του Θ. Ζιάκα, από το Άρδην τ. 70, Ιούνιος-Ιούλιος 2008
Στο ατομικό επίπεδο η λέξη «ταυτότητα» έχει ευνόητο περιεχόμενο: μια φωτογραφία και κάποια «στοιχεία» (όνομα, επώνυμο κ.λπ.), τυπωμένα σε ένα «δελτίο». Το «δελτίο ταυτότητας» παραπέμπει σε ένα μοναδικό πρόσωπο.
Με την εθνική ταυτότητα τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα. Και γίνονται ολοένα και δυσκολότερα, καθώς αμφισβητείται από τους μεταμοντέρνους ιστορικούς μας η ίδια η ύπαρξη του έθνους, ως της συλλογικής εκείνης οντότητας στην οποία αναφέρεται η εθνική ταυτότητα. Παλαιότερα δεν ετίθετο ζήτημα ύπαρξης του έθνους. Η αντιπαράθεση των απόψεων εστιαζόταν στο ποια είναι, στην περίπτωσή μας, η «αληθινή» ταυτότητα του έθνους.
Αν παραδεχτούμε, ότι το έθνος γενικά και το ελληνικό έθνος ειδικότερα αναφέρονται σε κάτι υπαρκτό και όχι σε κάτι ανύπαρκτο, ας συμφωνήσουμε να ονομάζουμε «εθνική ταυτότητα» την αυτοκατανόηση του έθνους: την ιδέα που σχηματίζει το έθνος για τον εαυτό του. Και επειδή, προφανώς, δεν είναι μία μόνο η περί εθνικού εαυτού ιδέα ούτε στάσιμη και αναλλοίωτη, μπορούμε να δηλώσουμε, ευθύς εξαρχής και ως προφανή συνεπαγωγή, ότι η εθνική ταυτότητα συγκροτείται: α) Από διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες συλλογικές αυτο-κατανοήσεις. Και β) ότι μία απ’ αυτές είναι κάθε φορά η κυρίαρχη.
Ας συμφωνήσουμε επίσης ότι το ενδιαφέρον μας για την εθνική ταυτότητα πηγάζει από την υπόθεση ότι, παρά τον αναγκαστικά ρευστό, πολυεκδοχικό και συγκρουσιακό της χαρακτήρα, έχει άμεση και ζωτική σημασία για την αναπαραγωγή, κοινωνική συνοχή και εξέλιξη, της υποκείμενης εθνικής συλλογικής οντότητας.
Με βάση τις παραδοχές αυτές θα μιλήσουμε στη συνέχεια για τις τύχες του εθνικής ταυτότητας στο σύγχρονο κόσμο. Θα ξεκινήσουμε από το ποιος ακριβώς είναι ο σύγχρονος κόσμος.
Η ταυτότητα του σύγχρονου κόσμου
Με τον όρο «σύγχρονος κόσμος» αναφερόμαστε στον πολιτισμό της Νεωτερικότητας. Ονομάζουμε «Νεωτερικότητα» τον πολιτισμό, ο οποίος ξεκίνησε από τη Δυτική Ευρώπη τον 18ο αιώνα με τις αστικές επαναστάσεις και σήμερα κυριαρχεί σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτό που ορίζει τη Νεωτερικότητα και αποτελεί την ουσία της, είναι το ιδιαίτερο ανθρωπολογικό της πρόγραμμα. Ο κεντρικός σκοπός του είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από όλους τους φυσικούς και μεταφυσικούς περιορισμούς της ελευθερίας του. Είναι, πιο συγκεκριμένα, η πίστη ότι μπορούμε, με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας, να φτιάξουμε έναν τεχνητό κόσμο, ελεγχόμενο απόλυτα από εμάς, να κλειστούμε μέσα σ’ αυτόν και να αφήσουμε απέξω τη Φύση, τους θεούς και όλα τα κακοποιά πνεύματα. Κοντολογίς: να γίνει ο άνθρωπος θεός του εαυτού του.
Ως βασικοί θυμικοί κινητήρες του νεωτερικού προγράμματος επισημαίνονται: α) Το μίσος εναντίον του μεσαιωνικού-φεουδαρχικού χριστιανικού δεσποτισμού. Και β) Ο τεχνολογικός μεσσιανισμός: η πίστη ότι η επιστήμη και η τεχνολογία θα λύσουν όλα τα προβλήματα του ανθρώπου.
Το πρωτότυπο στρατήγημα, χάρη στο οποίο κατέστη πραγματοποιήσιμο το εκ πρώτης όψεως χιμαιρικό ανθρωπολογικό πρόγραμμα της Νεωτερικότητας, ήταν η αποδοχή και η εμπέδωση ενός θεμελιώδους υπαρκτικού διχασμού: Στη μεν δημόσια σφαίρα θα είμαστε απρόσωπα και αποκλειστικώς ορθολογιστικά όντα. Στη δε ιδιωτική σφαίρα φυσιολογικοί άνθρωποι, με ένστικτα και συναισθήματα, με χώρο για το απρόβλεπτο και το παράλογο.
