«Τον λόγο τώρα ας έχουν οι Ποιητές»
Ποιο Μεσολόγγι! και ποια Ψαρά!
Ερείπια καπνίζοντα, χορός θανάτου…
Στις ντάπιες, στους δρόμους, κορμιά μισόγδυτα
ματοβαμμένα. Κρώζοντα όρνεα θρασίμια
γυροφέρνουν τους άορνους βράχους, και λύκοι
με δίψα για αίμα, στις πύλες της πόλης, π’ εάλω…
Μην απελπίζεσαι και μην υψώνεις τα χέρια ικευτικά…
Δεν ξέρουν, δεν συγκινούνται οι κουρσάροι από τέτοια…
Μην περιμένεις σωτηρία από υπουργήσαντες…
που τα παιδιά σου, θελημένα ή αθέλητα, ανδράποδα
στα σκλαβοπάζαρα έστειλαν της οικουμένης,
εξορίζοντας ότι θα σου ξανάδινε ζωή κι αντριάδα.
Μην περιμένεις σωτηρία από εκείνους που εξέλεξες
και την Σύγκλητο εκόσμησαν η σιωπή κι ανοχή τους,
που χωρίς μέριμνα κι ανάγνωση καμιά, άβουλοι
μοιραίοι, μια ιαχή ξεστόμιζαν το «Ναι σε όλα».
Μην απελπίζεσαι και μην υψώνεις τα χέρια ικευτικά…
Δεν ξέρουν και δεν συγκινούνται οι Αττίλες από τέτοια…
Για να ανοίξει Ανάστασης δρόμος …… απαιτήστε σιωπή…..
Από κείνους που χάριν εαυτών βουλεύονταν επιβουλευόμενοι,
δημηγορούντες κι ευαγγελιζόμενοι την σωτηρία πατρίδας,
με μόνη έγνοια την εύνοια «Αυγούστων- Καισάρων»…
Για να ανοίξει Ανάστασης δρόμος …… απαιτήστε σιωπή….
Απ’ τους κομίζοντες τα φώτα της αλλοδαπής Τεχνοκράτες,
που αυτοδηλώνουν Ιφιγένειες στον της πατρίδας βωμό,
χρέους ένεκεν ! Τίνος; τ’ ατίμητου; ή του των πεμψάντων;
Για να ανοίξει Ανάστασης δρόμος ……. απαιτήστε σιωπή….
Απ΄ τους ιδιοκτήτες των νέων αμβώνων, π’ εργολαβία έχουσι
να μας γιομίσουν Ενοχές, με τους δυστυχείς υπαλλήλους τους,
από πρωίας μέχρι νυκτός κρώζοντες το «πείθεσθε τοις ηγουμένοις»…
Μην απελπίζεσαι και μην υψώνεις τα χέρια ικευτικά…
Δεν ξέρουν και δεν συγκινούνται οι Τοκογλύφοι από τέτοια…
Όσο το σκοτάδι πυκνώνει τόσο η Αυγή κοντοζυγώνει…
Όσοι πιστέψαν ότι με τούτη την χώρα τελειώσαν,
πλάνη μεγάλη και πάλι… γιατί λησμονήσαν
ότι σε τούτο τον τόπο την ύστατη ώρα μιλούν οι θεοί.
Την ώρα που οι Χθόνιοι σκεπάζουν με χώμα
στις Αμύκλες του Υακίνθου το σώμα,
με στόμα Απόλλωνα στο βήμα θα ανέβει ο Άγις,
τους «είλωτες», Σπαρτιάτες πολίτες να κάνει και πάλι.
Κάθε φορά που Εσείς, σε μας, θα φτιάχνετε τον τάφο,
Εμείς επάνω του θα στήνουμε Επιτάφιο…
κι εκεί ευλαβικοί προσκυνητές οι ποιητές
κεριά αναμμένα θε ν’ αφήνουν τες ψυχές των…
Ένα κερί, πέντε κεριά, και θ’ ανταριάσουν τα κελιά
κι θ’ αχνοφέξει στα βουνά ο ήλιος π’ ανατέλλει…
Ένα κερί, πέντε κεριά είναι τα όπλα τα βαριά
της Ρωμιοσύνης που ξυπνά, για ν’ οδηγήσει πάλι…
Όταν ανάβουνε κεριά, τότε μιλάνε τα πουλιά,
για λευτεριά για ξαστεριά σε κλέφτικα τραγούδια…
Πόσο τα τρέμεις τα κεριά καημένο μου σκοτάδι
γιατί είν η δική σου συντελειά, και τσάκισμα του Άδη.
Σε όλες τις πόλεις π’ αφανιστήκαν, από σφάλματα
τυράννων, αυτοκρατόρων, πρωθυπουργών,
πριν έλθουν οι κουρσάροι κι οι Πορθητές,
είχαν φροντίσει να εξοστρακίσουν τους ποιητές!
Απέναντι στάσου σε όλους αυτούς που ποιητές
πετροβολάνε! Τούτοι σημερινοί ή αυριανοί
δήμιοι και τύραννοι για όλους μας θ’ άναι.
Όπως πάντα σε τούτη την χώρα την ύστατη ώρα
το «λάλον το ύδωρ» ξυπνάει, φωνάζει, προστάζει…
για νάλθει η Ελπίδα ένας ο δρόμος, μοναδικός
τον λόγο τώρα να έχουν μόνο οι Ποιητές…γαρ…
«Σε έσχατες ώρες, έργο των ποιητών να σαλπίζουν,
των ταγών να ανατρέπουν, και των μαχητών χρέος
μέγιστο η δράση, μη καταλίποντες γραμμάτια
με ρήτρα αιμάτινης εξόφλησης ες επιγόνους»
Εν Μονεμπασία 14/8/2015
Παναγιώτης Παπαλεξανδράκος