του Γ. Κοντογιώργη, από το Άρδην τ. 62, Νοέμβριος 2006 -Ιανουάριος 2007
Η ανθρωποκεντρική δικαιοταξία του δημοτικού στοχασμού ως μέτρον της κοινωνικής και της φυσικής τάξης
Στον δημοτικό στοχασμό συνυπάρχουν ή ανταγωνίζονται μεταξύ τους τρεις κόσμοι: ο κόσμος της ανθρωποκεντρικής δικαιοταξίας, της κοινωνικής τάξης και της φυσικής τάξης.
Η ανθρωποκεντρική δικαιοταξία συγκροτεί το ιδεολογικό και μάλιστα το γνωσιολογικό υπόβαθρο, το ανθρωποκεντρικό μέτρο με το οποίο προσεγγίζεται, σταθμίζεται ή αξιολογείται η κοινωνική και φυσική τάξη, ο κοινωνικός κόσμος και ο φυσικός κόσμος. Τα στοιχεία της ανθρωποκεντρικής δικαιοταξίας, επομένως, καταγράφουν το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα του δημοτικού στοχασμού.
Η κοινωνική τάξη ενδιαφέρει το δημοτικό τραγούδι στο μέτρο που ενθυλακώνει το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο, συγκροτεί το πεδίο της βίωσής του. Κατά τούτο αποτελεί συγχρόνως τον τροφοδότη της ανθρωποκεντρικής προβληματικής και το σημείο αναφοράς του δημοτικού στοχαστή.
Από την άποψη αυτή, η κοινωνική τάξη ενδιαφέρει διττά: ως αφετηρία για την προσέγγιση της φυσικής τάξης και για τις αποκλίσεις της από την ανθρωποκεντρική δικαιοταξία.
Η φυσική τάξη αναφέρεται στη «μοίρα», όπως θα λέγαμε, του ανθρώπου στο πλαίσιο του ευρύτερου κοσμικού φαινομένου. Η κορύφωση της προβληματικής του δημοτικού τραγουδιού για την ανθρώπινη μοίρα επικεντρώνεται βασικά στο ζήτημα του θανάτου και στις μετά θάνατον προεκτάσεις του.
Επισημαίνεται ότι δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη μιας υπέρτατης, δηλαδή ξεχωριστής, θεϊκής τάξης. Ο κόσμος του θείου ταυτίζεται με τον κόσμο της φυσικής τάξης, την οποία τρόπον τινά εξουσιάζει, εν αντιθέσει με την κοινωνική τάξη, που εξουσιάζει ο άνθρωπος. Η επισήμανση αυτή συνάδει με την παρατήρησή μας ότι το θείο εκλαμβάνεται ως μέρος της δημιουργίας, όχι ως δημιουργός του κόσμου. Δεν προκύπτει, επομένως, ότι το θείο είναι δημιουργός της φυσικής τάξης1.
Από το άλλο μέρος, η κοινωνική τάξη συνέχεται οργανικά με τη φυσική τάξη. Τροφοδότης του κόσμου της φυσικής τάξης είναι η κοινωνική τάξη. Η φυσική τάξη συγκροτεί επίσης μία κοινωνία ανθρώπινη, η οποία τέμνεται από την κοινωνική τάξη με τον θάνατο. Η θέση του ανθρώπου στην κοινωνική ή στη φυσική τάξη αποφασίζεται βασικά από το θείο. Η μετάβαση από την κοινωνική στη φυσική κοινωνία είναι μονοσήμαντη, όμως η επικοινωνία μεταξύ των δύο αυτών κόσμων δεν έχει στεγανά και οπωσδήποτε δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμη.
Η ιδέα της δικαιοσύνης στο δημοτικό τραγούδι
Πώς διαμορφώνεται η σχέση μεταξύ των τριών αυτών τάξεων; Ή μάλλον, πώς προσεγγίζεται από την ανθρωποκεντρική δικαιοταξία –που αναδεικνύει το δημοτικό τραγούδι– η κοινωνική και η φυσική τάξη;
Όπως είπαμε, μέτρο για την προσέγγιση αυτή αποτελεί το πρόταγμα της ανθρωποκεντρικής δικαιοταξίας, το οποίο συγκεκριμενοποιείται με ενδείκτη την ιδέα της δικαιοσύνης.