Η απόλυτη απροσωπία στη δημόσια σφαίρα θεσπίστηκε γιατί καθιστά δυνατή τη διαμεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων με συστήματα. Σύστημα θα πει: λογική τυποποίηση των σχέσεων, απρόσωποι ρόλοι, αλγοριθμική οργάνωσή τους, εξουσιαστική θέσμισή τους. Η ανάπτυξη της Τεχνόσφαιρας, ως αέναης συσσώρευσης απρόσωπων συστημάτων πάνω στη Βιόσφαιρα, δηλαδή ο σημερινός κόσμος, στον οποίο έχουμε ήδη κλειστεί, έχει τη θεμελίωσή του στην ειδικά νεωτερική αυτή ρύθμιση της σχέσης δημόσιου και ιδιωτικού χώρου. Και ακριβώς, για να μπορεί ο δημόσιος χρόνος του υποκειμένου να εκποιείται σε χρονο-ανταλλακτικά συστημάτων, ανάγκη πάσα να έχει κλειστεί ερμητικά στο στεγανό της ιδιωτικής ζωής, οτιδήποτε συνδέεται με την απροσδιόριστη βιοψυχική μοναδικότητα του Προσώπου και την πληρωματική του δυναμική.
Με τον τρόπο αυτό η «συστημική φαγάνα» ισοπέδωσε βαθμιαία ολόκληρο τον δημόσιο χώρο, θάβοντας στο ιδιωτικό άδυτο τα στοιχεία εκείνα της διυποκειμενικότητας τα οποία δεν μπορούσαν ή δεν ήταν απαραίτητο να υποστούν την επιζητούμενη ψηφιακή προσομοίωση και συστημική ενσωμάτωση. Ώσπου ήρθε η ώρα, από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, να εισβάλει και στον ίδιο τον ιδιωτικό χώρο, με τη βιομηχανία της εικόνας. Τελικώς τα καταφέραμε τόσο καλά, που ήδη εγκαταλείψαμε τη Βιόσφαιρα και επιβιβαστήκαμε στην Τεχνόσφαιρα, για ένα κοσμικό ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Ο ανθρωπολογικός τύπος-φορέας του νεωτερικού Συστήματος είναι το νεωτερικό Άτομο, μια μορφή Ατόμου καινοφανής στην ανθρώπινη Ιστορία. Φορέας αναπαραγωγής της συγκεκριμένης αυτής μορφής Ατόμου είναι η αντίστοιχη Παράδοση. Με τον όρο αυτό -«νεωτερική Παράδοση»- εννοούμε το ιδιαίτερο υποκειμενοποιητικό σύστημα του νεωτερικού πολιτισμού, το οποίο έχει ως κεντρικό ελκυστή του το ιδανικό της συστημικής αυτοθεωτικής εξατομίκευσης.
Η ταυτότητα του νεωτερικού Ελληνισμού
Η νεωτερική Παράδοση εμφανίζεται στη Δυτική Ευρώπη τον 18ο αιώνα και εξελίσσεται με τη μορφή κυμάτων, τα οποία εισβάλλουν στον υπόλοιπο κόσμο, το ένα κατόπιν του άλλου, για να συμπλεχθούν εκεί με τις προϋφιστάμενες διαφορετικές Παραδόσεις.
Λέμε «νεωτερική» την εθνική ταυτότητα ενός λαού, όταν η νεωτερική Παράδοση κυριαρχεί πάνω στις προνεωτερικές Παραδόσεις του. Κυριαρχεί σημαίνει: ελέγχει όχι μόνο τη δική της αναπαραγωγή, αλλά και την αναπαραγωγή των υπ’ αυτήν διαφορετικών Παραδόσεων, δηλαδή ολόκληρη την εθνική παιδεία. Με την έννοια αυτή η εθνική ταυτότητα του νεοελλαδικού κράτους (μαζί και του κυπριακού) είναι νεωτερική.
Κάθε νέο κύμα της εισαγόμενης Νεωτερικότητας συγκρούεται με το προηγούμενο, συχνά πριν εκείνο προλάβει να σταθεροποιήσει τις συναρθρώσεις του με το τοπικό περιβάλλον. Το αποτέλεσμα είναι: Η πολυεκδοχικότητα των νεωτερικών εννοηματώσεων της εθνικής ταυτότητας. Οι αντίστοιχες πολώσεις στο εσωτερικό της τοπικής διανόησης. Και τα συναφή: χαρακτήρας ασταθής, ασυνεχής, μεταπρατικός, δορυφορικός, με μια λέξη «περιφερειακός».
Πρώτη εκδοχή της νεωτερικής ελληνικής ταυτότητας είναι η «διαφωτιστική» (18ος-19ος αιώνας). Το συλλογικό ιδανικό εστιάζεται εδώ στη λεγόμενη «μετακένωση» των φώτων της Εσπερίας. Θεμελιώνεται: α) Στην υποτιθέμενη καταγωγή των ευρωπαϊκών Φώτων από τα αρχαιοελληνικά. Και β) στην αποπομπή του «βυζαντινού» ανθρωπολογικού προτύπου, ως ιδιαζόντως βαρβάρου, ειδεχθούς και σκοταδιστικού.
