του Μιχάλη Μερακλή, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Μέρος ΙΙ*
Με τη λαογραφία καθ’ εαυτήν, ως επιστήμη, ασχολείται στο πέμπτο κεφάλαιο (από τη σ. 172 κ. ε.). Αρχίζοντας –και τελειώνοντας, ουσιαστικά,– με το Νικόλαο Πολίτη, τον «μεγαλύτερον “ελληνίζοντα” λαογράφο» (166). Ο αμφίσημος ή και οξύμωρος λόγος του κ. Η. είναι πάντα παρών: «Μέχρις ενός σημείου μπορούμε να πούμε πως ο Πολίτης κληρονόμησε μεθοδολογικά κουρέλια και έφτιαξε μια κουρελού, επρόκειτο όμως για μια κουρελού με αξιοσημείωτα αρμονικό σχέδιο» (174). Γιατί; Διότι συνδύασε (ανήκουστο επιστημολογικό σφάλμα…) την κειμενική ανάγνωση της κλασσικής φιλολογίας (τι άλλο να έκανε, αφού μεγάλο μέρος της προφορικής παράδοσης είχε μνημειωθεί σε κείμενα και αφού νεοελληνική φιλολογία δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί), το στόχο της ιστορικής αναπαράστασης με βάση την αρχαιοελληνική (γιατί όχι, αφού υπήρχε ένα πλήθος αντικειμενικών επιβιωμάτων; Βλ. και στον ίδιο, σ. 33) και αρχειακή έρευνα (κάτι που μόνο να επαινεθεί έπρεπε) και με ένα σύνολο εννοιών που προέρχονταν εν μέρει από τη νεοεμφανιζόμενη ανθρωπολογία του Τάιλορ και άλλων (αδιάψευστο, λοιπόν, δείγμα της επιθυμίας του Πολίτη να συντονίσει την έρευνά του προς τις πρωτοεμφανιζόμενες ανθρωπολογικές τάσεις· κακό και αυτό) (174).
Πριν χαρακτηρίσει ο κ. Η. τη μέθοδο του Πολίτη «κουρελού», είχε πει ότι η επιδίωξη εκείνου δεν ήταν να διαλέξει την επιστήμη που θα του πρόσφερε «την ιδανική μεθοδολογία», αλλά «να αποσπάσει από την καθεμιά τις αρχές εκείνες, οι οποίες θα συνέβαλλαν καλύτερα σε μια ενοποιημένη επιστήμη της λαογραφίας» -το αποτέλεσμα πάντως υπήρξε μια κουρελού, έστω και «αρμονική»! Και όλα αυτά, γιατί ο Πολίτης ήθελε να αποδείξει με κάθε τρόπο τη συνέχεια του ελληνικού έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων. Εντούτοις και ο ίδιος ο Η. ομολογεί: «Συνέχεια, ωστόσο, δεν σημαίνει αναγκαστικά και ταυτότητα, ενώ (όπως συνειδητοποίησε ο Πολίτης – υπογραμμίζω εγώ) σίγουρα δεν αποκλείει ομοιότητες και με άλλους πολιτισμούς. Ακόμη και ο κλεφτισμός μπορούσε να ενταχθεί στη νέα, συγκριτική αυτή οπτική» (179. Βλ. και 187-8).
Παρά ταύτα η επωδός, ότι ο Πολίτης υπήρξε ο «μεγαλύτερος των “ελληνιζόντων”», επανέρχεται, ενώ τονίζεται πως ο ίδιος εμπλέκεται κιόλας στο αλυτρωτικό κίνημα, ακόμα και «ως μυστικός αγγελιαφόρος εθνικιστικών οργανώσεων στην Κωνσταντινούπολη» (208). Θα όφειλε πάντως να αναδιφήσει και τα τεκμήρια του υπάρχοντος αρχείου Πολίτη, για να δει ότι ο ίδιος πρωτοστατούσε σε κινήματα συγγενή με αυτά που αποσκοπούσαν στην πραγμάτωση των οραμάτων του Ρήγα Φεραίου. Το ενδιαφέρον του Πολίτη για το αλυτρωτικό κίνημα (που είναι ιστορικό λάθος να το βλέπουμε μόνο και αποκλειστικά στη μεγαλοϊδεάτικη εκτροπή του) ήταν το τέρμα, ενδεχομένως (πέθανε ξαφνικά), μιας δραματικής πορείας, που φανερώνει έναν άνθρωπο, οι δημοκρατικές και πνευματικές ανησυχίες του οποίου υπερβαίνουν κατά πολύ τα στεγανά, μέσα στα οποία τον τοποθετεί ο κ. Η.
Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο περιγράφεται η «επέκταση (της “ελληνίζουσας” τάσης, εννοείται) και κατάρρευση». Επέκταση με στόχο την Κωνσταντινούπολη, «τη μελλοντική πρωτεύουσα ενός πλήρως απελευθερωμένου ελληνικού εθνικού κράτους» (213), σαν μια ειρωνεία μάλιστα, αφού, όπως παρατηρεί ο κ. Η., ο στόχος αυτός δεν ήταν των πολιτικών του «ελληνισμού» (αυτοί είχαν προφανώς πάντα μπροστά τους την αρχαία Αθήνα), αλλά μάλλον της «ρωμιοσύνης». Υπογράμμισα παραπάνω τη λέξη, για να ρωτήσω άλλη μια φορά: ποια άμεση, εφαρμοσμένη σχέση είχε η λαογραφία του Πολίτη –θαυμαστή, επιτέλους, και συνεργάτη, σε θέματα καινοτομικής παιδείας, του Τρικούπη– με την πολιτική του μεγαλοϊδεατισμού; Πού πρωτοστάτησε, πού, πότε, ποιους καθοδήγησε η (μόλις το 1909 επίσημα βγαλμένη στο φως, και μ’ ένα πρόγραμμα που δεν έχει κανένα απολύτως σημείο επαφής με τα μεγαλοϊδεάτικα οράματα) λαογραφία; Γιατί επίμονα και μονότονα όλες τις –υπαρκτές ή όχι– ενοχές όλων, –ιστορικών, φιλολόγων, αρχαιολόγων, γλωσσολόγων κ.λπ.,– όλων των εποχών, τις φορτώνει ο κ. Η. στη μεταγενέστερη όλων των επιστημών λαογραφία;
Η κίνησή του αυτή θα μπορούσε να δικαιολογηθεί (και να έχει. επιτέλους, και μιαν ηθική δικαίωση), αν η λαογραφία, ως κυρίαρχο κίνημα ή επίσημη επιστήμη μιας ηγεμονικής τάξης, απολάμβανε και μια διακεκριμένη προνομιακή μεταχείριση, θεσμική, υλική, οικονομική. Όμως τίποτα απ’ αυτά δεν συνέβη.
Οπωσδήποτε χαρακτηριστική και σχεδόν κορυφαία περίπτωση εθνικιστικής δράσης της λαογραφίας βλέπει ο κ. Η. στο τραγούδι θρήνο για την Αγιά-Σοφιά, στο τελευταίο δίστιχο:
«Σώπασε κυρα-Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά σας είναι».
Έτσι το είχε δημοσιεύσει ο Πολίτης στην έκδοση δημοτικών τραγουδιών που έκανε το 1914, ο ίδιος το 1918 τροποποιεί την έκφραση «δικά σας» σε «δικά μας»:
«Οι πηγές του Πολίτη ως επί το πλείστον δίνουν “δικά σας”, όπως και κάθε υπεύθυνη ανατύπωση του πλήρους κειμένου (συμπεριλαμβανομένης εκείνης του Πολίτη)· όταν όμως οι δύο στίχοι (ή και μόνον ο τελευταίος) εμφανίζονται μόνοι τους, δίχως συμφραζόμενα, χρησιμοποιείται συνήθως το “δικά μας”. Αν και η συνήθεια αυτή δεν φαίνεται να ξεκίνησε από τον Πολίτη, βρήκε στο πρόσωπο του έναν πρώιμο υποστηρικτή» (227).
