του Σ. Παπαθανασίου, από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006
Κώστα Ζουράρι, «Νῦν… αἰωροῦμαι» Θουκυδίδης Ἀρχέτυπος
Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους
πού [δέν] μᾶς ἄφησαν ὀρφανούς.
Γιῶργος Σεφέρης, «Ἡ τελευταία μέρα»
Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2004, ὁ Κώστας Ζουράρις παρέδωσε δυὸ μαθήματα στὸ Πειραματικὸ Σχολεῖο τοῦ Α.Π.Θ. ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς διδασκάλου τοῦ Γένους ἀλλὰ καὶ ὡς ἀποφοίτου αὐτοῦ τοῦ συγκεκριμένου σχολείου. Τὸ πρῶτο μάθημα ἀπευθυνόταν στὰ πενῆντα περίπου μέλη τοῦ διδακτικοῦ προσωπικοῦ καὶ τὸ δεύτερο στοὺς μαθητὲς τῆς Β΄ Γυμνασίου. Στοὺς καθηγητές, καὶ στοὺς δασκάλους ὁ Ζουράρις μίλησε γιὰ τὴν «πολυαιτιοκρατία, ἄλλως ἀρχὴ τῆς πολλαπλῆς αἰτιοκρατίας», καθὼς ἐπίσης καὶ γιὰ τὴν «ἀμφιβολία καὶ ἀμφιβολογία κατὰ Θουκυδίδην». Στοὺς μαθητὲς καὶ στὶς μαθήτριες, μίλησε κυρίως γιὰ τὸ συναμφότερον, «ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἐν, καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας» (Ἐφεσ. 2, 14).
Ἐπειδή, λοιπόν, «τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ διαλέλυται», καλὸν εἶναι νὰ μετακινηθοῦμε ἐπ’ ὀλίγον πρός ἀνατολᾶς. Ὁ Ἰάπων ὁδίτης-ποιητὴς τοῦ 17ου αἰώνα Μπάσχο Ματσοῦο (1644-1694), ὁδοιπορώντας μέσα στὸν χῶρο καὶ στὸν χρόνο τῆς πατρίδας τοῦ δίχως σταματημὸ καὶ ἀπορώντας γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ἔβλεπε στὰ ταξίδια του («ἀντίκρυ ἀπ’ τὸ βουνὸ Γιοντόνο ἔκλαψα,/τί δὲν μποροῦσα ἀλλιῶς/τὸ ἱερὸ βουνὸ νὰ εὐγνωμονήσω»), ἔγραψε στὸ σημειωματάριό του: «Ἡ χρονιὰ προχώρησε.ὁ αἰθέρας σκεπάστηκε μὲ ἀνοιξιάτικες ὁμίχλες κι ἐγὼ ἀκόμα βρίσκομαι ἐδῶ. Ἀνίκητη νοσταλγία μὲ σπρώχνει πέρα ἀπ’ τὸ φράγμα τοῦ Σιρακάβα».