Δεύτερη είναι η «ελληνοχριστιανική» εκδοχή (μέσα 19ου – μέσα 20ου αιώνα). Αυτή αποζητά μια στοιχειώδη ισορροπία στο τρίγωνο Νεωτερικότητα-Αρχαιότητα–Βυζάντιο, παραλείποντας ή στρογγυλεύοντας τις ασύμβατες με τη Νεωτερικότητα οξείες γωνίες του βυζαντινού πόλου. Τα κενά του ελληνοχριστιανικού προτάγματος συμπληρώνονται με τον εθνοφυλετισμό. Η κατίσχυσή του, έναντι της «κλασικιστικής» εκδοχής, ευνοήθηκε από τη στροφή της ευρωπαϊκής Νεωτερικότητας προς τον χριστιανικό συντηρητισμό (καθολικό και προτεσταντικό), προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού την αναφανείσα (στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα) «άθεη» σοσιαλιστική και κομμουνιστική απειλή. Ευνοήθηκε επίσης από το «σύνδρομο Φαλμεράϋερ»: την αξιοποίηση του βυζαντινού «κενού», για να πληγεί η αρχαιοελληνικότητα των «νεοελλήνων» – η μόνη, ως τότε, νοητή ελληνικότητα.
Τρίτη εκδοχή είναι η κοινωνιστική-προοδευτική, η εισαγόμενη την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα από τους κομμουνιστές. Στη δική τους εκδοχή το τρίγωνο της ελληνικής ταυτότητας αποβάλλει τόσο την βυζαντινή όσο και την αρχαιοελληνική κορυφή του, με το επιχείρημα ότι «το έθνος είναι δημιούργημα του καπιταλισμού». (Στην τροσκιστική καθαρότητα του επιχειρήματος το έθνος νοείται ως τεχνητό κατασκεύασμα του καπιταλιστικού κράτους.) Ο εναπομείνας νεωτερικός πόλος της ταυτότητας θα υποστεί, ταυτόχρονα, μια μανιχαϊστικού τύπου φαντασιακή σχάση σε «προοδευτικό» και «αντιδραστικό», «διεθνιστικό» και «εθνικιστικό», εν ονόματι πάντα της επικείμενης μετάβασης στην αταξική/αεθνική κοινωνία. Ως προς την ιδεολογική του ποιότητα το έθνος είναι, σαφώς, παθολογία της Ιστορίας, γιατί «οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα». Εξ αιτίας όμως της ειδικής προσωρινής πραγματικότητας του Ιμπεριαλισμού, πρέπει το επαναστατικό υποκείμενο να κάνει τα στραβά μάτια στις εθνικές προκαταλήψεις των μαζών, προκειμένου να τις προσελκύσει στο ευρύτερο δυνατό «λαϊκό μέτωπο».
Μετά το 1989, που έπεσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» και θριάμβευσε η αμερικανική «παγκοσμιοποίηση», το εμφυλιοπολεμικό δίπολο Αντίδρασης-Προόδου, Εθνικισμού-Διεθνισμού, έχασε το νόημά του και κατέρρευσε άδοξα. Στη θέση του έμεινε το κενό, με τη μορφή του μηδενισμού και του γραικυλισμού, της αδιαφορίας και της νευρωτικής απέχθειας προς ό,τι θυμίζει ελληνικότητα. Η απονοημάτωση των θετικών εκδοχών της νεωτερικής μας ταυτότητας κατέστησε τον εθνομηδενισμό απόλυτο κυρίαρχο της εθνικής πίστας.
Συνοψίζοντας θα αναγνωρίζαμε, ως «DNA» της νεωτερικής μας ταυτότητας, μια ειδική θυσιαστική δομή, όπου λατρεύουμε τον νεωτερικό ιδανικό εαυτό μας, προσφέροντάς του, ως εξιλαστήριο θύμα, τον απωθημένο «βυζαντινό» εαυτό μας.
Αλλά, αν σωστά αυτοεντοπιζόμαστε στη σχιζοείδεια αυτή, τότε πρέπει κάπως να αισιοδοξήσουμε, αφού η πτώση μας στον εθνομηδενισμό αναγγέλλει το ιστορικό της τέλος.
Η γενική κρίση της νεωτερικής ταυτότητας
Τα μεγάλα κύματα στην εξέλιξη της Νεωτερικότητας, με τα οποία συνδέονται και οι βασικές εκδοχές της ελληνικής νεωτερικής ταυτότητας, είναι ο Διαφωτισμός, ο Ρομαντισμός, ο Μοντερνισμός και ο Μεταμοντερνισμός.
Σε αντίθεση με τους προκατόχους της η μεταμοντέρνα εκδοχή του νεωτερικού Ατόμου δεν πιστεύει σε τίποτα. Ο Μεταμοντερνισμός είναι ένας ριζικός σχετικισμός, ομόλογος εκείνου της αρχαιοελληνικής σοφιστικής υποστροφής: γνωσιολογικός και ηθικός. Αυτοεπιβεβαιώνεται στην αποδόμηση κάθε κοινωνικώς συνεκτικής «αφήγησης». Αμφισβητεί κάθε αυθεντία, ακόμα κι αυτήν της επιστήμης και της τεχνολογίας, – την πεμπτουσία της Νεωτερικότητας. Δοξάζει τον «νέο ατομικισμό» της «αυθεντικότητας» και της «αυτοπραγμάτωσης» (αυτού που είμαστε «πριν» από κάθε υποκειμενοποίηση -«ετερόνομη» ή «αυτόνομη»).
