του Γ. Κολέμπα, από το Άρδην τ. 70, Ιούνιος-Ιούλιος 2008
Α) ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την πάροδο του χρόνου, αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο ότι η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού και η κυριαρχία των αγορών σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας έχουν οξύνει τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ανθρώπινες κοινότητες και τα κάθε είδους οικοσυστήματα. Τα έχουν μάλιστα μετατρέψει σε πλανητικό επίπεδο, και οι αρνητικές συνέπειες γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. Το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης, που πάει να γενικευθεί, έχει μπει ήδη σε μια περίοδο αυξανόμενης κοινωνικής κρίσης. Στον μεν δυτικό κόσμο, αποσαθρώνει το «κοινωνικό» κράτος και βάζει σε κίνδυνο την ύπαρξη των μεσαίων τάξεων των αγροτών και των ανειδίκευτων εργαζομένων, στον δε υπόλοιπο κόσμο διαλύει τις συνθήκες επιβίωσης της πλειοψηφίας των πολιτών (εκτός των τοπικών ελίτ). Οδήγησε στην ουσιαστική χρεοκοπία πολλών χωρών, ιδίως της Αφρικής, στη διάλυση των παραδοσιακών τρόπων της τοπικής παραγωγής και στην εγκατάλειψη της γης από τους αγρότες τους.
Πολύ λίγα έχουν μείνει από τις τοπικές κοινότητες και τα κοινωνικά δίκτυα αλληλοβοήθειας καθώς και από τα πολιτιστικά πρότυπά τους. Η μόλυνση και η οικολογική καταστροφή έχουν πάρει πλανητικές διαστάσεις. Έχουμε ήδη αλλαγές στο κλίμα και έντονα καιρικά φαινόμενα, καθώς και διόγκωση των περιβαλλοντικών μεταναστών. Αποδείχθηκε ότι ο αμερικάνικος και δυτικοευρωπαϊκός τρόπος ζωής και ανάπτυξης είναι αδύνατον να οικουμενικοποιηθεί, γιατί οι πλουτοπαραγωγικές πηγές του πλανήτη είναι πεπερασμένες και τα παραγόμενα απόβλητα κάνουν την κατάσταση εκρηκτική. Η απορρύθμιση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους οδήγησε σε απεριόριστη επέκταση των ανισοτήτων μεταξύ περιοχών και ατόμων παντού, και στον «αναπτυγμένο κόσμο» και στον «υπανάπτυκτο».
Αλλά επιστροφή στο εθνικό κράτος (όπου έτσι και αλλιώς τα ίδια ανεπίλυτα προβλήματα προϋπήρχαν) είναι αδύνατη, αφού «…οι στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ των εθνών καθιστούν κυριολεκτικά αδύνατον για οποιαδήποτε εθνική κυβέρνηση να διαχειριστεί ανεξάρτητα την οικονομία της, εφόσον οι περισσότερες οικονομικές επιπτώσεις ξεπερνούν τα στενά εθνικά όρια και τα σύνορα είναι πλέον διάτρητα και θα γίνονται ακόμα πιο διάτρητα με τη ραγδαία ανάπτυξη του παγκόσμιου συστήματος επικοινωνιών…».
Οι αποφάσεις των πολιτικών για οποιεσδήποτε αλλαγές καθορίζονται από τα συμφέροντα της παγκόσμιας ελίτ των πολυεθνικών και έχουν να κάνουν με τη διαχείρισή τους, ενώ οι πολίτες έχουν ελάχιστη δύναμη να επηρεάσουν την πολιτική και οικονομική διαδικασία, που καθορίζει τη ζωή τους. Βλέπουν ότι αποκλείονται καθημερινά από τον σημερινό «δημόσιο» χώρο, αφού δεν μπορούν να ελέγχουν τον τρόπο με τον οποίο ικανοποιούνται ή δεν ικανοποιούνται, οι ανάγκες τους. Αυτό γίνεται σήμερα αποκλειστικά σχεδόν μέσω των δυνάμεων της αγοράς και δεν μπορούν να επέμβουν, ούτε ακόμα και στην ολοένα και μεγαλύτερη επιδείνωση της ποιότητας ζωής τους, της υγείας τους και του περιβάλλοντος. Η «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» των σύγχρονων επαγγελματιών πολιτικών και των κομμάτων εξουσίας, προάγοντας τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών, έχει απογοητεύσει σε μεγάλο βαθμό τους ανθρώπους.