Το περιεχόμενο της ιδέας αυτής παραπέμπει σε μια δικαιοταξία η οποία, μακράν του να υιοθετεί πρωτόγονες εκδοχές περί του δικαίου –όπως η αντίθεση του καλού και του κακού– αρθρώνει έναν λόγο που διαπερνά το σύνολο των σχέσεων και των συμπεριφορών του ανθρώπου και το θείο. Με διαφορετική διατύπωση, στη δημοτική ιδέα της δικαιοσύνης υπόκεινται τόσο η κοινωνική πραγματικότητα όσο και η φυσική τάξη, επομένως και ο διαχειριστής της, το θείο.
Είναι προφανές ότι ο δημοτικός στοχαστής δεν επεξεργάζεται ένα σύστημα δικαίου. Αυτό είναι δεδομένο στο μυαλό του και το ενδιαφέρον του εστιάζεται στις επισυμβαίνουσες παραβάσεις, εξ ού και αφθονεί στο δημοτικό τραγούδι η αρνητική έννοια του δικαίου, το άδικο2, που καταγράφει την παραβατικότητα. Το άδικο είναι αντίθετο με τη λογική και βεβαίως βλαπτικό για την κοινωνική τάξη: Διαταράσσει την κοινωνική αρμονία, δημιουργεί ένα περιβάλλον ανομίας και υποβάλλει τον άνθρωπο στο δίκαιο της ανάγκης. Προβάλλει, επομένως, το καταστατικό υπόβαθρο που συνέχεται με τον ανθρωποκεντρισμό, την ελευθερία. Η ελευθερία ως μέτρο της ιδέας της δικαιοσύνης είναι καθολική, αφορά στο σύνολο της ανθρώπινης λειτουργίας3. Γι’ αυτό και το αυτοκαθοριστικό αίτημα προτείνεται όχι μόνον έναντι του (συν-) ανθρώπου, αλλά και έναντι του θείου.
Συγχρόνως, η δημοτική ιδέα της δικαιοσύνης συνδυάζεται με μια διαρκή αναζήτηση της αιτιότητας. Η αδικία, ό,τι δηλαδή αντίκειται στην ανθρωποκεντρική δικαιοταξία, είναι κοινωνικά και εξ ορισμού αναιτιολόγητη, αδικαιολόγητη και ανεπίτρεπτη4, και κατ’ επέκταση ο συντελεστής της είναι παράνομος5. Η αδικία στοιχειοθετεί, επομένως, την ευθύνη του δράστη ενώπιον της ανθρώπινης κρίσης.
Η ανθρώπινη κρίση και συνακόλουθα η ανθρωποκεντρική δικαιοδοτική τάξη είναι μοναδική, εξ ού, και υποβάλλονται σ’ αυτήν όλοι όσοι εμπλέκονται στην υπόθεση της ελευθερίας, δηλαδή οι συντελεστές τόσο της κοινωνικής όσο –και ιδίως– της φυσικής τάξης, δηλαδή το θείο. Αφού λοιπόν απουσιάζει η «θεία δίκη», άρα και η έννοια της αμαρτίας είναι ουσιαστικά άγνωστη. Με διαφορετική διατύπωση, η δημοτική ιδέα της δικαιοσύνης, επειδή ανάγεται σε μια ολοκληρωμένη ανθρωποκεντρική αρχή, εκτιμά και κρίνει με ενιαίο τρόπο και μέτρο τόσο την κοινωνική τάξη όσο και την τάξη της φύσης του Θεού. Για τον ίδιο λόγο, ορίζεται ότι φορέας της ιδέας της δικαιοσύνης και κριτής της κοινωνικής και φυσικής τάξης είναι ο άνθρωπος γενικά, ο κοινός άνθρωπος, όχι ο κάτοχος μιας εξουσιαστικά διατεταγμένης πολιτειακής ή κοινωνικής εξουσίας. Εξουσία και ελευθερία είναι για τον δημοτικό στοχαστή έννοιες ασύμβατες. Άλλωστε, το ίδιο το δημοτικό τραγούδι γίνεται αντιληπτό ως όχημα της κοινωνικής συνείδησης, «δεν έχει νοικοκύρη».