«-Να είσαι ο εαυτός σου». Αυτή είναι η πρώτη και η τελευταία θετική εντολή της μεταμοντέρνας εποχής μας. Να είσαι η ανόθευτη-πρωτογενής επιθυμία σου.
3.1 Σύμπτωμα τέλους
Η επικράτηση του Μεταμοντερνισμού συμπίπτει με την άλωση και του ιδιωτικού χώρου από τα συστήματα. Τηλεκατευθύνοντας το συναίσθημα και την επιθυμία τα συστήματα αποσπούν την προσοχή του Ατόμου και λεηλατούν κατά βούληση τον ιδιωτικό του χρόνο. Αυτό όμως μεταβάλλει ριζικά το ανθρωπολογικό τοπίο. Η ολοκληρωτική κατάσχεση του υπαρκτικού χρόνου (δημόσιου και ιδιωτικού) από τα συστήματα, καταστρέφει τη βάση του ανθρωπολογικού σθένους της Νεωτερικότητας: την ειδική ρύθμιση-αναπαραγωγή της αντίθεσης δημόσιου και ιδιωτικού χωροχρόνου. Το αποτέλεσμα είναι η παθητικοποίηση και η αποσύνθεση της προσωπικότητας. Και τελικώς η αδυναμία του υποκειμένου α) να διατηρήσει τη λειτουργικότητα των θεσμών του ιδιωτικού χώρου και πριν απ’ όλα της οικογένειας και β) να επωμιστεί το βάρος της αναπαραγωγής των γιγάντιων υπερπολύπλοκων συστημάτων.
Μ’ αυτή την έννοια είναι απολύτως νόμιμη η ταύτιση της ενδεχόμενης γενίκευσης του ανθρωπολογικού Μεταμοντερνισμού με το τέλος της Νεωτερικότητας.
3.2 Η έλλειψη οικουμενικότητας
Οι διαπιστώσεις αυτές πιστοποιούνται εμφανέστερα στο πεδίο της πολιτικής ιδεολογίας, όπου η αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού καταγράφεται ως μοιραίο πλήγμα για τη Νεωτερικότητα.
Η χρεοκοπία του σοσιαλισμού υπήρξε μοιραίο πλήγμα, διότι κατέστρεψε την Αριστερά, ως ιδεολογική πολιτική δύναμη. Η ισχύς της Αριστεράς είχε μια ανεκτίμητη στρατηγική σημασία για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του νεωτερικού Συστήματος, επειδή η ακτινοβολία των αριστερών ιδεών ήταν σε θέση να παγιδεύει σε νεωτερική τροχιά τις αντιδράσεις των πληττομένων από τη συστημική επέκταση. Σε αντίθεση με το προνεωτερικό «όπιο του λαού», που καθήλωνε στο ραγιαδισμό, η αριστερή ιδεολογία λειτουργούσε σαν δραστικότατο αναβολικό, διεγείροντας σε αυτοθυσιαστική δράση ενάντια σε ό,τι η ίδια όριζε ως «αντιδραστική παρέκκλιση» από το ανθρωποθεωτικό πρόγραμμα της Νεωτερικότητας. Όπως με κατηγορηματική ευθυβολία το είχε διατυπώσει ο Λένιν: «οι κομμουνιστές είναι Ιακωβίνοι στο πλευρό του προλεταριάτου».
Η κατάρρευση των οραματικών διεξόδων της Νεωτερικότητας απεκάλυψε, λοιπόν, τη γυμνότητά της. Η έλλειψη οικουμενικότητας, αυτό το καλά κρυμμένο μυστικό της, υψώθηκε τώρα σε περίοπτη θέα.
Η ελκυστικότητα των νεωτερικών αγαθών (ιδιωτική ελευθερία, κατανάλωση κλπ.) είναι ασφαλώς οικουμενική. Διαπερνά όλα τα δεσποτικά-κολεκτιβιστικά περιβάλλοντα των προνεωτερικών Παραδόσεων. Αποδεικνύεται όμως ότι τα αγαθά αυτά είναι προσιτά μόνο σε ένα πολύ μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι πασίγνωστα τα στοιχεία: α) Εκτιμάται ότι αν οι Κινέζοι και οι Ινδοί αποκτούσαν το δικό μας βιοτικό επίπεδο, η ζωή στον πλανήτη θα λάμβανε τέλος (Αντίθεση Τεχνόσφαιρας-Βιόσφαιρας.). β) Λέγεται ότι πεντακόσιοι άνθρωποι έχουν στα χέρια τους τόσο πλούτο όσο ο μισός πληθυσμός της γης (Αντίθεση Βορρά-Νότου.). γ) Υπολογίζεται ότι στα επόμενα χρόνια η κατάθλιψη, ως μέτρο της αποσύνθεσης του νεωτερικού Ατόμου, θα υπερκεράσει όλες τις άλλες αρρώστιες στον αναπτυγμένο κόσμο (Αντίθεση Εξατομίκευσης-Συστημάτων.).
Το έλλειμμα οικουμενικότητας είναι, λοιπόν, το κύριο πρόβλημα του γενναίου μεταμοντέρνου κόσμου μας. Έλλειμμα οικολογικό, κοινωνικό, υπαρκτικό. Και εξηγεί, ως ιδεολογική υπεραναπλήρωση, την τρέχουσα υστερία για τη δήθεν «παγκοσμιοποίηση».
