Όταν τα Γκούλαγκ συνάντησαν το Γκραν Γκινιόλ
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 158
Εν τω μέσω του ποταμού Ομπ στη Σιβηρία και 500 χιλιόμετρα από την πόλη Τομσκ βρίσκεται ένα ξεχασμένο νησί που ονομάζεται Ναζίνο, απέναντι από τον ομώνυμο αραιοκατοικημένο οικισμό. Το μήκους 2 χιλ. και πλάτους 600 μέτρων νησάκι, που περνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου θαμμένο στο χιόνι, φέρει ωστόσο ένα ακόμη όνομα που κανείς δεν πρόκειται να βρει γραμμένο στους χάρτες. Το νησί αποκαλείται από τους ντόπιους «νησί των κανιβάλων» και το 1933 έλαβαν χώρα επάνω του γεγονότα τόσο φρικτά που κρατήθηκαν μυστικά για δεκαετίες. Τα γεγονότα αυτά δικαίως καθιστούν το Ναζίνο το χειρότερο στρατόπεδο Γκούλαγκ στην ιστορία της ΕΣΣΔ και συγκριτικά έκαναν την πιθανότητα εξορίας στα ειδεχθή στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας του ποταμού Κολύμα και της Βορκούτα να φαντάζει ευκαιρία επιβίωσης τύπου Τζακ Ποτ.
Το Γκούλαγκ του Ναζίνο είχε μία ιδιόμορφη παγκόσμια πρωτοτυπία που θα είχε αρνητικότατο αντίκτυπο στις πιθανότητες επιβίωσης των ανθρώπων που θα κατέληγαν εκεί. Σχεδόν όλοι οι εξόριστοι θα προέρχονταν από «επιχειρήσεις σκούπα» των οργάνων της τάξεως στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ, προς εξαφάνιση κάθε ανεπιθύμητου «αντι-κοινωνικού» και «άνευ τάξεως» στοιχείου, στα πλαίσια του εορτασμού της εργατικής πρωτομαγιάς. Οι πρωτευουσιάνοι αυτοί, λοιπόν, θα αποστέλλονταν σε μια παγωμένη ερημιά, υποτίθεται για να χτίσουν μια αγροτική κοινότητα, χωρίς να γνωρίζουν απολύτως τίποτε σχετικά με αγροτικές εργασίες και επιβίωση στην επικίνδυνη ύπαιθρο της Σιβηρίας. Είναι φανερό λοιπόν, ότι το Ναζίνο δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ η βουκολική ουτοπία που, δήθεν, ευαγγελιζόταν η σοβιετική ηγεσία. Θα φρόντιζε γι’ αυτό ο φονικός συνδυασμός ακραίας αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή, αποστολής στο νησί μεγάλου αριθμού στυγνών εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου και μνημειώδους σοβιετικής οργανωτικής ανικανότητας.
Η απίστευτη προχειρότητα της όλης επιχείρησης έγινε φανερή από τις πρώτες κιόλας μέρες. Τα τρένα με τους εξόριστους από τη Μόσχα και το Λένινγκραντ έφτασαν στο Τομσκ της Σιβηρίας στις 10 Μαΐου. Φαίνεται ότι η μυστική αστυνομία επέδειξε ακραίο ζήλο στην εκκένωση των δύο μεγαλουπόλεων, διότι μέσα στον Μάιο του ’33 πέρασαν από το στρατόπεδο μεταγωγών του Τομσκ 90 χιλιάδες άνθρωποι. Οι αρχές της πόλης, μη έχοντας λάβει εντολές τι να τους κάνουν, αλλά ούτε και τα μέσα να τους στεγάσουν και να τους ταΐσουν, άρχισαν να τους στέλνουν φύρδην μίγδην στις υποτιθέμενες τοποθεσίες των μελλοντικών αγροτικών κοινοτήτων, οι περισσότερες από τις οποίες ήταν απλώς κάποιες συντεταγμένες στον χάρτη όπου δεν υπήρχε απολύτως καμία εγκατάσταση και τα πάντα έπρεπε να φτιαχτούν από το μηδέν.
