του Δ. Ε. Ευαγγελίδη, από το Άρδην τ. 69, Απρίλιος-Μάιος 2008
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τι ζητούν οι Βάρβαροι ,
Εκδοτικός Οίκος: Ελληνικά Γράμματα Μήνας / Έτος έκδοσης: Μάρτιος 2008
Σελίδες: 308
Νομιμοποιείται άραγε κάποιος, όπως για παράδειγμα εγώ, που ποτέ δεν ασχολήθηκα επαγγελματικά με την λογοτεχνική κριτική, τις συγγραφικές κλίκες, τα λογοτεχνικά ρεύματα και τάσεις και όλα τα σχετικά (τα οποία εξ άλλου είναι πέρα και μακράν από τα ενδιαφέροντά μου), να γράψει κριτική για ένα μυθιστόρημα;
Πριν απαντήσω, να θέσω ένα ακόμα ερώτημα: Νομιμοποιείται ένας επαγγελματίας βιβλιοκριτικός (και όχι τυχαίος) να ανταγωνίζεται αθέμιτα (ίσως φτωχή η λέξη) όλους τους εν ενεργεία λογοτέχνες, κυκλοφορώντας ένα μυθιστόρημα; Για την ακρίβεια, δεν πρόκειται μόνον για ένα δικό μου ερώτημα και απορία, αλλά ως φαίνεται και άλλων, όπως διαπίστωσα π.χ. στο http://dytikosanemos.blogspot.com/2008/03/blog-post_1572.html της 16-3-2008, απ’ όπου αντιγράφω τα εξής χαριτωμένα:
«…Δεν ξέρω αν ο κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και πεζογράφος κ. Δημοσθένης Κούρτοβικ θα καταγραφεί στη νεοελληνική λογοτεχνία ως σπουδαίος πεζογράφος. Αυτό όμως που τον χαρακτηρίζει είναι ότι έχει και… μαχαίρι και πεπόνι. Είναι προνομιούχος. Και δεν είναι ο μόνος προνομιούχος έναντι άλλων ομοτέχνων του. Πριν καλά-καλά κυκλοφορήσει το βιβλίο, είχε γραφτεί ότι ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ να κυκλοφορήσει! Δεν προλάβαμε να το δούμε στις βιτρίνες, και διαβάσαμε στις εφημερίδες ολόκληρα κατεβατά για το νέο του μυθιστόρημα. Θέλω να πω απλά πράγματα. Ότι η “λογοτεχνία” επικυρώνεται από τις παρέες. Είτε ποίηση είτε μυθιστόρημα. Δεν έχω κάτι προσωπικό μαζί του, αλλά απλώς επισημαίνω το φαινόμενο. Είναι τυχερός. Χθες, στα Νέα όπου συνεργάζεται, δημοσιεύτηκε ένα τεράστιο “σεντόνι”…».
Επανέρχομαι στο αρχικό μου ερώτημα. Η απάντησή μου είναι, ναι. Πιστεύω λοιπόν πως νομιμοποιούμαι απόλυτα, όχι βέβαια διότι στην χώρα της «φαιδράς πορτοκαλέας» όλοι είμαστε ειδικοί επί παντός του επιστητού, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι ως αναγνώστης και βιβλιόφιλος έχω άποψη και δικαιούμαι να την εκφράσω. Και πάλι δεν είναι αυτός ο λόγος που με παρακίνησε να ασχοληθώ ειδικά με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Αιτία και αφορμή για την ενασχόλησή μου είναι το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ένα κάποιο τυχαίο λογοτέχνημα, αλλά για ένα στρατευμένο βιβλίο, με εμφανείς και λιγότερο προφανείς στόχους, με σαφείς επιδιώξεις προώθησης ιδεολογημάτων και μεταμοντέρνων ιστορικών απόψεων, και όλα αυτά στην θελκτικότατη συσκευασία ενός πολύ ενδιαφέροντος, με εξαιρετική πλοκή, αριστοτεχνικά γραμμένου και – ω! του θαύματος – τρομερά επίκαιρου «βαλκανικού» μυθιστορήματος.