3.3 Οι αποσυνθετικές τάσεις
Το έλλειμμα οικουμενικότητας, μαζί με τη σπασμωδική αδυναμία διαχείρισής του, προκαλεί την αποσύνθεση των νεωτερικών ταυτοτήτων και την ανάπτυξη φυγόκεντρων πολιτισμικών δυνάμεων.
Οι κυριαρχούμενες Παραδόσεις τείνουν να αυτοπροσδιοριστούν και να αποτινάξουν την ηγεμονία της νεωτερικής Παράδοσης. Οι τεκτονικές αυτές διεργασίες στα θεμέλια του Συστήματος συνοδεύονται από την έκλυση ισχυρής αντισυστημικής ενέργειας σε παγκόσμια κλίμακα. Οι βασικές μορφές της εκλυόμενης ενέργειας είναι: α) Ο σύγχρονος αναθεμελιωτισμός (φουνταμενταλισμός θρησκευτικός, εθνικιστικός κ.ά.). β) Τα ποικίλα εθνικά κινήματα (ανεξαρτησιακά, αυτονομιστικά, «εθνωτικά», αυτοχθονικά). Και γ) τα λεγόμενα «εναλλακτικά» κινήματα.
Απέναντι στα διαλυτικά αυτά ρεύματα, αλλά και απέναντι στον μεταμοντέρνο σχετικισμό, που απειλεί το Σύστημα από τα μέσα, αντιτάσσεται ο Εκσυγχρονισμός. Αλλά αν λάβουμε υπόψη πόσο αναποτελεσματική και βραχύβια υπήρξε η εκσυγχρονιστική προσπάθεια των Κλίντον, Μπλερ, Σρέντερ, Σημίτη κ.ά. αντιλαμβανόμαστε την καίρια αδυναμία των πολιτικών συστημάτων της ύστερης Νεωτερικότητας να θέσουν υπό έλεγχο τις αποσυνθετικές δυνάμεις.
Οι αποσυνθετικές δυνάμεις πολλαπλασιάζονται μιμητικά, διαμορφώνοντας μια ανεξέλεκτη κλιμάκωση αναδράσεων, χάρη στη μόνη παγκοσμιοποίηση που δεν είναι πλασματική: την πληροφοριακή. Η αναγωγή της Πληροφοριόσφαιρας σε κεντρική δομή συνοχής της Τεχνόσφαιρας, εμποδίζει την απόκρυψη και επομένως τον έλεγχο. Προσδίδει εξαιρετική ισχύ στα συστήματα άλωσης του ιδιωτικού χωροχρόνου, έναντι των συστημάτων της δημόσιας σφαίρας (στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών). Ο ανταγωνισμός κατευθύνει τα κανιβαλικά ένστικτα των πρώτων εναντίον των δεύτερων. Έτσι φτάσαμε στο οξύμωρο γεγονός να αναπαράγεται το Σύστημα ξεσκεπάζοντας και καταγγέλλοντας τον εαυτό του, αναλώνοντας δηλαδή τα όποια αποθέματα αυθεντίας του απομένουν.
Οι αντιφάσεις Βιόσφαιρας – Τεχνόσφαιρας, Βορρά – Νότου, Εξατομίκευσης – Συστημάτων, που ως τώρα προσπερνιόνταν, σαν «ασήμαντες παρενέργειες» (που «όπου νάναι θα ξεπεραστούν»), κατέλαβαν πλέον το προσκήνιο και απαιτούν λύσεις. Το πρόβλημα είναι ότι οι ενδεχόμενες λύσεις δεν μπορούν να είναι ενδοσυστημικές, γιατί υπερβαίνουν τις ανθρωπολογικές προδιαγραφές της Νεωτερικότητας. Η μοίρα των ανθρώπινων «παραδειγμάτων» είναι να πέφτουν θύμα των κρυμμένων «ανωμαλιών» τους. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να πάθει το ίδιο και η Νεωτερικότητα.
Ως κοινός παρονομαστής των αποσυνθετικών τάσεων προβάλλει ένα γενικό αίτημα ανα-θέσμισης των «κεντρικών κοινωνικών σημασιών» και, πριν απ’ όλα, της σημασίας του υποκειμένου. Η ανανοηματοδότηση της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας τίθεται πλέον ως κεντρικό ζήτημα στον σύγχρονο κόσμο.
Το ζητούμενο: η μετα-νεωτερική ταυτότητα
Η εξάντληση του κυρίαρχου νεωτερικού ιδανικού οδηγεί τη διανόησή μας στην αφασία. Για κάποιους όμως είναι το σοκ που τους αναγκάζει να ξυπνήσουν. Είναι αυτοί που ήδη θέτουν το αίτημα για ένα μετα-νεωτερικό ιδανικό, ικανό να συνδεθεί γόνιμα με το κλασικό και το ορθόδοξο και να ξαναδώσει νόημα-ταυτότητα στο Κοινό των Ελλήνων. Κινήσεις και προς τις τρεις αυτές κατευθύνσεις μπορούν ήδη να καταγραφούν.