Στις 14 Μαΐου, 5 χιλιάδες συλληφθέντες, το ένα τρίτο των οποίων ήταν ποινικοί κατάδικοι, φορτώθηκαν σε μαούνες μεταφοράς ξυλείας και αναχώρησαν για το νησί Ναζίνο, στο γεμάτο κομμάτια πάγο ποτάμι, υπό τη συνοδεία 50 άρτι στρατολογημένων και ανεκπαίδευτων φρουρών που δεν είχαν καν στολές. Το ημερήσιο σιτηρέσιο κατ’ άτομο για το 4μερο ταξίδι ήταν 200 γραμμάρια παγωμένο ψωμί. Σε μια από τις μαούνες είχαν φορτωθεί 20 τόνοι αλεύρι (αναλογία 4 κιλών αλεύρι κατ’ άτομο) για να τραφούν οι εξόριστοι όταν θα έφταναν στο νησί, χωρίς ωστόσο να συμπεριληφθούν μαγειρικά σκεύη, εργαλεία ή άλλη τροφή.
Όταν οι μαούνες έφτασαν στο Ναζίνο το απόγευμα της 18ης Μαΐου, 27 εξόριστοι ήταν ήδη νεκροί από τις κακουχίες (ίσως να ήταν οι πιο τυχεροί) και στο νησί μετρήθηκαν 4556 άνδρες και 322 γυναίκες εκ των οποίων μόνο το ένα τρίτο μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Μη έχοντας εργαλεία να κόψουν δέντρα και να ετοιμάσουν κάποιο υποτυπώδες καταφύγιο, οι εξόριστοι αναγκάστηκαν να περάσουν εκεί το πρώτο βράδυ νηστικοί, ξαπλώνοντας στο χιόνι σε συνθήκες παγετού. Έτσι, το ξημέρωμα της 19ης Μαΐου θα έβρισκε 295 ανθρώπους νεκρούς εκεί όπου είχαν πέσει το προηγούμενο βράδυ.
Όταν την ίδια μέρα οι φρουροί επιχείρησαν να ξεφορτώσουν το αλεύρι στο νησί ξέσπασαν ταραχές με τους κοινούς κακοποιούς να αρπάζουν τις μερίδες των πολιτικών κρατουμένων και για τέσσερις μέρες δεν διανεμήθηκε καθόλου αλεύρι. Τελικά, ο διοικητής της φρουράς αποφάσισε να χωρίσει τους εξόριστους σε μπριγάδες των 150 ατόμων και να διανέμει το αλεύρι στους επικεφαλής για να το μοιράσουν κατά το δοκούν. Ως εκ θαύματος, επικεφαλής χρίστηκαν οι ποινικοί κρατούμενοι οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι τη θέση τους, χρησιμοποιούσαν το αλεύρι για να εκβιάζουν, να τρομοκρατούν και να επιβάλλονται στους πολιτικούς.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που κάποιος δύσμοιρος εξόριστος κατάφερνε να εξασφαλίσει λίγο αλεύρι, δεν είχε κανέναν απολύτως τρόπο να το μαγειρέψει και οι περισσότεροι απλώς το έβαζαν στα καπέλα τους, το ανακάτευαν με το νερό του ποταμού και το έτρωγαν. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει πολύ γρήγορα επιδημία δυσεντερίας με φονικότατες επιπτώσεις. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις 27 Μαΐου κατέφθασαν άλλοι 1200 κρατούμενοι, καθιστώντας την κατάσταση στο νησί παντελώς εκτός ελέγχου.
Με τους ποινικούς να έχουν επιβληθεί στο νησί με την ανοχή των φρουρών, κάθε ίχνος συνοχής και ανθρωπιάς χάθηκε ανεπιστρεπτί. Γρήγορα έκαναν την εμφάνισή τους συμμορίες από τρελαμένους από την πείνα εξόριστους που μάχονταν μέχρι θανάτου για ελάχιστα γραμμάρια τροφής. Οι ποινικοί απομόνωναν κρατούμενους που είχαν εντοπίσει να έχουν χρυσά δόντια και τους ξεδόντιαζαν επί τόπου για να ανταλλάξουν τη λεία τους με τρόφιμα, καπνό και εφημερίδες με τους απαθείς φρουρούς. Μέχρι τα τέλη Μαΐου και με το σύστημα διανομής τροφής να έχει καταρρεύσει τελείως, οι εναπομείναντες χιλιάδες εξαθλιωμένοι Ζεκ στο νησί άρχισαν, κυριολεκτικά, να τρώνε ο ένας τον άλλον. Παραμένει καταγραμμένη η κυνική παραδοχή ενός ποινικού ότι «τους σφάζαμε και ξεριζώναμε καρδιά και συκώτι για να τα ψήσουμε σε σασλίκ στη φωτιά».