Για να αντιληφθούν όμως και οι αναγνώστες της βιβλιοκριτικής μου περί τίνος πρόκειται, παραθέτω την υπόθεση του μυθιστορήματος με τα συνοδευτικά σχόλια από την σχετική ιστοσελίδα του «Ελευθερουδάκη»:
«…Μια συνάντηση παλιών φίλων, σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Ελλάδας. Ο Έλληνας Χρυσικός, ο Σέρβος Ζούριτς, ο Βούλγαρος Στογιάνοφ, ο Μίρτσεφσκι από την “Ξερεισποιά”, ο Μπίρι από την Αλβανία, η Λουπέσκου από τη Ρουμανία και ο Οζγκιουντέν από την Τουρκία. Και η μυστηριώδης Νίνα Ντάνεβα με την αδηφάγα γοητεία. Ένας ξεχασμένος “ματωμένος μακεδονικός γάμος”. Ένας σύγχρονος λογοτεχνικός διαγωνισμός για ένα βαλκανικό βραβείο.
Μέσα σε τέσσερις ημέρες, τρεις διαφορετικές εκδοχές μιας παλιάς ιστορίας […]
Πρόκειται για μια ιστορία, σχετικά με τα βαλκανικά φαντάσματα και τις ιστορικές φαντασιώσεις – σχετικά με την ιστορική μνήμη και τον τρόπο διαμόρφωσης της επίσημης ιστορίας των Βαλκανίων, την εθνική ταυτότητα και τη θέση της περιοχής μας στον σύγχρονο κόσμο. Ένα αιρετικό μυθιστόρημα-ψυχογράφημα της βαλκανικής ψυχής, για τους καθ’ υποτροπήν Βαλκάνιους, τα “βαλκανικά φρικιά”, αλλά και για όσους θέλουν να νιώθουν Ευρωπαίοι, το οποίο έχουν τη χαρά να κυκλοφορούν τα “Ελληνικά Γράμματα”. Το “Τι ζητούν οι βάρβαροι” του Δημοσθένη Κούρτοβικ αποτελεί μια διαφορετική, πικρή αλλά αληθινή ματιά στην κοινή βαλκανική μας μοίρα…».
Είμαι βέβαιος ότι οι περισσότεροι από αυτούς που θα διαβάσουν τα παραπάνω θα σκεφτούν ότι πρόκειται τελικά για ένα ακόμα μυθιστόρημα, χωρίς τίποτε το ύποπτο και το συγκλονιστικό και μάλλον τα όσα ανέφερα προηγουμένως είναι αποκυήματα της αρρωστημένης φαντασίας μου, εθνικιστικά παραληρήματα και φοβίες, υπερβολικές αντιδράσεις ενός δίγλωσσου γηγενούς Έλληνα Μακεδόνα που, περιέργως, δεν είναι (λίγο έστω) φιλοσκοπιανός και ότι πρόκειται τελικά για ένα αθώο βιβλίο και τίποτε παραπάνω.
Θα μου επιτρέψουν αυτοί οι φίλοι να διαφωνήσω οριζοντίως και καθέτως με αυτήν την άποψη και είμαι βέβαιος ότι διαβάζοντας, το βιβλίο θα συμφωνήσουν, με τα όσα θα εκθέσω στην συνέχεια, αν και ελπίζω ότι αρκετοί ήδη «ψυλλιάστηκαν» για το τι παίζεται από κάποιες συγκεκριμένες εκφράσεις του παραπάνω κειμένου όπως:
«…Πρόκειται για μια ιστορία, σχετικά με τα βαλκανικά φαντάσματα και τις ιστορικές φαντασιώσεις – σχετικά με την ιστορική μνήμη και τον τρόπο διαμόρφωσης της επίσημης ιστορίας των Βαλκανίων…» ή
«…. Ένα αιρετικό μυθιστόρημα […] για όσους θέλουν να νιώθουν Ευρωπαίοι…».
