Αρχική » Η λαογραφία και ο εθνικισμός – Η αλήθεια και το ψέμα (Μέρος Β’)

Η λαογραφία και ο εθνικισμός – Η αλήθεια και το ψέμα (Μέρος Β’)

από Άρδην - Ρήξη

του Μιχάλη Μερακλή, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003

Μέρος Ι­Ι*

Με τη λα­ο­γρα­φί­α καθ’ ε­αυ­τήν, ως ε­πι­στή­μη, α­σχο­λεί­ται στο πέ­μπτο κε­φά­λαιο (α­πό τη σ. 172 κ. ε.). Αρ­χί­ζο­ντας –και τε­λειώ­νο­ντας, ου­σια­στι­κά,– με το Νι­κό­λα­ο Πο­λί­τη, τον «με­γα­λύ­τε­ρον “ελ­λη­νί­ζο­ντα” λα­ο­γρά­φο» (166). Ο αμ­φί­ση­μος ή και ο­ξύ­μω­ρος λό­γος του κ. Η. εί­ναι πά­ντα πα­ρών: «Μέ­χρις ε­νός ση­μεί­ου μπο­ρού­με να πού­με πως ο Πο­λί­της κλη­ρο­νό­μη­σε με­θο­δο­λο­γι­κά κου­ρέ­λια και έ­φτια­ξε μια κου­ρε­λού, ε­πρό­κει­το ό­μως για μια κου­ρε­λού με α­ξιο­ση­μεί­ω­τα αρ­μο­νι­κό σχέ­διο» (174). Για­τί; Διό­τι συν­δύ­α­σε (α­νή­κου­στο ε­πι­στη­μο­λο­γι­κό σφάλ­μα…) την κει­με­νι­κή α­νά­γνω­ση της κλασ­σι­κής φι­λο­λο­γί­ας (τι άλ­λο να έ­κα­νε, α­φού με­γά­λο μέ­ρος της προ­φο­ρι­κής πα­ρά­δο­σης εί­χε μνη­μειω­θεί σε κεί­με­να και α­φού νε­ο­ελ­λη­νι­κή φι­λο­λο­γί­α δεν εί­χε α­κό­μα συ­γκρο­τη­θεί), το στό­χο της ι­στο­ρι­κής α­να­πα­ρά­στα­σης με βά­ση την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή (για­τί ό­χι, α­φού υ­πήρ­χε έ­να πλή­θος α­ντι­κει­με­νι­κών ε­πι­βιω­μά­των; Βλ. και στον ί­διο, σ. 33) και αρ­χεια­κή έ­ρευ­να (κά­τι που μό­νο να ε­παι­νε­θεί έ­πρε­πε) και με έ­να σύ­νο­λο εν­νοιών που προ­έρ­χονταν εν μέ­ρει α­πό τη νε­ο­εμ­φα­νι­ζό­με­νη αν­θρω­πο­λο­γί­α του Τά­ι­λορ και άλ­λων (α­διά­ψευ­στο, λοι­πόν, δείγ­μα της ε­πι­θυ­μί­ας του Πο­λί­τη να συ­ντο­νί­σει την έ­ρευ­νά του προς τις πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νες αν­θρω­πο­λο­γι­κές τά­σεις· κα­κό και αυ­τό) (174).

Πριν χα­ρα­κτη­ρί­σει ο κ. Η. τη μέ­θο­δο του Πο­λί­τη «κου­ρε­λού», εί­χε πει ό­τι η ε­πι­δί­ω­ξη ε­κεί­νου δεν ή­ταν να δια­λέ­ξει την ε­πι­στή­μη που θα του πρό­σφε­ρε «την ι­δα­νι­κή με­θο­δο­λο­γί­α», αλ­λά «να α­πο­σπά­σει α­πό την κα­θε­μιά τις αρ­χές ε­κεί­νες, οι ο­ποί­ες θα συ­νέ­βαλ­λαν κα­λύ­τε­ρα σε μια ε­νο­ποι­η­μέ­νη ε­πι­στή­μη της λα­ο­γρα­φί­ας» -το α­πο­τέ­λε­σμα πά­ντως υ­πήρ­ξε μια κου­ρε­λού, έ­στω και «αρ­μο­νι­κή»! Και ό­λα αυ­τά, για­τί ο Πο­λί­της ή­θε­λε να α­πο­δεί­ξει με κά­θε τρό­πο τη συ­νέ­χεια του ελ­λη­νι­κού έ­θνους α­πό των αρ­χαιο­τά­των χρό­νων. Ε­ντού­τοις και ο ί­διος ο Η. ο­μο­λο­γεί: «Συ­νέ­χεια, ω­στό­σο, δεν ση­μαί­νει α­να­γκα­στι­κά και ταυ­τό­τη­τα, ε­νώ (ό­πως συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ο Πο­λί­της – υ­πο­γραμ­μί­ζω ε­γώ) σί­γου­ρα δεν α­πο­κλεί­ει ο­μοιό­τη­τες και με άλ­λους πο­λι­τι­σμούς. Α­κό­μη και ο κλε­φτι­σμός μπο­ρού­σε να ε­ντα­χθεί στη νέ­α, συ­γκρι­τι­κή αυ­τή ο­πτι­κή» (179. Βλ. και 187-8).