4.1 Η επανοικείωση του απωθημένου
Καθώς λύνονται τα νεωτερικά μάγια ο Έλληνας νιώθει ισχυρή την παρόρμηση να επαν-οικειοποιηθεί το «βυζαντινό» απωθημένο.
Το φαινόμενο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες εξηγήσεις, διότι είναι μηχανικό: Η εξασθένιση του σθεναρότερου (νεωτερικού) πόλου, στο εσωτερικό της συλλογικής μας ταυτότητας, μετατοπίζει το κέντρο βάρους προς τον αμέσως επόμενο πόλο. Ή αλλιώς: η εξάντληση της κυρίαρχης παράδοσης επιτρέπει στην κυριαρχούμενη να «σηκώσει κεφάλι».
Γι’ αυτό ξαναγεμίζουν οι εκκλησιές, παρά τη συνεχιζόμενη «προδοσία του επισκοπικού αξιώματος». Γι’ αυτό ξαναζωντάνεψε ο μοναχισμός, παρά τους συχνούς ζηλωτικούς χουλιγκανισμούς και τις νεογεροντικές νευρώσεις. Γι’ αυτό επαναξιολογείται η βυζαντινή τέχνη και εκδίδονται του κόσμου τα βιβλία για το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία.
Ενώ αναμοχλεύονται τα δημώδη βάθη της εθνικής κουλτούρας, η λόγια επιφάνειά της δεν παραμένει ακίνητη. Στοιχεία της εγχώριας διανόησης αρχίζουν, τα τελευταία χρόνια, να προσεγγίζουν τη βυζαντινή ανθρωπολογία και να συλλαβίζουν τη γλώσσα της ελληνικής οικουμένης. Μια παλιότερη, εκ μέρους των Ρώσων, γόνιμη αντιβολή πατερικής θεολογίας του Προσώπου και ευρωπαϊκού υπαρξισμού, είχε παρασκευάσει το έδαφος. Παράλληλα μια δεύτερη τάση, προερχόμενη από τη μαρξιστική αριστερά, θα συνοψίσει κριτικά την εμπειρία των αριστερών επαναστάσεων και θα καταθέσει γόνιμο οντολογικό προβληματισμό πάνω στα αδιέξοδα της Νεωτερικότητας. Θα ζητήσει, μεταξύ των άλλων, να επαναπροσεγγίσουμε το υποκείμενο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, προκαλώντας σοβαρά ρήγματα στο εμπεδωμένο νεωτερικό-μεταπρατικό κέλυφος της αρχαιογνωσίας μας.
Χάρη στην εργασία των δύο αυτών γραμμών αναζήτησης δεν έμελλε να καταποντιστούμε τελείως στον επελθόντα, μετά το 1974, μεταμοντέρνο κατακλυσμό της ιδεολογίας του «τέλους των ιδεολογιών», του «αντι-ιδανικού» και της «αυτοπραγμάτωσης». Ίσως αλλιώς να αντιλαμβάνονταν τη συμβολή τους οι διανοητές του «συνόρου» μεταξύ Μοντερνισμού και Μεταμοντερνισμού, αλλά εμείς θα την εντοπίσουμε κυρίως στο γεγονός ότι μας έδωσαν τη δυνατότητα να διαβούμε σώοι (αν και όχι εντελώς αβλαβείς) το εν λόγω «σύνορο». Είμαστε, έτσι, αρκετά «μεταμοντέρνοι», ώστε να αντιλαμβανόμαστε ότι το πρόβλημά μας δεν είναι «εθνικό». Ότι είναι εθνικό μόνο στο μέτρο που είναι οικουμενικό. Και ότι δεν νοείται εθνική λύση παρά ως εθνική μετοχή στη ζητούμενη οικουμενική / μετανεωτερική λύση.
Η κατάρρευση των νεωτερικών εννοηματώσεων της εθνικής ταυτότητας και η ανάγκη αντίστασης στον μεταμοντέρνο μηδενισμό, κάνει τους Έλληνες να σκεφτούν, επιτέλους, με το δικό τους μυαλό ποιοι είναι, πού βρίσκονται και τι θέλουν. Και να συλλάβουν την νεοελληνική εθνική ταυτότητα όπως ήταν πριν οι προαναφερθέντες Προκρούστες την ξαπλώσουν στη νεωτερική τους κλίνη: Ως στροφή του Ρωμηού προς τη Δύση για να γλιτώσει από τον Τούρκο. Ως συμμαχία της ρωμέηκης Παράδοσης με τη νεωτερική, για την αποπομπή του Τουρκισμού. Αρχίζουμε ήδη να αντιλαμβανόμαστε το οδυνηρό τίμημα της συμμαχίας αυτής: την απώθηση των ουσιωδών διαφορών εξελικτικής κατεύθυνσης και επιπέδου ωριμότητας μεταξύ του ελληνικού και του δυτικού ανθρωποκεντρισμού.
Ελευθερωμένοι από τη νεωτερική συσκότιση, ίσως κατορθώσουμε τώρα οι Έλληνες να λύσουμε το αίνιγμα της νεοελληνικής ταυτότητας. Και να καταλάβουμε γιατί ο Τούρκος είναι η δική μας αθέατη-σκοτεινή πλευρά.