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στην Έδεσσα, η οποία μεταμφιέζεται στο βιβλίο σε «Τυρίμμεια» και όπου συμβαίνουν πράγματα και «θάματα». Βεβαίως, ως ντόπιος Εδεσσαίος και κάτοικος της πόλης, γνωρίζω πολύ καλά πρόσωπα και καταστάσεις που εξυπονοούνται πίσω από τις σελίδες του βιβλίου, θα μπορούσα μάλιστα να αναφερθώ σε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τις κατά καιρούς επισκέψεις του συγγραφέα στην μικρή μας πόλη, για τις συναναστροφές του, για την αλλοιωμένη πραγματικότητα που φαντασιώνει στο συγκεκριμένο περιβάλλον που κινείται και άλλα πολλά, αλλά αυτά δεν με απασχολούν ιδιαίτερα. Ο καθένας κάνει τις επιλογές του και είναι πλήρως υπεύθυνος γι’ αυτές.
Εκείνο όμως που με απασχολεί είναι η μεγάλη εικόνα, που μέρος της αποτελεί και το συγκεκριμένο «μυθιστόρημα», τα όσα διαδραματίζονται σε ένα πολύ ευρύτερο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο και το τι τελικά εξυπηρετούν αυτού του είδους τα στρατευμένα βιβλία.
Όπως πια έχει αποκαλυφθεί ξεκάθαρα, στον χώρο των Βαλκανίων, η μοναδική (για πόσο ακόμα;) υπερδύναμη του πλανήτη έχει διαμορφώσει συγκεκριμένες στρατηγικές με διαφανέστατες επιδιώξεις, για όσους βέβαια δεν στρουθοκαμηλίζουν ή δεν είναι θύματα παγκοσμιοποιητικών ιδεολογημάτων και εθνομηδενιστικών ιδεοπληξιών: Διάλυση των μεγάλων άρα και ισχυρών κρατικών μορφωμάτων (Γιουγκοσλαβία), δημιουργία ανίσχυρων κρατιδίων που θα λειτουργούν ως προτεκτοράτα, υποδαύλιση τοπικών αντιπαραθέσεων, ανάδειξη μειονοτήτων, υπαρκτών ή ανυπάρκτων, και τέλος αποδόμηση των εθνικών συνόλων, ώστε να ευδοκιμήσει ο Νεο-οθωμανισμός και να εγκατασταθεί ο περιφερειακός τοποτηρητής μας, η κεμαλική Τουρκία.
Οι τακτικές των Αμερικάνων είναι και αυτές λίγο πολύ γνωστές: Χειραγωγήσιμοι πολιτικάντηδες, προπαγανδιστικός καταιγισμός από καθεστωτικές εφημερίδες, έντυπα και φυλλάδες, ανάλογες εκπομπές από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, όπου αργυρώνητοι αναλυτές και «ρεπόρτερ» επιδίδονται σε χυδαίους εκφοβισμούς του κοινού για την «απομόνωση της χώρας», για τις επιπτώσεις που θα έχουμε αν δεν συμφωνήσουμε και άλλα τέτοια τρομολάγνα σενάρια.
Φαίνεται όμως ότι δεν αρκούν αυτά και έτσι επιστρατεύονται περίεργα ιδρύματα τύπου Τζώρτζ Σόρος, πανεπιστημιακοί κύκλοι χρηματοδοτούμενοι και καθοδηγούμενοι από το αμερικάνικο «βαθύ» κράτος, η βιομηχανία του θεάματος με ανάλογες ταινίες και ντοκυμαντέρ και, τέλος, διανοούμενοι κάθε κατηγορίας για να «σεγκοντάρουν» τους υπόλοιπους.