Μέχρι τα τέλη Ιουνίου είχε γίνει φανερό ότι η κατάσταση στο Ναζίνο ήταν τόσο απαίσια που δεν μπορούσε να αγνοηθεί από τις σοβιετικές αρχές και το στρατόπεδο εκκενώθηκε. Είχε έρθει η ώρα του νοσηρού απολογισμού. Από τους 6200 κρατούμενους που έφτασαν στο Ναζίνο, 2856 είχαν επιβιώσει μέχρι τα μέσα Ιουνίου και μεταφέρθηκαν σε άλλα στρατόπεδα της περιοχής, κάπου 2000 είχαν πεθάνει και άλλοι περίπου 1500 είχαν εξαφανιστεί (είχαν πνιγεί, πυροβοληθεί από τους φρουρούς μέσα στο νερό ή αποδράσει για να βρουν τον θάνατο στην αδυσώπητη τάιγκα). Άλλοι 157 ήταν τόσο εξασθενημένοι, που αφέθηκαν να πεθάνουν στο νησί.
Η υπόθεση του νησιού Ναζίνο δεν θα μαθευόταν ποτέ αν δεν υπήρχε κάποιο χαμηλόβαθμο κομματικό στέλεχος ονόματι Βασίλι Βελίτσκο ο οποίος, ακούγοντας τις διάφορες φήμες περί κανιβαλισμών στο Ναζίνο, αποφάσισε να κάνει επιτόπια έρευνα στο νησί και να καταγράψει τις μαρτυρίες της τοπικής φυλής των Όστυακ που κατοικούσαν στο χωριό Ναζίνο. Τα ευρήματα του Βελίτσκο ήταν σοκαριστικά, ειδικά η περιγραφή ενός μισοφαγωμένου γυναικείου πτώματος που του έλειπαν οι γάμπες και τα στήθη. Η 11σέλιδη αναφορά του προς τη Μόσχα διαβιβάστηκε στο Πολιτικό Γραφείο για να θαφτεί στη συνέχεια και ο ίδιος να καθαιρεθεί από τη θέση του με συνοπτικές διαδικασίες.
Έπρεπε να έρθει το 1989 και ο αποχαρακτηρισμός των ογκωδών φακέλων της υπηρεσίας των Γκούλαγκ για να βρεθεί η αναφορά Βελίτσκο σε κάποιο ντουλάπι του υπουργείου Εσωτερικών στο Νοβοσιμπίρσκ. Στα συνοδευτικά έγγραφα της αναφοράς υπήρχε και μια λίστα με τα ονόματα των φρουρών στο Ναζίνο. Φαίνεται πως σε κάποια φάση τιμωρήθηκαν με ποινές φυλάκισης ενός με τρία χρόνια έκαστος για τα καλά που έκαναν στο διαβόητο νησί. Ευτυχώς γι’ αυτούς, οι ποινές εκτίθηκαν σε συμβατικές φυλακές και δεν υπήρξε η ποιητική δικαιοσύνη αποστολής τους σε κάποιο Γκούλαγκ. Όσο για τα ανώνυμα θύματα που έχασαν τη ζωή τους τόσο άδικα στο Ναζίνο, μόνο ένας ξύλινος σταυρός που τοποθετήθηκε στο νησί το 1993 από τους Όστυακ μένει να θυμίζει το μαρτυρικό τους τέλος.
1 ΣΧΟΛΙΟ
Πολύ καλό Κωνσταντίνε! Ούτε στο “Ζόφος της Κολιμά” δεν διαβάσαμε τέτοια πράγματα.