνατότερος και πιο ανατρεπτικός έρωτας που έχει ποτέ διηγηθεί το σινεμά. Όλες οι καταπιεστικές δομές της κοινωνίας γκρεμίζονται μαζί με τη σταύρωση των εραστών. Τίποτα δεν νομιμοποιείται πια. Αλλά ο Μιζογκούτσι, είπαμε, είναι τραγικός. Έχει τον δικό του οίκο των Λαβδακιδών όπου εκεί μέσα παίζεται όλο το δράμα της Ιστορίας, όλο το δράμα του ανθρώπου παναπεί. Δεν έχω δίκιο, όταν στα δικά μου μάτια όλα αυτά τα βλέπω σαν περισσότερο Μάη από τον Μάη του ’68; κι έχουν και κάτι ακόμα πιο δυνατό από εκείνον τον πολύφερνο τάχα Μάη: διάρκεια. Ενώ ο παριζιάνικος ξεσηκωμός, μήνας ήταν και πέρασε, τα κινηματογραφικά δράματα του Μιζογκούτσι θα μείνουν εσαεί μνημεία του ανθρώπου του εικοστού αιώνα, που τον άλεσε χωρίς αντίκρυσμα –όπως ήταν αναμενόμενο– ο ανηλεής μηδενισμός πολέμων και επαναστάσεων με αμέτρητο το πλήθος των θυμάτων. Γιατί πάντοτε η αληθινή επανάσταση ριζώνει στα καθ’ εαυτόν.
Ο Μιζογκούτσι έζησε και πέθανε το ίδιο τυραγνισμένος, σαν τους ήρωες των ταινιών του. Είναι πάμπολλες οι αυτοβιογραφικές αναφορές στο έργο του. Δεν είναι του παρόντος να τις αναφέρω. Και είναι τόσο κοντά στα δικά μας πάθη, που αν λησμονήσει κανείς για λίγο το ιαπωνικό σκηνικό των ταινιών του, θα αισθανθεί οικεία, σα να βρίσκεται σε κάποιο δικό μας μελόδραμα. Ή κάπου σε κάποια σελίδα του Παπαδιαμάντη. Ναι, του Παπαδιαμάντη! Στην ιστορία του Ουγκέτσου, το ψήλωμα του νου του πρωταγωνιστή, η δαιμονική επίρροια, η επιστροφή του, όλα θυμίζουν τον δικό μας τυραγνισμένο Σκιαθίτη…
Συγχωρήστε μου που έκανα λίγο το κομμάτι μου σήμερα, αλλά, πιστέψτε με, ο τυραγνισμένος μέγας Μιζογκούτσι αξίζει τον κόπο. Και αποζημιώνει πλουσιοπάροχα στην ευωχία των ταινιών του.
2 ΣΧΟΛΙΑ
Οἱ πιὸ ὡραῖες ἀναλύσεις τοῦ Μιζογκούτσι ποὺ ἔχω διαβάσει.
[…] ΠΗΓΗ: https://ardin-rixi.gr/archives/208348 […]