Είναι λοιπόν φυσικό, οι πολίτες να μην ασχολούνται με αυτό που σήμερα περνιέται σαν «πολιτική», ιδιαίτερα οι νέοι, οι περιστασιακά εργαζόμενοι, οι άνεργοι και οι περιθωριοποιημένοι, που βλέπουν ότι δεν τους λαμβάνει κανείς υπόψη.
Το ζητούμενο σήμερα είναι η δημιουργία ενός καινούργιου είδους πολιτικής, που θα συγκινήσει και θα εμπνεύσει τους ανθρώπους, που θα επιτρέψει να βρουν ένα σταθερό σημείο αναφοράς και να ξαναονειρευτούν έναν καλύτερο κόσμο με ένα καινούργιο ελπιδοφόρο ξεκίνημα. Ένα ξεκίνημα με όσο το δυνατόν περισσότερους και ουσιαστικότερους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Θεσμούς που δεν θα είναι μόνο μέσα, αλλά τρόπος ζωής και θα κινητοποιούν τους πολίτες για συμμετοχή, η οποία θα τους μετατρέψει, από αντικείμενα διαχείρισης της σημερινής πολιτικής, σε υποκείμενα της πολιτικής. Σε υποκείμενα που θα έχουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν για τις συνθήκες της ζωής τους, για την οικονομία τους, για το περιβάλλον και την υγεία τους, για τον πολιτισμό και την κοινωνία τους γενικότερα, χωρίς όλα αυτά να ελέγχονται από μια κεντρική εξουσία και ιεραρχία.
Ο ευνοϊκότερος χώρος για τη δημιουργία αυτής της νέας πολιτικής, ιδιαίτερα στον δυτικό κόσμο, είναι ο χώρος της τοπικής κοινωνίας, του Δήμου και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Τ.Α.). Του Δήμου που περιλαμβάνει την τοπική πόλη και την γύρω από αυτήν ύπαιθρο. Εδώ είναι δυνατή η άρνηση του συγκεντρωτισμού και του γιγαντισμού που εκφράζει η σύγχρονη «πολιτεία» και το κεντρικό κράτος, καθώς και οι μηχανισμοί της Παγκοσμιοποίησης και των πολυεθνικών σήμερα.
Η Τοπικοποίηση, με την έννοια της πρότασης ενός συνόλου πολιτικών που ενισχύουν προνομιακά το τοπικό επίπεδο, είναι η ουσιαστική απάντηση στην Παγκοσμιοποίηση. Παρέχει το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι άνθρωποι και οι κοινοτικές τους συλλογικότητες θα μπορέσουν να επαναπροσδιορίσουν και να ελέγξουν τη ζωή τους και την τοπική οικονομία, ώστε να επιτευχθεί η υποχώρηση της φτώχειας και των ανισοτήτων, η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και της πρόνοιας, η αναβίωση της συνοχής της ανθρώπινης κοινότητας και της περιβαλλοντικής προστασίας, η αποκατάσταση του αισθήματος ασφαλείας για το μέλλον. Το πλαίσιο της τοπικοποίησης απορρίπτει τον ανταγωνισμό σαν διαδικασία ανάπτυξης και δίνει έμφαση στη συνεργασία και την αλληλεγγύη για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. Γιατί η μάχη μπορεί να δοθεί καλύτερα στην καθημερινή μας ζωή και δράση και στα μικρά υποσύνολα της κοινωνίας. Ο κοινός τρόπος ζωής, οι κοινοί χώροι δουλειάς και σχόλης κ.λπ., όπου ο ένας γνωρίζει τον άλλον και είναι ευχερέστερη η επαφή, η φιλία, η αλληλεγγύη και ο αλληλοέλεγχος, ευνοούν στο να τεθούν οι βάσεις αυτής της πολιτικής.
