Από το Άρδην τ. 85, Απρίλιος-Μάιος 2011
[εκδόσεις Ενάλιος, 2006, σσ. 320]
«Πιστεύουμε ότι μετά το τέλος της φυσικής κοινότητας, την κοινοτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης και τον κοινοτικό άνθρωπο διαδέχθηκαν η εγωκεντρική κοινωνία και ο εγωκεντρικός άνθρωπος. […] Δεν είναι καθόλου τυχαίο βέβαια που οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι αναπολούν την απλότητα και τις αξίες του κοινοτικού φυσικού βίου. Με το τέλος του φυσικού κοινοτικού βίου, έκανε την εμφάνισή του ένας νέος τύπος ανθρώπου, ο οποίος αποξενώθηκε από όλες τις μέχρι τότε φυσικές του δραστηριότητες. Όλες οι δραστηριότητές του, από εκείνη την χρονική περίοδο και ύστερα, αρχίζουν να αποκτούν το νόημά τους μόνον όταν μπορούν να εκπληρώσουν την ικανοποίηση του ατομικού του ΕΓΩ. Όλη η αξία και η ουσία της ζωής υπάρχει και βιώνεται λειτουργικά, μέσα στην καθημερινότητα, μόνον όταν εξυψώνει και ικανοποιεί αυτό το νέο Ατομικό Εγώ.»
Από τις Εκδόσεις Ενάλιος κυκλοφόρησε το έργο του Βασίλη Ν. Οικονόμου Η επιστροφή της Φιλοσοφίας: Η αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και η εξέλιξη της Ανθρωπότητας. Πρόκειται για μια επίμοχθη και φιλόδοξη προσπάθεια να συνοψιστεί μέσα σε ένα βιβλίο, αν όχι το σύνολο, οπωσδήποτε η ουσία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Παράλληλα, συγκρίνεται ο αρχαίος λόγος με δύο από τις σημαντικότερες μονοθεϊστικές θρησκείες – τον χριστιανισμό και τον ιουδαϊσμό – καθώς και τον μαρξισμό, δηλαδή μια κοινωνική θεωρία που σε ορισμένες περιπτώσεις έλαβε τα χαρακτηριστικά εγκόσμιας θρησκείας. Το έργο διαβάζεται με ενδιαφέρον, γιατί επικεντρώνεται στην σημασία που έχει ο αρχαίος ελληνικός λόγος για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Η «αναμέτρηση» του στοχαστή με τον αρχαίο ελληνικό λόγο υποκρύπτει δύο κινδύνους, από τους οποίους δεν ξέφυγαν εύκολα πολλοί στοχαστές: πρώτα την προγονοπληξία και την ιδεολογική ανάγνωση, και δεύτερο να κριθεί ο αρχαίος ελληνικός λόγος αυστηρά με τα μέτρα της εποχής μας. Πιστεύω ότι ο συγγραφέας έχει ξεπεράσει με επιτυχία και τους δύο αυτούς σκοπέλους. Η ανάγνωση του αρχαίου ελληνικού στοχασμού είναι ψύχραιμη, δηλαδή επιστημονική. Επίσης, απέφυγε με συνέπεια τους αναχρονισμούς και την απαίτηση η αρχαία ελληνική κοινωνία να πληρεί τις προυποθέσεις μεταγενέστερων κοινωνιών. Το γεγονός αυτό οφείλεται κατά την γνώμη μου στο ότι ο συγγραφέας εξάντλησε ένα μεγάλο μέρος της αρχαίας βιβλιογραφίας και της βιβλιογραφίας που αναφέρεται σε αυτή. Γιατί όμως ένα τέτοιο έργο γράφεται από κάποιον που – από ότι διαβάζουμε στο βιογραφικό του – δεν είναι επαγγελματίας φιλόλογος; Ίσως δεν είναι περιττό να επαναλάβουμε την άποψη του Γ. Σεφέρη, ότι όλοι στην Ελλάδα είμαστε λιγότερο ή περισσότερο αυτοδίδακτοι. Σε αυτές τις περιπτώσεις το πάθος του αναγνώστη – που μεταπλάσσεται σταδιακά σε πάθος του ερευνητή – είναι το σημαντικότερο εφόδιο. Αν η συγγραφή δεν είναι μέσο βιοπορισμού, αλλά τρόπος υπαρξιακής πλήρωσης, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι θετικά. Αυτός είναι ο λόγος που οι πανεπιστημιακοί μας σπάνια πλέον γράφουν ενδιαφέροντα έργα, που να μπορούν να μας απασχολήσουν, θετικά ή αρνητικά. Όταν η συγγραφή ακολουθεί τους δημοσιοϋπαλληλικούς κώδικες, συνήθως τα έργα που παράγονται υπηρετούν κάποιες σκοπιμότητες καριέρας, ώστε η αυτολογοκρισία και οι κατά παραγγελία απόψεις να μην είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας.
Ο Βασίλης Οικονόμου όμως, έσκυψε πάνω στον αρχαίο στοχασμό με το πάθος του ερευνητή και την ψυχραιμία του επιστήμονα. Αλλά δεν αρκέστηκε σε αυτό. Συνέκρινε για παράδειγμα τον Μάρξ ή τον Μπακούνιν με τον αρχαίο κριτικό λόγο. Επίσης συμπεραίνει έγκυρα, πόσο αποτρεπτικά λειτούργησε στις μεταπολιτευτικές γενιές να μελετήσουν τον αρχαιοελληνικό στοχασμό, η κατάχρηση από την Χούντα του αρχαίου λόγου και η επιστράτευση του ιδεολογήματος του ελληνοχριστιανισμού. Ζώντας σε μια εποχή που εξαντλεί με ραγδαίο τρόπο τις δυνατότητες επιβίωσης του πλανήτη, όπου ο κόσμος και ο άνθρωπος γίνεται αντικείμενο για λεηλασία, συμπεραίνει: «Η στροφή και η επάνοδος όλων των λαών στην αρχαία ελληνική πολιτισμική παράδοση και στις δικές τους αρχαίες παραδόσεις και γνώσεις προβάλλει ως η μόνη λύση για τη σωτηρία, πρώτα από όλα της ίδιας της ανθρώπινης ζωής πάνω στον πλανήτη» (σελ. 276), ενώ επισημαίνει ως δευτερεύουσα αναγκαιότητα να παύσει η «μονοδιάστατη εμμονή του πολιτικού κόσμου στις οικονομικές παραμέτρους της ανθρώπινης ζωής που τροφοδοτεί το όνειρο ενός γενικευμένου κοινωνικού καταναλωτικού συβαριτισμού» καθώς και να τεθούν οι προϋποθέσεις για αποτελεσματική αντίσταση στα σχέδια που ξετυλίγει ο αμερικανισμός στην περιοχή – ανάμεσα σε αυτά το άλλαγμα των συνόρων στα Βαλκάνια και η υπαγωγή της Ελλάδας στο νέο-οθωμανισμό.
Σπύρος Κουτρούλης