Μποροῦμε κάλλιστα νὰ φαντασθοῦμε τὸν Ζουράρι νὰ ἐπανακάμπτει στὸ Πειραματικὸ Σχολεῖο ὑπὸ τὸ κράτος τῆς «ἀνίκητης νοσταλγίας» καὶ νὰ πραγματοποιεῖ ἕνα ἀκόμη μάθημα (στὰ παιδιὰ τοῦ Λυκείου τὴ φορὰ αὐτή) ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ ὁδίτη-πολίτη-ὁπλίτη. Θέμα τῆς διδασκαλίας, «Ἡ εὔελπις ἀπερισκεψία τοῦ Θουκυδίδη, τοῦ ‘θεοείκελου ραγιᾶ’ Μακρυγιάννη καί τοῦ… παπα-Φραγκούλη». Ἐξηγοῦμαι:
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 7ου ἔτους τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου (425-424), οἱ Σπαρτιάτες, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐλευθερώσουν τὴν ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων καταληφθεῖσα Πύλο, ἑτοιμάζονται νὰ ἐπιτεθοῦν διὰ ξηρᾶς, συγχρόνως καὶ διὰ θαλάσσης. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναμέτρηση, ὁ Ἀθηναῖος στρατηγὸς Δημοσθένης, γιὰ νὰ ἐξυψώσει τὸ φρόνημα τῶν στρατιωτῶν του, τοὺς ἀπευθύνει μεταξὺ ἄλλων τοὺς ἀκόλουθους προτρεπτικοὺς λόγους: «Στρατιῶται, ὅσοι ἀπεφασίσατε νὰ συμμερισθῆτε μαζί μου τὸν κίνδυνον αὐτόν, εἰς περίστασιν τόσον κρίσιμον, καθὼς ἡ παροῦσα, κανεὶς ἀπό σᾶς ἂς μὴ θελήση νὰ φανῆ ἔξυπνος, ὑπολογίζων μὲ ἀκρίβειαν ὅλην τὴν ἔκτασιν τοῦ κινδύνου πού μᾶς περιστοιχίζει. Ὀφείλει τοὐναντίον καθείς, ἐμπνεόμενος μᾶλλον ἀπὸ εὐέλπιδα ἀπερισκεψίαν, γεμᾶτος ἀπὸ ἐλπίδα καὶ θέτων κατὰ μέρος κάθε ἐνδοιασμόν, ν’ ἀντιμετωπίση τὸν ἐχθρόν, μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι θὰ ἐξέλθη θριαμβεύων καὶ ἀπὸ τοὺς κινδύνους αὐτούς. Διότι εἰς περιστάσεις καθὼς ἡ παροῦσα, ὅπου δὲν ἐπιτρέπεται ἐκλογή, κάθε ὑπολογισμὸς εἶναι μάταιος καὶ ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται, προπάντων, εἶναι ἡ ταχίστη ἀντιμετώπισις τοῦ κινδύνου» (Δ΄, 10, μετάφραση Ἐλευθερίου Βενιζέλου).
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 5ου ἔτους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως κατὰ τῶν Τούρκων, τὰ στρατεύματα τοῦ Ἰμπραήμ, στὴν προσπάθειά τους νὰ καταλάβουν (καί) τοὺς Μύλους τοῦ Ναυπλίου, ἑτοιμάζονται νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τοῦ Μακρυγιάννη καὶ τῶν συναμυνομένων ἀγωνιστῶν. Ἡ ἀπάντηση τὴν ὁποία ἔδωσε ὁ στρατηγὸς στὸν γαλλικὸ ὀρθολογισμὸ τοῦ ναυάρχου Δεριγνὺ εἶναι παγκοίνως γνωστή: «Ἐκεῖ ὁπούφκειανα τῆς θέσες εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: ‘Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσεις εἶναι ἀδύνατες. τί πόλεμον θὰ κάμετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ;’
– Τοῦ λέγω, εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κ’ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὁποῦ μᾶς προστατεύει. καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μας σ’ αὐτὲς τῆς θέσες τῆς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ ἕναν τρόπο, ὅτι ἡ τύχη μας ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θερὶα πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε. τρῶνε ἀπὸ ’μας καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν. κι’ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁποῦ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη. καὶ θὰ ἰδοῦμε τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς».
Ἐξίσου γνωστὴ εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μακρυγιάννη στὶς ἐκτιμήσεις τῶν τεσσάρων Γάλλων ἀξιωματικῶν («εἶστε πολλὰ ὀλίγοι κι’ αὐτεῖνοι πολλοί, οἱ Τοῦρκοι, καὶ ταχτικοί. κι’ αὐτείνη ἡ θέση εἶναι ἀδύνατη. Ἔχει καὶ κανόνια ὁ Μπραΐμης καὶ δὲν θὰ βαστάξετε»): «Τοὺς λέγω, ὅταν σηκώσαμεν τὴν σημαία ἐναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτ’ εἶναι πολλοὶ αὐτεῖνοι καὶ μαθητικοὶ κ’ ἔχουν καὶ κανόνια κι’ ὅλα τὰ μέσα. ἐμεῖς ἀπ’ οὗλα εἴμαστε ἀδύνατοι. ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδύνατους».
Κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς 23ης Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1860… ὁ παπα-Φραγκούλης ὁ Σακελλάριος, «ἀφοῦ ἔκαμε τὴν εὐχαριστίαν τοῦ ἐξ ὀσπρίων κ’ ἐλαιῶν οἰκογενειακοῦ δείπνου», ἄρχισε νὰ καταστρώνει τὸ σχέδιο διάσωσης δυὸ κινδυνευόντων συγχωριανῶν, ἀποκλεισμένων ἀπὸ τὰ χιόνια στὸ παλαιὸ κάστρο τῆς Σκιάθου, ὅπου «τόσον κραταιὸς ἔπνεεν ὁ βορρᾶς, ὥστε τὰ δένδρα μαστιζόμενα ἐκάπτοντο καὶ καθίσταντο ραχιτικὰ ὑπὸ τὴν πνοήν του».
– Νὰ πήγαινε τώρα κανένας νὰ λειτουργήση τὸ Χριστό, στὸ Κάστρο, ἐπανέλαβεν ὁ ἱερεύς, θὰ εἶχε διπλὸ μισθό, ποὺ θὰ τοὺς ἔφερνε κι αὐτοὺς βοήθεια. […]
– Καὶ γιατί δὲν κάνει καλὸν καιρὸ ὁ Χριστός, παπὰ ἂν θέλη νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε στὴν ἑορτή του; εἶπεν αὐθαδῶς ὁ μαστρο-Πανάγος.
Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξε μὲ λοξὸν βλέμμα, καὶ εἶτα ἠπίως τοῦ εἶπε:
– Ἔ! Πανάγο, γείτονα, δὲν ξέρουμε, βλέπω, τί λέμε… Ποὺ εἴμαστε ἡμεῖς ἱκανοὶ νὰ τὰ καταλάβουμε αὐτά!… Ἄλλο τὸ γενικὸ καὶ ἄλλο τὸ μερικὸ καὶ τὸ τοπικό, Πανάγο… Ἡ βαρυχειμωνιὰ γίνεται γιὰ καλό, καὶ γιὰ τὴν εὐφορίαν τῆς γῆς καὶ γιὰ τὴν ὑγείαν ἀκόμα. Ἀνάγκη ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει νὰ πᾶνε νὰ τὸν λειτουργήσουνε… Μὰ ὅπου εἶναι μία μερικὴ προαίρεσις καλή, κ’ ἔχει κανεὶς καὶ χρέος νὰ πληρώση, ἂς εἶναι καὶ τόλμη ἀκόμα, καὶ ὅπου πρόκειται νὰ βοηθήση κανεὶς ἀνθρώπους, καθὼς ἐδῶ, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἔρχεται βοηθός, καὶ ἐναντίον τοῦ καιροῦ, καὶ μὲ χίλια ἐμπόδια… Ἐκεῖ ὁ Θεὸς συντρέχει καὶ μὲ εὐκολίας πολλάς καὶ μὲ θαῦμα ἀκόμα, τί νομίζεις, Πανάγο;… Ἔπειτα, πῶς θέλεις νὰ κάμη ὁ Χριστὸς καλὸν καιρό, ἀφοῦ ἄλλες χρονιὲς ἔκαμε κ’ ἡμεῖς ἀπὸ ἀμέλεια δὲν πήγαμε νὰ τὸν λειτουργήσουμε;
Ὅλοι οἱ παρόντες ἠκροάσθησαν ἐν σιωπῇ τὴν σύντομον καὶ αὐτοσχέδιον ταύτην διδαχὴν τοῦ παπᾶ.
Εἶμαι ἀκραδάντως πεπεισμένος ὅτι οἱ μαθητές, καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸν δάσκαλό τους, δὲν θὰ δυσκολευθοῦν νὰ διακρίνουν τὰ ἀκόλουθα:
Κοινὸς παρονομαστής καὶ στὰ τρία παραδείγματα εἶναι μία «αὐτοσχέδιος διδαχή», τουτέστιν μία διδασκαλία-προτροπή, ἡ ὁποία στηρίζεται στὴν ἔμπνευση ἢ στὴν ἀπόφαση τῆς στιγμῆς, χωρὶς συγκεκριμένο προγραμματισμὸ ἢ προμελέτη.