Είναι λοιπόν πολύ φυσικό, πέρα από τους κυνικούς, τους αρριβίστες και τους εξωνημένους, να παρασύρονται από το ρεύμα και πάμπολλοι αφελείς ή ρομαντικοί, που πιστεύουν ότι ο ισοπεδωτισμός της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης «α λ’ Αμερικαίν» αποτελεί και την πραγμάτωση των διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ονειρώξεών τους. Μια ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη κατηγορία των τελευταίων αποτελούν και οι χαρακτηριζόμενοι ως «Ευρωλιγούρηδες», που δεν είναι άλλοι από αυτούς «που θέλουν να νιώθουν Ευρωπαίοι», αλλά φευ, εμποδίζονται από σκοτεινές δυνάμεις και δαιμόνια, τα οποία εξορκίζονται προφανώς μόνον από τον «αμερικάνικο παράγοντα».
Πιστεύω λοιπόν ότι το μυθιστόρημα Tι ζητούν οι βάρβαροι αποτελεί ένα όχημα για να περάσουν στον πολύ κόσμο αμερικανοκίνητες ιδέες και απόψεις με έναν εύληπτο, εύκολο και εύπεπτο τρόπο, όπως:
α. Τα έθνη, οι εθνικές ταυτότητες και συνειδήσεις είναι πρόσφατα κατασκευάσματα και η ύπαρξή τους αποτελεί εμπόδιο σε έναν ειρηνικό, δημοκρατικό και παγκοσμιοποιημένο κόσμο χωρίς σύνορα, εθνικά σύμβολα και άλλα τέτοια απολιθώματα του παρελθόντος.
β. Η Ιστορία κατασκευάζεται από τις άρχουσες τάξεις και επομένως το κάθε έθνος προσπαθεί να επιβάλει την δική του εκδοχή στα άλλα, εξ ου και το εγχείρημα για το ξαναγράψιμο της Ιστορίας των βαλκάνιων λαών και η αντικατάσταση των υπαρχουσών με μια άοσμη, άχρωμη και πολιτικώς ορθή, αλλά αμερικανικής έμπνευσης, «ιστορία».
γ. Οι ιστορικές μνήμες είναι φαντάσματα του κακού παρελθόντος και επομένως πρέπει να αμβλυνθούν και, αν είναι δυνατόν, να εξαλειφθούν.
Όσοι έχουν ασχοληθεί με ζητήματα πολιτιστικής εξουσίας έχουν επισημάνει από καιρό το τι γίνεται στον ακαδημαϊκό χώρο, στην εκπαίδευση, στην Τέχνη, αλλά και στα ΜΜΕ, όπου ο εθνομηδενισμός και η ξεδιάντροπη προπαγάνδα υπέρ των παγκοσμιοποιητικών διαδικασιών κυριαρχούν απόλυτα.
Οι μεταμοντέρνες ιστορικές θεωρίες του κ. Λιάκου στα έντυπα του ΔΟΛ, οι καλοπληρωμένες «μελέτες» από ιδρύματα τύπου CDRSEE της κας Κουλούρη για την «Τυραννία της Ιστορίας», τα «νέα και σύγχρονα» σχολικά βιβλία Ιστορίας (μεταξύ των οποίων και το κατάπτυστο Ρεπούσιο «πόνημα»), αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου για την υλοποίηση των αμερικάνικων σχεδιασμών.
Σε όλους αυτούς πρέπει φυσικά να προστεθούν και οι διάφοροι κολαούζοι του συστήματος που συμπληρώνουν την εικόνα.
Αντιγράφω και πάλι από το ιστολόγιο «Δυτικός άνεμος», την ηλεκτρονική διεύθυνση του οποίου κατέγραψα στην αρχή του κειμένου μου.
«…Θερμά συγχαρητήρια για το νέο σας βιβλίο Τι ζητούν οι βάρβαροι.
Εξαιρετικό, συναρπαστικό, λογικό, παιδαγωγικό, υπερπατριωτικό, με τις σωστές έννοιες του κοινωνικού και της αμερόληπτης υπερεθνικής σκοπιάς.
Μακάρι να διαβαζόταν απ΄ τους νέους μας, για να καταλάβουν τα παιχνίδια των “μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη” και την πλύση εγκεφάλου που μας γίνεται. Εμείς οι παλιότεροι και σοσιαλιστές τα γνωρίζουμε, αλλά χρειάζεται κάποιος να τα βάζει σε μια εύληπτη εκδοχή για να προσγειωνόμαστε (σ.σ. sic) πάλι στην πραγματικότητα. Και πάλι συγχαρητήρια.
Γιώργος Γιαννόπουλος, Πρόεδρος του Πολιτιστικού Κέντρου της ΑΤΕ…».
Ερώτημα πρώτο: Τι σημαίνει για ένα μυθιστόρημα ο χαρακτηρισμός «λογικό»;
Ερώτημα δεύτερο: Παιδαγωγικό για ποιους; Για τα σκοπιανόπουλα ίσως;
Ερώτημα τρίτο: «υπερπατριωτικό»; Εδώ μάλλον γελούν και οι κότες! Δηλαδή εθνικιστικό, ακροδεξιό κ.λπ. ή κάτι άλλο; Εύχομαι ο συγγραφέας να μη διαβάσει αυτό το σημείο γιατί είτε θα πάθει εγκεφαλικό είτε θα κάνει χαρακίρι αν αυτό το βιβλίο του χαρακτηριστεί υπερπατριωτικό!
Ερώτημα τέταρτο: Τι εννοείτε με την έκφραση «εμείς οι παλιότεροι και σοσιαλιστές»; Είναι κάτι όπως «οι παλιοί ποδοσφαιριστές» ή «οι παλιοί συμμαθητές» ή μήπως εννοείτε οπαδοί του σοσιαλισμού; Και ποιου; Του τέως υπαρκτού, του πασοκικού, του συριζικού ή κάποιου «δήθεν», του τύπου «ελάτε να βολευτούμε»;
Ερώτημα πέμπτο και τελευταίο: Τι ακριβώς γνωρίζατε αγαπητέ ώστε να χρειάζεστε κάποιον να τα βάζει σε μια «εύληπτη εκδοχή» για να προσγειωνόσαστε πάλι στην πραγματικότητα; Προφανώς δεν γνωρίζατε τίποτε, δεν καταλάβατε τίποτε και δεν πρόκειται να καταλάβετε ΠΟΤΕ τίποτε.
Ισχυρίζομαι και επιμένω λοιπόν ότι το μυθιστόρημα του κ. Κούρτοβικ Τι ζητούν οι βάρβαροι εντάσσεται στην καλά ενορχηστρωμένη προσπάθεια της υπερδύναμης να επιβάλει με ποικίλα μέσα τους γεωπολιτικούς της στόχους στην περιοχή μας.
Έτσι, όταν ο αναγνώστης διαβάσει τα παρακάτω γραφόμενα ενός από τους πρωταγωνιστές, που υποτίθεται ότι εκφράζουν τις πιο «πολιτισμένες» ελληνικές τοποθετήσεις και διαπιστώσεις: «…Αλλά, κύριε συνάδελφε, οι βαλκανικοί λαοί έχουν και μακράν παράδοσιν ειρηνικού συγχρωτισμού εις τους κόλπους πολυεθνικών αυτοκρατοριών ως η βυζαντινή, η σερβική του Δουσάν και, ας το ομολογήσωμεν, η οθωμανική…» (σελ. 80) τι θα του αποτυπωθεί; Προφανώς ότι η οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν και τόσο κακή. Ή κάνω λάθος;
Τώρα ποια είναι αυτή η μακρά παράδοση «ειρηνικού συγχρωτισμού», με αιώνες αιματηρών πολέμων μεταξύ Βυζαντινών, Βουλγάρων, Τούρκων κ.λπ., είναι απορίας άξιον. Τα περί σερβικής «αυτοκρατορίας», η διάρκεια της οποίας ως γνωστόν ήταν μόλις μια εικοσαετία περίπου (Στ. Δουσάν 1331-1355), τα αφήνω ασχολίαστα. Θα μου πείτε, μυθιστόρημα είναι, όχι ιστορικό σύγγραμμα. Πιστεύω όμως ότι τα περί «ποιητικής» και «λογοτεχνικής αδείας» έχουν κάποιο όριο.
Ανάλογα πολυπολιτισμικά ευφυολογήματα διανθίζουν ολόκληρο το βιβλίο (σελ. 22, 23 – σελ. 28 έως 34, σελ. 46, σελ. 48 έως 53 κ.λπ. κ.λπ.).
Παραλείποντας τις σκόπιμες ιστορικές διαστρεβλώσεις, όπως π.χ. την τοπική παράδοση για την άλωση της Έδεσσας από τους Τούρκους (σελ. 43-44), θα επιμείνω στο κατά την άποψή μου σημαντικότερο στοιχείο του βιβλίου:
Την προβολή και προπαγανδιστική ανάδειξη επικίνδυνων θεωριών που προβάλλονται από τους εγχώριους Σκοπιανολάγνους περί «εθνοκάθαρσης» των σλαβικών πληθυσμών της Μακεδονίας από τον ελληνικό στρατό, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, αλλά και κατά την διάρκειά τους. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να δικαιολογηθεί η μυστηριώδης εξαφάνισή τους, μια και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Σκοπιανών, οι σλαβικοί πληθυσμοί (οι «εθνικά Μακεδόνες», όπως τους αποκαλούν) αποτελούσαν την συντριπτική πλειονότητα της Μακεδονίας κατά την Τουρκοκρατία.
Υπενθυμίζω τους ισχυρισμούς του «Ουράνιου Τόξου» από σχετική ιστοσελίδα:
«…Κατά την ίδια εποχή, δηλαδή το 1913, ο ελληνικός στρατός διέπραξε ένα ακόμη χειρότερο έγκλημα, συγκεκριμένα το έγκλημα της Γενοκτονίας και ταυτόχρονα της ολοκληρωτικής Εθνοκάθαρσης του σλαβόφωνου πληθυσμού του Κιλκίς…».
Εάν όμως θυμηθούμε ότι η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε με ζητήματα εθνοκάθαρσης, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν αφάνταστα.
Τι γράφει λοιπόν ο κ. Κούρτοβικ, παρουσιάζοντάς τα μάλιστα ως σελίδες ημερολογίου ενός ανώτερου Έλληνα αξιωματικού; Τα εξής αθώα, «λογοτεχνική αδεία»:
«…Κάψαμε ό,τι βρήκαμε μπροστά μας, σπίτια, αποθήκες, στάβλους, ακόμα και εξαρχικές εκκλησίες. Καίγαμε με μια μανία που με ξάφνιασε, ούτε με τους Τούρκους, τους απίστους, τους υποδουλωτές του Ελληνισμού, δεν είχαμε φερθεί έτσι το περασμένο φθινόπωρο. Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν προλάβει να φύγουν, αυτούς τους αφήσαμε. Οι υπόλοιποι, όσοι είχαν γλιτώσει από το πρωινό κανονίδι, έτρεχαν αλαφιασμένοι στους δρόμους. Πολλοί από τους δικούς μας τους έριχναν με τουφέκια κα πολυβόλα. Το απόγευμα, όταν από το Κιλκίς δεν είχαν απομείνει παρά μαυρισμένα ντουβάρια, μπήκαμε στα σπίτια…» (σελ. 243).
Υπενθυμίζω απλώς ότι η μάχη του Κιλκίς, κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, πληρώθηκε με βαρύ φόρο αίματος από τον Ελληνικό Στρατό, με πάνω από 5.000 νεκρούς, όπως και από τον Βουλγαρικό (πάνω από 7.000 νεκροί).
Η πόλη του Κιλκίς ήταν κέντρο έντονης δραστηριότητας Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι οποίοι βαρύνονταν με φρικιαστικά εγκλήματα κατά του Ελληνισμού της περιοχής. Κατά την μάχη του Κιλκίς πολέμησαν (λυσσαλέα, όπως αναφέρεται) στο πλευρό του Βουλγαρικού στρατού, όπως ήταν φυσικό.
Γιατί λοιπόν ο κ. Κούρτοβικ παραποίησε αυτά τα γεγονότα παρουσιάζοντάς τα ως «εθνοκάθαρση» και σφαγή αθώου άμαχου πληθυσμού από τον Ελληνικό Στρατό; Εξηγήσεις και ερμηνείες θα μπορούσαν να δοθούν πολλές. Προσωπικά, προκρίνω την ερμηνεία του Εκδότη του θρακιώτικου Αντιφωνητή, Κώστα Καραΐσκου, που πρόσφατα (19-3-2008) δημοσίευσε ένα εξαιρετικότατο κείμενο, σχετικά με το ακατανόητο μίσος ορισμένων «διανοουμένων» εναντίον κάθε τι ελληνικού, με τον τίτλο: «Μισέλληνες ἀπό ψυχική ἀναπηρία».
Κλείνω, μεταφέροντας ένα απόσπασμα από το εν λόγω κείμενο:
«…Οὔτε λέξη γιά τό προβληθέν ἐπίμαχο σημεῖο, οὔτε λέξη γιά τά ἐθνικά μας δίκια στήν ὅλη ὑπόθεση, ἀντιθέτως, μιά ἀσυγκράτητη λύσσα κατά παντός ἑλληνικοῦ!
Τό παράδειγμα δυστυχῶς δέν εἶναι διόλου μεμονωμένο. Τό χρησιμοποιοῦμε ὡς ἀφορμή σχολιασμοῦ γιά τόν σημερινό κάτοικο τῆς Ἑλλάδος, κυρίως Ἀθηναῖο, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικά ΤΗΝ ΜΙΣΕΙ. Μιλᾶμε γιά ἀνθρώπους κατά κανόνα μορφωμένους (μέ ἤ χωρίς εἰσαγωγικά) καί προοδευτικούς, μέ πνευματικές ἀνησυχίες καί σύγχρονες ἀντιλήψεις, πού ὅμως ἔχουν μία ἄκρως προβληματική σχέση μέ τή συλλογική μας μνήμη καί ταυτότητα. Ἄλλοτε συγχέοντας τήν Ἑλλάδα μέ τό νεοελληνικό (καί μετεμφυλιακό) κράτος κι ἄλλοτε διακατεχόμενοι ἀπό τόν κυρίαρχο «κοσμοπολίτικο» ἰδεοσυρμό, βλέπουν σέ κάθε ἔκφραση τῆς χώρας μας ἕναν ἀντίπαλο. Ζώντας σέ μιά πόλη-κράτος κτηνώδη, ἀμνήμονα, τριτοκοσμική, ἀπρόσωπη, ἀκοινώνητη, δίχως αἴσθημα ρίζας καί δυνατότητα ταύτισης μέ ὅ,τι ὁρίζει τήν ἑλληνικότητα, εἶναι κυριολεκτικά ἀνάπηροι. Εὑρισκόμενοι σέ προφανή ἀδυναμία νά συνδεθοῦν μέ τό «ἐμεῖς» τοῦ Μακρυγιάννη, ἀπορρίπτουν (σέ μία φροϋδική ἀντίδραση) ὁτιδήποτε ἐγχώριο καί, ἀντιθέτως, εἶναι εὐεπίφοροι σέ καθετί πού θά ἔπληττε τόν τόπο…».