4.2 Το περίγραμμα της αναζήτησης
Ως κεντρικό εθνικό ερώτημα αναδεικνύεται το εξής οικουμενικό ζήτημα: Είναι δυνατόν να ανα-νοηματοδοτηθεί το υποκείμενο, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να υπερβαίνει τα συστήματα και να τα «εξημερώνει»; Ή αλλιώς: μπορούμε να φτιάξουμε μια Τρίτη σφαίρα ικανή να ενσωματώνει και να επιλύει τις αντιφάσεις Τεχνόσφαιρας – Βιόσφαιρας, Εξατομίκευσης – Συστημάτων, Βορρά – Νότου; Ποια μπορεί να είναι η φύση της αν δεν πρέπει να είναι ούτε φυσιοκρατική ούτε τεχνολογική;
Το περίγραμμα της ως τώρα πρωτόλειας ακόμη προβληματικής μας μπορεί να συνοψιστεί στα εξής:
α) Η προσφυγή στη βυζαντινή ανθρωπολογία ερμηνεύει το νεωτερικό υποκείμενο ως παθολογία σε σύγκριση με το όντως υποκείμενο: το Πρόσωπο. Θεωρητικώς η προσφυγή στο Πρόσωπο λύνει το πρόβλημα, γιατί αναφέρεται σε έναν τύπο υποκειμένου, στο οποίο η προσωπικότητα είναι μοναδική και συγχρόνως καθολική. Αν αποδειχθεί ότι το πρόβλημα λύνεται και στην πράξη, τότε όντως αποτελεί Πρόταση. Πρακτική λύση σημαίνει: Κατορθώνω να ανακόψω την κονιορτοποίηση της ατομικότητάς μου. Αποκτώ την ικανότητα να αποστασιοποιούμαι από τις ανάγκες μου. Δεν «χάνω τον εαυτό μου» μέσα στα συστήματα. Γίνομαι υπεύθυνο αγαπητικό υποκείμενο, ελεύθερο έναντι κάθε εξωτερικού και εσωτερικού καταναγκασμού.
β) Η αναγωγή στην κλασική πολιτειακή Παράδοση του Ελληνισμού και ο συνδυασμός της με την εκκλησιαστική, δηλαδή η προσφυγή στον προσωποκεντρικό Κοινοτισμό, μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε τη νεωτερική εννοημάτωση της συλλογικής ταυτότητας, ως παθολογία της υποκειμενοποίησης. Για έναν στοιχειωδώς μυημένο στη χριστιανική γνώση, είναι προφανές ότι η συστημική αυτοθέωση, το ανθρωπολογικό πρόταγμα της Νεωτερικότητας, συνιστά μια πρωτότυπη μεν, ως προς τη μορφή, κοινότοπη δε, ως προς την ουσία, εφαρμογή της πανάρχαιας εωσφορικής πρότασης να γίνουμε θεοί από μόνοι μας. (Πράγμα που μας κλείνει αυτόματα, σύμφωνα με τη Βίβλο, τον δρόμο προς τον ζητούμενο επίγειο Παράδεισο.) Θεωρητικώς, λοιπόν, η προσωποκεντρική κοινότητα, συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις να είναι η ζητούμενη εναλλακτική λύση. Μένει να πιστοποιηθεί τούτο και στην πράξη.
γ) Η μελέτη του αρχαιοελληνικού Ατόμου φωτίζει το ζητούμενο πέρασμα από τον μεταμοντέρνο μηδενισμό στον ενδεχόμενο μετανεωτερικό πολιτισμό. Αποκαλύπτει την κρυμμένη (στα πλαίσια της προειρημένης συμμαχίας) ριζική διαφορά του ελληνικού Ατόμου από το νεωτερικό, ως προς την εξελικτική τους κατεύθυνση (εμπρόσωπες και όχι απρόσωπες σχέσεις, επέκταση της ελευθερίας στον δημόσιο χώρο και όχι περιορισμός της στον ιδιωτικό). Αποκαλύπτει συγχρόνως κάτι ακόμα πιο σημαντικό: την αναλογία ανάμεσα στον αρχαιοελληνικό και στον μεταμοντέρνο σχετικισμό και μηδενισμό. Η μελέτη της κρίσης των δύο αυτών ιστορικών μορφών εξατομίκευσης, μας υπόσχεται τη γνώση των νόμων προόδου και υποστροφής, που διέπουν τη φυσιολογία της μεταατομικής ανθρωπολογικής μετάβασης.
Τέλος στη βάση αυτή είναι δυνατόν να αντιληφθούμε, πώς και γιατί η γενίκευση του μεταμοντέρνου μηδενισμού μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο σε τεχνοφασιστική υποστροφή. Πώς και γιατί θα ήταν μάλλον αδύνατη η ανακοπή της, χωρίς την παρεμβολή και μαρτυρία μιας κρίσιμης μάζας Προσώπων.
4.3 Η μετανεωτερικότητα της βυζαντινής εμπειρίας
Η κεντρική γραμμή της αναζήτησής μας, η μελέτη της βυζαντινής ανθρωπολογίας, μπορεί να είναι γόνιμη, μόνο στο μέτρο που θα διαπεράσει το κέλυφος της αναπόφευκτης φουνταμενταλιστικής ειδωλοποίησης, με το οποίο αυτόματα την περιβάλλει η κυρίαρχη πνευματική νηπιότητα.