Πα­ρά ταύ­τα η ε­πω­δός, ό­τι ο Πο­λί­της υ­πήρ­ξε ο «με­γα­λύ­τε­ρος των “ελ­λη­νι­ζό­ντων”», ε­πα­νέρ­χε­ται, ε­νώ το­νί­ζε­ται πως ο ί­διος ε­μπλέ­κε­ται κιό­λας στο α­λυ­τρω­τι­κό κί­νη­μα, α­κό­μα και «ως μυ­στι­κός αγ­γε­λια­φό­ρος ε­θνι­κι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη» (208). Θα ό­φει­λε πά­ντως να α­να­δι­φή­σει και τα τεκ­μή­ρια του υ­πάρ­χο­ντος αρ­χεί­ου Πο­λί­τη, για να δει ό­τι ο ί­διος πρω­το­στα­τού­σε σε κι­νή­μα­τα συγ­γε­νή με αυ­τά που α­πο­σκο­πού­σαν στην πραγ­μά­τω­ση των ο­ρα­μά­των του Ρή­γα Φε­ραί­ου. Το εν­δια­φέ­ρον του Πο­λί­τη για το α­λυ­τρω­τι­κό κί­νη­μα (που εί­ναι ι­στο­ρι­κό λά­θος να το βλέ­που­με μό­νο και α­πο­κλει­στι­κά στη με­γα­λο­ϊ­δε­ά­τι­κη ε­κτρο­πή του) ή­ταν το τέρ­μα, εν­δε­χο­μέ­νως (πέ­θα­νε ξαφ­νι­κά), μιας δρα­μα­τι­κής πο­ρεί­ας, που φα­νε­ρώ­νει έ­ναν άν­θρω­πο, οι δη­μο­κρα­τι­κές και πνευ­μα­τι­κές α­νη­συ­χί­ες του ο­ποί­ου υ­περ­βαί­νουν κα­τά πο­λύ τα στε­γα­νά, μέ­σα στα ο­ποί­α τον το­πο­θε­τεί ο κ. Η.

Στο έ­κτο και τε­λευ­ταί­ο κε­φά­λαιο πε­ρι­γρά­φε­ται η «ε­πέ­κτα­ση (της “ελ­λη­νί­ζου­σας” τά­σης, εν­νο­εί­ται) και κα­τάρ­ρευ­ση». Ε­πέ­κτα­ση με στό­χο την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, «τη μελ­λο­ντι­κή πρω­τεύ­ου­σα ε­νός πλή­ρως α­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νου ελ­λη­νι­κού ε­θνι­κού κρά­τους» (213), σαν μια ει­ρω­νεί­α μά­λι­στα, α­φού, ό­πως πα­ρα­τη­ρεί ο κ. Η., ο στό­χος αυ­τός δεν ή­ταν των πο­λι­τι­κών του «ελ­λη­νι­σμού» (αυ­τοί εί­χαν προ­φα­νώς πά­ντα μπρο­στά τους την αρ­χαί­α Α­θή­να), αλ­λά μάλ­λον της «ρω­μιο­σύ­νης». Υ­πο­γράμ­μι­σα πα­ρα­πά­νω τη λέ­ξη, για να ρω­τή­σω άλ­λη μια φο­ρά: ποια ά­με­ση, ε­φαρ­μο­σμέ­νη σχέ­ση εί­χε η λα­ο­γρα­φί­α του Πο­λί­τη –θαυ­μα­στή, ε­πι­τέ­λους, και συ­νερ­γά­τη, σε θέ­μα­τα και­νο­το­μι­κής παι­δεί­ας, του Τρι­κού­πη– με την πο­λι­τι­κή του με­γα­λο­ϊ­δε­α­τι­σμού; Πού πρω­το­στά­τη­σε, πού, πό­τε, ποιους κα­θο­δή­γη­σε η (μό­λις το 1909 ε­πί­ση­μα βγαλ­μέ­νη στο φως, και μ’ έ­να πρό­γραμ­μα που δεν έ­χει κα­νέ­να α­πο­λύ­τως ση­μεί­ο ε­πα­φής με τα με­γα­λο­ϊ­δε­ά­τι­κα ο­ρά­μα­τα) λα­ο­γρα­φί­α; Για­τί ε­πί­μο­να και μο­νό­το­να ό­λες τις –υ­παρ­κτές ή ό­χι– ε­νο­χές ό­λων, –ι­στο­ρι­κών, φι­λο­λό­γων, αρ­χαιο­λό­γων, γλωσ­σο­λό­γων κ.λπ.,– ό­λων των ε­πο­χών, τις φορ­τώ­νει ο κ. Η. στη με­τα­γε­νέ­στε­ρη ό­λων των ε­πι­στη­μών λα­ο­γρα­φί­α;

Η κί­νη­σή του αυ­τή θα μπο­ρού­σε να δι­καιο­λο­γη­θεί (και να έ­χει. ε­πι­τέ­λους, και μιαν η­θι­κή δι­καί­ω­ση), αν η λα­ο­γρα­φί­α, ως κυ­ρί­αρ­χο κί­νη­μα ή ε­πί­ση­μη ε­πι­στή­μη μιας η­γε­μο­νι­κής τά­ξης, α­πο­λάμ­βα­νε και μια δια­κε­κρι­μέ­νη προ­νο­μια­κή με­τα­χεί­ρι­ση, θε­σμι­κή, υ­λι­κή, οι­κο­νο­μι­κή. Ό­μως τί­πο­τα απ’ αυ­τά δεν συ­νέ­βη.

Ο­πωσ­δή­πο­τε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή και σχε­δόν κο­ρυ­φαί­α πε­ρί­πτω­ση ε­θνι­κι­στι­κής δρά­σης της λα­ο­γρα­φί­ας βλέ­πει ο κ. Η. στο τρα­γού­δι θρή­νο για την Α­γιά-Σο­φιά, στο τε­λευ­ταί­ο δί­στι­χο:

«Σώ­πα­σε κυ­ρα-Δέ­σποι­να και μην πο­λυ­δα­κρύ­ζεις, πά­λι με χρό­νους με και­ρούς, πά­λι δι­κά σας εί­ναι».

