Αρχική » Τση Θυμιανής το μήνυμα

Τση Θυμιανής το μήνυμα

από Άρδην - Ρήξη

του Μ. Εγγλέζου-Δεληγιαννάκη, από το Άρδην τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005

«Σ’ εκκλησιδάκι ολάργυρο μολυβοσκεπασμένο
εκειά με βάλαν κι έμνωξα κόρη ξαθή για σένα
κι από τον όρκο το βαρύ και τον αγιασμένο
έγειραν τα κονίσματα και σβήσαν τα καντήλια
κι έραγισε κι η εκκλησιά»

Τελευταία Κυριακή του Μάη, σαν και σήμερο, 29 του Μάη σαν και σήμερο, πριν 184 χρόνια, ήτανε πάλι κόσμος μαζεμένος εδώ. Η Κρήτη επικύρωνε τις προηγούμενες αποφάσεις των Γλυκειών Νερών και του Λουτρού που όριζαν και πάλι επανάσταση. Την πρώτη μετά του Δασκαλογιάννη, την πρώτη μιας σειράς σηκωμών που θα κατέληγαν μετά 92 χρόνια στην Ένωση με την Ελλάδα.

Η ένταση και η σκληρότητα του δεκαετούς αγώνα που ξεκίνησε από τη Θυμιανή έχει εντυπωσιάσει τους ιστορικούς, κι έχει τραγουδηθεί από το λαό μας με κάθε ευκαιρία. Από την επανάσταση του ’21, τόσο στην Κρήτη, όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς κι από όλες τις επαναστάσεις μέχρι την Ένωση, μπορούμε να βγάλουμε σημαντικά συμπεράσματα και κυρίως να πάρουμε κατευθύνσεις για το σήμερα. Σήμερα που ο Τούρκος ξανάρχεται και απειλεί, που ο Ελληνισμός νιώθει και πάλι διπλή την πίεση από την Ανατολή κι από τη Δύση. Γι’ αυτό θα θελα σήμερο να μην επιμείνω πολύ σε γεγονότα, άλλωστε οι περισσότεροι είμαι σίγουρος πως τα γνωρίζετε καλλιά παρά εμένα. Θα θελα όμως να συζητήσω μερικά μηνύματα που μασε πέμπει η Θυμιανή.

Εμείς είχαμε μια ατυχία σε σχέση με τους άλλους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας: Η πρωτεύουσά μας ήταν και πρωτεύουσά τους. Ενώ οι Σέρβοι μπορούσαν να αποσπάσουν το Βελιγράδι, οι Βούλγαροι τη Σόφια, οι Ρουμάνοι το Βουκουρέστι, εμείς δε μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την επανάσταση από την Πόλη. Ο κύριος όγκος της ελληνικής αστικής τάξης, που ήλεγχε την οικονομία –αλλά βεβαίως όχι την πολιτική– της αυτοκρατορίας ήταν συγκεντρωμένος στις πόλεις, όπου οι Τούρκοι διέθεταν ισχυρότατες δυνάμεις, ενώ η ναυτιλία μας βρισκόταν στη θάλασσα, ανεξάρτητα αν ο καραβοκύρης καθόταν στην Ύδρα ή στην Ανώπολη. Έτσι, η επανάσταση ξεκίνησε από τη Μολδοβλαχία αλλά εδραιώθηκε στη Ρούμελη και τον Μωριά, τις πιο καθυστερημένες περιοχές και με μικρότερη τουρκική παρουσία, ενώ από τις υπόλοιπες ελληνικές χώρες μόνο στην Κρήτη μπόρεσε να συνεχίσει. Αυτός ο αγώνας ποτές δεν ολοκληρώθηκε. Γιατί δεν μπορέσαμε να συμπεριλάβουμε τελικά, στο κρατίδιο που δημιουργήθηκε το 1830, όλες τις ελληνικές περιοχές, δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε το 1922 αυτό που είχαμε ξεκινήσει στη Θυμιανή, την Αγία Λαύρα και το Ιάσιο.
Παρ’ όλα αυτά, η Κρήτη ήταν πάντα έτοιμη να ξεσηκωθεί, μαζί με τον υπόλοιπο Ελληνισμό. Ήταν πάντα δεμένες οι τύχες της με τους υπόλοιπους, είτε στα καλά είτε στα δυσάρεστα. Από την αυτοκρατορία της Νίκαιας ζητήσαμε βοήθεια το 1235, για να αντιμετωπίσομε τους Ενετούς. Στείλαμε βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τελούσαμε υπό Ενετική κατοχή, το 1453. Το 1770, «ο Μπέης από τη Βλαχιά κι ο Μπέης απ΄ τη Μάνη κρυφοκουβέντες είχανε με το Δασκαλογιάννη». Αργότερα, το 1895, σαν αντίποινα για την επανάσταση της Κρήτης, άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί στον Πόντο.