Σε ό,τι αφορά όμως στην κοινωνική τάξη, η κριτική του δημοτικού στοχαστή είναι ενδο-συστημική, αφορά σε ειδικότερες εκδηλώσεις της οι οποίες παρεκκλίνουν από την ανθρωποκεντρική ιδέα της δικαιοσύνης: Αναφέρουμε ενδεικτικά την κριτική αξιολόγηση των προυχόντων, ιδίως τις δημοσιονομικές τους πρακτικές6, τις παρεκκλίσεις από την αρχή της εταιρικής εργασίας7, την ξενιτιά8, ορισμένα ήθη που θέτουν σε μειονεκτική θέση τη γυναίκα9. Η κριτική αυτή εστιάζεται, ως εκ τούτου, αδιαίρετα στην αδικία, που επιβαρύνει τόσο το άτομο όσο και το συλλογικό υποκείμενο στο οποίο ανήκει. Η υπεράσπιση της συλλογικής ελευθερίας (π.χ. στο ακριτικό τραγούδι) δεν διαφοροποιείται από το μέγεθος της ομάδας που συγκροτεί την ταυτότητά του: Περιλαμβάνει την όποια μικρή ομάδα (π.χ. την οικογένεια), το κοινό10, τη συνολική κοινωνία του γένους11.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Είναι γεγονός ότι κάποτε ο Θεός εμφανίζεται ως «πλάστης» κ.λπ, όμως η ιδιότητα αυτή έχει περιορισμένη αναφορά σε συγκεκριμένο έργο ή σε ενέργειες που υπερβαίνουν σαφώς τις δυνατότητες του ανθρώπου (εξ ου και ζητείται συχνά η συνδρομή του θείου στα ζητήματα που συνάπτονται με αυτές), δεν ανάγονται εντούτοις στην έννοια του Θεού δημιουργού του σύμπαντος κόσμου.
- Όμως, η ανάδειξη του αδίκου είναι συγχρόνως ένας λόγος περί του δικαίου, εξ ού και ο δημοτικός στοχαστής θα υπογραμμίσει με έμφαση τη σημασία του λόγου: «Γλώσσα, δε σ’ έχω για σπαθί, δε σ’ έχω για τουφέκι, σ’ έχω να κλαις το δίκιο σου, να κλαις το μερτικό σου…», Κ. Πασαγιάννης (1928), Μανιάτικα μοιρολόγια και τραγούδια, Αθήνα, 29, 63. Για την έννοια της αδικίας στο Δημοτικό τραγούδι, Βλ. τη συστηματική μελέτη του Guy Saunier (1979), ‘Adikia’. Le mal et l’injustice dans les chansons populaires grecques, Paris, Les Belles Lettres, με πρόλογο του Ν. Σβορώνου).
- Περισσότερα για το ζήτημα αυτό, βλέπε Γ. Κοντογιώργη (1979), Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικο-κοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, Αθήνα, Νέα Σύνορα.
- «…χωρίς αιτία κι αφορμή…», «…τ’ ήταν η αφορμή σου;…», «χωρίς καμιά αιτία….». Βλ. σχετικά Guy Saunier, όπ.π., σελ. 133 επ. Για μια σε βάθος προσέγγιση του θέματος βλ., Μενέλαου Τουρτόγλου (1950-51), «Στοιχεία ποινικού δικαίου και εγκληματολογίας εις τας παροιμίας και τα άσματα του ελληνικού λαού», Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου, 5 (1945-1947), Αθήνα, σελ. 126-158.
- Ο Χάρος στο δημοτικό τραγούδι είναι «άνομος» ή «παράνομος» («…τον Χάρο τον παράνομο θα πα να πολεμήσω…». Η έννοιες αυτές, βεβαίως, χρησιμοποιούνται ευρύτερα στο δημοτικό τραγούδι για να προσδιορίσουν τον βαθμό της ανθρωποκεντρικής απροσδιοριστίας ή της απόκλισης από τον κοινωνικό κανόνα.
- Περισσότερα ως προς αυτό, στου Γ. Κοντογιώργη, Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικο-κοινωνική μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, όπ.π., σελ. 42 επ.