Αυτές οι βάσεις έχουν να κάνουν με ένα σύνολο πεποιθήσεων, αξιών και ιδεών, που θα εξυπηρετούν την άρση των ανθρώπινων φόβων μπροστά στα μυστήρια της ύπαρξης και του σύμπαντος (κατασίγαση του πόνου και του φόβου του θανάτου). Με μια αντίστοιχη επιστημονική κοσμοθεωρία και κατανοητή σε όλους τεχνολογία (ξεπέρασμα του φόβου και της ανάγκης της μεγατεχνολογίας, του κοινωνικού μεγαθεσμού και των «ειδικών»). Με μια παραγωγή υλικών-άυλων αγαθών, που θα ικανοποιούν τις βασικές επαναδιατυπωμένες υλικές-πνευματικές ανάγκες, που δεν θα βάζει σε κίνδυνο τους φυσικούς πόρους, τα οικοσυστήματα και τα άλλα είδη. Με ένα αντίστοιχο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα (ξεπέρασμα του καπιταλισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του κομματικού συστήματος).
Μπορεί να τις δημιουργήσει μόνο ένα κίνημα, βασικά νέων ανθρώπων, μη ενταγμένων στις καθεστωτικές δομές, της «δημιουργικής φτώχειας» και του «προλεταριάτου της αυτοπραγμάτωσης», όπως έχουν ονομαστεί, που α) διαχειριζόμενοι την κρίση του δυτικού πολιτισμού και β) ενστερνιζόμενοι ιδέες από την παράδοση του ουμανιστικού σοσιαλισμού, του ελευθεριακού κοινοτισμού και της κοινωνικής οικολογίας, θα τις συνθέσουν σε ένα νέο κοινωνικό πρόταγμα. Ένα πρόταγμα (με αντίστοιχη εσωτερική-κοινωνική φιλοσοφία-επιστημονική κοσμοθεωρία), που θα εμπνεύσει την πλειοψηφία των ανθρώπων να δημιουργήσει ένα νέο πολιτισμικό ρεύμα και μια νέα αυτοκαθοριζόμενη κοινωνία, ξεκινώντας από την τοπική κοινωνία, σε σχέση απόρριψης, αναδιάρθρωσης και ρήξης με την «υπαρκτή» παγκοσμιοποίηση και το κεντρικό εθνικό κράτος.
Τα παραπάνω ισχύουν και για τον ελλαδικό χώρο. Εδώ η Τ.Α. ασκεί, έτσι και αλλιώς, ασήμαντη εξουσία. Και αυτή όμως είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων τοπικών πολιτικών, συνεργαζόμενων κατά το πλείστον με τα κόμματα και τους αντίστοιχους επαγγελματίες πολιτικούς του κέντρου. Με τον νόμο «Καποδίστριας», τα κόμματα εξουσίας , εκτός των άλλων στόχων, πέτυχαν και την παραπέρα ενίσχυση των ιεραρχικών δομών στο τοπικό επίπεδο, εις βάρος της άμεσης ουσιαστικής δημοκρατίας. Ο «εκσυγχρονισμός» της Τ.Α. δεν έχει καμιά σχέση ούτε με την αποκέντρωση ούτε με την οικονομική ανάπτυξη της υπαίθρου, πολύ περισσότερο δε με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων που έχουν ακόμη απομείνει σε αυτή. Απλώς μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική στην απορρόφηση κάποιων σχετικών κονδυλίων της Ε.Ε. και στη δημιουργία κάποιων έργων υποδομής, όπου το «μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», στην προσέλκυση δημοσίων κονδυλίων για «αναπτυξιακά έργα» κ.λπ. Γιατί, αντί, π.χ., τα τοπικά συμβούλια να είναι οι τοπικοί πυρήνες μιας τοπικής δημοκρατίας από την οποία να εκπορεύονται οι αποφάσεις, δεν είναι παρά ένας θεσμός των νέων υπερδήμων, που επισφραγίζουν τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και κατ’ επέκταση τις αποφάσεις του κεντρικού κράτους, μέσω των τοπικών επαγγελματιών πολιτικών.
Πρέπει λοιπόν και η ελληνική κοινωνία να αποφασίσει να σταματήσει αυτή την κατάσταση και εξέλιξη, να πει στοπ, δεν πάει άλλο, και να το κάνει. Για να το κάνει όμως, θα έπρεπε η πλειοψηφία της να απορρίψει το δυτικό μοντέλο και να αναπτύξει όσο γίνεται πιο γρήγορα ένα νέο πολιτισμικό μοντέλο. Όπως αναφέρθηκε ήδη, αυτό περνά πρώτα-πρώτα από τη ριζική κριτική του υπάρχοντος. [ ]
Β) Η σημερινή δυνατότητα εφαρμογής του νέου μοντέλου
Η στροφή προς τη τοπικοποίηση1 (στην ουσία επανατοπικοποίηση) και την προώθηση της κοινοτιστικής αντίληψης και των κοινοτιστικών θεσμών που θα αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους, έξω από το καθεστώς της παγκοσμιοποιημένης αγοράς και της «Αυτοκρατορίας» (όπως, για παράδειγμα, τα ιστορικά Αμπελάκια, που είχαν οργανωθεί έξω από το καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), δεν είναι επιστροφή στο παρελθόν, ούτε νοσταλγία του. Είναι η ανασυγκρότηση και η υπέρβαση του «άσχημου» παρόντος. Είναι «το μέλλον του παρελθόντος μας». Να ξεκινήσουμε σήμερα σαν να ήταν χθες, όταν δεν είχε επικρατήσει ακόμα ο καπιταλισμός, το κράτος-έθνος και η κατεύθυνση που μας οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο2. Να υλοποιήσουμε αυτό το μέλλον σήμερα, που ήταν μία από τις παράλληλες εκδοχές εξέλιξης τότε, αλλά δεν επικράτησε γιατί δεν υπήρχαν οι σημερινές δυνατότητες. Να ξεκινήσουμε ξανά από κει που η πρόοδος3 θα εντοπίζεται στην ώθηση της ανθρώπινης φαντασίας και λογικής να διορθώσει το σημερινό αδιέξοδο, χρησιμοποιώντας παράλληλα τις γνώσεις και εμπειρίες που έχουν παραχθεί από αυτό το αδιέξοδο.
Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε, κατ’ αρχήν σήμερα, δεν είναι μελλοντολογία, αλλά το πολύ απλό: να σταματήσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε μέχρι τώρα. Η εμπειρία από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» μας λέει ότι δεν μπορούν μερικοί να κάνουν την ιστορία να εξελιχθεί σύμφωνα με τα σχέδιά τους.
Η γενιά μας δεν είναι σε θέση να προβλέψει όλες τις πιθανότητες και να διαμορφώσει ένα πλήρες σχέδιο για τη διέξοδο. Μπορούμε όμως να κόψουμε ταχύτητα, να διαμορφώσουμε χονδρικά την κατεύθυνση και να δούμε τα πρώτα της βήματα, που θα εξασφαλίσουν τη συνέχιση και συνύπαρξη, τουλάχιστον για αύριο, της βιολογικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας. Έτσι θα δώσουμε χρόνο στις επόμενες γενεές να μπορέσουν να διαμορφώσουν το συγκεκριμένο μέλλον τους.
Η κρίση του κομματικού συστήματος και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η βάση για μια τέτοια πολιτική στροφή. Το κίνημα της «αντιπαγκοσμιοποίησης» έχει πει το στοπ στο υπάρχον μοντέλο ανάπτυξης. Έχει σε ένα βαθμό οριοθετήσει την αντίσταση σε αυτό (όχι σε οποιαδήποτε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, όχι στους φορολογικούς παράδεισους, να διαγραφούν τα χρέη του Τρίτου Κόσμου, δεν πρέπει να εξαντλήσουμε τη φύση και να εκμεταλλευτούμε τον άνθρωπο με ρυθμούς ταχύτερους από αυτούς που μπορούν να ανανεωθούν, όχι στην περιβαλλοντική καταστροφή και το ζοφερό μέλλον, όχι στην ιδιωτικοποίηση του γενετικού υλικού και στη βιοτεχνολογική ανάπτυξη διαγονιδιακών οργανισμών, όχι στην απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας και στην επέκταση των ανισοτήτων, όχι στους ενεργειακούς πολέμους κ.λπ.). Μένει να οριοθετήσει και το περιεχόμενο της απαιτούμενης γενικής στροφής στις σημερινές συνθήκες. Η στρατηγική της τοπικοποίησης συμπεριλαμβάνει όλα τα αιτήματα4 του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης και επιπλέον προτείνει ένα θετικό βήμα για ένα «εφικτό καινούργιο κοινωνικό παράδειγμα», εναλλακτικό προς το κυρίαρχο σημερινό μοντέλο, με το οποίο μπορούν να συμφωνήσουν πολλές συνιστώσες αυτού του κινήματος. Έτσι η αντίσταση μπορεί να κατευθυνθεί ταυτόχρονα και προς την οικοδόμηση της τοπικοποίησης.
Η συγκυρία είναι αρκετά ευνοϊκή, γιατί, παρά τις υποσχέσεις το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει με 2 δολ. την ημέρα, ενώ η παγκόσμια ελίτ (ιδιαίτερα εκείνη που είναι συνδεδεμένη με τον τομέα των ασφαλειών και πρόκειται να «φαλιρίσει» από τις αποζημιώσεις για τις επικείμενες καταστροφές), μετά την πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ για το κλίμα, αλλά και την οζονόσφαιρα, είναι υποχρεωμένη να προωθήσει μέτρα (προτάσεις Μέρκελ στους G8). Κάποιοι μάλιστα καλλιεργούν πάλι τον μύθο του εθνικού κράτους, σαν πιο ορθολογικού μηχανισμού για την επάνοδο στην απαραίτητη «κοινωνική συνοχή», τη μείωση των ανισοτήτων και την περιβαλλοντική προστασία. Αλλά ο μύθος της επιστροφής στο εθνικό κράτος μπορεί να πείθει πια μόνο ένα μέρος των τεχνοκρατών και τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ο ρόλος του κοινωνικού κράτους έχει προ πολλού ξεπεραστεί και αυτό αποκαλύπτεται κάθε μέρα. Δεν έχει λοιπόν νόημα να διατυπώνουμε τα παλιά «σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα», γιατί θα μας απαντούν πάντα με το: «Δεν μπορούμε να το κάνουμε (ή πρέπει να το κάνουμε) γιατί το απαγορεύει (ή είναι οδηγία) η Ε.Ε , ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα κ.λπ». Τον μόνο πραγματικό ρόλο που επιφυλάσσουν στο μέλλον για το κράτος είναι αυτόν της καταστολής, στα πλαίσια της κάθε επικράτειας, και της φύλαξης των συνόρων από τους περιβαλλοντικούς – οικονομικούς – πολιτικούς «λαθρομετανάστες». Επειδή όμως, στα πλαίσια του ΠΟΕ, οι μόνοι προστατευτισμοί που επιτρέπονται είναι αυτοί που αφορούν τα προϊόντα, που μπορούν να χαρακτηριστούν τοπικά ή ιδιαίτερου τρόπου παραγωγής, μπορούμε να διατυπώσουμε αιτήματα του «νέου προστατευτισμού» της τοπικότητας προς το κεντρικό κράτος, χωρίς να μπορούν να τα απορρίπτουν άμεσα με τα παραπάνω επιχειρήματα. Όπως έχουμε ήδη πει, η στροφή προς την τοπικοποίηση-περιφερειοποίηση είναι πιο εύκολη στον Νότο. Θα επικεντρωθούμε περισσότερο στη δυνατότητά της στη Δύση-Βορρά και, φυσικά, στη χώρα μας.