Αυτό που μπορεί να βρει κανείς, αν διαπεράσει το φουνταμενταλιστικό κέλυφος, και το οποίο μας ενθαρρύνει, για την πιθανή μετανεωτερική γονιμότητα των «βυζαντινοκεντρικών» αναζητήσεών μας, είναι η άγνωστη στη νεωτερική σκέψη βυζαντινή εμπειρία των «Ακτίστων Ενεργειών» και η αντίστοιχη οντολογική επεξεργασία της.
Η οντολογία των Ενεργειών μας πληροφορεί, ότι εκτός από τις προσωπικές ενέργειες του «κτιστού» χώρου (τις δικές μας), υπάρχουν και οι προσωπικές ενέργειες του «άκτιστου» χώρου, για τις οποίες πιστεύεται ότι είναι η αφανής αιτία της ύπαρξης και της ζωής όλων των κτιστών-τρεπτών όντων, υλικών και πνευματικών, ορατών και αοράτων. Μας λέει επίσης, ότι η αδυναμία του μεταμοντέρνου ανθρώπου να αποδεσμευθεί από το καταστροφικό σύστημα αναγκών, στο οποίο έχει εγκλωβιστεί, βασίζεται σε μια βαθύτερη αναπηρία, η οποία προκύπτει από τη γενικότερη σε κάθε πολιτισμό, τεχνητή ανακοπή και στρέβλωση της φυσιολογικής προσωπικής εξέλιξης του ανθρώπου. Η αναπηρία αυτή σχετίζεται με την κολεκτιβιστική (δεσποτική) ή ατομοκεντρική ρύθμιση του εριστικού «ταραγμού» της ανθρώπινης φύσης. Εμπεδωμένες στο θυμικό και στο ένστικτο, επικυρωμένες και ανατροφοδοτούμενες από το ομόλογο κοινωνικό πλαίσιο, οι παθολογικές αυτές μορφές ρύθμισης των παθών, καθηλώνουν τον άνθρωπο, εφ’ όρου ζωής, στην υπαρκτική νηπιότητα. Κρατούν σε ατροφική κατάσταση τα ψυχικά εκείνα όργανα, που μας επιτρέπουν να αντλούμε από την πανταχού παρούσα «άκτιστη Ενέργεια» τη δύναμη της «καλής αλλοίωσης». Τη δύναμη που χρειαζόμαστε για να διαστέλλουμε το γνωμικό από το φυσικό μας θέλημα και να το μεταμορφώνουμε σε βούληση ελεύθερη-ανιδιοτελή και συγχρόνως αγαπητικά αποτελεσματική.
Η επανοικείωση, τέλος, της οντολογίας των Ενεργειών μας αποκαλύπτει τη φύση του εκφυλισμού της ατομικότητάς μας (ελληνικής και νεωτερικής), από τον οποίο πάσχει και στον οποία κυρίως προσκρούει, η ζητούμενη μετανεωτερική ανανοηματοδότηση της ταυτότητάς μας.
Την πρόταση αυτή, δηλαδή να θέσουμε στο επίκεντρο της μετανεωτερικής αναζήτησης την οντολογία των «Ακτίστων Ενεργειών», πρώτος τη διατύπωσε ο Άρης Ζεπάτος, ο οποίος ήδη από τη δεκαετία του 1990 είχε αφοσιωθεί στη μελέτη των εμπειρικών της προσβάσεων.
Υποθέτοντας ότι είναι δυνατή η ενσάρκωση μιας προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας βασισμένης στη σχέση με το Άκτιστο, μιας ταυτότητας που υπερβαίνει την αδιέξοδη διαλεκτική Ατόμου-Ομάδας, έχουμε πλήρη την επίγνωση ότι ζητούμε την υπέρβαση όχι μόνο του διαλυόμενου νεωτερικού Ατόμου, αλλά και του ίδιου του Homo Sapiens. Κατά σύμπτωση την ίδια υπέρβαση, αλλά στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, αναζητά κι ο απρόσωπος συστημικός Λεβιάθαν, με τις πυρετώδεις έρευνές του πάνω στη γενετική μηχανική, τις βιολογικές μεταλλάξεις, τη νανοτεχνολογία κλπ.
4.4. Συμπέρασμα
Οι έρευνές μας προσεγγίζουν, λοιπόν, την ανανοηματοδότηση του ατομικού και του συλλογικού υποκειμένου, με βάση την εμπειρία του Προσώπου.
Μπορεί οι έρευνες αυτές να φαντάζουν, ακόμη, αλλόκοτες και χιμαιρικές. Οφείλουμε όμως να υπογραμμίσουμε ότι δεν αγνοούν καθόλου τα δεδομένα της σύγχρονης ανθρωπολογικής κρίσης, τα οποία και αποτελούν διεθνώς την αφετηρία των πιο προωθημένων μετανεωτερικών αναζητήσεων.
Αν θέλαμε να συμπυκνώσουμε σε μία φράση τα προσωρινά μας ευρήματα, για τη ζητούμενη μετανεωτερική εννοημάτωση της εθνικής ταυτότητας, θα λέγαμε: «Κοινότητα Προσώπων. Έθνος Κοινοτήτων. Κοινότητα Εθνών».