«Σημαίνουσα δομή», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω ἕναν ὅρο ἀπὸ τὴν κοινωνιολογία τῆς λογοτεχνίας, καὶ στὶς τρεῖς περιπτώσεις εἶναι ἡ «εὔελπις ἀπερισκεψία» τῶν ἐμπλεκομένων.
Τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα ἐπὶ τοῦ προκειμένου εἶναι, κατὰ περίπτωση, μία εὐτυχής κατάληξη ἢ ἕνας θρίαμβος. Μάλιστα, στὴν παπαδιαμαντικὴ ἱστόρηση, ὁ θρίαμβος ἐπισφραγίζεται μὲ μία ἀνεπανάληπτη εὐχαριστία, ὅπου ὁ νέος ἑλληνισμὸς ἑορτάζει ἐν σώματι: «Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ηὐφράνθησαν, ἑορτάσαντες τὰ Χριστούγεννα μετὰ σπανίας μεγαλοπρεπείας ἐπὶ τοῦ ἐρήμου ἐκείνου βράχου». (Κάπου ἐδῶ χτυπάει τὸ κουδούνι γιὰ διάλειμμα). […]
Ἐπειδὴ θεωρῶ δεδομένη τὴν ἔνσταση ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν «πονηρευομένων», ὅτι δηλαδὴ ἡ «εὔελπις ἀπερισκεψία» δὲν ὁδηγεῖ πάντοτε σὲ ἀγαθὰ ἀποτελέσματα, εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ προσφύγω σὲ ἕνα χωρίο ἀπὸ τὰ Ἄθλια Ἄθλα Θέμεθλα, ὅπου ἡ περὶ ἧς ὁ λόγος σημαίνουσα δομή, ἐνῶ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν (μάταια γιὰ ὁρισμένους) θυσιαστήρια ἐκδοχή της, καθίσταται οὐσιαστικὰ εὐαγγέλιο σωτηρίας.
Ἀναφερόμενος ὁ Ζουράρις στοὺς στρατιωτικοὺς Ἁγίους «τῆς καθ’ ἡμᾶς πανστρατιᾶς», οἱ ὁποῖοι ἐπελαύνουν στὸ καθολικό της Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα, «ἐντοιχισμένοι ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων», σημειώνει τὰ ἀκόλουθα: «Οἱ στρατιωτικοὶ Ἅγιοι τῆς ἐκκλησίας μας νικήθηκαν ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἀπὸ τὸν ἐγκοσμιοκράτη Καίσαρα, τὸν ὧδε ἔχοντα-κατέχοντα Πόλιν. Ἐδῶ, ὅλοι οἱ στρατιωτικοί μας ἔπαθαν εὐτελισμό, ὀνειδισμὸ καὶ ἥττα. Ἐκεῖ, στὴν Ἱερὰ Μονή, χειρὶ Θεοφάνους, προσκυνοῦμε, βλέποντας τὴν κόψη καὶ τὴν ὄψη του, τὸν κάθε νικημένο στρατιωτικὸ Ἅγιο της Ὀρθοδοξίας, πού μᾶς διδάσκει πὼς μόνο διὰ τῆς κενωτικῆς ἐθελοδουλείας ἡττᾶται ἡ κατὰ κόσμον δουλοπρέπεια» (σ. 351).
[…] Εἶναι καιρός, ὅμως, μετὰ τὸ προοίμιον νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν οὐσίαν. Ὁ θεοσέπτωρ διδάσκαλος Ζουράρις, πρὸ τετραετίας, ἔδωσε στὸν γράφοντα ἕνα σκληρὸ μάθημα, ὅταν ἀνεβήκαμε στὸν Χορτιάτη διὰ μίαν μικράν διάχυσιν συνισταμένην εἰς κοψίδια (ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέγει «οὐ τὰ βρώματα κακὰ ἀλλ’ ἡ γαστριμαργία») καὶ γενναῖον οἶνον τῆς Λήμνου. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕνα μάθημα πατριδογνωσίας τὸ ὁποῖο, προσωπικά, ἀγνοοῦσα, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ χῶρος μοῦ εἶναι ἰδιαίτερα οἰκεῖος. Πιὸ συγκεκριμένα: Ἐνῶ ἐγὼ κατευθυνόμουν πρὸς τὴν ταβέρνα, ὁ Ζουράρις τράβηξε τὴν ἀνηφόρα πρὸς τὸ μνημεῖο τῶν θυμάτων τῆς γερμανικῆς θηριωδίας, ὅπου ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἔκλινε εὐλαβῶς τὸ γόνυ… Λίγο ἀργότερα, δίπλα στὸ (δωρικοῦ ρυθμοῦ) ἀναμμένο τζάκι, μοῦ ἐξομολογήθηκε τὰ ἀκόλουθα: «Ἐὰν στὴν περίπτωσή μου δὲν συνέβαινε ἕνα θαῦμα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνω αὐτὸς ποὺ εἶμαι, ἡ Θεσσαλονίκη θὰ διέθετε ἕναν ἐπιπλέον Μανιτάκη!».