- Η απόρριψη της μισθωτής ή εξαρτημένης εργασίας αποτέλεσε καταστατική αρχή του ελληνικού κόσμου από τις παρυφές της κλασικής εποχής, όταν το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο διήλθε το στάδιο της κοινωνίας της εργασίας και βίωσε την κοινωνία της σχόλης. Η έννοια της εταιρικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση της εταιρικής εργασίας στοιχειοθετεί την έξοδο από την κοινωνία της σχόλης, που επήλθε με την είσοδο στην οικουμενική περίοδο του ελληνικού κοσμοσυστήματος. Η εταιρική κοινωνία προκρίνει μια αντίστοιχη σχέση εργασίας ακόμη και όταν υπεισέρχεται το κεφάλαιο στη σύμβαση. Η κοινωνία της σχόλης και η εταιρική κοινωνία αντιπροσωπεύουν στάδια στην ανάπτυξη του ανθρωποκεντρικού κεκτημένου όπου, συγχρόνως με την ατομική, συντρέχει και η κοινωνική ελευθερία. Η διαφορά τους έγκειται στο ότι στη μεν πρώτη η «πολιτειοτική» εργασία εξέρχεται της οικονομικής διαδικασίας (η έννοια της απόρριψης της εργασίας), στη δε δεύτερη διαχωρίζεται η ιδιοκτησία από το σύστημα, το οποίο συγκροτείται με την ισότιμη συμμετοχή των συντελεστών του. Το δεσπόζον οικονομικό καθεστώς που επικρατεί επίσης την ύστερη περίοδο του ελληνικού κοσμοσυστήματος, στην οποία εγγράφεται η υπό εξέταση θεματική του δημοτικού τραγουδιού, είναι αυτό της εταιρικής εργασίας. Ώστε οι αποκλίσεις από τον κανόνα της κοινωνικής ελευθερίας, και κατ’ επέκταση οι διάφορες μορφές εξαρτημένης εργασίας, αντιμετωπίζονται από τον δημοτικό στοχαστή με συγκατάβαση: η «αργατιά», οι «ξενοδουλευτάδες», οι «μεροδουλευτάδες» κ.λπ. Η εργασία στον οίκο ορίζεται ως «δουλεία» (η «δούλα») όχι διότι συντρέχει το σχετικό σύστημα, αλλ’ επειδή το καθεστώς εργασίας συνιστά το περιεχόμενο της απαξίας. Βλέπε ενδεικτικά, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Εκλογή, (1962), τ. Α, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, σελ. 9, Π. Αραβαντινού (1880), Συλλογή Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου, Αθήνα, σελ. 149 κ.ά. Για τις έννοιες αυτές, βλέπε σχετικά το έργο μας, Πολίτης και πόλις, όπ.π., σελ. 159 επ.
- «…να φύγω σ’ άλλον τόπο, ξένος κι εδώ, ξένος κι εκεί κι όπου κι αν πάγω ξένος. Να ‘χα τον ουρανό χαρτί, τη θάλασσα μελάνι, για να ‘γραφα της ξενιτειάς τες λάβρες και τες πίκρες. Μα τα’είδαν τα ματάκια μου, μα τα’είδαν τα καημένα, πώς θάβουνε στην ξενιτειά τον ξέν’ όντας πεθάνει. Δίχως θυμίαμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη, δίχως μανούλας κλάματα, γυναίκας μοιρολόγια….», ή «….αρρώστιαν εις την ξενιτειά του ξένου μην του δίνεις. Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει μεγάλη πάστρα, θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι…»: Εντβίγης Λύντεκε (1947), Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα, σελ. 197 επ.
- «…Η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν. Αν περβατήσει σιγαλά της λεν πως καμαρώνει, κι αν περβατήσει ογλήγορα της λεν ‘τήρα πώς πάει’. Κι αν κουβεντιάσει μ’άλλονε της λεν άντρα γυρεύει, κι αν ’νέθει και τη ρόκα της της λεν πως προίκα φτιάνει…» (Π. Παπαζαφειρόπουλος (1887), Περισυναγωγή γλωσσικής ύλης και εθίμων του ελληνικού λαού, Πάτρα, αναφέρεται στον Guy Saunier, όπ.π., σελ. 217).
- « …Πες μου τι κλάψαις θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια, από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν; …Τους Παργηνούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια, κι όλοι στην ξενιτιά θα παν να ζήσουν οι καϋμένοι. Θ’ αφήσουνε τα σπίτια τους, τον τάφο του γονιού τους, θ’ αφήσουν το προσκύνημα, Τούρκοι να το πατήσουν. Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’άσπρα τους στήθια, μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια, παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν ταις εκκλησιαίς τους. Βλέπεις εκείνην την φωτιά, μαύρον καπνό που βγάνει; Εκεί καίγονται κόκκαλα, κόκκαλα αντρειωμένων, που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζύρη κάψαν. Εκεί ‘ναι κόκκαλα γονιού που το παιδί τα καίει, να μην τα βρουν οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν. Ακούς το θρήνο τον πολύ οπού βογγούν τα δάση….είναι π’ αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα. Φιλούν ταις πέτραις και τη γη κι ασπάζονται το χώμα» [Arnoldus Passow (MDCCCLX), Τραγούδια Ρωμαίϊκα, αρ. CCXXII]. Επίσης βλ. Ε. Λύντεκε, όπ.π., σελ. 3.
- Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Εκλογή, Ακαδημία Αθηνών, όπ.π., σελ. 3 επ.
Καθηγητής
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο