του Δημήτρη Μάρτου από τον Γερομοριά
«Σαν την Αγία Σοφία υπάρχουν εκατοντάδες εκκλησίες που είναι υπό κατοχή στην Τουρκία. Αυτές δεν γίνονται τζαμιά επειδή έτσι τις ονομάζουμε εμείς. Αυτές πρέπει να είναι… ένα μέρος στο οποίο πρέπει να προσεύχονται εκείνοι που τις έχτισαν».
Χιούντα Καγιά
Η θαρραλέα κούρδισα μουσουλμάνα, βουλευτής του Κόμματος της Δημοκρατίας των Λαών (HDP), βάζει το ζήτημα της Αγίας Σοφίας στη σωστή του διάσταση. Το διασώζει από διάφορες μαγαρισιές, δειλίες και ύβρεις, που κινούνται ανάμεσα στην «ουδέτερη» κεμαλική θέση περί μουσείου και του «δικαιώματος» του τουρκικού κράτους να κάνει στην επικράτεια του ό,τι θέλει.
Η ισλαμοποίηση του μέγιστου μνημείου της χριστιανοσύνης είναι ακόμη ένα επεισόδιο στη διαδικασία συσσώρευσης βαρβαρότητας που έχει επιδοθεί το τουρκικό πολιτικό σύστημα. Η γενίκευση της ισλαμοποίησης των χριστιανικών ναών, ο εκφοβισμός και η εκδίωξη οποιουδήποτε συμβόλου και δομής, μη εξαιρουμένου και του Πατριαρχείου, γίνονται στόχοι της νεοθωμανικής-τζιχαντιστικής αναθεωρητικής σχιζοφρένειας.
Η Αγία Σοφία είναι η μνημειακή έκφραση μιας ιστορικής διαδικασίας, με δύο συμβολισμούς: έναν υψηλό, ο οποίος αντιπροσωπεύει την πολιτισμένη πρόσληψη του ναού, δηλαδή, αυτήν για την οποίαν δημιουργήθηκε, το 537και έναν χαμηλό, που αντιπροσωπεύει τη μισαλόδοξη, κατακτητική, αυτήν που εισήγαγε ο σουλτάνος Μωάμεθ β΄, το 1453 .
Η υψηλή πρόσληψη
Ό σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας έλυνε το πρόβλημα της θέωσης σε έναν κλειστό χώρο. Απαντούσε στο ερώτημα που έθεσε ο Γρηγόριος Νύσσης δύο αιώνες πριν το κτίσιμό της: «Πώς να παραστήσω το άυλον; Πώς να δείξω το αϊδές; Πώς να διαλάβω το αμέγεθες, το άποσον, το άποιον, το ασχημάτιστον, το μήτε τόπω, μήτε χρόνω ευρισκόμενον…;».
Ο Ιουστινιανός θα απευθυνθεί στη σχολή της Αλεξάνδρειας, το κέντρο τότε της ελληνικής φιλοσοφίας και των επιστημών, να αποστείλει μηχανικούς που θα μπορούσαν να συνθέσουν την αρχιτεκτονική με τη θέωση. Αυτή θα στείλει τους αρχιτέκτονες Ισίδωρο από τη Μίλητο και Ανθέμιο από τις Τράλλεις, οι οποίοι πίστευαν ότι μέσα από την επιστήμη και τη φιλοσοφία μπορούσε να προσεγγίσει κανείς το Θεό. Προσαρμόζοντας τη πυθαγόρεια και πλατωνική γνώση στην κατασκευή του ναού απαντούσουν στο ερώτημα που έθεσε ο Γρηγόριος Νύσσης. Και το πέτυχαν αξιοποιώντας τα αποκαλούμενα «άφατα σύμβολα», δηλαδή τους αριθμούς, τις αρχές των μαθηματικών και της γεωμετρίας και τις πυθαγόρειες οντότητες, που μπορούσαν ν’ αποκαλύψουν μη αισθητές διαστάσεις της πραγματικότητας. Πήραν αυτές τις αρχές και τις ‘’έχτισαν’’ μέσα στα υλικά, στην τοιχοποιία, στα αρχιτεκτονικά σχήματα και τους όγκους. Η κατασκευαστική μαθηματική και στατική τέχνη συναρθρώνεται με τη θεολογία, με τους ορθόδοξους ήχους και το φώς. Συλλαμβάνοντας το θείο ως ήχο και φως, που στερούνται φόρμας, μπόρεσαν να αισθητοποιήσουν τη θέωση.
Η σοφία, στην οποία είναι αφιερωμένος ναός (Ναός της Σοφίας του Θεού) και όχι η δύναμη, προάγεται ως το νόημα της ζωής.
Η κατανόηση δηλαδή του ναού, το ιδιαίτερο πολιτισμικό, κοινωνικό ακόμη και τουριστικό-μουσειακό βιωμά του, μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν παρουσιάζονται εννιαία τα κτιστά και τα λειτουργικά του στοιχεία, όταν μαζί με τις αρχιτεκτονικές μορφές ξαναζωντανευθούν οι θρησκευτικές τελετές, οι ήχοι των μελισμάτων, η προσωδία της Ορθόδοξης λειτουργίας, οι παρατεταμένες και διαφορετικές αντιχήσεις που προκαλούν οι κόγχες του ναού και το φως, που οι αντανακλάσεις του κατά την ώρα της λειτουργίας κατισχύουν και τις αρχιτεκτονικές μορφές.
Η ΟΥΝΕΣΚΟ-ική μουσειοποίηση θα είχε πληρότητα αν στην έννοια του μουσείου περιλαμβανόταν και η προστασία της Ορθόδοξης λειτουργίας της και αν οι υπεύθυνοι για την παρουσίαση του ναού δεν ήταν μόνον αρχαιολόγοι και επιστήμονες κελυφών αλλά και επιστήμονες των νοηματικών παραμέτρων και Χριστιανοί παπάδες. Αν φορέας παρουσίασης του ναού ήταν και το Πατριαρχείο, ο ιστορικός φορέας που είναι συνδεδεμένος οργανικά με το σημαίνον και το σημαινόμενο του ναού.
Η επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας, ως χριστιανικής εκκλησίας, είναι η κανονικότητα των πραγμάτων. Η κεμαλική μουσειοποίηση σηματοδοτεί την απενέργεια του νοήματος, ενώ η επαναϊσλαμοποίηση σηματοδοτεί τη συνέχιση μιας βαρβαρότητας.
Είναι πράξεις παραχάραξης του ιστορικού νοήματος, ακροτηριασμού και αρχαιοκαπηλίας, όπως είναι η αποκοπή των γλυπτών του Παρθενώνα ή όπως είναι η αποσύνδεση του ονόματος της Μακεδονίας από την ιστορική του δομή. Και οι μουσουλμανικές κοινότητες δεν πρέπει να γίνουν κακόγουστες επαναλήψεις του Βρετανικού Μουσείου, που κρατώντας τα γλυπτά του Παρθενώνα, εκφυλίζει την μορφή και το νόημα του και στερεί τους πολίτες του κόσμου από το δικαίωμά τους να τα δούν στο φυσικό τους περιβάλλον, στο αττικό φώς και από την απόσταση που τα έβλεπε ο δημιουργός τους.
Η Αγία Σοφία δεν μπορεί να είναι τζαμί, γιατί οι μορφές της δεν εκκοσμικεύουν την ισλαμική θεολογία, την εκκοσμικεύουν μόνον υπό την έννοια της παραχάραξης. Μια άηχη ή παράφωνη και αποαγιογράφητη εκκλησιά είναι ένα μαγαρισμένο κέλυφος, που προκαλεί θλίψη, δημιουργεί την αίσθηση της βεβήλωσης, ανάλογη της θλίψης και της βεβήλωσης που δημιουργεί ο Παρθενώνας και η ‘’Συμφωνία των Πρεσπών’’.
Η χαμηλή πρόσληψη
Η εργαλειοποίηση του Ναού από τη μεριά της τουρκικής κυβέρνησης κάνει αυτήν την έκφραση πολιτισμού παιχνίδι χαμηλής κουλτούρας. Και η χαμηλή κουλτούρα αντλεί τα παραδείγματα και τις εμπνεύσεις της από τρία ιστορικά υποστρώματα. Την οθωμανική αυτοκρατορία, τον ισλαμισμό και τον κεμαλισμό.
Στην οθωμανική επιτίδευσή του, ο τουρκικός εθνικισμός κατανοεί τη σχέση του με το ναό, υπό το πρίσμα του Δικαίου της Πυγμής, του ‘’γιαταγανιού’’, στην τουρκική του απόδοση. Και ο οθωμανισμός αντιπροσωπεύεται από τούτα τα λόγια του Μωάμεθ Β΄, όπως μας τα μετέφερε ο Ενετός γιατρός, Νικολό Μπαρμπάρο στο Χρονικό της πολιορκίας της Κπολεως (1995, εκ. Λιβάνης, 183), αυτόπτης μάρτυρας της Άλωσης της Πόλης.
«Γιοί του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει η καρδιά σας από χαρά γιατί αύριο θα έχουμε στα χέρια μας τόσους χριστιανούς τους οποίους θα πουλήσουμε για δούλους ένα δουκάτο τους δύο και θα αποκτήσουμε τόσα πλούτη που όλοι θα γεμίσουμε χρυσάφι. Από τα γένια των Γραικών θα κάνουμε λουριά για να δένουμε τα σκυλιά μας, και οι γυναίκες τους και οι θυγατέρες τους θα γίνουν σκλάβες μας. Ετοιμαστήτε με χαρά να πεθάνετε για την αγάπη του Μωάμεθ».
Αυτή η ρητορική της βαρβαρότητας διαπερνά όλες τις ανακοινώσεις του Τούρκου προέδρου σήμερα.
Όσον αφορά τον ισλαμισμό, η κυβέρνηση της Τουρκίας επιχειρεί να τον εργαλειοποιήσει στους ιμπεριαλιστικούς υπολογισμούς της. Όταν οι πιστοί αντιλαμβάνονται τις σχέσεις τους με τις άλλες θρησκείες υπό το πρίσμα της τιμωρίας – εκδίκησης των ‘’απίστων’’ και όχι της συμβίωσης, τότε εκφυλίζονται σε τζιχαντιστές, εργαλειοποιούνται από επιτήδειους της θεοκρατίας και του φόβου του θεού και εκπίπτουν σε αποκρουστικές μορφές θέωσης. Όλα δείχνουν ότι η Τουρκία γίνεται, για τους ισλαμικούς κόσμους, το κέντρο της ανασυγκρότησης του τζιχαντισμού. Η ισλαμοποίηση της Αγίας Σοφίας σηματοδοτεί το θρησκευτικό χρωματισμό του τουρκικού ιμπεριαλισμού. Συμβολικοποιεί τη σύγκρουση μεταξύ ισλαμικών και χριστιανικών κόσμων.
Και η ρητορική της ‘’σύγκρουσης των πολιτισμών’’ διευκολύνει, από τη μια, την Τουρκία να διεκδικεί την ηγεμονία στους κόσμους του Ισλάμ και, από την άλλη, τις ΗΠΑ να συσπειρώνουν υπό την ηγεμονία τους τους κόσμους της Δύσης.
Αν ο ισλαμισμός είναι το ιδεολογικό-ψυχολογικό όχημα προσπέλασης και ηγεμόνευσης της Τουρκίας στους κόσμους του Ισλάμ, ο κεμαλισμός είναι το όχημα προσπέλασης του ιμπεριαλιστικού προσώπου της στους κόσμους της Δύσης. Είναι ψευδαίσθηση ότι βγαίνει από το κάδρο των ιστορικών υποστρωμάτων που τροφοδοτούν τον αυτοκρατορικό αναθεωρητισμό του τουρκικού εθνι(κι)σμού. Ο κεμαλισμός, ως ιδιόμορφος εκδυτικισμός, δίνει στον τουρκικό τζιχαντισμό υβριδική μορφή, τον κάνει πιο ευέλικτο, διπλωματικό και προσπελάσιμο στη Δύση. Προσφέρει το ήπιο όριο της παραχάραξης του ναού, αυτό της χρήσης του ως κελύφους και σκηνικού για εκθέσεις και πασαρέλες, χωρίς όμως να αναιρεί την πρόσληψη του ναού ως δρώμενο κατάκτησης.
Η τοποθέτηση της Χιούντα Καγιά, αλλά και άλλων προσωπικοτήτων, ακόμη και Μουσουλμάνων ιερέων, υπονοεί ότι υπάρχουν πολυπληθείς δυνάμεις στην Τουρκία, που είναι συνδεδεμένες με την ορθο-λογική αντιμετώπιση του ζητήματος της Αγίας Σοφίας. Πρόκειται για δυνάμεις της ιστορίας, που έχασαν την πολιτική και πολιτισμική τους έκφραση, λόγω των διώξεων που υπέστησαν, έτοιμες όμως να εξεγερθούν μόλις νιώσουν τα κενά και τις αδυναμίες των κεμαλιστών και των οθωμανιστών.
Η αποχή των πιστών Μουσουλμάνων από τον εκκλησιασμό στο ναό της Σοφίας του Θεού θα ήταν δείγμα σεβασμού πρωτίστως στη δική τους θρησκεία, ότι αυτή δεν κλέβει, δεν καταστρέφει και δεν μαγαρίζει λατρευτικούς χώρους άλλων θρησκειών. Θα σηματοδοτούσε μια αντίσταση στον εκβαρβαρισμό της ανατολικής Μεσόγειου από το τουρκικό κράτος. Θα συνέβαλλαν στην αναχαίτιση μιας προδιαγεγραμμένης πορείας προς ένα αποκρουστικό κόσμο, ολοκαυτωμάτων, γενοκτονιών και πολιτισμοκτονιών. Ας διεκδικήσουν να δοθεί σε αυτό το μνημείο η υψηλός συμβολισμός των δημιουργών του, του Ανθέμιου και του Ισίδωρου και όχι ο χαμηλός, του Μωάμεθ β΄, του κατακτητή του.