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ Θεσσαλονίκη (καὶ τὸ Γένος) διαθέτουν ἕναν μόνο Ζουράρι, καὶ δὴ «καταδικασμένον νὰ μείνει ὁλομόναχος» (ἡ φράση εἶναι τῆς Πατρικίου), ἤγουν «ξενωθέντα ἐν κόσμῳ», κατὰ τὸ «Ἀσματικόν» του Μεγάλου Σαββάτου, ὅ,τι τοῦ ἀπομένει ὡς ἐσχάτη παραμυθία εἶναι ἡ ἀλληλοπεριχώρηση, ἡ ὁποία συνιστᾶ –μεταξὺ πολλῶν ἄλλων– τὴν ὀρθόδοξη ἐκδοχὴ τοῦ διακειμένου, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς διαλογικότητας τοῦ Μιχαὴλ Μπαχτίν. «Κάθε κατανόηση εἶναι συσχετισμὸς ἐνὸς κειμένου μὲ ἄλλα κείμενα», ἰσχυρίζεται ὁ Ρῶσος φιλόσοφος. Κάθε κατανόηση εἶναι συσχετισμὸς ἑνὸς κειμένου μὲ ἄλλα κείμενα (καὶ ἑνὸς Ὑποκειμένου μὲ ἄλλα Ὑποκείμενα) ἀλλὰ ὑπὸ μίαν προϋπόθεση, θὰ πρόσθετε ὁ Ζουράρις: ἐφόσον, δηλαδή, στὰ κείμενα αὐτὰ (καὶ στὰ Ὑποκείμενα) ὑπάρχουν συσσωματώσεις ἀπὸ συμφωνημένα ὑπονοούμενα, «τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι μεταλαμπαδεύσιμα μὲ πέντε χρόνια σπουδές» («Χάντιγκτον καί… Παπαδιαμάντης», σ. 163). […]
Ὁ Ζουράρις, μὲ παραδειγματικὴ μεθοδολογικὴ συνέπεια, ἀναδεικνύει τὸν πολυαιτιοκρατικὸ Θουκυδίδη. Μὲ ἄλλα λόγια, στὸν «ἀπόλυτο αἰτιοκρατικὸ ὁλοκληρωτισμό» τῆς Δύσης, ἀντιπαρατάσσει τὴν θουκυδίδεια πολυαιτιοκρατία. Τὸ γνωστὸ σύνθημα «εἰσαγωγῆς», γιὰ παράδειγμα, «ἕνας εἶναι ὁ ἐχθρός, ὁ ἰμπεριαλισμός», θεωρεῖται ὡς νηπιώδης πολιτικὴ ἢ κοινωνιολογικὴ κατηγορία, καθ’ ὅσον τὸ ἐνδεχόμενο «νὰ εἶναι δυὸ ἢ καὶ τρεῖς οἱ ἐχθροί» παραμένει πάντοτε ἀνοικτό. Σημειώνω, ἐπὶ τὴ εὐκαιρία, ὅτι στὴν προκειμένη περίπτωση διακρίνουμε καὶ μία εὐτυχῆ σύμπτωση. Ὁ Χρῆστος Βακαλόπουλος, στὸ ἀριστουργηματικὸ μυθιστόρημά του Ἡ γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντος, φροντίζει καὶ αὐτὸς νὰ ὑπονομεύσει τὸ ὡς ἄνω σύνθημα μὲ χρονικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τὴν περίοδο τῆς μεταπολίτευσης: «Δὲν ἦταν ὥρα γιὰ χαρὲς καὶ πανηγύρια, ἕνας εἶναι ὁ ἐχθρός, ὁ ἰμπεριαλισμός. […] Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή, γιατί στὴν πλατεία Συντάγματος, στὴ γωνία Πανεπιστημίου καὶ Βουκουρεστίου, στὴν Κυψέλη, στὸ Παγκράτι, παραμόνευε ὁ ἰμπεριαλισμός».[…]
Ἡ γλώσσα τοῦ Ζουράρι εἶναι ἐξόχως ἐρεθιστικὴ καὶ μεταφέρει διὰ τῶν λέξεων (τὶς ὁποῖες ὁ δάσκαλος ἀνασύρει ἀπὸ τὴν «χωματερὴ τῶν λεξικῶν» καὶ τὶς ζωοποιεῖ) ἱστορικό, κοινωνικὸ καὶ βιωματικὸ φορτίο χιλιετιῶν.