Έτσι, και το 1821 δεν ήταν δυνατό να είναι διαφορετική η στάση της Κρήτης από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές. Οι Φιλική Εταιρεία είχε στρατολογήσει και στα Σφακιά και στο υπόλοιπο νησί μέλη. Η επανάσταση ξεκίνησε λοιπόν από τη Μολδοβλαχία, επεκτάθηκε σ’ όλο το βαλκανικό κομμάτι του Ελληνισμού και τελικά παρέμεινε ζωντανή στο Αιγαίο, την Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και την Κρήτη.

Στην Κρήτη, η πορεία που ξεκίνησε το 1770 είχε σαν επόμενο μεγάλο σταθμό το 1821. Κοινό χαρακτηριστικό και στις δύο περιπτώσεις η λαϊκή απόφαση για την επανάσταση. Το 1821 στα Γλυκειά Νερά, μετά στο Λουτρό, και τέλος στη Θυμιανή, η άμεση δημοκρατία των Σφακιανών αποφάσισε να διαλέξει την Αντίσταση από την υποταγή. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σταθούμε: Οι αποφάσεις στα Σφακιά λαμβάνονται απ’ όλους. Όλοι έχουν τον λόγο, τα επιχειρήματα συγκρούονται, κι η άποψη που θα επικρατήσει είναι αυτή που έπεισε τους περισσότερους. Όμως όλοι συμμετέχουν, δεν υπάρχουν οι λίγοι που αποφασίζουν κι οι πολλοί που ακούν απλά. Η σύναξη της Θυμιανής επικυρώνει την πρόταση του Λουτρού, κι αν δεν την επικύρωνε δε θα υπήρχε απόφαση.

Σήμερα, οι αποφάσεις παίρνονται αλλού. Στο παγκόσμιο χωριό που ζούμε, κάποιοι αποφασίζουν πέρα από τον Ατλαντικό, και οι επιπτώσεις εκδηλώνονται στην Ασία, την Αφρική, σ’ όλο τον κόσμο, δίχως αυτοί που τις υφίστανται να έχουν μπορέσει να ακουστούν, ερήμην τους και ενάντιά τους. Τα Σφακιά όμως του 1821 θυμίζουν ότι το μικρό είναι όμορφο, ότι τις τύχες σου μπορείς να τις διαχειρίζεσαι μόνο όταν είσαι οργανωμένος σε σύνολα που επιτρέπουν την άμεση δημοκρατία κι όπου τις αποφάσεις τις παίρνει ο λαός ο ίδιος κι όχι οι άλλοι γι’ αυτόν. Αυτό μπορεί άνετα να λειτουργήσει και σε παγκόσμιο επίπεδο. Όχι όμως στη βάση της παγκοσμιοποίησης που εκπορεύεται από ένα κέντρο, που έχει σα στόχο να υποταχτούν όλοι στη μία και μοναδική κουλτούρα της υπερδύναμης. Αλλά στη βάση της συνύπαρξης και επικοινωνίας όλων των λαών της οικουμένης, όλων των παραδόσεων, με σεβασμό της καθεμιάς για την άλλη. Αυτή είναι η δική μας πρόταση για την οικουμένη, αυτή τη σύνδεση θέλουμε, κι αυτό το χουν κάνει πράξη οι Σφακιανοί ήδη από τότε, που με τη ναυτιλία τους έφταναν παντού, γνώριζαν άλλα έθιμα και κουλτούρες, τα προσέγγιζαν με σεβασμό, κρατώντας όμως πάντα την ταυτότητά τους.

Ήταν, όμως, σωστή η απόφαση της Θυμιανής; Όλοι ξέρουμε, κι αυτοί που συμμετείχαν στη «μαζωνιά στο Σφακιανό τον κάμπο» ότι ο αγώνας ήταν άνισος. «Τεσσαράκοντα βαρελάκια πυρίτιδος», αναφέρει ο Κριτοβουλίδης και χίλια διακόσια όπλα «εξ ων μεν Σφακιανών ήσαν περί τα οκτακόσια». Μέχρι τρεις χιλιάδες άντρες παρέταξαν οι Χριστιανοί απέναντι σε γενιτσαρικό στρατό είκοσι χιλιάδων. Χρήματα δεν υπήρχαν, ούτε έφτασαν στην Κρήτη τα δάνεια που συνήψαν η Ρούμελη κι ο Μωριάς. Και τελικά, μετά δέκα χρόνια αγώνα, η Κρήτη παρέμεινε σκλάβα, δεν συμπεριλήφθηκε στο ελλαδικό κράτος. Ήταν λοιπόν σωστή η απόφαση της Θυμιανής;
Οι αγωνιστές του ’21 δεν είχαν αυτό που σήμερα οι κρατικοδίαιτοι διανοούμενοι του σαλονιού ονομάζουν ρεαλισμό. Δεν έκατσαν να μετρήσουν στρατούς και χρήματα, απλά είχαν ακράδαντη πίστη στα δίκαιά τους. Δεν έκατσαν βολεμένοι σε μια νησίδα αυτονομίας περιτριγυρισμένη από μια θάλασσα Τούρκων. Ξεχύθηκαν σαν τον αητό της Μαδάρας, κι έδωσαν παντού, σ’ όλη την Κρήτη, σ’ όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς, το μήνυμα της αντίστασης. Και τελικά δικαιώθηκαν. Μετά από δεκαετίες, το 1913, η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα, όμως αυτό δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε προηγηθεί ο Δασκαλογιάννης, το 21, το Αρκάδι. Τι θα λεγαν, άραγε, σ’ αυτούς τους Άντρες με το Α κεφαλαίο οι σημερινοί πρεσβευτές της υποταγής; Να είναι ρεαλιστές, να γυρεύουν τη δουλειά τους και να μην ασχολούνται με επαναστάσεις τη στιγμή που οι συσχετισμοί δεν είναι ευνοϊκοί, να περιμένουν, να περιμένουν, να περιμένουν. Μα έτσι ποτέ δε θα γίνουν ευνοϊκοί οι συσχετισμοί.

Και τότε, υπήρχε ο δυνάστης της Ανατολής, κι ο εχθρός της Δύσης. Η Οθωμανική αυτοκρατορία και η Ιερά Συμμαχία. Κι όμως τότε τόλμησαν και δικαιώθηκαν. Προτίμησαν να πεθάνουν με το κεφάλι ψηλά, παρά να ζουν μέσα στην ντροπή και την ατίμωση. Αυτή την πίεση από Ανατολή και Δύση τη ζούμε πια 1000 χρόνια. Από το 1071, που ήταν η χρονιά σημαδιακή χρονιά, οπότε οι Τούρκοι νίκησαν το Βυζαντινό στρατό στο Μαντζικέρτ της Μικράς Ασίας κι οι Λατίνοι κατέλαβαν το Μπάρι.

Σήμερα η κατάσταση δεν έχει αλλάξει. Οι νεοσουλτάνοι της Άγκυρας, αυτοί που έχτισαν το κράτος τους με τις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών της Ανατολής και τους εξισλαμισμούς των υπόδουλων ξαναγυρνούν. Διεκδικούν όλο και περισσότερα. Στη Δύση, η νέα Ιερά Συμμαχία προσπαθεί να πνίξει κάθε ελεύθερη φωνή. Κι εδώ, οι φωνές του ρεαλισμού προτρέπουν υποταγή και πάλι. Μάλιστα, για να ναι πιο εύκολο το έργο τους, προσπαθούν να κάμψουν την πιο μεγάλη αντίσταση που κουβαλάμε, το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια. Όταν δε θα ντρεπόμαστε πια να σκύβουμε το κεφάλι, τότε ο ρεαλισμός και η ειρήνη των νεκροταφείων θα έχουν κερδίσει, τότε δε θα μας πειράζει να ζούμε υποταγμένοι. Το δίλημμά μας όμως, δεν είναι «πόλεμος ή ειρήνη», είναι «αντίσταση ή υποταγή». Οι αγωνιστές του ’21 μας δείχνουν το δρόμο: Αυτοί ήταν ρεαλιστές με το δικό τους τρόπο: Κοίταξαν τον ήλιο κατάματα και τον κατέκτησαν, ζήτησαν το αδύνατο και το πέτυχαν. Ξεκίνησαν με αίτημα την ελευθερία, μαζί με τους άλλους Έλληνες. Κι όταν δεν συμπεριλήφθηκαν στο κρατίδιο του 1830, από κει και πέρα δεν τους έφτανε η ελευθερία: Ο αγώνας πια ήταν για την Ένωση με την ελεύθερη Ελλάδα, στόχος που έγινε πια κοινός για όλους τους ελληνικούς πληθυσμούς μέχρι το 1955, οπότε στην Κύπρο θα δοθεί ο τελευταίος αγώνας για την Ένωση, κι αυτός ανολοκλήρωτος.

Οι επαναστάτες της Θυμιανής, όμως έχουν κι άλλα να μας πουν. Είναι αυτοί που δε μούτισαν τότε που η τυραννία αλλά και η σκοπιμότητα έστελνε μαζικά τους ανθρώπους να τουρκέψουν. Με αποτέλεσμα οι επαναστάσεις στην Κρήτη να είναι συγκρούσεις μεταξύ ανθρώπων που στις φλέβες τους έρεε το ίδιο αίμα, δεν ήταν όμως πια αδελφοί κι ας μιλούσαν την ίδια γλώσσα.

Είναι αυτοί που έπαιρναν χαρτί από τα Ευαγγέλια και μολύβι από τις καμπάνες για να φτιάξουν φουσέκια, που έπαιρναν τα όπλα από τον εχθρό με μάχη, κι όχι με λεφτά από επιδοτήσεις και ήξεραν πολύ καλά που τα έστρεφαν. Είναι αυτοί που δε σταμάτησαν ποτέ να πολεμούν, ακόμα κι όταν όλα τους απογοήτευαν, που μπόρεσαν στην αρχή να αναστρέψουν το κύμα των εξισλαμισμών, να ελευθερώσουν σιγά την ύπαιθρο, να διώξουν τους Τούρκους από την Κρήτη.

Αυτή η ορμή του «εγκαθείρκτου και αλυσοδέτου τιτάνος», η «αντλούσα ολοένα δυνάμεις από τον σκληρότατον αγώνα της», όπως μας λέει κι ο ιστορικός, μεταλαμπαδεύτηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα: Μακεδονία, Ήπειρος, Σάμος, κίνημα του Γουδι, όλα ξεκινούν από την πίστη αυτή και την ψυχή της Κρήτης.

Φίλες και φίλοι, κάθε χρόνο δε σμίγομε εδώ για να κάνουμε μνημόσυνα. Ερχόμαστε να μετρήσουμε την πρεπιά μας με τους παλιούς μας, να τους δείξουμε αν και πόσο αντάξιοί τους στεκόμαστε. Κι αυτοί μας κοιτούν από ψηλά, και μου φαίνεται πως κάθε χρόνο το βλέμμα τους είναι πιο αυστηρό, πως όλο και λιγότερο μας παραδέχονται.

Κάθε χρόνο, ερχόμαστε αντιμέτωποι στη Θυμιανή με το χρέος και τις ευθύνες μας. Αυτές που μέσα στην καθημερινότητα ξεχνούμε. Όμως πριν από 184 χρόνια, εκείνων η καθημερινότητα ήταν αγώνας κι η θυσία, κι αν αυτοί δεν υπήρχαν, εμείς σήμερα δε θα βρισκόμασταν εδώ.

Λόγος που εκφωνήθηκε στα Σφακιά την 29-5-05 από το Μανώλη Εγγλέζο-Δεληγιαννάκη, πρόεδροτης Ένωσης των Απανταχού Σφακιανών, στις
εκδηλώσεις για την επέτειο της έναρξης της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