Έ­τσι το εί­χε δη­μο­σιεύ­σει ο Πο­λί­της στην έκ­δο­ση δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών που έ­κα­νε το 1914, ο ί­διος το 1918 τρο­πο­ποιεί την έκ­φρα­ση «δι­κά σας» σε «δι­κά μας»:


«Οι πη­γές του Πο­λί­τη ως ε­πί το πλεί­στον δί­νουν “δι­κά σας”, ό­πως και κά­θε υ­πεύ­θυ­νη α­να­τύ­πω­ση του πλή­ρους κει­μέ­νου (συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης ε­κεί­νης του Πο­λί­τη)· ό­ταν ό­μως οι δύ­ο στί­χοι (ή και μό­νον ο τε­λευ­ταί­ος) εμ­φα­νί­ζο­νται μό­νοι τους, δί­χως συμ­φρα­ζό­με­να, χρη­σι­μο­ποιεί­ται συ­νή­θως το “δι­κά μας”. Αν και η συ­νή­θεια αυ­τή δεν φαί­νε­ται να ξε­κί­νη­σε α­πό τον Πο­λί­τη, βρή­κε στο πρό­σω­πο του έ­ναν πρώ­ι­μο υ­πο­στη­ρι­κτή» (227).


Ο κ. Η. συ­νε­χί­ζει ως ε­ξής: «Δεν πρέ­πει να υ­πο­τι­μή­σου­με τη φαι­νο­με­νι­κά ε­λάσ­σο­να αυ­τή αλ­λοί­ω­ση. Η ση­μα­σί­α της δεν έ­γκει­ται α­πλώς στο βαθ­μό, στον ο­ποί­ο μας ε­πι­τρέ­πει να δού­με μέ­χρι ποιου ση­μεί­ου μπο­ρού­σε ο Πο­λί­της να α­νε­χθεί μια α­ντί­φα­ση με­τα­ξύ της ε­πι­στη­μο­νι­κής α­κρί­βειας και της ερ­μη­νεί­ας που ε­πε­δί­ω­κε· η α­ντί­φα­ση αυ­τή βρί­σκε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο στη δι­κή μας, α­να­δρο­μι­κή θε­ώ­ρη­ση των πραγ­μά­των, πα­ρά στο δι­κό του σχή­μα ερ­μη­νεί­ας. Η σπου­δαιό­τη­τα της αλ­λα­γής της α­ντω­νυ­μί­ας εί­ναι πο­λύ γε­νι­κό­τε­ρου εί­δους. Α­φο­ρά μια ο­λό­κλη­ρη α­ντί­λη­ψη για τη θέ­ση των Ελ­λή­νων μέ­σα στον κό­σμο, την ταυ­τό­τη­τά τους ως λα­ού και των ε­δα­φι­κών συ­νε­πα­γω­γών της Με­γά­λης Ι­δέ­ας. Η αλ­λοί­ω­ση αυ­τή α­παι­τεί λε­πτο­με­ρή α­νά­λυ­ση και μπο­ρεί να α­πο­τε­λέ­σει κα­τα­κλεί­δα στην έκ­θε­ση τού­τη της ε­ξέ­λι­ξης της λα­ο­γρα­φί­ας ως ι­δε­ο­λο­γι­κού κει­μέ­νου» (227) (υ­πο­γραμ­μί­ζω).


Η κα­τά­λη­ξη της τε­λευ­ταί­ας φρά­σης στην πα­ρα­πά­νω ε­ξω­φρε­νι­κή πε­ρι­κο­πή (ε­ξω­φρε­νι­κή στην προ­σπά­θεια να βγά­λει ο συγ­γρα­φέ­ας α­πό τη μύ­γα ξύ­γκι) δεί­χνει κα­θα­ρά και το λό­γο, για τον ο­ποί­ο γρά­φτη­κε το βι­βλί­ο: να φα­νεί, ό­τι η λα­ο­γρα­φί­α, στο σύ­νο­λο της, εί­ναι έ­να ι­δε­ο­λο­γι­κό κεί­με­νο, προ­ϊ­όν ι­δε­ο­λο­γι­κής σκο­πι­μό­τη­τας, ε­θνι­κι­στι­κής βέ­βαια.


Την πα­ρα­τή­ρη­σή του αυ­τή θέ­λει ο κ. Η., ό­πως λέ­ει, να την α­να­λύ­σει. Βα­σί­ζε­ται σε γραμ­μέ­νο το 1918 στα γαλ­λι­κά κεί­με­νο του Πο­λί­τη, ό­που πα­ρου­σί­α­ζε προ­φη­τεί­ες που κυ­κλο­φο­ρού­σαν στο λα­ό με­τά την Ά­λω­ση, ευοί­ω­νες ως προς την α­να­γέν­νη­ση της Ελ­λά­δας, σε α­ντί­θε­ση με τις πριν α­πό την Ά­λω­ση δυ­σοί­ω­νες προρ­ρή­σεις (κι­νή­σεις ψυ­χο­λο­γι­κά ευε­ξή­γη­τες, και οι δύ­ο, τό­σο σε α­το­μι­κό ό­σο και σε ο­μα­δι­κό, κα­τε­ξο­χήν, ε­πί­πε­δο). Κρι­τι­κά­ρει την πα­ρα­τή­ρη­ση του Πο­λί­τη (που τη δια­τύ­πω­σε, ό­πως γρά­φει ο κ. Η., «με πε­ρισ­σό­τε­ρο εν­θου­σια­σμό πα­ρά α­κρί­βεια»), ό­τι το τρα­γού­δι για την Α­για-Σο­φιά κυ­κλο­φό­ρη­σε σε ό­λη την Ελ­λά­δα, «α­κό­μη και με­τα­ξύ των Βλα­χό­φω­νων της Μα­κε­δο­νί­ας», συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας έ­τσι και αυ­τούς «στη σφαί­ρα ε­πιρ­ρο­ής της ελ­λη­νι­κής ε­θνι­κής συ­νεί­δη­σης» (228-9). Κα­τά τον συγ­γρα­φέ­α, ο Πο­λί­της θε­ω­ρού­σε το συ­γκε­κρι­μέ­νο τρα­γού­δι «ε­θνι­κό μάλ­λον πα­ρά θρη­σκευ­τι­κό», για­τί α­ντι­τάσ­σει στην καρ­τε­ρι­κή α­πο­δο­χή των δο­κι­μα­σιών, ό­πως πρέ­πει να κά­νουν οι κα­λοί Χρι­στια­νοί, την α­γω­νι­στι­κό­τη­τα της «φυ­λής» και τον «α­το­μι­κι­στή Έλ­λη­να ή­ρω­α». Ω­στό­σο, ση­μειώ­νει ο κ. Η., η ερ­μη­νεί­α αυ­τή (του τρα­γου­διού, εκ μέ­ρους του Πο­λί­τη) «στη­ρί­ζε­ται μέ­χρις ε­νός ση­μεί­ου στην αλ­λοί­ω­ση ε­κεί­νης της α­ντω­νυ­μί­ας» (229). Ο κ. Η. θε­ω­ρεί την πα­ραλ­λα­γή «δι­κά σας» ως την αυ­θε­ντι­κή, για­τί τη συ­να­ντά­με σε δύ­ο «α­ξιό­πι­στα κεί­με­να α­πό πρώ­ι­μες συλ­λο­γές» (Φω­ριέλ, Μα­νούσος· τρα­βηγ­μέ­νη φαί­νε­ται η ερ­μη­νεί­α της, αν και δεν υ­πάρ­χει άλ­λη, αν πρέ­πει να δε­χθού­με τη γρα­φή αυ­τή: α­να­φέ­ρε­ται «σα­φώς στην Πα­να­γί­α, συ­νο­δευό­με­νη ί­σως, –ε­πει­δή δί­νε­ται ο πλη­θυ­ντι­κός– α­πό τους α­γί­ους, οι ει­κό­νες των ο­ποί­ων έ­πρε­πε ε­πί­σης να α­πο­κα­θη­λω­θούν») (229). Σε υ­πο­ση­μεί­ω­ση (σ. 270) δια­βά­ζου­με: «ο πλη­θυ­ντι­κός μπο­ρεί ε­πί­σης να εί­ναι πλη­θυ­ντι­κός ευ­γε­νεί­ας, αν και τού­το εί­ναι λι­γό­τε­ρα πι­θα­νό» -α­σφα­λώς…


Για­τί ό­μως, ρω­τά­ει ο κ. Η., δέ­χθη­κε αρ­γό­τε­ρα τη «δη­μο­φι­λή α­να­δια­τύ­πω­ση» (δη­λα­δή «δι­κά μας») ο Πο­λί­της; (229). Θα μπο­ρού­σε βέ­βαια να υ­πάρ­χει μια πο­λύ α­πλή α­πά­ντη­ση: τη δέ­χθη­κε, α­κρι­βώς, για­τί ή­ταν «δη­μο­φι­λής». Ό­μως ο κ. Η. τεί­νει προς τις πε­ρί­πλο­κες α­πα­ντή­σεις: «οι δρα­στι­κές πα­ρεμ­βά­σεις στο κεί­με­νο δεν α­νή­καν στη με­θο­δο­λο­γί­α του Πο­λί­τη. Μπο­ρού­με λοι­πόν να συ­μπε­ρά­νου­με μό­νον, ό­τι η α­πο­δο­χή του τύ­που “δι­κά μας” για το σκο­πό της πα­ρα­πο­μπής, ο­φει­λό­ταν σε α­προ­σε­ξί­α, εν­θαρ­ρη­μέ­νη α­ναμ­φί­βο­λα α­πό πα­τριω­τι­κό εν­θου­σια­σμό. Σπά­νιο ο­λί­σθη­μα· ό­ντας ε­ξαί­ρε­ση στη λε­πτό­λο­γη και προ­σε­κτι­κή ε­πι­στη­μο­νι­κή α­κρί­βεια του Πο­λί­τη, α­πο­τε­λεί έ­να α­κραί­ο πα­ρά­δειγ­μα για το πώς η α­ντί­λη­ψη και του πλέ­ον ευ­συ­νεί­δη­του ε­πι­στή­μο­να μπο­ρεί να ε­πη­ρε­α­στεί α­πό α­ξιω­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις -στην πε­ρί­πτω­σή μας ό­τι “το τρα­γού­δι της Α­γιά-Σο­φιάς” ή­ταν ταυ­τό­χρο­να “ε­θνι­κό” και “ι­στο­ρι­κό”» (230). Ί­σως ε­δώ εγ­γί­ζου­με το πλέ­ον τρα­γε­λα­φι­κό ση­μεί­ο ε­νός τρό­που σκέ­ψης, μιας συλ­λο­γι­στι­κής, που αλ­λοιώ­νει τό­σο φα­νε­ρά ο­ρι­σμέ­να πραγ­μα­τι­κά δε­δο­μέ­να, για να δεί­ξει πως οι άλ­λοι τα πα­ρου­σιά­ζουν αλ­λοιω­μέ­να! Ρώ­τη­σα πιο πά­νω τι πιο φυ­σι­κό εί­ναι, για έ­να λα­ο­γρά­φο, να δε­χθεί το στοι­χεί­ο που εί­ναι ευ­ρύ­τε­ρα δια­δε­δο­μέ­νο στο κοι­νό. Ε­ξάλ­λου α­πο­ρώ, πώς δεν έ­κα­νε ο συγ­γρα­φέ­ας και την ε­ξής α­πλού­στα­τη και αυ­το­νό­η­τη σκέ­ψη, ό­τι το «δι­κά σας» και το «δι­κά μας» εί­ναι ταυ­τό­τη­τα: αν το «δι­κά σας» ση­μαί­νει «σα­φώς» την Πα­να­γί­α και τους α­γί­ους, «οι ει­κό­νες των ο­ποί­ων έ­πρε­πε να α­πο­κα­θη­λω­θούν», α­πό τους Τούρ­κους βέ­βαια, τό­τε αυ­το­μά­τως η α­να­φο­ρά γί­νε­ται α­πο­κλει­στι­κά στους Έλ­λη­νες, η θρη­σκεί­α των ο­ποί­ων κιν­δύ­νευε να «α­πο­κα­θη­λω­θεί» α­πό τους αλ­λό­θρη­σκους Τούρ­κους. Το τρα­γού­δι λοι­πόν εί­ναι έ­τσι κι αλ­λιώς «ε­θνι­κό» και «θρη­σκευ­τι­κό», έ­στω και αν με την πα­ραλ­λα­γή «δι­κά μας» ε­ξαί­ρε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, ό­πως θα ή­θε­λε ο κ. Η., η α­γω­νι­στι­κό­τη­τα του ελ­λη­νι­κού λα­ού. Και αν, εν­δε­χο­μέ­νως, με την προ­τε­ραιό­τη­τα του ε­θνι­κού ε­ξαί­ρε­ται ο στό­χος ε­νός «οι­κου­με­νι­κού ε­θνο­κε­ντρι­σμού» (πβ. σ. 99), το ί­διο θα ί­σχυε και για μια, να πού­με, χρι­στια­νι­κή οι­κου­με­νι­κό­τη­τα…


Α­πί­θα­να εκ­ζη­τη­μέ­νη εί­ναι και η συ­νέ­χεια των συλ­λο­γι­σμών του συγ­γρα­φέ­α, ό­που αυ­τός α­να­ζη­τεί και δια­τυ­πώ­νει «ι­στο­ρι­κι­στι­κούς ό­ρους» (δη­λα­δή ψευ­δο­ϊ­στο­ρι­κούς) δια­τύ­πω­σης του στί­χου. Εί­ναι τό­σο εκ­ζη­τη­μέ­νη η α­νά­λυ­σή του, ώ­στε και ο ί­διος φαί­νε­ται πως αι­σθά­νε­ται την α­νά­γκη να δη­λώ­σει, πως δεν εί­ναι σί­γου­ρος γι’ αυ­τή: «Δεν μπο­ρού­με βέ­βαια να εί­μα­στε σί­γου­ροι (υ­πο­γραμ­μί­ζω ε­γώ)· ο στί­χος εν­δε­χο­μέ­νως μπο­ρεί να με­τα­φέ­ρει με­γά­λη ποι­κι­λί­α νο­η­μά­των, με­τα­ξύ των ο­ποί­ων η ε­θνι­κι­στι­κή ερ­μη­νεί­α εί­χε σί­γου­ρα ε­ξαι­ρε­τι­κά ευ­ρεί­α α­πή­χη­ση στην ε­πο­χή μας. Ε­δώ ό­μως βρί­σκε­ται η δυ­σκο­λί­α: σή­με­ρα (υ­πο­γράμ­μι­ση δι­κή μου), α­κο­λου­θώ­ντας τα βή­μα­τα του Πο­λί­τη, ε­πι­στή­μο­νες και πο­λι­τι­κοί την πα­ρου­σιά­ζουν ως την ερ­μη­νεί­α, τη μό­νη κα­τάλ­λη­λη για το ε­νο­ποι­η­μέ­νο ε­θνι­κό κρά­τος, τη συλ­λο­γι­κή α­να­γέν­νη­ση του ο­ποί­ου συμ­βο­λί­ζει. Μό­νον αν υ­πο­θέ­σου­με πως οι λα­ο­γρά­φοι ή­ταν ε­ντε­λώς α­πο­κομ­μέ­νοι α­πό την κοι­νω­νί­α τους θα μπο­ρού­σα­με να υ­πο­στη­ρί­ξου­με πως η ερ­μη­νεί­α τους ή­ταν “σω­στή” ή “λά­θος”. Στα πο­λι­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, στα ο­ποί­α και οι ί­διοι εί­χαν συμ­βά­λει (sic), η α­νά­γνω­ση τους δεν εί­ναι ού­τε σω­στή ού­τε λα­θε­μέ­νη· εί­ναι ι­δε­ο­λο­γι­κά κα­τάλ­λη­λη» (231).


Ώ­στε: τό­σο οι ε­πι­στή­μο­νες ό­σο και οι πο­λι­τι­κοί, με α­φορ­μή δύ­ο λε­ξού­λες ε­νός σχε­δόν λη­σμο­νη­μέ­νου πια δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού, υ­πο­χεί­ριοι της πά­ντα κα­θο­δη­γού­σας λα­ο­γρα­φί­ας, ξε­κι­νού­σαν οι­στρή­λα­τοι για την ε­πι­βο­λή του «οι­κου­με­νι­κού» ελ­λη­νι­κού ε­θνο­κε­ντρι­σμού, θα έ­λε­γα πως αυ­τό η­χεί σαν μια τρα­γι­κή ει­ρω­νεί­α ή μάλ­λον σαρ­κα­σμός, δε­δο­μέ­νου ό­τι, πριν κα­λά κα­λά τε­λειώ­σει ο Εμ­φύ­λιος, η Ελ­λά­δα βρι­σκό­ταν ε­νω­μέ­νη με α­κα­τά­λυ­τους «δε­σμούς» με την Τουρ­κί­α στο ΝΑ­ΤΟ (1950) προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη πια προς άλ­λα ι­δα­νι­κά, α­κό­μα πιο κο­σμο­κρα­το­ρι­κά, α­φού στρα­τιώ­τες της έ­φθα­ναν ως την μα­κρι­νή Α­να­το­λή (Κο­ρέ­α, 1950-1953). Κά­τι τέ­τοιες λε­πτο­μέ­ρειες δια­φεύ­γουν α­πό την προ­σο­χή του κ. Η., αν και δεν θα έ­πρε­πε, δε­δο­μέ­νου ό­τι μι­λά­ει και για «σή­με­ρα» (βλ. πιο πά­νω).


Ο­πωσ­δή­πο­τε ο Πο­λί­της πέ­θα­νε (1921) προ­τού να χα­ρεί την πραγ­μα­το­ποί­η­ση του με­γα­λο­ϊ­δε­ά­τι­κου ο­νεί­ρου, που ε­πέ­πρω­το να τα­φεί στην εν­δο­χώ­ρα, στις α­κτές και τα πα­ρά­λια της Μ. Α­σί­ας την ε­πό­με­νη χρο­νιά. Ο «προ­φή­της και πρύ­τα­νης» του με­γα­λο­ϊ­δε­α­τι­σμού «ή­ταν ή­δη νε­κρός και η ε­πι­στή­μη, στην ο­ποί­α ε­κεί­νος εί­χε δώ­σει ό­νο­μα και σύ­στη­μα μό­λις λί­γα χρό­νια πριν, έ­γι­νε τώ­ρα μια α­πο­κλει­στι­κά α­κα­δη­μα­ϊ­κή α­σχο­λί­α, α­πο­μα­κρυ­σμέ­νη α­πό τις προ­τε­ραιό­τη­τες του κλο­νι­σμέ­νου και τα­πει­νω­μέ­νου έ­θνους» (238).


Θα ε­πα­να­λά­βω πως δεν α­ντι­λαμ­βά­νο­μαι α­κρι­βώς τι ση­μαί­νει «α­πο­κλει­στι­κά α­κα­δη­μα­ϊ­κή α­σχο­λί­α», για μιαν ε­πι­στή­μη, που μό­νο τον α­πο­κλει­σμό γνώ­ρι­ζε α­πό τα α­κα­δη­μα­ϊ­κά θέ­σμια και ι­δρύ­μα­τα. Στον ε­πί­λο­γό του ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­τη­ρεί, ό­τι «οι λα­ο­γρα­φι­κές σπου­δές δεν ξα­να­κέρ­δι­σαν πο­τέ (εν­νο­εί με­τά το 1921-1922) την προ­η­γού­με­νη πο­λι­τι­κή τους σπου­δαιό­τη­τα» (239). Και ε­γώ θα ρω­τή­σω, μο­νό­το­να και κου­ρα­στι­κά, πά­λι, πό­τε εί­χαν οι λα­ο­γρα­φι­κές σπου­δές πο­λι­τι­κή σπου­δαιό­τη­τα: με ποιους θε­σμούς, με ποια ι­δρύ­μα­τα, ορ­γα­νι­σμούς, δη­μό­σιες θέ­σεις, με ποιαν εύ­νοια της πο­λι­τι­κής ε­ξου­σί­ας!


Ο κ. Η. μι­λά­ει στον ε­πί­λο­γο και για την «ε­θνι­κι­στι­κή λα­ο­γρα­φί­α», για «μια σύ­ντο­μη πε­ρί­ο­δο α­να­γέν­νη­σής» της στον Εμ­φύ­λιο, «ό­ταν ο κομ­μου­νι­σμός πή­ρε τη θέ­ση του παν­σλα­βι­σμού ως ε­πι­το­μής προ­δο­τι­κών “ξέ­νων δογ­μά­των”». Και δί­νει έ­να, δυο πα­ρα­θέ­μα­τα των Κυ­ρια­κί­δη και Μέ­γα. Δεν γνω­ρί­ζω ποιαν ει­κό­να έ­χει ο νε­α­ρός ή και παι­δί α­κό­μα τό­τε κ. Η. για την κα­τά­στα­ση που υ­πήρ­χε στην Ελ­λά­δα, ά­γριαν ε­πο­χή, ό­που σχε­δόν κα­νέ­νας πνευ­μα­τι­κός άν­θρω­πος δεν ή­ταν καν ε­λεύ­θε­ρος να σιω­πή­σει (θα κρι­νό­ταν «συ­νο­δοι­πό­ρος» των κομ­μου­νι­στών, και α­λί­μο­νό του), θα μπο­ρού­σε, ό­ποιος ή­θε­λε, να στα­χυο­λο­γή­σει κεί­με­να δια­νο­ου­μέ­νων, ε­πι­στη­μό­νων ό­λων των κλά­δων χα­ραγ­μέ­να α­πό τη φόρ­τι­ση της πρω­τό­φα­ντης και –ας ελ­πί­σου­με– α­νε­πα­νά­λη­πτης ε­κεί­νης, πνιγ­μέ­νης στον τρό­μο και το αί­μα, πε­ριό­δου.


Ό­σον α­φο­ρά πά­ντως τη λα­ο­γρα­φί­α, εί­ναι, τολ­μώ να πω, α­νέ­ντι­μο να ε­νο­χο­ποιεί­ται, ξα­νά, αυ­τή μό­νη σε κεί­νη την πε­ρί­ο­δο. Για­τί εί­ναι γνω­στό –πώς δεν το γνω­ρί­ζει, ού­τε αυ­τό, ο κ. Η.;– ό­τι, α­ντί να της α­νοί­ξουν, ε­πι­τέ­λους, διά­πλα­τα οι πόρ­τες των α­κα­δη­μα­ϊ­κών ι­δρυ­μά­των (με δε­δο­μέ­νη τη «σύ­ντο­μη», έ­στω, «α­να­γέν­νη­ση» της), ά­νοι­γαν οι βα­ριές, σι­δε­ρέ­νιες πόρ­τες των φυ­λα­κών και οι δρό­μοι της ε­ξο­ρί­ας και των α­πη­νών διοι­κη­τι­κών μέ­τρων (α­πο­λύ­σεις α­πό δη­μό­σιες θέ­σεις, πι­στο­ποι­η­τι­κά φρο­νη­μά­των), για μια πλειά­δα λα­ο­γρά­φων: Κώ­στας Κα­ρα­πα­τά­κης, Κώ­στας Μα­ρί­νης, Μα­ρί­α Λιου­δά­κη, Δη­μή­τρης Λου­κό­που­λος, Κί­τσος Μα­κρής, Δη­μή­τρης Σέτ­τας κ.ά., ε­νώ μια α­κό­μα ο­μά­δα, που οι με­τα­πτυ­χια­κές ε­δώ σπου­δές τους κα­θί­στα­ντο προ­βλη­μα­τι­κές αν ό­χι α­δύ­να­τες, για­τί τους βά­ραι­νε η υ­πο­ψί­α της συ­νο­δοι­πο­ρί­ας, τις πραγ­μα­το­ποί­η­σαν στο Πα­ρί­σι, με τις προ­σπά­θειες του α­ξέ­χα­στου φι­λέλ­λη­να, διευ­θυ­ντή του Γαλ­λι­κού Ιν­στι­τού­του της Α­θή­νας Ο­κτά­βιου Μερ­λιέ και της συ­ζύ­γου του Μέλ­πως Μερ­λιέ (Δη­μή­τριος Λου­κά­τος, Δη­μή­τριος Πε­τρό­που­λος· κι άλ­λους α­κό­μα, α­ρι­στε­ρούς ε­πί­σης λα­ο­γρά­φους, α­πα­σχο­λού­σαν στο Κέ­ντρο Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών: Χρή­στος Σα­μου­η­λί­δης κ.ά. Πβ. και Μ. Γ. Με­ρα­κλής, «Η Μέλ­πω Μερ­λιέ, το Κέ­ντρο Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών και η Λα­ο­γρα­φί­α», στον τό­μο: Ε­ξη­ντα­πέ­ντε χρό­νια ε­πι­στη­μο­νι­κής προ­σφο­ράς. Α­πο­τί­μη­ση και προ­ο­πτι­κή. Κέ­ντρο Μι­κρα­σια­τι­κών Σπου­δών, Α­θή­να 1996, σ. 45-56). Τα γνώ­ρι­ζε αυ­τά ο κ. Η.; Αν ναι, για­τί δεν τα μνη­μο­νεύ­ει; Και αν δεν τα γνώ­ρι­ζε, ό­φει­λε να τα γνω­ρί­ζει. Στις ερ­γα­σί­ες ε­ξάλ­λου αυ­τών των λα­ο­γρά­φων θα ε­ντό­πι­ζε και στοι­χεί­α που θα τρο­πο­ποιού­σαν τις υ­πό­λοι­πες, τε­λι­κά, θέ­σεις του. Α­να­φέ­ρω έ­να πα­ρά­δειγ­μα: στην ει­σα­γω­γή του στη δί­το­μη έκ­δο­ση των δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών (1958), ο Δη­μή­τριος Πε­τρό­που­λος κά­νει σο­βα­ρή συ­σχέ­τι­ση των λη­στρι­κών τρα­γου­διών με τα προ­γε­νέ­στε­ρα κλέ­φτι­κα τρα­γού­δια, με­τριά­ζο­ντας έ­τσι σε ση­μα­ντι­κό βαθ­μό τη μο­νο­διά­στα­τα προ­βαλ­λό­με­νη ι­δε­α­λι­στι­κή εκ­δο­χή τους, ό­χι πά­ντως α­πό λα­ο­γρά­φους (βλ. σ. 112-32), στους ο­ποί­ους τα φορ­τώ­νει ό­λα. Ε­κτε­νή α­να­φο­ρά έ­χω κά­νει στο δεύ­τε­ρο τό­μο της «Ελ­λη­νι­κής Λα­ο­γρα­φί­ας» μου, κυ­κλο­φο­ρη­μέ­νο πά­ντως (1986) με­τά την έκ­δο­ση του βι­βλί­ου του κ. Η., κά­τι που ω­στό­σο δεν τον α­παλ­λάσ­σει α­πό την υ­πο­χρέ­ω­ση μιας στοι­χειώ­δους έ­στω βι­βλιο­γρα­φι­κής ε­νη­μέ­ρω­σης, κα­θώς πρό­κει­ται για σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα.


Η α­πο­σιώ­πη­ση α­πό­ψε­ων λα­ο­γρά­φων (και ό­ταν λέ­ω λα­ο­γρά­φων εν­νο­ώ λα­ο­γρά­φων), οι ο­ποί­ες ο­πωσ­δή­πο­τε α­πο­κλί­νουν α­πό τις πα­ρου­σια­ζό­με­νες στο βι­βλί­ο του κ. Η., ε­πι­τρέ­πει να κά­νει κά­ποιος τη σκέ­ψη, ό­τι ε­νέ­χει και κά­ποια σκο­πι­μό­τη­τα, για­τί θα κα­θι­στού­σαν εν­δε­χο­μέ­νως πιο έκ­δη­λη την α­ντι­φα­τι­κό­τη­τα της (δι­κής του) ι­δε­ο­λο­γι­κής κα­τα­σκευ­ής. Ί­σως κά­τι τέ­τοιο θα ή­θε­λε να υ­παι­νι­χθεί και η Κυ­ρια­κί­δου στον σύ­ντο­μο –και κά­πως α­μή­χα­νο– πρό­λο­γο που εί­χε γρά­ψει για το φί­λο της Μι­χά­λη, ό­πως τον προ­σα­γό­ρευε: «Ο Μι­χά­λης μπαί­νει στο στί­βο της ι­στο­ρί­ας με την ε­λα­φριά καρ­διά του αν­θρω­πο­λό­γου – και μας ξαφ­νιά­ζει». Τι εί­δους ξάφ­νια­σμα εί­ναι αυ­τό, ας κρί­νει ο κα­θέ­νας.


Στο τέ­λος του βι­βλί­ου δια­βά­ζου­με: «Εί­ναι της μό­δας, με­τα­ξύ των αν­θρω­πο­λό­γων και άλ­λων με­λε­τη­τών που ερ­γά­στη­καν στην Ελ­λά­δα, να πε­ρι­φρο­νούν τις το­πι­κές ε­πι­στη­μο­νι­κές λα­ο­γρα­φι­κές σπου­δές, με το ε­πι­χεί­ρη­μα πως ή­ταν προ­σαρ­μο­σμέ­νες σε στε­νά ι­δε­ο­λο­γι­κά εν­δια­φέ­ρο­ντα. Στη με­λέ­τη αυ­τή πρω­ταρ­χι­κός μου στό­χος ή­ταν να δεί­ξω ό­τι α­κρι­βώς τέ­τοια κί­νη­τρα εί­ναι που κά­νουν εν­δια­φέ­ρου­σα την ι­στο­ρί­α της λα­ο­γρα­φί­ας και ό­τι, πράγ­μα­τι –κα­θώς η λα­ο­γρα­φί­α βο­ή­θη­σε στην κυ­ριο­λε­ξί­α να ο­ρι­στεί ο ε­θνι­κός πο­λι­τι­σμός,– κά­θε με­λε­τη­τής της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας πρέ­πει να τη λά­βει υ­πό­ψη του. Η α­νά­πτυ­ξη της ντό­πιας λα­ο­γρα­φι­κής ε­πι­στή­μης δεν ή­ταν έ­να α­λα­ζο­νι­κό μείγ­μα κυ­νι­κής πλα­στο­γρα­φί­ας και πο­λι­τι­κού ο­πορ­του­νι­σμού. Α­ντί­θε­τα ή­ταν μια ε­πί­μο­νη, ο­δυ­νη­ρή συ­χνά προ­σπά­θεια να δο­θεί τά­ξη στο χά­ος α­πό έ­να λα­ό, η ε­θνι­κή ταυ­τό­τη­τα του ο­ποί­ου α­πει­λή­θη­κε συ­χνά α­πό τα ί­δια τα έ­θνη που εί­χαν αυ­το­διο­ρι­στεί φρου­ροί του» (245). Τι να πω… Ο κ. Η. κα­τα­πιά­στη­κε, νο­μί­ζω, με έ­να έρ­γο δύ­σκο­λο: α­φε­νός να χτυ­πή­σει –ει δυ­να­τόν θα­νά­σι­μα– μιαν ε­πι­στή­μη η ο­ποί­α, κατ’ α­νά­γκην, δια­μορ­φώ­θη­κε εν μέ­ρει, ό­πως και ό­λες οι άλ­λες ε­πι­στή­μες του αν­θρώ­που (ώ­στε να σκαν­δα­λί­ζει ο ε­πι­λε­κτι­κός ξε­χω­ρι­σμός της), υ­πό την ε­πί­δρα­ση συ­γκε­κρι­μέ­νων ι­στο­ρι­κών ό­ρων και, α­φε­τέ­ρου, να μη δυ­σα­ρε­στή­σει κα­νέ­να (ό­μως αυ­τό το τε­λευ­ταί­ο έ­φε­ρε συ­νειρ­μι­κά στη σκέ­ψη μου μια λα­ϊ­κή πα­ροι­μί­α: «να σε κά­ψω, Γιάν­νη μου, να σ’ α­λεί­ψω μέ­λι»).

  • Το Α΄ μέρος του άρθρου δημοσιεύτηκε στο τεύχος 40-41 του περιοδικού.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