του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Την άνοιξη του 1929, αρκετούς μήνες πριν την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η πολιτική κατάσταση στη Γερμανία της ψυχοραγούσας «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» ήταν εκρηκτική. Για λόγους «δημόσιας ασφάλειας» ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Aστυνομίας είχε απαγορεύσει τις διαδηλώσεις σε όλη την Πρωσία.
Παρά ταύτα και παρά τις προειδοποιήσεις της κυβέρνησης, στην οποία συμμετείχαν και σοσιαλδημοκράτες (SPD), το Κομουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας (KPD) κάλεσε τα μέλη του να διαδηλώσουν ειρηνικά την εργατική πρωτομαγιά, που τότε δεν ήταν ακόμη θεσμοθετημένη αργία, θεωρώντας ότι «η αστική νομιμότητα» δεν μπορεί να αποτρέψει το «δίκαιο του δρόμου».
Σε περιοχές του Βερολίνου μάλιστα είχαν οριστεί δεκάδες επιτροπές για την προετοιμασία των διαδηλώσεων και στήθηκαν οδοφράγματα.
Αρκετές μέρες νωρίτερα και με αφορμή την απαγόρευση της διαδήλωσης είχε ξεκινήσει στον ημερήσιο Τύπο ο «πόλεμος» της «προπαγάνδας του μίσους». Τα δύο κόμματα της εργατικής τάξης πήραν «θέση μάχης» για την απόδοση ευθυνών για όλα όσα έμελλε να επακολουθήσουν.
Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος έγραφε ότι «με διαταγή της Μόσχας» το KPD «χρειάζεται πτώματα», η δε πρωτομαγιάτικη «Κόκκινη Σημαία» του KPD αναφέρονταν σε «ενδείξεις ενός νέου κύματος της προλεταριακής επανάστασης», που θα μπορούσε να παρανοηθεί σαν «έκκληση για ένοπλη εξέγερση»: «Η επαναστατική ορμή και η θέληση για αγώνα των Γερμανών εργατών θα δείξει στον σοσιαλδημοκράτη υπουργό Αστυνομίας της μπουρζουαζίας των τραστ, ότι το προλεταριάτο δεν δίνει πεντάρα για τις απαγορεύσεις της.»
Από την 1 μέχρι και τις 4 Μαΐου το Βερολίνο μετατράπηκε σε πεδίο βίαιης σύγκρουσης μεταξύ της «σοσιαλδημοκρατικής» αστυνομίας, «τα αιμοβόρα σκυλιά» και των διαδηλωτών που εμφανίζονταν «αυθόρμητα» στις πιο «ριζοσπαστικές» γειτονιές της πόλης (Wedding, Neukoelln).
Η σύγκρουση κλιμακώθηκε όταν η αστυνομία προσπάθησε να εισέλθει στις «κόκκινες» γειτονιές ακολουθώντας μεθόδους υπέρμετρης βίας (με πολυβόλα και τεθωρακισμένα) για να διαλύσει τις πορείες και τα οδοφράγματα, σε σημείο να κατηγορηθεί και από τον αστικό τύπο ότι συμπεριφέρθηκε «σαν σε εχθρική χώρα».
Σχεδόν όλη η αστυνομική ηγεσία του Βερολίνου εκτιμούσε στα σοβαρά ότι έπρεπε να αποκρούσει μια ένοπλη εξέγερση που εκείνη τη στιγμή εκ των πραγμάτων δεν την επιδίωκε κανένας, ούτε το KPD, η ηγεσία του οποίου κυριολεκτικά πανικοβλήθηκε μετά την απρόσμενη κλιμάκωση της βίας καταφεύγοντας στη Δρέσδη και μετά στη Μόσχα για να απολογηθεί. Η έκκλησή της μάλιστα για «μαζική απεργία» ελάχιστα εισακούστηκε.
Το αποτέλεσμα ήταν συνολικά 33 νεκροί, κατά μεγάλο μέρος αμέτοχων στα γεγονότα, μεταξύ των οποίων και αρκετές γυναίκες, ο τραυματισμός άλλων 198 (51 αστυνομικοί, ένας μόνο από σφαίρα) και η σύλληψη 1200, από του οποίους μόνο οι 119 ήταν μέλη του KPD. Η διαταγή άρσης της απαγόρευσης εκδόθηκε στις 6 Μαΐου, ημέρα που απαγορεύτηκαν όμως οι παραστρατιωτικές οργανώσεις του KPD, όχι όμως το ίδιο.
Το SPD και η κοινοβουλευτική του ομάδα υπερασπίστηκαν την αστυνομία, ανακοινώνοντας ότι η σύγκρουση έγινε κατόπιν «διαταγής της κεντρικής κομουνιστικής καθοδήγησης», κατηγορώντας το KPD για «απόπειρα πραξικοπήματος», ενώ η εφημερίδα του κόμματος «Εμπρός» έγραψε: «Κάτω τα κομμουνιστικά παράσιτα του εργατικού κινήματος».
Με τη σειρά του το KPD αναγόρευσε τους σοσιαλδημοκράτες, «το κόμμα των δολοφόνων» σε «σοσιαλφασίστες» και κύριο πολιτικό αντίπαλό του που προετοίμαζε ενεργά «την ίδρυση της φασιστικής δικτατορίας».
Η «Ματωμένη Πρωτομαγιά» (Blutmai), όπως έμεινε στην ιστορία, υπήρξε «σημείο καμπής» για τη Γερμανία του μεσοπολέμου που έφερε τους εθνικοσοσιαλιστές πιο κοντά στην εξουσία. Σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς η πρωτομαγιά του 1929 είχε και πολλές «τυχοδιωκτικές» παραμέτρους, προπαγανδιστικά στοιχεία και κυρίως πολλά αθώα θύματα.
Οι «εμφυλιοπολεμικές» πολιτικές εξελίξεις στη Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν πλέον προδιαγεγραμμένες, καθώς η αντιπαράθεση μεταξύ σοσιαλδημοκρατικού και κομουνιστικού κόμματος έφτασε στα άκρα και επήλθε ο απόλυτος και ολέθριος διχασμός της γερμανικής εργατικής τάξης, όπου όμως, τρία χρόνια αργότερα, πρώτο κόμμα θα ήταν πλέον οι εθνικοσοσιαλιστές.
Η στρατηγική της βίας στους δρόμους, σαν μελλοντικός τρόπος επίλυσης ταξικών διαφορών, από την ακροαριστερά ως την ακροδεξιά, εγκαινιάστηκε με τη «Ματωμένη Πρωτομαγιά». Η γερμανική κοινωνία ξαναζούσε πλέον με το φόβο ενός επικείμενου εμφυλίου πολέμου, ιδιαίτερα όταν άρχισαν οι πρώτες επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Ο δρόμος για την άνοδο στην εξουσία του ναζιστικού κόμματος NSdAP είχε πλέον ανοίξει διάπλατα, αλώνοντας σταδιακά πολλά από τα παλιότερα προπύργια της σπαρασσόμενης μέχρι τέλους γερμανικής εργατικής τάξης.
Με το τέλος της «χρυσής δεκαετίας του ’20» η καταρρέουσα και γεμάτη αντιφάσεις Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε μόνο λίγα χρόνια ζωής ακόμα. Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Αδόλφος Χίτλερ εκλέχτηκε καγκελάριος και με δημοκρατικές ψήφους.