Θὰ ὁλοκληρώσω αὐτὴν τὴν μικράν πραγματείαν προσφεύγοντας ἐκ νέου στὸν Μπαχτίν, τὸν «σημαντικότερο», κατὰ τὴν ἐτυμηγορία τοῦ Τσβετάν Τοντόροφ, «σοβιετικὸ στοχαστή στὶς ἐπιστῆμες τοῦ ἀνθρώπου στὸν εἰκοστὸ αἰώνα», ὁ ὁποῖος, ἀναλύοντας παραδειγματικὰ τὸν μεγάλο χρόνο, ὑποστηρίζει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: «Ἂν προσπαθήσουμε νὰ κατανοήσουμε ἕνα ἔργο μεμονωμένα, μὲ βάση δηλαδὴ τὶς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς του ἣ ἀποκλειστικὰ μὲ βάση τὶς συνθῆκες τῆς πλησιέστερης ἐποχῆς, δὲν θὰ καταφέρουμε ποτὲ νὰ εἰσχωρήσουμε στὸ σημαντικό του βάθος. Ὁ ἐγκλωβισμὸς στὸ πλαίσιο τῆς ἐποχῆς καθιστᾶ ἐπίσης ἀδύνατη τὴν κατανόηση τῆς μελλοντικῆς ζωῆς τοῦ ἔργου».
[…] Δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ γνωρίζω πῶς θὰ ἀντιδροῦσε ὁ Ἀλιμούσιος τραγικός, ἂν μποροῦσε νὰ φτάσει στὰ χέρια του τὸ ἀρχετυπικὸν Νῦν… αἰωροῦμαι τοῦ νεοέλληνος τραγικοῦ, ἐπηυξημένο καὶ βελτιωμένο ἀπὸ τὰ πρόσθετα νοήματα τῆς μακραίωνης ἑλληνικῆς διαχρονίας. Πάντως, τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι δὲν θὰ περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν καί, περίφροντις, ἀναβάλλοντας «κάθε ὁμιλίαν ἢ δουλειά» καὶ παραμερίζοντας «τοὺς διαφόρους ποὺ χαιρετοῦν καὶ προσκυνοῦν» (Κ. Καβάφης, «Μάρτιαι Εἰδοί»), θὰ ἔσπευδε εὐθὺς «νὰ τὰ γνωρίσει τὰ σοβαρὰ γραφόμενα τοῦ ‘Ἀρτεμιδώρου’». Διότι, ὅπως ἔγραψε γιὰ τὴν Γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντος τοῦ Βακαλόπουλου ἡ Ἀναστασία Λαμπρία, «δὲν πρόκειται περὶ λυγμοῦ νοσταλγίας, ἀλλὰ περὶ ζωογόνου ἐγκολπίου ἐπιβίωσης». «Μέσα στὴ μυστηριώδη αὐτὴ ροή, τὴν Ἑλλάδα», θὰ πρόσθετε ὁ ἰδιαιτέρως προσφιλὴς στὸν Ζουράρι Γιῶργος Σεφέρης.
*Καθηγητής στὸ Πειραματικὸ Σχολεῖο Α.Π.Θ.