Ο κ. Η. συνεχίζει ως εξής: «Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τη φαινομενικά ελάσσονα αυτή αλλοίωση. Η σημασία της δεν έγκειται απλώς στο βαθμό, στον οποίο μας επιτρέπει να δούμε μέχρι ποιου σημείου μπορούσε ο Πολίτης να ανεχθεί μια αντίφαση μεταξύ της επιστημονικής ακρίβειας και της ερμηνείας που επεδίωκε· η αντίφαση αυτή βρίσκεται περισσότερο στη δική μας, αναδρομική θεώρηση των πραγμάτων, παρά στο δικό του σχήμα ερμηνείας. Η σπουδαιότητα της αλλαγής της αντωνυμίας είναι πολύ γενικότερου είδους. Αφορά μια ολόκληρη αντίληψη για τη θέση των Ελλήνων μέσα στον κόσμο, την ταυτότητά τους ως λαού και των εδαφικών συνεπαγωγών της Μεγάλης Ιδέας. Η αλλοίωση αυτή απαιτεί λεπτομερή ανάλυση και μπορεί να αποτελέσει κατακλείδα στην έκθεση τούτη της εξέλιξης της λαογραφίας ως ιδεολογικού κειμένου» (227) (υπογραμμίζω).
Η κατάληξη της τελευταίας φράσης στην παραπάνω εξωφρενική περικοπή (εξωφρενική στην προσπάθεια να βγάλει ο συγγραφέας από τη μύγα ξύγκι) δείχνει καθαρά και το λόγο, για τον οποίο γράφτηκε το βιβλίο: να φανεί, ότι η λαογραφία, στο σύνολο της, είναι ένα ιδεολογικό κείμενο, προϊόν ιδεολογικής σκοπιμότητας, εθνικιστικής βέβαια.
Την παρατήρησή του αυτή θέλει ο κ. Η., όπως λέει, να την αναλύσει. Βασίζεται σε γραμμένο το 1918 στα γαλλικά κείμενο του Πολίτη, όπου παρουσίαζε προφητείες που κυκλοφορούσαν στο λαό μετά την Άλωση, ευοίωνες ως προς την αναγέννηση της Ελλάδας, σε αντίθεση με τις πριν από την Άλωση δυσοίωνες προρρήσεις (κινήσεις ψυχολογικά ευεξήγητες, και οι δύο, τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό, κατεξοχήν, επίπεδο). Κριτικάρει την παρατήρηση του Πολίτη (που τη διατύπωσε, όπως γράφει ο κ. Η., «με περισσότερο ενθουσιασμό παρά ακρίβεια»), ότι το τραγούδι για την Αγια-Σοφιά κυκλοφόρησε σε όλη την Ελλάδα, «ακόμη και μεταξύ των Βλαχόφωνων της Μακεδονίας», συμπεριλαμβάνοντας έτσι και αυτούς «στη σφαίρα επιρροής της ελληνικής εθνικής συνείδησης» (228-9). Κατά τον συγγραφέα, ο Πολίτης θεωρούσε το συγκεκριμένο τραγούδι «εθνικό μάλλον παρά θρησκευτικό», γιατί αντιτάσσει στην καρτερική αποδοχή των δοκιμασιών, όπως πρέπει να κάνουν οι καλοί Χριστιανοί, την αγωνιστικότητα της «φυλής» και τον «ατομικιστή Έλληνα ήρωα». Ωστόσο, σημειώνει ο κ. Η., η ερμηνεία αυτή (του τραγουδιού, εκ μέρους του Πολίτη) «στηρίζεται μέχρις ενός σημείου στην αλλοίωση εκείνης της αντωνυμίας» (229). Ο κ. Η. θεωρεί την παραλλαγή «δικά σας» ως την αυθεντική, γιατί τη συναντάμε σε δύο «αξιόπιστα κείμενα από πρώιμες συλλογές» (Φωριέλ, Μανούσος· τραβηγμένη φαίνεται η ερμηνεία της, αν και δεν υπάρχει άλλη, αν πρέπει να δεχθούμε τη γραφή αυτή: αναφέρεται «σαφώς στην Παναγία, συνοδευόμενη ίσως, –επειδή δίνεται ο πληθυντικός– από τους αγίους, οι εικόνες των οποίων έπρεπε επίσης να αποκαθηλωθούν») (229). Σε υποσημείωση (σ. 270) διαβάζουμε: «ο πληθυντικός μπορεί επίσης να είναι πληθυντικός ευγενείας, αν και τούτο είναι λιγότερα πιθανό» -ασφαλώς…
Γιατί όμως, ρωτάει ο κ. Η., δέχθηκε αργότερα τη «δημοφιλή αναδιατύπωση» (δηλαδή «δικά μας») ο Πολίτης; (229). Θα μπορούσε βέβαια να υπάρχει μια πολύ απλή απάντηση: τη δέχθηκε, ακριβώς, γιατί ήταν «δημοφιλής». Όμως ο κ. Η. τείνει προς τις περίπλοκες απαντήσεις: «οι δραστικές παρεμβάσεις στο κείμενο δεν ανήκαν στη μεθοδολογία του Πολίτη. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε μόνον, ότι η αποδοχή του τύπου “δικά μας” για το σκοπό της παραπομπής, οφειλόταν σε απροσεξία, ενθαρρημένη αναμφίβολα από πατριωτικό ενθουσιασμό. Σπάνιο ολίσθημα· όντας εξαίρεση στη λεπτόλογη και προσεκτική επιστημονική ακρίβεια του Πολίτη, αποτελεί ένα ακραίο παράδειγμα για το πώς η αντίληψη και του πλέον ευσυνείδητου επιστήμονα μπορεί να επηρεαστεί από αξιωματικές προϋποθέσεις -στην περίπτωσή μας ότι “το τραγούδι της Αγιά-Σοφιάς” ήταν ταυτόχρονα “εθνικό” και “ιστορικό”» (230). Ίσως εδώ εγγίζουμε το πλέον τραγελαφικό σημείο ενός τρόπου σκέψης, μιας συλλογιστικής, που αλλοιώνει τόσο φανερά ορισμένα πραγματικά δεδομένα, για να δείξει πως οι άλλοι τα παρουσιάζουν αλλοιωμένα! Ρώτησα πιο πάνω τι πιο φυσικό είναι, για ένα λαογράφο, να δεχθεί το στοιχείο που είναι ευρύτερα διαδεδομένο στο κοινό. Εξάλλου απορώ, πώς δεν έκανε ο συγγραφέας και την εξής απλούστατη και αυτονόητη σκέψη, ότι το «δικά σας» και το «δικά μας» είναι ταυτότητα: αν το «δικά σας» σημαίνει «σαφώς» την Παναγία και τους αγίους, «οι εικόνες των οποίων έπρεπε να αποκαθηλωθούν», από τους Τούρκους βέβαια, τότε αυτομάτως η αναφορά γίνεται αποκλειστικά στους Έλληνες, η θρησκεία των οποίων κινδύνευε να «αποκαθηλωθεί» από τους αλλόθρησκους Τούρκους. Το τραγούδι λοιπόν είναι έτσι κι αλλιώς «εθνικό» και «θρησκευτικό», έστω και αν με την παραλλαγή «δικά μας» εξαίρεται περισσότερο, όπως θα ήθελε ο κ. Η., η αγωνιστικότητα του ελληνικού λαού. Και αν, ενδεχομένως, με την προτεραιότητα του εθνικού εξαίρεται ο στόχος ενός «οικουμενικού εθνοκεντρισμού» (πβ. σ. 99), το ίδιο θα ίσχυε και για μια, να πούμε, χριστιανική οικουμενικότητα…
Απίθανα εκζητημένη είναι και η συνέχεια των συλλογισμών του συγγραφέα, όπου αυτός αναζητεί και διατυπώνει «ιστορικιστικούς όρους» (δηλαδή ψευδοϊστορικούς) διατύπωσης του στίχου. Είναι τόσο εκζητημένη η ανάλυσή του, ώστε και ο ίδιος φαίνεται πως αισθάνεται την ανάγκη να δηλώσει, πως δεν είναι σίγουρος γι’ αυτή: «Δεν μπορούμε βέβαια να είμαστε σίγουροι (υπογραμμίζω εγώ)· ο στίχος ενδεχομένως μπορεί να μεταφέρει μεγάλη ποικιλία νοημάτων, μεταξύ των οποίων η εθνικιστική ερμηνεία είχε σίγουρα εξαιρετικά ευρεία απήχηση στην εποχή μας. Εδώ όμως βρίσκεται η δυσκολία: σήμερα (υπογράμμιση δική μου), ακολουθώντας τα βήματα του Πολίτη, επιστήμονες και πολιτικοί την παρουσιάζουν ως την ερμηνεία, τη μόνη κατάλληλη για το ενοποιημένο εθνικό κράτος, τη συλλογική αναγέννηση του οποίου συμβολίζει. Μόνον αν υποθέσουμε πως οι λαογράφοι ήταν εντελώς αποκομμένοι από την κοινωνία τους θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως η ερμηνεία τους ήταν “σωστή” ή “λάθος”. Στα πολιτικά συμφραζόμενα, στα οποία και οι ίδιοι είχαν συμβάλει (sic), η ανάγνωση τους δεν είναι ούτε σωστή ούτε λαθεμένη· είναι ιδεολογικά κατάλληλη» (231).
Ώστε: τόσο οι επιστήμονες όσο και οι πολιτικοί, με αφορμή δύο λεξούλες ενός σχεδόν λησμονημένου πια δημοτικού τραγουδιού, υποχείριοι της πάντα καθοδηγούσας λαογραφίας, ξεκινούσαν οιστρήλατοι για την επιβολή του «οικουμενικού» ελληνικού εθνοκεντρισμού, θα έλεγα πως αυτό ηχεί σαν μια τραγική ειρωνεία ή μάλλον σαρκασμός, δεδομένου ότι, πριν καλά καλά τελειώσει ο Εμφύλιος, η Ελλάδα βρισκόταν ενωμένη με ακατάλυτους «δεσμούς» με την Τουρκία στο ΝΑΤΟ (1950) προσανατολισμένη πια προς άλλα ιδανικά, ακόμα πιο κοσμοκρατορικά, αφού στρατιώτες της έφθαναν ως την μακρινή Ανατολή (Κορέα, 1950-1953). Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες διαφεύγουν από την προσοχή του κ. Η., αν και δεν θα έπρεπε, δεδομένου ότι μιλάει και για «σήμερα» (βλ. πιο πάνω).
Οπωσδήποτε ο Πολίτης πέθανε (1921) προτού να χαρεί την πραγματοποίηση του μεγαλοϊδεάτικου ονείρου, που επέπρωτο να ταφεί στην ενδοχώρα, στις ακτές και τα παράλια της Μ. Ασίας την επόμενη χρονιά. Ο «προφήτης και πρύτανης» του μεγαλοϊδεατισμού «ήταν ήδη νεκρός και η επιστήμη, στην οποία εκείνος είχε δώσει όνομα και σύστημα μόλις λίγα χρόνια πριν, έγινε τώρα μια αποκλειστικά ακαδημαϊκή ασχολία, απομακρυσμένη από τις προτεραιότητες του κλονισμένου και ταπεινωμένου έθνους» (238).
Θα επαναλάβω πως δεν αντιλαμβάνομαι ακριβώς τι σημαίνει «αποκλειστικά ακαδημαϊκή ασχολία», για μιαν επιστήμη, που μόνο τον αποκλεισμό γνώριζε από τα ακαδημαϊκά θέσμια και ιδρύματα. Στον επίλογό του ο συγγραφέας παρατηρεί, ότι «οι λαογραφικές σπουδές δεν ξανακέρδισαν ποτέ (εννοεί μετά το 1921-1922) την προηγούμενη πολιτική τους σπουδαιότητα» (239). Και εγώ θα ρωτήσω, μονότονα και κουραστικά, πάλι, πότε είχαν οι λαογραφικές σπουδές πολιτική σπουδαιότητα: με ποιους θεσμούς, με ποια ιδρύματα, οργανισμούς, δημόσιες θέσεις, με ποιαν εύνοια της πολιτικής εξουσίας!
Ο κ. Η. μιλάει στον επίλογο και για την «εθνικιστική λαογραφία», για «μια σύντομη περίοδο αναγέννησής» της στον Εμφύλιο, «όταν ο κομμουνισμός πήρε τη θέση του πανσλαβισμού ως επιτομής προδοτικών “ξένων δογμάτων”». Και δίνει ένα, δυο παραθέματα των Κυριακίδη και Μέγα. Δεν γνωρίζω ποιαν εικόνα έχει ο νεαρός ή και παιδί ακόμα τότε κ. Η. για την κατάσταση που υπήρχε στην Ελλάδα, άγριαν εποχή, όπου σχεδόν κανένας πνευματικός άνθρωπος δεν ήταν καν ελεύθερος να σιωπήσει (θα κρινόταν «συνοδοιπόρος» των κομμουνιστών, και αλίμονό του), θα μπορούσε, όποιος ήθελε, να σταχυολογήσει κείμενα διανοουμένων, επιστημόνων όλων των κλάδων χαραγμένα από τη φόρτιση της πρωτόφαντης και –ας ελπίσουμε– ανεπανάληπτης εκείνης, πνιγμένης στον τρόμο και το αίμα, περιόδου.
Όσον αφορά πάντως τη λαογραφία, είναι, τολμώ να πω, ανέντιμο να ενοχοποιείται, ξανά, αυτή μόνη σε κείνη την περίοδο. Γιατί είναι γνωστό –πώς δεν το γνωρίζει, ούτε αυτό, ο κ. Η.;– ότι, αντί να της ανοίξουν, επιτέλους, διάπλατα οι πόρτες των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων (με δεδομένη τη «σύντομη», έστω, «αναγέννηση» της), άνοιγαν οι βαριές, σιδερένιες πόρτες των φυλακών και οι δρόμοι της εξορίας και των απηνών διοικητικών μέτρων (απολύσεις από δημόσιες θέσεις, πιστοποιητικά φρονημάτων), για μια πλειάδα λαογράφων: Κώστας Καραπατάκης, Κώστας Μαρίνης, Μαρία Λιουδάκη, Δημήτρης Λουκόπουλος, Κίτσος Μακρής, Δημήτρης Σέττας κ.ά., ενώ μια ακόμα ομάδα, που οι μεταπτυχιακές εδώ σπουδές τους καθίσταντο προβληματικές αν όχι αδύνατες, γιατί τους βάραινε η υποψία της συνοδοιπορίας, τις πραγματοποίησαν στο Παρίσι, με τις προσπάθειες του αξέχαστου φιλέλληνα, διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας Οκτάβιου Μερλιέ και της συζύγου του Μέλπως Μερλιέ (Δημήτριος Λουκάτος, Δημήτριος Πετρόπουλος· κι άλλους ακόμα, αριστερούς επίσης λαογράφους, απασχολούσαν στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών: Χρήστος Σαμουηλίδης κ.ά. Πβ. και Μ. Γ. Μερακλής, «Η Μέλπω Μερλιέ, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και η Λαογραφία», στον τόμο: Εξηνταπέντε χρόνια επιστημονικής προσφοράς. Αποτίμηση και προοπτική. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1996, σ. 45-56). Τα γνώριζε αυτά ο κ. Η.; Αν ναι, γιατί δεν τα μνημονεύει; Και αν δεν τα γνώριζε, όφειλε να τα γνωρίζει. Στις εργασίες εξάλλου αυτών των λαογράφων θα εντόπιζε και στοιχεία που θα τροποποιούσαν τις υπόλοιπες, τελικά, θέσεις του. Αναφέρω ένα παράδειγμα: στην εισαγωγή του στη δίτομη έκδοση των δημοτικών τραγουδιών (1958), ο Δημήτριος Πετρόπουλος κάνει σοβαρή συσχέτιση των ληστρικών τραγουδιών με τα προγενέστερα κλέφτικα τραγούδια, μετριάζοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τη μονοδιάστατα προβαλλόμενη ιδεαλιστική εκδοχή τους, όχι πάντως από λαογράφους (βλ. σ. 112-32), στους οποίους τα φορτώνει όλα. Εκτενή αναφορά έχω κάνει στο δεύτερο τόμο της «Ελληνικής Λαογραφίας» μου, κυκλοφορημένο πάντως (1986) μετά την έκδοση του βιβλίου του κ. Η., κάτι που ωστόσο δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση μιας στοιχειώδους έστω βιβλιογραφικής ενημέρωσης, καθώς πρόκειται για σοβαρά ζητήματα.
Η αποσιώπηση απόψεων λαογράφων (και όταν λέω λαογράφων εννοώ λαογράφων), οι οποίες οπωσδήποτε αποκλίνουν από τις παρουσιαζόμενες στο βιβλίο του κ. Η., επιτρέπει να κάνει κάποιος τη σκέψη, ότι ενέχει και κάποια σκοπιμότητα, γιατί θα καθιστούσαν ενδεχομένως πιο έκδηλη την αντιφατικότητα της (δικής του) ιδεολογικής κατασκευής. Ίσως κάτι τέτοιο θα ήθελε να υπαινιχθεί και η Κυριακίδου στον σύντομο –και κάπως αμήχανο– πρόλογο που είχε γράψει για το φίλο της Μιχάλη, όπως τον προσαγόρευε: «Ο Μιχάλης μπαίνει στο στίβο της ιστορίας με την ελαφριά καρδιά του ανθρωπολόγου – και μας ξαφνιάζει». Τι είδους ξάφνιασμα είναι αυτό, ας κρίνει ο καθένας.
Στο τέλος του βιβλίου διαβάζουμε: «Είναι της μόδας, μεταξύ των ανθρωπολόγων και άλλων μελετητών που εργάστηκαν στην Ελλάδα, να περιφρονούν τις τοπικές επιστημονικές λαογραφικές σπουδές, με το επιχείρημα πως ήταν προσαρμοσμένες σε στενά ιδεολογικά ενδιαφέροντα. Στη μελέτη αυτή πρωταρχικός μου στόχος ήταν να δείξω ότι ακριβώς τέτοια κίνητρα είναι που κάνουν ενδιαφέρουσα την ιστορία της λαογραφίας και ότι, πράγματι –καθώς η λαογραφία βοήθησε στην κυριολεξία να οριστεί ο εθνικός πολιτισμός,– κάθε μελετητής της ελληνικής κοινωνίας πρέπει να τη λάβει υπόψη του. Η ανάπτυξη της ντόπιας λαογραφικής επιστήμης δεν ήταν ένα αλαζονικό μείγμα κυνικής πλαστογραφίας και πολιτικού οπορτουνισμού. Αντίθετα ήταν μια επίμονη, οδυνηρή συχνά προσπάθεια να δοθεί τάξη στο χάος από ένα λαό, η εθνική ταυτότητα του οποίου απειλήθηκε συχνά από τα ίδια τα έθνη που είχαν αυτοδιοριστεί φρουροί του» (245). Τι να πω… Ο κ. Η. καταπιάστηκε, νομίζω, με ένα έργο δύσκολο: αφενός να χτυπήσει –ει δυνατόν θανάσιμα– μιαν επιστήμη η οποία, κατ’ ανάγκην, διαμορφώθηκε εν μέρει, όπως και όλες οι άλλες επιστήμες του ανθρώπου (ώστε να σκανδαλίζει ο επιλεκτικός ξεχωρισμός της), υπό την επίδραση συγκεκριμένων ιστορικών όρων και, αφετέρου, να μη δυσαρεστήσει κανένα (όμως αυτό το τελευταίο έφερε συνειρμικά στη σκέψη μου μια λαϊκή παροιμία: «να σε κάψω, Γιάννη μου, να σ’ αλείψω μέλι»).
- Το Α΄ μέρος του άρθρου δημοσιεύτηκε στο τεύχος 40-41 του περιοδικού.